27.8.06

καλημέρα, πάντα

…μπάνιο πρωινό δίχως μαγιό, σε κάποια ακρογιαλιά της Μεσογείου, ανεξερεύνητη…


Είχαμε νοικιάσει στη Μεσόγειο μια μεγάλη άσπρη βίλα, απόμερη, μαγευτική, που την ονειρευόμασταν από τις πρώτες μέρες του Ιούνη. Ήταν χτισμένη πάνω σ ένα ακρωτήρι που δέσποζε στο πέλαγος, κρυμμένη πίσω από ένα πευκοδάσος. Ένας κατσικόδρομος κατέβαινε σ έναν μικρό χρυσαφένιο ορμίσκο, περιτριγυρισμένο από κόκκινους βράχους, όπου ταλαντευόταν η θάλασσα.
……….
Απ τα χαράματα βρισκόμουν στο νερό. Ένα νερό δροσερό και διάφανο, όπου χωνόμουν ως το κεφάλι, όπου κουραζόμουν κάνοντας ακατάστατες κινήσεις για να ξεπλυθώ, να καθαρίσω απ όλες τις σκιές, απ όλες τις σκόνες του Παρισιού.
Ξαπλωνόμουν στην άμμο, έπαιρνα μια χούφτα στο χέρι μου, την άφηνα να γλιστρά σιγά-σιγά ανάμεσα από τα δάχτυλά μου, κιτρινωπή και ζεστή. Έλεγα μέσα μου πως κυλούσε σαν το χρόνο…

Η Φρανσουάζ Σαγκάν ήταν 17 χρονών όταν έγραψε το Καλημέρα Θλίψη, κι εγώ ακόμα μικρότερη όταν το πρωτοδιάβασα.
Ήταν μιά χαρτόδετη έκδοση του 1954, τυπωμένη σχεδόν αμέσως μόλις το βιβλίο εκδόθηκε στη Γαλλία, μόλις έγινε επιτυχία στον κόσμο, μόλις μεταφράστηκε στα ελληνικά.

Στην παραπάνω περιγραφή αναγνώρισα αμέσως την εικόνα που είχα μέσα μου για την ευτυχία, και την κράτησα.


* * * * * * *

22.8.06

ένας λόγος για να ζώ

Τέτοια ώρα ήταν, που γύρισαμε απο την πιτσαρία. Μας άφησαν-εμένα και τον Κ. έξω απο το πατρικό μου, η αδελφή μου και ο άντρας της. Εκείνος, φαντάρος σε 48ωρη άδεια, της είπε πειραχτικά «κοιτα μη γεννήσεις νυχτιάτικα και με ξενυχτάς, δυό μέρες ήρθα να ξαποστάσω...». Κι εγω να την παρακαλάω, «γέννα κοριτσάκι μου, γέννα σήμερα, αύριο είναι η τελευταία μέρα για να βγει το μωρό μας λιονταράκι, μην εξαντλείς τις μέρες σου, άντε ζορίσου και γέννα...»!

Ξημερώματα μας ξύπνησε το τηλέφωνο-που ήταν πάνω στο κεφάλι μου κυριολεκτικά- στο κεφαλάρι του κρεββατιού. Ήταν η μικρή που ζητούσε τη μαμά... Κι εγώ-μα τι αφέλεια, τίποτα δεν υποψιάστηκα, τίποτα...!

Όταν ξυπνήσαμε και πήγαμε στο μαγαζί-καλές δέκα πια, η αδελφούλα μου τηλεφωνιόταν με τη γιατρό της, κι έμπαινε στο ταξί με τη μαμά, να πάνε στην κλινική.
Τότε μάθαμε οτι τα χαράματα ξύπνησαν απο κάτι νερά που πλημμύρισαν το κρεβάτι τους (!) - αλλά δεν της έκοψε οτι ήταν τα δικά της νερά-που έσπασαν, ότι σηκώθηκε κανονικά το πρωί και σιδέρωσε (!) τα ρούχα που θα φορούσαν το βράδυ-στον αρραβώνα της κουνιάδας της, ότι κατέβηκε κανονικά με τον άντρα της κι άνοιξαν το μαγαζί, και ότι τότε μόνο σκέφτηκε να πάρει τη γιατρό της, για να της αναφέρει τα καθέκαστα...

