29.1.07

καθημερινά

Δεν μπόρεσα να μην την μοιραστώ αυτή τη φωτογραφία από το βλογ "καθημερινές φωτογραφίες απο το Kitakami, μια μικρή πόλη στην Βόρεια Ιαπωνία, και τα περίχωρα της".
Τόσο φωτεινά, τόσο ζωντανά, ταιριαστά-σαν ζευγάρι!
Κι ευτυχώς, το μπλε μου φαίνεται αρκετό για να κρατήσει μακριά το κακό μάτι...


* * * * * * *

25.1.07

...


Η αγάπη είναι δώρο.
Ούτε να την πάρεις μπορείς, ούτε να την δώσεις, με το ζόρι.
Μόνο να τη νιώσεις γίνεται.
Αν αφεθείς.

* * * * * * *

Μερικές φορές παθαίνω πανικό. Και πολύ καλά παθαίνω, μπας και μάθω, γιατί χρόνια τώρα διατείνομαι ότι δεν καταλαβαίνω τι είναι αυτές οι κρίσεις πανικού που παθαίνουν οι άνθρωποι, που τους λούζει κρύος ιδρώτας, πετάει η καρδιά τους και χάνουν τον κόσμο κάτω από τα πόδια τους.
Ενώ για τον εαυτό μου-κοίτα χάιδεμα, κοίτα ευφημισμό, κοίτα εγωισμό-δεν το λέω ιατρικά: κρίσεις πανικού, το λέω παθαίνω πανικό.
Ζαλίζομαι από το φόβο, και η γη φεύγει κάτω από τα πόδια μου.
Μερικές άλλες φορές πάλι, νιώθω τόσο ήρεμη, σαν να μην μπορεί τίποτα να με πονέσει. Αυτό βέβαια δεν είναι και καλό, διότι πόση ευτυχία μπορεί να έχει μια παγοκολόνα, πόση ευτυχία και πόσο μέλλον ζωγραφισμένο μπροστά της?
Γενικά, η τραμπάλα που λέγαμε, είναι ακόμη μέσα μου. Τρελαίνει εμένα κυρίως, γιατί στην ηλικία μου, όλοι οι γύρω έχουν πια πάρει το δρόμο τους, και έχουν απηυδείσει επίσης, και δεν ασχολούνται με το δικό μου κουβάρι-έχουν τα δικά τους.
Μόνο οι συνάδελφοι τρώνε στη μάπα τα μούτρα μου καθημερινά, και ο αγαπημένος μου, που δεν ξέρω πόσο ακόμα θα αντέξει.
Εγώ πάντως αντέχω ακόμα.

(Αυτό το απηυδείσει άθλιο μου φαίνεται, μέχρι και το word αρνήθηκε να το αναγνωρίσει, αλλά δεν βρήκα άλλο τρόπο-γραφής, ούτε άλλη λέξη-ταιριαστή, απήυδησα-το κράτησα!).




* * * * * * *

23.1.07

ενας χρόνος λεμόνια

Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
την πίκρια της ζωής. Όντας βυθήση
ο ήλιος και το σούρουπο ακολουθήσει,
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να 'ναι.

Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση•
μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει,
αν στάξει γι' αυτές δάκρυ όθε αγαπάνε.

Κι αν πιούν θολό νερό ξαναθυμούνται,
διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι,
πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται...

Αν δε μπορείς παρά να κλαις το δείλι,
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν:
θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν.

Το 1984, κάποιο μήνα του Φθινοπώρου, στα (ηλεκτρονικά) Las Vegas, μετέφρασα στα αγγλικά (και στο πόδι) αυτό το ποίημα του Λορέντζου Μαβίλη, με προοπτική να γίνει heavy metal επιτυχία από ένα γκρουπ του σχολείου, από το οποίο μόλις είχαμε όλοι μας αποφοιτήσει.
(Τα λόγια που άκουσα από τον μπαμπά μου για το ποιόν μου, όταν άκουσε ότι πήγα εκεί (στα L.V.)-αν και ήταν η μόνη, πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή μου, ούτε θα τα επαναλάβω εδώ, ούτε που θέλω να τα θυμάμαι, αν και μου είναι επίσης αδύνατον να τα ξεχάσω, ακόμη και σήμερα-είκοσι τόσα χρόνια μετά).

