26.2.11

μια εύθυμη συγκέντρωση

Χτες το βράδι ο ήχος της ξώπορτας που έκλεινε με χαχανητά και κρυφό λαχάνιασμα, κατόπιν η φωνή του Πάντυ Λη Φέρμορ: "Παληά ρούχα 'γοράζω..." στα ελληνικά. Τον είδα να έχει αγκαλιασμένο τον Μιχαήλη από τον ώμο, που τούδειξε το δρόμο στο σκοτεινό ανηφορικό μονοπάτι. "Η Τζόαν είναι κουκουλωμένη, τρυπωμένη κάτω από τη γραμμή Πλίμσολ. Την άφησα να κάθεται στη μέση του δρόμου. Στείλε τον αρχιθαλαμηπόλο σου με κάνα κερί, ή με καμιά σέντια αν τύχει και σου βρίσκεται". Είναι μια εύθυμη συγκέντρωση σαν κι εκείνες που είχαμε στη Ρόδο.
Ύστερα από ένα θαυμάσιο γεύμα κοντά στη φωτιά, ο Πάντυ άρχισε να τραγουδάει Κρητικά, Αθηνιώτικα και Μακεδονίτικα τραγούδια.
Όταν βγήκα για να ξαναγεμίσω τη μποτίλια του ούζου στην ταβερνούλα από την άλλη μεριά του δρόμου, βρήκα το δρόμο γεμάτο κόσμο που αφουγκραζόταν με απόλυτη σιωπή μες στο σκοτάδι. Ο καθένας φαινόταν νάχει χάσει τη μιλιά του. "Τι συμβαίνει;" ρώτησα, όταν πήρε το μάτι μου τον Φράγκο. "Ποτέ μας δεν έχουμε ακούσει Εγγλέζο να τραγουδάει έτσι ελληνικά τραγούδια!".
Η ευλαβική τους έκπληξη είναι συγκινητική. Ήταν σαν να θέλανε να φιλήσουνε τον Πάντυ όπου κι αν πήγαινε.

(πικρολέμονα, σελ.118)

25.2.11

είναι αθέατο

Οι αληθινές αναλογίες αυτής της ζωής, που το σημαντικότερο μέρος της είναι αθέατο, βρέθηκαν από τους ζωγράφους της ρομαντικής τέχνης-ένα παρεκκλήσι χωράει σε μια παλάμη, ένα βιβλίο μπορεί να είναι ευρύ όσο κι ο ουρανός. Τίποτα όμως δεν θα είναι ποτέ πιο αχανές από ένα πρόσωπο διάπλατο από έκπληξη μπροστά στην έμπρακτη αγάπη.

(Παρένθεση από τα πικρολέμονα. Πάλι, πάλι, πάλι απόσπασμα από τον Αιχμάλωτο του Λίκνου, του Κριστιάν Μπομπέν. Πάλι, το πήρα στα χέρια μου για να το χαρίσω. Πάλι, έμεινα άναυδη, δεν έχω λόγια.)

ο κυρ Μελής

Ο κυρ Μελής ήταν μια άλλη καινούργια γνωριμία με έντονη ιδιοσυγκρασία.
Ήταν ψηλός και κοκκαλιάρης και πολύ μύωψ.
Σεργιάνιζε στο χωριό λικνίζοντας χαριτωμένα το κορμί του και κουνώντας τα μακριά κομψά χέρια του σε χειρονομίες που θύμιζε κομψή κυρία στην εποχή της Μαντάμ Ρεκαμιέ. Το μακρουλό μελαχροινό του πρόσωπο με τα λαμπερά του μάτια μαρτυρούσαν μιαν αόριστη ευτυχία.
Ήταν ο νεκροθάφτης. Όμως μιας και κανένας δεν πέθαινε στο χωριό, του έμενε αρκετός καιρός για αυτοανάλυση, αλλά μιας κι ο άνθρωπος πρέπει και να τρώει, είχε στρίψει το ταλέντο του στο σκάψιμο βόθρων προς τόσα το κυβικό μέτρο.

Ήταν ο φιλόσοφος του κυρίου αποχετευτικού συστήματος. "Ποιό είναι το νόημα της ζωής;" με ρώτησε κάποτε με τραγικό τόνο φωνής που τραύλιζε. "Όλα μπαίνουν δω πέρα", υφώνοντας μια μπουκάλα κρασί στα χείλη του για μια μεγάλη ρουφηξιά, "κι όλα βγαίνουν εκεί", δείχνοντας το βόθρο που έσκαβε. "Τι νόημα έχουν όλ' αυτά;".

(πικρολέμονα, σελ.104-105)

23.2.11

έτσι νιώθω

Όταν ενθουσιάζομαι με κάτι, χάνω τον έλεγχο. Ο ενθουσιασμός και η χαρά μου, η ευχαρίστηση από την έκπληξη που μου προκαλεί αυτό που αισθάνομαι, είναι τόση που δεν ξέρω πού να σταματήσω, χάνω από μπρος μου το τέλος της γραμμής. Οι διακυμάνσεις ανάμεσα στο "καλό", "καταπληκτικό", "υπέροχο", "απίστευτο", "δεν ξέρω πως ζούσα πριν το διαβάσω, δεν ξέρω πως ζουν τόσοι άνθρωποι χωρίς να το 'χουν διαβάσει (ας τους το χώσω κάτω από τα μούτρα, λοιπόν...)" δεν υπάρχουν για μένα, δυσκολεύομαι πολύ να τις διακρίνω.
Έτσι συχνά γίνομαι υπερβολική, μελοδραματική, (ίσως) κουραστική, ίσως και αναξιόπιστη-για κάποιους που πιθανόν δε νιώσουν το ίδιο με μένα, ίσως τελικά και ρεζίλι (που χάνω τον έλεγχο της κατάστασης, την ισορροπία...).
Τα παραπάνω αφορούν όλους τους τομείς της ζωής μου, από ενθουσιασμούς για φαγητά μέχρι ΚΑΙ τις προσωπικές μου σχέσεις. Δυό χρώματα βλέπω: μαύρο και ροζ!

Γι'αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση, προτίμησα αντί να γράψω ένα υμνολόγιο για τον Ντάρρελλ ΚΑΙ τον Χουρμούζιο, να μοιραστώ εικόνες από το βιβλίο "τους", αφήνοντας έτσι τον καθένα να βγάλει το δικό του συμπέρασμα.

