27.12.08

διπλωμένα φτερά


«Κόντευα τότε να τελειώσω τις σπουδές μου και η γιαγιά είχε από καιρό περασμένα τα ογδόντα της. (...) Με τα χρόνια είχε απομείνει δυο κάτια μόνο. Η καμπουρούδα της, όπως την έλεγε πάντα, είχε στρογγυλέψει ακόμη πιο πολύ. Τα ζυγωματικά της, έντονα πάντα, είχανε τονιστεί ακόμη περισσότερο, και όσο της έφευγε η σάρκα από πάνω της, τόσο τα μάτια της έπαιρναν και μεγαλύτερη λάμψη. Είχε πάλι αρπάξει κάποια πούντα, μέσα σ' αυτό το σαράγι που ζούσε μόνη της και που, από χρόνο σε χρόνο, ρήμαζε όλο και πιο πολύ - τώρα κι αν έμπαζε από παντού! Είχε κρατήσει πάλι μπροστά στη φωτιά εκείνο το πισσωμένο πανί, τον μπλάστρη της, και περίμενε να μαλακώσει να το βάλω πάλι στην πλάτη της, όπως έκανα πάντα. Είχε ανασηκώσει λίγο το ρούχο της και περίμενε. Εγώ κάπως δίστασα· κι αυτή, χωρίς να με βλέπει, το είχε μαντέψει, ως φαίνεται. Τότε ήταν που μου είπε τα λόγια εκείνα "Εμένα ο Χριστός εν' αδελφός μου. Μην κοιτάς αυτή την καμπουρούδα μου εμένα. Εκεί εν' κρυμμένα και διπλωμένα τα φτερά μου. Όταν έρθει και η δική μου ώρα, μ' αυτά θα πετάξω να πάω στον ουρανό, κοντά στο Χριστό μου, ν' αναπάψω κι εγώ πια το κορμάκι μου. Μετάνοιες πολλές κι εκκλησιές πολλές εγώ δεν ήξερα. Εμένα μπορεί να με πείραξαν, άνθρωπο όμως στη ζωή μου δεν πείραξα, ούτε μερμήγκι».

* του Γιάννη Ατζακά, απο τις εκδόσεις Άγρα.


* * * * * * *

22.12.08

η χιονάτη


Σήμερα το πρωί, επτά παντελόνια στήσανε χορό στην ταράτσα απέναντι.

(Σκέφτομαι στα σοβαρά ν' αρχίσω να γράφω στα αγγλικά-δεν είναι σωστό να περιορίζεται ο αριθμός των ανθρώπων που διαβάζουν τα ποστ μου, απο τη γλώσσα..!)




* * * * * * *

19.12.08

μελομακάρονα


Σήμερα έφτιαξα μελομακάρονα. Και θυμήθηκα που έπαιρνα τα κοριτσάκια, όταν ήταν μικρά, στο σπίτι μου τέτοιες μέρες, και φτιάχναμε μαζί τα μελομακάρονα. Πρέπει να ήταν από το ΄94 και μετά. Μέχρι το ΄98, ίσως. Άλλες χρονιές πλάθοντας με τα χέρια κι άλλες με κουπ-πατ, αστεράκια και καρδούλες. Σκαρφαλωμένες στις καρέκλες της κουζίνας. Να τις ανεβάζω και να προσέχω μην πέσουν-μα πόσο μικρές ήταν; Η κουζίνα γινόταν χάλια, το σπίτι γινόταν χάλια, αλλά το φχαριστιόμασταν-νομίζω. Μετά τι έγινε και σταματήσαμε; Αυτές μεγάλωσαν; Ή βαρέθηκαν κάθε χρόνο τα ίδια και τα ίδια; Ο γραφικός ενθουσιασμός μου, που κατέληγε σε «μην πιάνεις όπου να ΄ναι με βρώμικα χέρια» και «πήρε η μαμά σας τηλέφωνο, βάλτε τα μπουφάν σας, έρχεται να σας πάρει»; Συνέχεια, τα ίδια και τα ίδια. Και χάθηκα κι εγώ, εν τω μεταξύ. Χάθηκα μέσα μου, όπως λέει και η Φλέρυ. Κι ώρες-ώρες αναρωτιέμαι αν έχω ξαναβρεθεί. Ή αν ήμουν ποτέ αυτού του κόσμου. Από όταν με θυμάμαι.
Σα γιαγιά κάθομαι και κλαίγομαι, κοιτάζω τα χέρια μου, που έχασα τα χρόνια. Πως κρύβονται έτσι οι στιγμές που ζήσαμε; Που κρύβονται; Και, πως ξεφυτρώνουν ξαφνικά μπροστά μου, ένω πέρασαν τόσα χρόνια και τόσα μελομακάρονα, χωρίς να τις θυμηθώ; Αν οι μικρές ήταν δικές μου, παιδιά μου εννοώ, γιατί δικές μου είναι έτσι κι αλλιώς, αν ήταν παιδιά μου, θα τις είχα τώρα εδώ και θα γελούσαμε μαζί, αναπολώντας, αντί να κάθομαι να κλαίω; Μάλλον θα φταίει ο νοτιάς.