Σε μια ωρίτσα είχαμε τηλεφώνημα : κλείστε το μαγαζί και ελάτε, όπου νάναι γεννάμε...
Το κλείσαμε-τόσα χρόνια δεν θυμάμαι άλλη μέρα που να το κλείσαμε, όλο χαρά διώχναμε τους πελάτες, συγνώμη αλλά πρέπει να κλείσουμε, γεννάμε...!
Ο μπαμπάς, ο γαμπρός μου, εγώ, και ο Κ.-όλη η υπόλοιπη οικογένεια δηλαδή, στην κλινική.
Η μικρή δεν είχε διαστολή, της έδωσαν χάπια, άρχισε να πονάει, ήθελε δίπλα της τη μαμά, όχι τον άντρα της - ένα μωρό που θα έφερνε στον κόσμο άλλο μωρό...
(Όμως στην άλλη γέννα της, 4 χρόνια μετά, είχε ήδη μεγαλώσει : δεν θα ξεχάσω ποτέ τον τρόπο που έγερνε το κεφάλι της στον ώμο του καθώς σφιγγόταν απο τον πόνο, τον τρόπο που εκείνος την στήριζε και βάδιζαν μαζί πέρα-δώθε στην αίθουσα αναμονής-κι εγώ κρυφοκοίταζα απο το παράθυρο...).

Η Σόφη μας ήρθε σαν κυρία, στις μία το μεσημέρι! Λιόντάρι, χουζουρεύοντας, νωχελική, εξάντλησε όλο το πρωινό μέχρι να δεήσει να μας έρθει!
Ήταν βυσσινιά-σχεδόν μαύρη και σουρωμένη-η έλειψη των υγρών γύρω της απ τα χαράματα, την είχε ταλαιπωρήσει πολύ. Ήταν μια σταλίτσα, σουφρωμένη, άσχημη, χάλια-δεν έχω ξανανιώσει μεγαλύτερη χαρά στη ζωή μου... Το πιο μαιμουδένιο μωρό στον κόσμο ήταν δικό μας, η ανεψιά μου, η πρώτη, μια πεταλούδα, η χαρά της ζωής μου...

Την μπουγάδιασαν, την καθάρισαν, την φάσκιωσαν, την συνέφεραν, ήρθε κι έγινε ανθρωπάκι, παιχνιδάκι, μωρό. Εγώ κι ο μπαμπάς της κολλημένοι στο παράθυρο της αίθουσας των νεογνών-χαζεμένοι, πιο πολύ έκπληκτοι παρά συνειδητά χαρούμενοι...

***

Το Σοφάκι γίνεται 14 σήμερα.
Ένα ελαφάκι είναι, που με πέρασε στο ύψος, μια κούκλα, μια γαζέλα, μια ζωγραφιά, ένα χαμόγελο ολόκληρη...
Δεν έχει καλό στη γή που να μην τόχει πάνω της, κι εγω τρέμω, να είναι πάντα καλά.


* * * * * * *

13.8.06

κάτι αλήθεια συμβαίνει εδώ...



Ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι θα ήταν τόσο δύσκολο το προφανές.

Με ρώτησες αν πιστεύω στις νεράιδες, και σου είπα «όχι», αγόγγυστα.

Κι όμως, η αλήθεια είναι ότι πιστεύω σε κάθε είδους παραμύθια, σε ιστορίες, σε χρώματα.
Τα διαβάζω, τα βλέπω, τα σχεδιάζω, τα ονειρεύομαι.
Τα διηγούμαι, τα γράφω, τα μοιράζομαι.
Τα ζω κιόλας, περπατάω δίπλα τους, μιλάω με τον αέρα, χορεύω με τις σκέψεις μου.

Πρώτη φορά όμως ήρθαν τόσο κοντά αυτά τα δύο, αυτό που υπάρχει κι αυτό που δεν υπάρχει, αυτό που ονειρεύτηκα κι αυτό που έχω, αυτό που θέλησα κι αυτό που συμβαίνει. Και μπερδεύτηκα. Απ την ανάποδη.

Μπροστά στον τρόμο να δεχτώ ότι μέχρι τώρα ζούσα ανάποδα, αντί να χαρώ, αμφισβητώ τις αισθήσεις μου, αμφισβητώ τα αυτιά μου, τα μάτια μου, το μυαλό μου.

Δεν τσιμπιέμαι καν να ξυπνήσω, απλά παρακολουθώ, και περιμένω ψύχραιμη τους τίτλους του τέλους… Και σε στεναχωρώ.

Όμως χθες, στο περιβόλι, έκανα μια ευχή...





* * * * * * *

12.8.06

the sound of life


Ίσως να είχα άσχημα παιδικά χρόνια,
ίσως να είχα δυστυχισμένη νιότη.

Αλλά κάπου στο άσχημο, δυστυχισμένο παρελθόν μου,
πρέπει να υπήρξε κάποια στιγμή αλήθειας,
γιατί, νά ΄σαι , στέκεσαι εδώ, και μ αγαπάς,
χωρις να είσαι υποχρεωμένος να το κάνεις.

Έτσι, μάλλον κάπου στη νιότη ή στην παιδική μου ηλικία
πρέπει να έχω κάνει κάτι καλό.