Παρόλαυτα, θα εκμυστηρευθώ ότι η πρώτη πρόταση που μου ήρθε στο μυαλό πριν τρεις μέρες που άρχισα να διαβάζω τα πικρολέμονα, και που μου ξαναέρχεται όποτε ξαναπιάνω το βιβλίο στα χέρια, είναι "πωπω, μερικοί άνθρωποι ΔΕΝ θα έπρεπε να πεθαίνουν. Θα έπρεπε να ζουν συνέχεια, για να γράφουν, να γράφουν κι άλλα, να μεταφράζουν, να γεμίζουν τον κόσμο ζωγραφιές και να κάνουν μερικούς ανθρώπους ευτυχέστερους".
Άκου τώρα! Αντί να ζητώ να ζουν για πάντα οι δικοί μου, οι πιο αγαπημένοι μου, εγώ-στο κάτω κάτω (φτου-φτου, μακριά από μας, άκου για πάντα, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα), θέλω να ζουν δυό παραμυθάδες, δυό που κατέχουν τη γλώσσα καλύτερα κι από ζωγράφοι τα πινέλα τους, που ζωγραφίζουν τον κόσμο και τα αισθήματα με όμορφες λέξεις, λέξεις που κολλάνε σα μαστίχα στο μυαλό και σε κάνουν να γυρνάς και να ξαναγυρνάς γύρω τους, να πηγαίνεις παρακάτω και να επιστρέφεις για να τις ξαναγευτείς.
Χεχε, δεν τους γλίτωσα τους λυρισμούς και τις υπερβολές, να με συμπαθάτε αλλά το ευχαριστιέμαι!

Α! Αυτά τα παραπάνω ήθελα να τα γράψω για το Αλεξανδρινό Κουαρτέτο. ΚΑΙ για τις Ακυβέρνητες Πολιτείες.
Χρόνια και χρόνια γυρνάνε μέσα στο μυαλό μου, αυτός ο ενθουσιασμός σαν πυροτέχνημα, αυτός ο θαυμασμός που κάθε, μα κάθε φορά που τα ξανανοίγω με αφήνει άναυδη, αυτή η ντροπή που με συγκρατεί να μοιραστώ δημοσίως τόσες υπεροβλές. Που όμως ΔΕΝ είναι υπερβολές για μένα, είναι κυριολεξία, έτσι νιώθω.
Ε, ήρθε η ώρα.

αέναον

"Θεέ μου", είχε πει ο Σαμπρί, "τι ωραίο ξύλο. Είναι από την Ανατολη. Τον παλιό καιρό έφερναν μεγάλα δοκάρια, δεμένα πίσω από μαούνες, να επιπλέουν στο νερό. Είναι ξύλο από την Ανατολή, θα κρατήσει αιώνες, για πάντα".

(πικρολέμονα, σελ.69)

22.2.11

Ιδιοκτησία δέντρων

Ιδιοκτησία δένδρων. Στον Δια ανήκει η δρυς. Η γνώσις ήταν "το φάγωμα του βαλανιδιού". Ο Ερμής κατείχε τον φοίνικα και αργότερα ο Απόλλωνας και τον φοίνικα και τη δάφνη. Η Δήμητρα τη συκιά-ο ιερός φαλλός του Βάκχου ήταν φτιαγμένος από το ξύλο της. Η συκαμιά ήταν το Δέντρο της Ζωής για τους Αιγύπτιους. Το πεύκο ανήκε στην Κυβέλη. Οι μαύρες λεύκες και οι ιτιές είναι ειδικά συνδεδεμένες με το χειμερινό ηλιοστάσιο, συνεπώς με τον Πλούτωνα και την Περσεφόνη. Άλλ'η άσπρη λεύκα διεκδικεί τον Ηρακλή που την έφερε επάνω στη γη από τον Άδη. Δεν βρίσκω τίποτε για τις μουριές και τις μανταρινιές.

(πικρολέμονα, σελ.121)

ποίηση

Η Μεσαορία συνδυάζει κάθε ακρότητα ομορφιάς και ασκήμιας: στέρφα, αμμοπνιγμένη, άδεια και κάτω από το φεγγαρόφωτο στοιχειωμένη ερημιά. Κατόπιν, την άνοιξη, ξεσπάει στις άβαθες λαμπρότητες της ανεμώνας και της παπαρούνας, και σκιάζεται με μια απαλομέταξη βλάστηση.
"Μονάχα εδώ καταλαβαίνεις πως όταν τα πράγματα ωθούνται στ' ακρότατα, γίνονται τα αντίθετά τους. Η άσκημη στέρφα Μεσαορία και η πρασινισμένη, είναι πράγματα τόσον ακραία, που αναρωτιέται κανείς αν η ομορφιά έχει τη μεγαλύτερη δύναμη ή μήπως η ασκήμια".


(πικρολέμονα, σελ.121)

ο Τούρκος

Ο ιδιοχτήτης ήταν ένας άνθρωπος σαράντα περίπου χρονών, γεροδεμένος και με ωραίο κεφάλι. Είχε την υπναλέα καλοκάγαθη όψη -ένα σπάνιο χαμόγελο και τέλεια δόντια, στοχαστικά κεφάτα μάτια- που βλέπει κανείς κάποτε στις τούρκικες ταξιδιωτικές αφίσες.
Άλλ' ότι ήταν πραγματικά τούρκικο σ' εκείνον ήταν η σωματική ακινησία με την οποίαν αντιμετώπιζε τον κόσμο. Κανένας Έλληνας δεν θα μπορούσε να κάθεται ακίνητος, χωρίς να σαλεύει δώθε-κείθε, να χτυπάει το πόδι του ή κάποιο μολύβι, να τίναζει το γόνατό του ή να πλαταγίζει τη γλώσσα του.
Ο Τούρκος είχε μια μονολιθική στάση, ένα ύφος περισυλλογής και σιωπής ερπετού. Μ' αυτό ακριβώς το ύφος θα μπορούσε να κάθεται κι ένας χαμαιλέων, ώρες και ώρες, επάνω σ' ένα χαμόκλαδο, να κοιτάζει ασάλευτος τον κόσμο, ζώντας προφανώς την κατάσταση εκείνη της μετεωρισμένης κρίσης που συνοψίζεται στην αράπικη λέξη καυφ.