* * * * * * *

10.12.08

mojito nights


Χθες πήγα με τη Σταυρούλα στο μπαζάαρ των δρόμων ζωής.
Πήρα δύο μαρμελάδες κ α τ α π λ η κ τ ι κ έ ς.
Μανταρίνι! Το έχεις ξανακούσει?
Και η άλλη κυδώνι με βανίλια Μαδαγασκάρης!

Πήρα επίσης λικέρ λεμόνι, ένα κρεμαστό διακοσμητικό, ένα δαχτυλιδάκι πλαστικό, ένα κινέζικο σετ για οδοντογλυφίδες (origami, τέχνη διπλώματος χαρτιού), ένα βαζάκι πάστα κόκκινης πιπεριάς με τυρί κι έναν κλόουν-βιβλιοστάτη-θήκη ξύλινο, χρησιμοποιημένο.
Σύνολο 34 ευρώ.

Μου φάνηκαν όλα χρήσιμα, ότι πήρα.
Οι μαρμελάδες είναι καταπληκτικές. Στο γράφω μήπως δοκιμάσεις να κάνεις αυτή με το μανταρίνι. Δεν ξέρω τη συνταγή, θα ψάξω όμως, και θα τα πούμε από το τηλέφωνο. Βέβαια, η αξία τους μάλλον οφείλεται στο ότι είναι μικρές, λίγη ποσότητα, και όπως το βλέπω θα τις τελειώσω πολύ σύντομα με το κουτάλι (ήδη τις έχω αρχίσει...).

Μπορεί να ήμασταν αστείο θέαμα, δυό φορτωμένες με κασκόλ και μπουφάν, και τσάντες και ομπρέλες (ροζ και οι δύο), και τις σακούλες με τα ψώνια του μπαζάαρ, ιδρωμένες, και μ΄ από ένα (θεικό) μοχίτο σε πλαστικό ποτήρι στο χέρι, στο πεζοδρόμιο, κάτω από τη βροχή, να λικνιζόμαστε με τη μουσική. Μα περάσαμε πολύ ωραία.

Το μπαζάαρ έγινε στα Εξάρχεια, Σάββατο βράδυ πήγαμε εμείς, και μετά εγώ ήθελα να κάνουμε βόλτα στην πλατεία, κι όταν είδα σ ένα δρόμο αστυνομικούς και καπνούς είπα να σταματήσουμε να χαζέψουμε. Αλλά η Σταυρούλα που είναι έμπειρη σε πορείες (δασκάλα γαρ, και πέρσι είχαν πολλές) και δακρυγόνα, δε μ΄ άφησε, κι έτσι όπου φύγει-φύγει. Προσπαθούσαμε να βρούμε κανένα στενό ελεύθερο να κατέβουμε προς το μετρό αλλά σ΄ όλους τους δρόμους είχε φωτιές και δακρυγόνα (και κόσμο που χάζευε, φυσικά). Χρειάστηκε να περπατήσουμε 6-7 στενά παραπέρα για να βρούμε ελεύθερο δρόμο να κατέβουμε προς το κέντρο.
Εγώ στεναχωριόμουν που φεύγαμε και παραμιλούσα ότι είναι φοβιτσιάρα και δεν γιατί ήθελε να μείνουμε, αφού ήμασταν μέσα στα γεγονότα...
Μετά, μόλις έφτασα σπίτι, μου τηλεφώνησε να μου πει πως κάποιον είχαν σκοτώσει, γι΄αυτό και τόσες φωτιές και φασαρίες...
...

Σε φιλώ.






* * * * * * *

6.12.08

μια χάντρα μπλε, για το μάτι

Ξέχασα πως κάνουν ποστ.

Έχω καταπιεί έναν λογοκριτή, έχω μια κλειδαριά στα χείλη μου, στο μυαλό μου, στα δάχτυλά μου.
Όμως είναι Χριστούγεννα και τραγουδάω καθώς οδηγώ, καθώς σερφάρω.

Θυμάσαι, Πανδωρίτσα, εκείνα τα χριστούγεννα που περάσαμε μόνες online, μ΄αυτό το screen saver, ανταλλάσσοντας χριστουγεννιάτικες εικόνες (και σκέψεις); Ε, λοιπόν, τι ωραία που τώρα είναι τώρα και δεν είναι πια τότε!


* * * * * * *