Ο πρώτος στίχος τριβέλιζε σήμερα το μυαλό μου, κατεβαίνοντας στο κέντρο της πόλης: «καλότυχοι οι νεκροί, καλότυχοι, καλότυχοι, οι νεκροί, που λησμονάνε, που λησμονάνε, που λησμονάνε την πικρία της ζωής»…. Κι άλλα, κι άλλα.
Ήταν οι τελευταίες κουβέντες που άκουσα στη δουλειά, ήταν και ο καιρός, είναι κάπως και εκ του φυσικού μου (η γκρίνια κι η λεμονο-ξινίλα…).

Πήρα ένα ζευγάρι μπότες. Μαύρες. Στρογγυλές από μπροστά, λίγο καουμπόικες και λίγο ιππασίας. Ένα νούμερο μεγαλύτερες (όπως πάντα-γιατί το δικό μου μέγεθος είναι κάτω του μέσου όρου και δεν υπάρχει ποτέ στα καταστήματα), αλλά η πωλήτρια μου έβαλε πατάκια…

Τώρα τις φοράω και περπατάω στο σπίτι σαν παπουτσωμένος γάτος-και χαίρομαι τόσο, που δεν θέλω να τις βγάλω!
Τις φοράω με το παντελόνι της πιτζάμας μου που είναι κρεμ, με γαλάζια και μπλε αρκουδάκια, και διαβάζω τα πόστς του κόσμου.
Και έχει ησυχία, και μπότες, και φίλους γύρω που γράφουν και επικοινωνούν, και χαίρομαι, και δεν λέω πια καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε.




* * * * * * *

21.1.07

βουτήματα...

Είναι κάτι μέρες που τα χέρια μου, πονάνε πολύ. Δηλαδή ολόκληρη σχεδόν πονάω, κι όχι ακριβώς πονάω, περισσότερο θα το έλεγα «τρίζω» (!): οι παλάμες, οι ώμοι, η πλάτη, ο αυχένας, η μέση οι αστράγαλοι…

Τα χέρια όμως, είναι το πιο δύσκολο: από τους καρπούς και κάτω, σαν να έχουν μια ανησυχία, σαν να θέλουν κάποιο άλλο χέρι να τα κρατήσει, να τα μαλάξει, να τα τρίψει. Εκείνες τις μέρες τα τρίβω συνέχεια, τα πατάω, κάθομαι επάνω τους, στρίβω πέρα-δώθε τα δάκτυλα...

Ανακούφιση φέρνει το ζεστό νερό και η ακινησία-μα που αυτά, μ αυτό το ίντερνετ-του διαβόλου (αλλά και των αγγέλων) που έχω μπλέξει...

Μάλλον είναι κάποιο είδος αρθρίτιδας-εκεί έχω καταλήξει, καθώς ο τελευταίος γιατρός που επισκεύθηκα σχεδόν με έδιωξε, κι ούτε καν δεν πτοήθηκε όταν του είπα "δεν είστε καλός γιατρός, γιατί δεν βρίσκετε τι έχω-γιατί κάτι έχω, το νιώθω...", μόνο γέλασε : φύγε και πάνε να γίνεις ευτυχισμένη, ούτε τίποτα έχεις, ούτε φάρμακα χρειάζεσαι.

Λοιπόν τέτοιες μέρες σκέφτομαι και αγαλιάζω το βούτημα στη μεγάλη γούρνα του Λαγκαδά, την παλιά, τη μαρμάρινη, με τον μεγάλο θόλο, τον βαμμένο με γαλάζια λαδομπογιά.

Έχει τύχει, (ναι, τύχη!), μεσημέρια-μετά τη δουλειά, σχεδόν μόνη-ή με κάποια ήσυχη, χοντρή γιαγιά παρέα, να απλώνω τα χέρια πάνω στα ζεστά μάρμαρα και να πετάω, με το φως που μπαίνει χορεύοντας από το παραθυράκι στην κορυφή...

Όχι, δεν έχω πάει σε αντίστοιχο λουτρό της Πόλης. Ναι, έχω πάει σε σπά (σε υπόγειο) ξενοδοχείου-στριμωχτή πολυτέλεια που μυρίζει χλώριο.

Ααα, εκεί στο Λαγκαδά, εκείνη είναι η πραγματική πολυτέλεια-εκεί νιώθεις τουλάχιστον…χανούμισσα...

(Στην Αθήνα άραγε, έχει Λαγκαδά??)