Έχω δει τον Σαμπρί να φορτώνει κορμούς, να φωνάζει στους χωριάτες, ακόμη και να τρέχει στο δρόμο. Αλλά ποτέ του δεν έδινε και την παραμικρότερη εντύπωση ότι δαπανούσε οποιαδήποτε ενέργεια. Οι πράξεις και τα λόγια του είχαν την απαλότητα του αναπόφευκτου. Κυλούσαν από κείνον όπως κυλάει το μέλι από ένα κουτάλι.


(πικρολέμονα, σελ.52)

21.2.11

πικρολέμονα

Η αγάπη αλλάζει τα πάντα. Ποτέ δεν υποψιάστηκα πως θα συνέβαινε αυτό. Η αγάπη που βρίσκει ανταπόκριση θα έπρεπε να πω.
Τώρα όμως, παντού γύρω μου, οι μανόλιες έχουν μεταμορφωθεί, μετά τον μεγάλο, ξηρό ύπνο τους, σε γλυπτά με άλικα άνθη. Εκείνος κινείται ανάμεσα στις φωτοσκιάσεις, στην άκρη του οπτικού μου πεδίου, φορώντας τη μεταξένια γούνα ενός πάνθηρα.
Ποθώ να νιώσω αυτή τη γούνα στο λαιμό μου. Την ποθώ με την ανυπονομησία ενός σαρκοφάγου, που αγνοεί το χρόνο, που ουρλιάζει γοερά ενω οι κουκουβάγιες σιωπούν.
Όταν λείπει για ένα δύο βράδια, η δίψα μου είναι απαρηγόρητη. Όταν επιστρέφει, πίνω κάθε φιλί του μέχρι τον πάτο και πάλι το στόμα μου πονά σαν ξεραμένη σπηλιά.

Δεν με πήρε εκείνος. Εγώ τον διάλεξα.
Κάποτε, πριν από πολύ καιρό, μου απαγόρευσε να λέω δυνατά ότι τον αγαπώ. Έτσι, θα επινοήσω τους δικούς μου τρόπους να του πω τι είναι αυτό που ποθώ και τι μπορώ να δώσω. Κρατάω τα χέρια του σφιχτά και δεν τα αφήνω. Κι εκείνος μένει, καλλιεργώντας με σαν μικρό κτήμα που το κληρονόμησε, όπου βρίσκεται το μέλλον του.


Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο Δηλητηριώδης Βίβλος της Barbara Kingsolver.
Ο τίτλος του ποστ είναι από το ομώνυμο βιβλίο του Λώρενς Ντάρρελ, που ξεκίνησα να διαβάζω χθες (και προτίθεμαι να το αντιγράψω ολόκληρο σε ποστ, σε συνέχειες, χαχαχαχα!).

20.2.11

I'm fine. I'm English. We like to be cold and wet.

Βλέπω μια ταινία εδώ και ώρες, από το πρωί. Eίναι 90 λεπτη αλλά την σταματώ κάθε λίγο και σηκώνομαι-γιατί δεν αντέχω, γι'αυτό έχει τραβήξει τόσο πολύ. Kι έχω πλαντάξει στο κλάμα.
Ενας γκει που έχασε το σύντροφό του σε αυτοκινητιστικό.
Και δεν μπορεί να το χωνέψει, ζει σαν ζόμπι, ετοιμάζεται -μεθοδικά, τακτοποιεί τα πάντα πίσω του- να αυτοκτονήσει.

Κλαίω, σταματάω, γράφω, σηκώνομαι να βγάλω τα πιάτα από το πλυντήριο, συνεχίζω, απολαμβάνω, κλαίω, σταματάω πάλι, βάζω το φαγητό στη χύτρα να γίνεται, συνεχίζω την ταινία.
Πριν λίγο τη σταμάτησα πάλι, γελώντας δυνατά μ' αυτό που έβαλα σαν τίτλο.
Απόλαυση, ποίημα.

Ιf it's going to be a world for no time for sentiment, then it's not a world that Ι want to live in.
Ο ένας μιλάει για το ατομικό καταφύγιο που σχεδιάζει για να επιβιώσει με την οικογένεια και τα π ρ ά γ μ α τ ά τους, κι ο άλλος κοιτάζει τα γυμνά κορμιά, την ομορφιά γύρω του, κι ετοιμάζεται να πεθάνει-δεν θέλει να ζει χωρίς της.

Ο Κόλιν Φέρθ τρέχει στην άμμο, κολυμπάει γυμνός στο φεγγαρόφωτο.

***

Πέντε ώρες κράτησε τελικά.
Νομίζω πως δεν έχω δει πιο ερωτική ταινία, τέτοιας αισθητικής και ποιότητας.

19.2.11

the ship hotel

Staithes, Yorkshire, Βόρεια Αγγλία.

Το νερό μπαίνει βαθιά μέσα στο χωριό,

κι άλλοτε είναι πολύ,

άλλοτε λίγο.

Θα μείνουμε στο The Ship Hotel...

...και θα τρώμε fish&chips κάθε μέρα στην παμπ Cod&Lobster (μπακαλιάρος και αστακός!-μα δίνουν τόσο περίεργα ονόματα στις παμπ τους στην Αγγλία...).

To χωριό έχει τόσο πολλούς γλάρους και άλλα θαλασσοπούλια, που συχνά οι επισκέπτες παραπονιούνται ότι δεν μπορούν να κοιμηθούν τη νύχτα από τις φωνές τους...


Οι φωτογραφίες είναι από εδώ, εδώ, κι εδώ.

πανσέληνος


Σε χαιρετώ!
Είμαι φίλος σου, και η αγάπη μου για σένα είναι βαθειά.
Δεν υπάρχει τίποτα να μπορώ να σου δώσω, το οποίο να μην έχεις ήδη.
Αλλά είναι πολλά, πάρα πολλά, που ενώ δεν μπορώ να σου τα δώσω, εσύ μπορείς να τα πάρεις...
Κανείς παράδεισος δε θα μας χαριστεί, αν οι καρδιές μας δεν βρουν ξεκούραση μέσα του σήμερα.
Πάρε τον Παράδεισο!
Καμιά ειρήνη δε βρίσκεται μπροστά μας, που να μην είναι κρυμμένη σ'αυτή τη μικρή στιγμή του παρόντος.
Πάρε την Ειρήνη!
Η λάμψη του κόσμου δεν είναι παρά μια σκιά. Πίσω της, μα σε απόστασή που μπορούμε να τη φτάσουμε, είναι η χαρά.
Πάρε τη Χαρά!
Έχει ακτινοβολία και λάμψη στο σκοτάδι, αρκεί να μπορούμε να το δούμε. Και για να το δούμε, δεν έχουμε παρά να κοιτάξουμε.