Τίποτα δεν έρχεται απο το τίποτα,
τίποτα δεν θα μπορούσε ποτέ.

Μάλλον, κάπου στην νιότη ή στην παιδική μου ηλικία
θά πρέπει να έχω κάνει κάτι καλό...


(Οι στίχοι απο το τραγούδι Something Good, της ταινίας Μελωδία της Ευτυχίας)



* * * * * * *

10.8.06

στα παραμύθια ισορροπώ

Ω χαρά μου, πότε θα ζήσουμε μαζί, σ ένα όμορφο μέρος, μ ένα σκύλο να γαυγίζει έξω απ το παράθυρό μας? Χρειάζομαι τόσο λίγα: ένα μελανοδοχείο και ηλιαχτίδες να πέφτουν στο δάπεδο, ω, ναι, κι εσένα. Αλλά αυτό το τελευταίο δεν είναι διόλου μικρή υπόθεση.
Ναμπόκοφ στη Βέρα Σλόνιμ, 19 Αυγούστου 1924

"Η Βέρα Εβσέεβνα Σλόνιμ γεννήθηκε δύο φορές. Όσο κι αν ακούγεται αλλόκοτο σε αυτιά που δεν άκουσαν ποτέ την μελωδία των εσωτερικών τοπίων, της γεωγραφίας της ψυχής, κάθε άνθρωπος που σέβεται τη βαθιά ανθρώπινη υπόστασή του γεννιέται δύο φορές (τουλάχιστον). Η Βέρα Εβσέεβνα Σλόνιμ γεννήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 1902. Γεννήθηκε, επίσης, εικοσιένα χρόνια αργότερα, στις 8 Μαίου 1923, στο Βερολίνο, σε μια γέφυρα πάνω απο ένα ποτάμι, κάτω απο πλατύφυλλες καστανιές, μες στον πορφυρό και φαιογάλαζο λαβύρινθο του Χρόνου, του Έρωτα, του Θαυμασμού, και της Λογοτεχνίας.

Τότε συνάντησε, με αξιοθαύμαστα δική της πρωτοβουλία (οι πάντες λένε οτι υπήρξε γενναία γυναίκα), έναν ποιητή, τον οποίο θαύμαζε και ο οποίος έμελλε να την θαυμάσει απο την πρώτη στιγμή και για πάντα...

Η Βέρα Εβσέεβνα Σλόνιμ και ο Βλαντιμίρ Βλαντιμίροβιτς Ναμπόκοφ, δυό εξαίσια πείσμονες άνθρωποι, συναντήθηκαν, και σε χρόνο μηδέν διαπίστωσαν οτι είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον, συναντήθηκαν και σε χρόνο μηδέν μάγεψαν ο ένας τον άλλον, συναντήθηκαν και αποφάσισαν να αναγάγουν σε υψηλή τέχνη την καθημερινή τους ζωή και να μοιραστούν τα πάντα...

Οι Ναμπόκοφ ήρθαν κι έφυγαν σαν ζευγάρι. Οι πιο πολλοί άνθρωποι δεν είδαν ποτέ τον Βλαντιμίρ χωρίς τη Βέρα. Δεν ήταν μόνο αχώριστοι, αλλά έσμιγαν και οι λέξεις τους, οι φράσεις τους, οι προτάσεις τους, τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο χαρτί. Είχαν το ίδιο καρνέ. Εύρισκες στα σημειωματάριά τους, μπερδεμένους τους γραφικούς χαρακτήρες και των δύο.

Η σύζυγος του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ υπήρξε κάτι περισσότερο απο γυναίκα του: μητέρα, νοσοκόμα, βοηθός, μούσα.

Ο γάμος τους την έφερε στο φώς των προβολέων, ο χαρακτήρας της την έκανε να κινείται προς τις σκιές. Σε έναν άνθρωπο ήταν πάντα και πανταχού ορατή: ο Ναμπόκοφ είχε απόλυτη συναίσθηση της παρουσίας της. Έλαμπε απο χαρά κοντά στη γυναίκα του. Βρίσκονταν οι δυό τους σε διαρκή άμιλλα μεταξύ τους και συμπεριφέρονταν σαν να είχαν κάποια κοινά μυστικά. Στους επισκέπτες έμοιαζαν σαν δυό παιδιά που συνωμοτούσαν, με έναν δικό τους κώδικα, για το πόσα και τι θα αποτολμούσαν να πούν στους ενήλικες.

* * *

Ένας Αμερικάνός θαυμαστής είχα αναζητήσει το ζευγάρι στην Ιταλία το 1967. κατηφόριζαν ένα ορεινό μονοπάτι, με απόχες στα χέρια. Ο Ναμπόκοφ αγαλλιούσε. Νωρίτερα, εκείνη την ημέρα, είχε δει μια σπάνια πεταλούδα, ακριβώς εκείνη που αναζητούσε απο καιρό. Είχε επιστρέψει στη γυναίκα του, με την οποία ήταν ήδη σαράντα δύο χρόνια παντρεμένος. Ήθελε να είναι μαζί του όταν θα αιχμαλώτιζε την πεταλούδα".