* * * * * * *

17.1.07

να μη στεναχωριέσαι για τίποτα


Σήμερα το μεσημέρι-με τον ήλιο, με έπιασα-πάλι,
να κάνω σχέδια.
Με έπιασα, λέω, σαν παιδί που το έπιασαν
με το δάχτυλο στο μέλι.
Είχα ξεχάσει πως μπορείς να έχεις μέλλον μπροστά σου,
πάει τόσος καιρός,
το είχα ξεγράψει-για μένα-σ΄αυτή τουλάχιστον
τη ζωή.
Είναι τόσο όμορφο, τόσο απλό, τόσο προφανές,
μα εγώ ξέρω
πως είναι δώρο.




* * * * * * *

13.1.07

ποτέ πια


How rich art is.
If one can only remember what one has seen,
one is never without food for thought or truly lonely,
never alone.

(Vincent Van Gogh to Theo, Laeken, 15 November 1878)



* * * * * * *

10.1.07

σύμπτωση?



Σήμερα άκουσα (για) τρείς ανθρώπους που αγαπούν τη ζωή.

Ο ένας έφυγε.
Άνοιξε τα μάτια, κι ενώ όλοι πίστευαν οτι είναι σε κώμα και δεν καταλαβαίνει, αυτός έσφιξε το χερι του γιού του και ψιθύρισε "φεύγω"...
Τους αποχαιρέτησε, και τώρα είναι στο ψυγείο, περιμένει την αδελφή του απο τη Γερμανία να τον χαιρετήσει κι αυτή.
"Ήθελε να ζήσει, δεν έπρεπε να φύγει", μου είπε ο γιός του.
Τι περίεργο, ε? Κι ας μπορούσαν να πιάσουν τόμους αυτά που έζησε, αν τα έγραφε κανείς. Αυτός ήθελε να ζήσει κι άλλο. Για να πίνει (κι άλλες) μπύρες και να καπνίζει, να χορτάσει τις βόλτες και τα πειράγματα, να χορτάσει και τις επτά εγγονές του, και τον έναν-τον τελευταίο, που πήρε δυό μήνες πρίν το όνομα του.

Ο άλλος ήρθε πιο κοντά στη γυναίκα του.
Να ΄ναι άραγε η κρίση των σαράντα? Έκπληκτη, ενώ για χρόνια τον έβλεπε μια να την πλησιάζει και μια να απομακρύνεται, τώρα τον ακούει να λέει "σ΄αγαπώ (αυτό το περιβόητο...), θέλω να είμαι μαζί σου, δεν θέλω να πεθάνω"...

Ο τρίτος τώρα που μιλάμε, δουλεύει.
Έχει χρόνια που, τον φόβο τον κοίταξε στα μάτια και τον τρόμαξε. Δεν τον έδιωξε, τον κράτησε συγκάτοικο, παρέα, να του θυμίζει πως ζεί.
Ξέρει καλά πως "δεύτερη ζωή δεν έχει", και γι΄αυτό είναι έτοιμος να κάνει οτι χρειαστεί για να ζήσει σαν 'Ανθρωπος αυτήν που έχει μπροστά του.
Είπε σήμερα πως, αν καταλάβει πως κάνοντας ότι κάνει δεν ζεί τη -μοναδική- ζωή του, θα σηκωθεί να φύγει, να αλλάξει δουλειά, να αλλάξει πόλη, να αλλάξει... οτιδήποτε χρειαστεί, αρκεί να ζεί.

* Υπάρχει και τέταρτο θέμα - το οποίο ήταν ο καταλύτης που συγκέντρωσε μαζί (στο μυαλό μου) όλα τα παραπάνω, σημερινά: η κουβέντα για το παιχνδί (παιχνίδι?) "δεύτερη ζωή"...

** Ο πίνακας είναι του Camille Corot.





* * * * * * *

6.1.07

προσευχή

...απόδιωξε από μέσα μου το πνεύμα της οκνηρίας,
της δειλίας,
της δίψας για εξουσία,
της άσκοπης φλυαρίας

και χάρισε μου το πνεύμα της αγνότητας,
της μετριοφροσύνης, της ταπεινοφροσύνης
και της αγάπης...

Πάλι από το Μαρτυρολόγιο του Αντρέι Ταρκόφκι. Για να ξεκινήσει το 2007 όπως τελείωσε το 2006, (κι έτσι να συνεχίσει...).
Ο "μικρός άγγελος που παίζει μουσική" του Rosso Fiorentino, από την Πινακοθήκη Ουφίτσι της Φλωρεντίας.


* * * * * * *