* By Sun and Candlelight

16.2.11

αυτό αρκεί

Οι άνθρωποι στις ιστορίες του Κάρολου Ντίκενς είναι σαν αυτούς της Μειβ Μπίντσι, είναι καλοί, κ α λ ο ί .

15.2.11

η άγρια χαρά της ζωής


Πως γίνεται να μην σχεδιάζεις τίποτε, να μην ονειρεύεσαι, να μην ελπίζεις; Πως θα γίνει να βλέπω τη ζωή μου σα βόλτα και να χαίρομαι μόνο που αναπνέω, και τέρμα;
Είναι τρόπος αυτό, είναι λογικό; Να λεω, ωραία που δεν είμαι κουτσή, ωραία που μπορώ να πάω στο κομωτήριο, ωραία που πληρώνομαι κανονικά, που έχω λουλουδάτα σεντόνια;
Το πιο μακρόπνοο σχέδιό μου να είναι "ας πάρω σπανάκι να βράσω για σαλάτα" και ποιά ταινία θα δούμε το βράδυ. Βενζίνη θα βάλουμε την Πέμπτη, αλλά μέχρι τότε ποιός ζει ποιός πεθαίνει.

Το ξέρω, το ξέρω πως ΕΤΣΙ έχουν τα πράγματα, αλλά δεν μπορώ να το χειριστώ.
Χρειάζομαι να ονειρεύομαι και να γελάω. Χρειάζομαι να ελπίζω ότι θα πάμε στη Βραζιλία, στο Περού. Ότι μπορεί να κάνουμε το γύρο της γης με ιστιοφόρο-πριν πεθάνω, ότι μπορεί να πιούμε καφέ στο Παρίσι-κι αν δε σ' αρέσει θα μαζέψω τα πράγματά μου να φύγουμε αμέσως για αλλού-στο υπόσχομαι.
Μπορεί να μην κάνουμε ποτέ μαζί ένα κοριτσάκι, αλλά μ' αρέσει να σκέφτομαι τα βιβλία που θα διαβάζαμε μαζί, δίπλα-δίπλα, η καθεμιά το δικό της, στο πίσω κάθισμα.

Άμα πάψω να ελπίζω, γίνομαι αυτομάτως δυνατότερη, είναι η αλήθεια. Όμως γίνομαι και πιο στεναχωρημένη, και πιο "κόπηκαν τα πόδια μου και θέλω να ξαπλώσω και να μη σκέφτομαι τίποτε", ταυτόχρονα.

* Oι εραστές, του Emile Friant (a victorian artist you should know)

14.2.11

αφιερωμένο

Φτιάξτα μ' ένα κορίτσι που διαβάζει. Αγάπησε ένα κορίτσι που ξοδεύει τα λεφτά του σε βιβλία αντί σε ρούχα. Που έχει πρόβλημα χώρου στη ντουλάπα της επειδή έχει πολλά βιβλία. Φτιάξτα με ένα κορίτσι που έχει λίστες με βιβλία που θέλει να διαβάσει, που έχει κάρτα δανειστικής βιβλιοθήκης από όταν ήταν 12 χρονών.

Βρες ένα κορίτσι που διαβάζει. Θα το καταλάβεις από το ότι πάντα θα έχει ένα αδιάβαστο βιβλίο στην τσάντα της. Είναι αυτή που κοιτάζει γλυκά ανάμεσα στα ράφια του βιβλιοπωλείου, αυτή που ξεφωνίζει χαμηλόφωνα όταν βρει το βιβλίο που έψαχνε. Βλέπεις την παράξενη κοπέλα που μυρίζει τις σελίδες ενός παλιού βιβλίου σ' ένα βιβλιοπωλείο "από δεύτερο χέρι"; Αυτή είναι που διαβάζει. Δεν μπορεί ποτέ να αντισταθεί στη μυρωδιά των σελίδων, ιδίως όταν είναι κιτρινισμένες.

Είναι το κορίτσι που διαβάζει ενώ κάθεται περιμένοντας στο γωνιακό καφέ. Αν ρίξεις μια ματιά στην κούπα της, το γάλα ξεχειλίζει, γιατί είναι ήδη πολύ απορροφημένη. Χαμένη στον κόσμο που φτιαχνει ο συγγραφέας.
Κάθησε δίπλα της. Μπορεί να σου ρίξει ένα βλέμμα, σαν όλα τα κορίτσια που δεν τους αρέσει να τα διακόπτουν. Ρώτα την αν της αρέσει το βιβλίο.

Κέρασέ την ακόμη μια κούπα καφέ.

Πες της τη γνώμη σου για τον Μουρακάμι. Μάθε αν διάβασε το πρώτο κεφάλαιο από τον Άρχοντα των Δακτυλιδιών. Να ξέρεις ότι αν πει ότι κατάλαβε τον Οδυσσέα του Τζόυς, θα είναι απλά για να σου φανεί έξυπνη. Ρώτα την αν της άρεσε η Αλίκη στη Χώρα των θαυμάτων, ή αν θα ήθελα να είναι η Αλίκη.

Είναι εύκολο να βγαίνεις μ' ένα κορίτσι που διαβάζει. Χάριζέ της βιβλία για τα γενέθλιά της, για τα χριστούγεννα και για τις επετείους σας. Χάριζέ της το δώρο των λέξεων, στην ποίηση, στα τραγούδια. Χάρισέ της Νερούδα, Πάουντ, Σέξτον, Κάμινγκς. Δώσε της να καταλάβει ότι ξέρεις πως οι λέξεις είναι αγάπη. Να ξέρεις ότι κι αυτή ξέρει τη διαφορά ανάμεσα στα βιβλία και στην πραγματικότητα, αλλά -για όνομα του θεού-, θα προσπαθήσει να κάνει τη ζωή της λιγάκι σαν το αγαπημένο της βιβλίο. Δεν θα είναι δικό σου το φταίξιμο αν το κάνει.

Πρέπει να κάνει μια προσπάθεια, κατά κάποιο τρόπο.