(Αποσπάσματα απο τη βιογραφία «Βέρα-η κυρία Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ», της βραβευμένης με Πούλιτζερ συγγραφέως Στέισι Σίφ, και απο το εισαγωγικό σημείωμα του μεταφραστή Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη.

Ο πίνακας του Lucien Freud )




* * * * * * *

6.8.06

"Η χαμένη πόλη"



Αχ ο κύριος Άντυ Γκαρσία. Όταν χαμογελάει, λιώνουν όλα τα παγόβουνα του κόσμου από την καρδιά σου...

Βάλε τώρα και μουσική, μουσική, πολύ μουσική, κουβανέζικη μουσική, συνέχεια σ όλη την ταινία, τόση που ν αγαλιάζει η ψυχή σου... Και χορό, και την παραλία της Αβάνας όπου σκάνε τα κύματα... Βάλε και καλοκαιρινά φορέματα του ΄50, και καπελίνες και τακούνια... Κι έντονα κόκκινο κραγιόν σε λευκό πρόσωπο με μάτια καστανά...


Πολιτική ανάλυση όμως μη βάζεις, γιατί η βία εδώ είναι εντελώς αληθινή, και πονάει - δεν είναι ο Αντόνιο που ξεπαστρεύει χορεύοντας ένα μπαρ ολόκληρο στο Desperado, ούτε η Νύφη που εξολοθρεύει την μισή Ασία, στο Volume II του Kill Bill...

Η εποχή μπορεί να χάθηκε, τα κλάμπ, οι άνθρωποι. Η πόλη όμως είναι ακόμη εκεί, και οι μουσικές-ευτυχώς- είναι κι εδώ και παντού.

Και οι ταινίες…αχ, οι ταινίες είναι καράβια που μας ταξιδεύουν.



* * * * * * *

2.8.06

όχι πια πόνος, μόνο θυμός

Εσύ τουλάχιστον έχεις φίλες για να μιλήσεις (να πεις ότι αναποδογύρισε η ζωή σου, να κλαφτείς, να τα βγάλεις από μέσα σου, να πάρεις μια παρηγοριά βρε αδερφέ). Εγώ που δεν έχω κανέναν (παρά εσένα, που όμως δεν είμαστε πια μαζί…) σε ποιόν να τα πω??

Είναι η δεύτερη φορά στη ζωή μου που το ακούω αυτό. Που γίνομαι η ανεπιθύμητη (γιατί είμαι ήδη φευγάτη ή γιατί είμαι απλά ανεπιθύμητη) παρηγορήτρα αγκαλιά και το αυτί που ακούει, αλλά και η επιθυμητή ταυτόχρονα, λόγω έλλειψης άμεσης αντικαταστάτριας (γιατί τελικά δεν είναι τόσο εύκολο να βρεις αυτί πρόθυμο ν ακούσει τον πόνο σου και αγκαλιά να σε αγκαλιάσει…).

Φταίω εγώ? Δίνω μεγάλα περιθώρια? Ή οι άντρες μένουν πάντα μικροί?
Φταίει μήπως ότι οι άντρες δεν ανοίγονται ποτέ στους φίλους τους και έτσι όταν μένουν μόνοι, μένουν πραγματικά μόνοι?
Και, φταίω εγώ γιαυτό?

Μα, φίλοι μου, εγώ εκτίθομαι καθημερινά στις φίλες μου. Δεν παριστάνω την ευτυχισμένη, την ισορροπημένη, την «όλα καλά», ώστε όταν γκρεμίζεται ο κόσμος μου να μην ξέρω πως και σε ποιόν να το πω. Εμένα ο κόσμος μου γκρεμίζεται καθημερινά, τον παρατηρώ, τον περιγράφω, τον επικοινωνώ. Εκτέθηκα, έδωσα κομμάτια μου, και έχω την αγάπη τους. Εσείς που χτίσατε γύρω σας τοίχους αξιοπρέπειας και ευτυχίας, αφήνοντας μόνο σε μένα ένα παραθυράκι για να βλέπω το μέσα σας, (κι αυτό ούτε καν που το αφήσατε, εγώ η ίδια το πάλεψα και το κατάκτησα με κόπο, λίγο-λίγο), δεν ξέρετε τώρα πως να δείξετε σε άλλους αυτό το πέρασμα…

Όμως, φταίω εγώ γιαυτό? Τότε γιατί το άκουσα σαν παράπονο-σχεδόν σαν κατηγόρια, και τις δύο φορές?



* * * * * * *