Πες της ψέματα. Αν ξέρει από συντακτικό, θα καταλάβει ότι ήταν ανάγκη να πεις ψέματα. Πίσω από τις λέξεις έχει άλλα πράγματα: κίνητρα, αξίες, αποχρώσεις, διαλόγους. Δεν είναι δα και το τέλος του κόσμου.

Χώρισε μαζί της. Γιατί ένα κορίτσι που διαβάζει, ξέρει ότι η αποτυχία πάντα οδηγεί στην κλιμάκωση. Καταλαβαίνει ότι όλα τα πράγματα έχουν ένα τέλος. Ότι σε κάθε περίπτωση, μπορεί πάντα, μετά να υπάρχει μια συνέχεια. Ότι μπορείς να αρχίσεις ξανά και ξανά, και να παραμείνεις ο ήρωας. Ότι η ζωή είναι πιθανό να έχει ένα παληάνθρωπο, ή μπορεί και δύο.

Γιατί να φοβάσαι όλα όσα δεν είσαι; Τα κορίτσια που διαβάζουν, καταλαβαίνουν ότι οι άνθρωποι, σαν τους χαρακτήρες, αναπτύσονται. Εκτός από αυτούς στις σειρές Twilight.

Αν βρεις ένα κορίτσι που διαβάζει, κράτα το από κοντά. Όταν τη βρεις ξύπνια στις δύο τη νύχτα, να σφίγγει ένα βιβλίο στο στήθος της και να κλαψουρίζει, φτιάξε της ένα φλυτζάνι τσάι και κράτα την στην αγκαλιά σου. Μπορεί να την χάσεις για καμιά δυό ώρες, αλλά πάντα θα έρχεται πίσω σε σένα. Θα μιλάει για τους χαρακτήρες του βιβλίου σαν να είναι αληθινοί, και η αλήθεια είναι ότι για λίγο, πάντα είναι.

Θα της κάνεις πρόταση μέσα σ' ένα αερόστατο, ή σε μια ροκ συναυλία. Ή, πολύ απλά, την επόμενη φορά που θα είναι άρρωστη, από το τηλέφωνο.

Θα χαμογελάς τόσο δυνατά που θα απορείς γιατί η καρδιά σου δεν έχει σπάσει και γεμίσει με αίματα όλο τον κόσμο, ακόμη. Θα γράψεις την ιστορία της ζωής σας, θα κάνετε παιδιά με περίεργα ονόματα και ακόμη πιο περίεργες συνήθειες. Θα συστήνει τα παιδιά σας στον Παπουτσωμένο Γάτο και στον Ασλαν, κι όλα αυτά μέσα στην ίδια μέρα. Θα περπατάτε στα γεράματα, τους χειμώνες, μαζί και θα απαγγέλει Κητς με κομένη την ανάσα, ενώ εσύ θα τινάζεις το χιόνι από τις μπότες της.

Φτιάξτα μ' ένα κορίτσι που διαβάζει γιατί σου αξίζει. Αξίζεις ένα κορίτσι που μπορεί να σου δώσει την πιο χρωματιστή ζωή που μπορείς να φανταστείς. Αν το μόνο που μπορείς να της δώσεις είναι μονοτονία, μπαγιάτικες ώρες και μισοψημένες προτάσεις, τότε καλύτερα μείνε μόνος. Αν θέλεις τον κόσμο, και τους κόσμους πέρα απ' αυτόν, τότε βρες ένα κορίτσι που διαβάζει.

Ή, ακόμα καλύτερα, βρες ένα κορίτσι που γράφει.

* Rosemary Urquico: Date a girl who reads

Update: το κείμενο ΔΕΝ είναι δικό μου, είναι (δική μου) μετάφραση από το link που δίνω.
Αν και, όπως βλέπω από τα σχόλια, ανετότατα θα μπορούσα να το έχω γράψει εγώ ή ένας από τους μυριάδες (!) booklovers που (ευτυχώς) υπάρχουν στον κόσμο!

χωρίς σχόλια

Μπορεί να αστειεύομαι, σπιτόγατα, το σπιτάκι μου, ο υπολογιστής μου, φτάνει τόσο που έκατσα σε σας -κι ας περνάμε ωραία- θέλω να γυρίσω στο σπίτι μου...
Μια φρικτή μέρα σήμερα, ας μην πω χαρακτηριστική, ας πω όμως πως είχε σε υπέρτατο βαθμό όλα όσα κάνουν χάλια τις υπόλοιπες μέρες μου: νόμιζα πως δεν θα ξαναγελάσω ποτέ. Νόμιζα πως, αυτό ήταν, πέθανα. Πως δεν θα αντέξω μέχρι το τέρμα της, πως τώρα που άνοιξαν οι κάνουλες και παραδέχτηκα πως τίποτα που νομίζω πως αντέχω δεν το αντέχω, έφτασα στο τέρμα του δρόμου μου.
Και πριν λίγο, μόνη στο σπίτι, χαμογέλασα. Θέλω να πω, με έπιασα ασυναίσθητα, υπέροχα, να χαμογελώ ξέγνοιαστη.
Ήμουν παρέα με το ποστ της ou ming, με τα σχόλιά της. Το μυαλό μου (η σκέψη μου) δεν ήταν στο κεφάλι μου, δεν ήταν στο λάπτοπ, στην κουζίνα. Ήταν κάπου όπου οι άνθρωποι είναι καλοί, πονεμένοι, τρυφεροί, με περίσκεψη, κάπου που δεν απαιτείται να χαμογελάς, να φοράς καινούργια ρούχα, να έχεις μοντέρνα μαλλιά και βαμένα νύχια. Κάπου όπου κανείς δε σε αναγκάζει να κάνεις πράγματα που δεν θέλεις κι έτσι να αποδεικνύεις ξανά και ξανά στον εαυτό σου ότι, όταν σε πατάνε είσαι ανίκανη να αντιδράσεις. Και να σιχαίνεσαι τον εαυτό σου πιο πολύ από τους άλλους, που σαν σαλιγκάρι βάζει το κεφάλι μέσα και σέρνεται, μέχρι το τέλος της γραμμής.

13.2.11

Κυριακή πρωί

Ώσπου να πιούμε τον καφέ, να σου και φθάνει ο γαριδάς με τη μικρή διάφανη, ολοζώντανη γαρίδα, που σπαρταρούσε στα μεγάλα κοφίνια και γυάλιζε σαν βροχή από λαμπερά αστράκια. Συνωστισμός! Όλοι σπρώχνανε ποιoς θα πάρει το ζωντανό δόλωμα, γιατί ο γαριδάς, ένας παμπόνηρος Κόπτης, είχε πάνω τη ζωντανή γαρίδα ενώ στα κατακάθια ήταν ανακατεμένο το μπαγιάτικο.
Μόλις παίρνανε τη γαρίδα, οι ψαράδες σκορπίζανε παρέες παρέες. Άλλοι φεύγανε με τα πόδια για την κοντινή παραλία, την Κορνίς όπως τη λέγαμε. Άλλοι περπατούσαν λίγο πιο πέρα μέχρι το αρχαίο ακρωτήρι "Λοχίας", τη Σελσίλα, που έκλεινε το ανατολικό λιμάνι. Άλλοι πάλι παίρνανε το τραμάκι στο πρώτο δρομολόγιο και πηγαίνανε στα καρβουνάδικα να πάρουν βάρκα.
Ήταν τόσα τα ψαροτόπια στην Αλεξάνδρεια, και παντού υπήρχε ψάρι, πολύ ψάρι!


Χάρης Τζάλας
Από τη συλλογή Alexandrea ad Aegyptum
εκδ. του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 1997

12.2.11

το pet μου

Σήμερα που έχει ήλιο:
Έχει ζωντανέψει, κουνάει τις κεραίες του, είναι έτοιμο να φύγει.
* * *
Μερικές ημέρες πριν:
Αυτό το πράγμα, που δεν ξέρω πως το λένε, και που φοβάμαι πάρα πολύ να το κουνήσω μήπως και πηδήξει επάνω μου(!), βρίσκεται στο ίδιο σημείο της ζαρντινιέρας μου από τον Σεπτέμβριο. Άραγε πέφτουν σε χειμερία νάρκη αυτά;(!)
Αν ήταν νεκρό, δεν θα χαλούσε; δεν θα ξεραινόταν, εννοώ, δεν θα το έπαιρνε ο αέρας, δεν θα το έτρωγαν τα πουλιά; Δεν θα έφευγε όταν πότιζα το φύτο, δεν θα ενοχλούνταν, δεν θα πνιγόταν;
Μη σου πω ότι, παρόλο που βρίσκεται στην ίδια γωνία συνέχεια, μετακινείται λίγο πέρα-δώθε κάθε φορά που το βλέπω.
Σήμερα μάλιστα, μου φάνηκε πως κουνήθηκε, και πως κούνησε τις κεραίες του. Γι' αυτό το φωτογράφισα, για να το δεις, μπας και καταλάβεις αν είναι ζωντανό ή όχι, και τι είναι...
Μπρρρ (και μπλιάχ επίσης!)
* * *
Και η απάντηση:
Να είσαι καλά, πρώτη φορά γέλασα μπροστά στον υπολογιστή τόσο πολύ!!!!!!!! Είναι ακρίδα (ο τζίτζικας του υπέροχου παραμυθιού, με το κασκόλ, που κρύωνε και ζητούσε φαί από τα μυρμίγκια), για να κουνιέται θα πει πως είναι ζωντανό και περιμένει να ζεστάνει ο καιρός.

11.2.11

Πρωτοχρονιά 1944

- Ευτυχισμένο το 1944, φίλες μου, είπε ο Ζακ.
Η Μαρί-Κλώντ έσβησε τα φώτα. Φιλήθηκαν κι οι τρεις στο σκοτάδι.
Οι καμπάνες του Ευαγγελισμού και της Σάντα Κατερίνα χτυπούσαν επίσημα, ενώ συνεχίζονταν οι κρότοι των γυαλικών και τα υστερικά γέλια των καθώς πρέπει κυράδων της λεωφόρου Φουάτ. Άξαφνα φάνηκε πως θρυματιζόταν κάτι πολύ μεγάλο, ίσως μια ολόκληρη βιτρίνα με τα μπιμπελό και τις φαγιάντσες της, γκρεμισμένη από κάποιο μπαλκόνι. Ο ενθουσιασμός του αθέατου πλήθους έφτασε στο κατακόρυφο.
- Αλεξαντρινό έθιμο, είπε η Μαρί-Κλώντ. Είναι ένας τρόπος για να ξεφορτώνονται όλα τα παλιά γυαλικά της χρονιάς.


Στρατής Τσίρκας
Ακυβέρνητες Πολιτείες-Η Νυχτερίδα

(Γράφοντας ένα κείμενο, αντιγράφοντάς το, εννοώ, όταν οι λέξεις περνούν μία-μία από το χέρι σου-αυτό σε κάνει πολύ περισσότερο να το ζεις-παρά όταν το διαβάζεις.
Είναι μερικές λέξεις στο παραπάνω κείμενο, που μπαίνουν μέσα σου και σε μεταφέρουν στην Αλεξάνδρεια, Πρωτοχρονιά, 1944. Τις ακούτε;
Aχ αυτός ο Τσίρκας, αχ.)

10.2.11

Εφτούνα που ζεις είναι η ζωή σου

«Εβρήκε ο άντρας μου πέρα, στην Ιερά Οδό. Εφτιασε τα συμβόλαια κι αγόρασε ένα οικοπεδάκι. Είχε δυο δωμάτια, ένα κουζινάκι. Τα σουλουπώσαμε. Εκάτσαμε μέσα. Δίχως πόρτες, δίχως παράθυρα. Ηρθε κι η μάνα μου μαζί. Να με βοηθήσει. […] Καθότανε κι η μάνα μου παρέκει. Στο ντιβανάκι της. Είχε και το μύλο της. Γκρούγκου, γκρούγκου. Αλεθε. Εκαμε τον καφέ της. Δεν εμιλάγαμε. Τα μάτια μου ήσαν θολά. Μ’ ήβλεπε που ήμουνα πια να σκάσω. “Ολα για τους ανθρώπους είναι, θυγατέρα. Και τα ψηλά και τα χαμηλά. Θα σιάξουν τα πράματα”. “Πότε μάνα; Πότε; Θαρρείς ίσαμε τώρα έχω καλά περάσει στη ζωή μου εγώ;” “Αλλο δεν έχει, θυγατέρα. Εφτούνα που ζεις είναι η ζωή σου. Αμέ τι νόμισες;” “Εμόχθησα, εδούλεψα, εκουράστηκα. Πάλι στον γκρεμό θα κρέμομαι; Κουράστηκα”. “Τράβα να ξαπλώσεις λιγάκι, θα τις εσυγυρίσω ‘γω τις μπάμιες, έχει για όλους ο Θεός”».

Δεν μπόρεσα να μην το μοιραστώ αυτό. Το έχω εδώ και μέρες ανοιχτό, το βλέπω, το ξαναβλέπω, δεν κλείνω το παράθυρο.
Θέλει μεγάλη κουβέντα.

Είναι από την καθημερινή, του Νίκου Ξυδάκη. Κι εδώ, λέει κι άλλα.

7.2.11

των Λιονταριών τα όνειρα

Στον παράλληλο δρόμο τ' Ατταρινιού, ήτανε κι ένα πορνείο ξακουστό, το "Ρεβ ντε Λιόν", "των Λιονταριών τα όνειρα", σήμερα είναι...σχολείο.

Μανώλης Γιαλουράκης
Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1963

μουσαφιραίοι κι εξόριστοι

Πόσο θα ευφραινόταν η ψυχή του να κοιτά τη σημερινή Αλεξάντρεια, φτυστή όπως την οραματιζότανε.
.....
Μωρέ κοκορόμυαλοι, μας έλεγε, μωρέ βάλτε το καλά στο κακάρι σας, μουσαφιρέοι είμαστε, τι θαρρείτε; Ήρταμε, καλοκάτσαμε, κάναμε παιδιά κι εγγόνια. Ωραία. Μα ο νοικοκύρης κοιμότανε. Αμέ; Να τον ξυπνήσουμε, λέω. Να του ζητήσουμε το ελεύθερο, να μας πει κοπιάστε, για να γίνει το σωστό, να συψυχωθούμε κι εμείς. Γιατί, αν ξυπνήσει καμιά φορά, που θα ξυπνήσει, και μας βρει θρονιασμένους εδώ, θα μας δώσει μια κλωτσιά στα πισινά και θα μας ρίξει στη θάλασσα. Και δε θα μπορούμε να βγάλουμε τσιμουδιά γιατί θα 'χει δίκιο. Μην ακούτε μωρέ αυτούς τους χαρτογιακάδες και τους πουδραρισμένους. Αυτοί είναι φράγκοι. Φράγκικα μιλούνε στα σπίτια τους, φράγκους νταλαβερίζονται, φράγκικα μονολογάνε. Ο νους τους είναι στον παρά, ότι αρπάξουνε να παν να το ξεκοκαλίσουν στας Ευρώπας. Δεν είναι τόπος τους αυτός, δεν τον πονούνε. Η γης αυτή είναι νταρντάνα, είναι γεμάτη αυγά, όπως οι κέφαλοι που κατεβαίνουνε τον Αύγουστο και τους ψαρεύουμε με το πεζόβολο. Μα για να γκαστρωθεί και να γεννοβολήσει θέλει κότσια, μωρέ θέλει λαχάνιασμα, θέλει ξεπάτωμα. Πού να την προφτάσουμε εμείς οι μουσαφιραίοι. Αυτή γυρεύει τον αφέντη της. Δώστε τη σε τούτους εδώ, που 'ναι δική τους, και θα δείτε. Θα γεμίσουν ανθρωπάκια όλη την αχτή, θα χτίσουν οκέλες και φάμπρικες, σχολιά και θέατρα, θ' ανοίξουν δρόμους και δρομάκια, θα φτιάξουν καφενεία να κάθεσαι να πίνεις τη μαστίχα σου και να μιλάς με το θεό. Θα φυτέψουν πάρκα. Θα σκεπαστεί με κόκκινα φέσια και μαύρες μελάγιες όλη τούτη η κιτρινίλα, όπως γεμίζει παπαρούνες η έρημο κάθε άνοιξη.

Στρατής Τσίρκας
Ακυβέρνητες Πολιτείες, Η νυχτερίδα
Κέδρος, Αθήνα 1974, σελ 29-33

* Όλα τα αποσπάσματα τα σχετικά με την Αλεξάνδρεια, προέρχονται από το βιβλίο του Φαίδωνα Ταμβακάκη Αλεξάνδρεια: Μια πόλη στη λογοτεχνία που απόκτησα πρόσφατα από το παζάρι του βιβλίου.
Από τη μια (και κυρίως) η μεγάλη μου αγάπη για την πόλη αυτή, την οποία δεν έχω επισκευθεί (και ομολογώ ότι διστάζω να επισκευθώ, για να μην διαψεύσω όσα έχει πλάσει η φαντασία μου γιαυτήν), από την άλλη η επικαιρότητα της χώρας αυτόν τον καιρό, με κάνουν να θέλω περισσότερο να μοιραστώ τα κείμενα. Κυρίως τα σημεία που περιγράφουν την πόλη, τους δρόμους, τις γειτονιές, την ατμόσφαιρα. Για να νιώσει κανείς σαν να είναι εκεί, σαν να την βλέπει, ακόμη κι αν δεν έχει πάει ποτέ.

Η τριλογία του Τσίρκα και τα τέσσερα βιβλία του Αλεξανδρινού Κουαρτέτου του Ντάρρελλ, είναι ότι θα έσωζα από τη βιβλιοθήκη μου σε μια φωτιά, ότι θα έπαιρνα μαζί μου σ' ένα έρημο νησί, αν επρόκειτο να μην ξαναδιαβάσω ποτέ τίποτε άλλο. Αυτά τα επτά βιβλία.
Την Πηνελόπη Δέλτα την έχω διαβάσει πρόσφατα, δεν ήρθε η ώρα ακόμη να γράψω τα όσα έχω μέσα μου γιαυτήν.

6.2.11

Καρτιέ Γκρέκ

Η Αργινή γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1883. Εκείνο το χρόνο όλοι οι πιο επιφανείς έλληνες της Αλεξάνδρειας αγόρασαν οικόπεδα στην οδό Ροζέτα, πέρα από τη χτισμένη πόλη, σε μέρος έρημο ακόμα τότε, προς την έξω πύλη που έκλειε την οδό Ροζέτα. Οι πύλες έκτοτε κατεδαφίστηκαν, και όλο εκείνο το μέρος που λέγουνταν Porte Rosette κι έκλειε την πόλη προς το Ράμλε, έγινε πάρκα και περιβόλια. Επειδή λοιπόν μόνον έλληνες αγόρασαν τα απόμακρα εκείνα οικόπεδα και όλοι μαζί έκτισαν τα σπίτια τους, η συνοικία αυτή ονομάστηκε Quartier Grec.
Ήταν η ωραιότερη συνοικία της Αλεξάνδρειας, γιατί χτίστηκαν μονοκατοικίες όμορφες, όλες μέσα σε περιβόλια, και παντού φυτεύθηκαν δέντρα, έγιναν πρασιές, και στο πλούσιο χώμα της Αιγύπτου, μεγάλωσαν αυτά και φούντωσαν σε λίγους μήνες.
Αγόρασε κι ο πατέρας μας ένα οικόπεδο με μεγάλο περιβόλι, πάνω στην οδό Ροζέτας, και άρχισε να χτίζει.

Πηνελόπη Δέλτα, Πρώτες ενθυμήσεις
Ερμής, Αθήνα 1981, σελ. 114-115

Δρόμοι

Οδός Μπαμπ-ελ-Μαντεμπ, οδός Αμπού Νταρντάς, Μινέτ-ελ-Μπάσαλ (δρόμοι όπου γλιστράει κανείς επάνω στις νιφάδες του μπαμπακιού που ξεφεύγουν από τις μπάλλες), Νούζχα (ο ροδόκηπος, αναμνήσεις μερικών φιλιών) ή στάσεις λεωφορείων με ονόματα στοιχειωμένα: Σάμπα-Πασσά, Μαζλούμ, Ζιζίνια Μπακός, Σούτς, Τσανακλής. Μια πόλη γίνεται ένας κόσμος όταν αγαπάει κανείς κάποιον από τους κατοίκους της.

Λώρενς Ντάρρελλ, Αλεξανδρινό Κουαρτέτο-Α' Ιουστίνη
(μτφρ. Αιμίλιος Χουρμούζιος, εκδ.Γρηγόρη, Αθήνα 1961, σελ.65)

5.2.11

The Dream of the Fisherman’s Wife

Ποιός είπε ότι η σάρκα είναι δυσάρεστη; Η σάρκα δεν ειναι δυσάρεστη, είναι αποτρόπαιη. Κρατιέται στο αριστερο μέρος της ψυχής μας, μας παίρνει τις πιο άχρηστες ώρες, μας μεταφέρει σε βαθιές θάλασσες, μας βουλιάζει και μας σώζει. Η σάρκα είναι ο οδηγός μας. Το μαύρο και πυκνό φως, το πηγάδι της έλξης όπου σαν σπιράλ γλιστρά η ζωή μας και την πιπιλίζει συνέχεια μέχρι που ζαλίζεται.

* Αlina Reyes: The Butcher

* Art Erotique: The Dream of the Fisherman’s Wife

Παρένθεση (πιο μεγάλη από το ποστ):
Όλα ξεκίνησαν σήμερα το πρωί (ή, για να είμαι ειλικρινής, εδώ και μερικές μέρες που το αγόρασα ξανά) με το βιβλίο της Αλίνα Ρέγες Χασάπης (το οποίο διάβασα όταν πρωτοεκδόθηκε στην ελλάδα, γύρω στα 1990).
Πώς να μιλήσω γι'αυτό με λόγια (κι όχι μόνο με χειρονομίες, χαμόγελα κι επιφωνήματα) ώστε να είμαι όσο το δυνατόν περισσότερο ακριβής; Λίγο ερωτικό; Κάπως πολύ ερωτικό; Τρομερά ερωτικό; Περίεργο; Σάρκινο και ρεαλιστικό;
Όπως και νάχει, είναι από τα βιβλία, ή καλύτερα ας μην πω μόνο βιβλία, ας πω είναι από τις συναντήσεις που δεν ξεχνάς ποτέ στη ζωή σου. (Δε γίνεται κάποια φορά κάτι, ακούς μια σκέψη, μια λέξη, κι ανοίγει ένας δρόμος στο μυαλό σου, ένα παράθυρο που ήξερες ότι το έχεις αλλά ήταν κλειστό, και μετά είναι για πάντα εκεί, δικό σου, μέρος της ζωής σου; έ, τέτοιο ήταν για μένα αυτό το βιβλίο.)

Το ξαναβρήκα προχθές στο παζάρι του βιβλίου και το ξαναγόρασα-από κει η επικαιροποίησή του.

Ήθελα η εικονογράφηση να είναι χυδαία και arty μαζί, να έχει σάρκα αλλά και χιούμορ/έρωτα-όπως το βιβλίο. Όπως το μυαλό μου. Όπως οι ζωές όλων μας (φαντάζομαι-για να μη νιώθω διαφορετική).
Και, κοίτα να δεις, έπεσα στη γυναίκα του ψαρά, αυτήν που θέλει να πάρει μαζί του τους δρόμους και τις θάλασσες!
Κι έτσι άνοιξε άλλο ένα παράθυρο: ο τίτλος είναι από το πιο διάσημο shunga έργο του Hokusai, το οποίο είναι προάγγελος μιας ολόκληρης σειράς μοντέρνου ερωτικού manga.

4.2.11

soothing


(adj): having a calming, assuaging, or relieving effect.

1. To calm or placate. Give moral or emotional strength to
2. To ease or relieve. Cause to feel better (pain, for example)

e.g. μια soothing κοτόσουπα, ένα τσάι με άρωμα καραμέλα

3.2.11

λογοτεχνία

Έξω έβρεχε ποταμηδόν.

* Ναπολέων Λαπαθιώτης: Η ζωή μου, απόπειρα συνοπτικής αυτοβιογραφίας

2.2.11

ερωτικό ΙΙ

Αν είχα του Παράδεισου τα κεντίδια,
υφασμένα με χρυσό κι ασημένιο φως,
τα γαλανά, τ' αχνά, τα σκούρα υφάσματα,
της νύχτας, της ημέρας, του μισοσκόταδου,
θα τ' άπλωνα κάτω απ' τα πόδια σου.

Μα, καθώς, είμαι φτωχός, έχω μόνο τα όνειρά μου.

Άπλωσα τα όνειρά μου κάτω απ' τα πόδια σου.
Πάτα απαλά, γιατί πατάς πάνω στα όνειρά μου.

* Το ποίημα He Wishes For The Cloths Of Heaven είναι του William Butler Yeats. Το απάντησα χθες, στην ταινία 84 Charing Cross Road-μια ταινία must see για όποιον αγαπάει τα βιβλία-αλλά και τη ζωή.

ερωτικό Ι


* από εδώ