30.12.06
ένας εγωιστής...
Ω, δεν πρόλαβα, παρά λίγο...
Χθες λοιπόν, έκλεισαν 20 χρόνια από το θάνατο του Αντρέι Ταρκόφσκι στις 29 Δεκεμβρίου του 1986.
Αντιγράφω ένα απόσπασμα από το Μαρτυρολόγιο (ημερολόγια 1970-1986).
Κάποια στιγμή ο πατέρας μου γύρισε και μου είπε, δεν ξέρω για ποιο λόγο: το καλό είναι παθητικό, ενώ το κακό ενεργητικό.
Ίσως να είμαι εγωιστής, όμως ενώ αγαπώ τον πατέρα μου, τη μητέρα μου, τη γυναίκα μου και τον γιό μου πάνω απ΄όλα, με βασανίζει μια μόνιμη δυσκαμψία, που με εμποδίζει να εξωτερικεύω τα συναισθήματά μου.
Η αγάπη μου είναι, κατά κάποιο τρόπο, παθητική, ίσως να θέλω απλώς να μ΄αφήνουν στην ησυχία μου ή αν είναι δυνατόν να με ξεχνάνε.
Δεν θά ΄θελα να υπολογίζω στην αγάπη τους, κι απο κείνους ζητάω να μου δώσουν την ελευθερία μου.
Όμως αυτή η ελευθερία δεν υπάρχει κι ούτε πρόκειται να υπάρξει.
Θέλω μονάχα να μ΄αφήσουν ήσυχο και να μη με θεωρούν άγιο.
Δεν είμαι ούτε άγιος ούτε άγγελος. Είμαι ένας εγωιστής που περισσότερο απ΄οτιδήποτε άλλο στον κόσμο, φοβάται μη δυστυχήσουν εκείνοι που αγαπά.
* * * * * * *
29.12.06
τέλος χρόνου
Το βράδυ της παραμονής δεν κοιμάμαι αν πρώτα δεν τακτοποιήσω το σπίτι. Θέλω να είναι όλα καθαρά και στη θέση τους, κι η αυγή του νέου χρόνου να βρει το σπίτι μου ήρεμο και ζεστό.
Δεν ξέρω αν είναι φυσιολογικό αυτό. Αλλά εγώ το χρειάζομαι.
Κάπου είχα διαβάσει, κάποτε, πως όπως περνάς την πρώτη μέρα του χρόνου, έτσι θα περάσεις και όλη σου τη χρονιά.
Φέτος, τη μέρα της πρωτοχρονιάς θα ταξιδεύω.
Μερικές φορές τρομάζω, όταν με πιάνω σκέφτομαι πως θα ήθελα να γινόταν να μην έβγαινα ποτέ από το σπίτι. Μα, δε μου λείπουν οι φίλοι μου; Ο ήλιος; Ο καιρός;
Όμως, χρειάζομαι ησυχία για να ξέρω ποια είμαι, μέσα σε κόσμο δεν με αναγνωρίζω-έτσι, τότε, δεν θέλω να με γνωρίζω.
Έχω ήδη τις τρείς νονές. Για την περίπτωση που θα χρειαστούν.
Στρουθοκάμηλος, η φυγόπονος.
* * * * * * *
24.12.06
Χριστός γεννέθεν χαράν σον κόσμον
Είπε, ότι η ζωή είναι σαν να κινείς μαριονέτες : όλο κλωστές-κλωστές, άλλοτε να τραβάς τη μια κι άλλοτε την άλλη, να είσαι πάντα έτοιμος, και να κάνεις μονάχα ότι πρέπει να γίνει εκείνη την στιγμή.
Σαν αυτόν που κινεί τις κούκλες, πρέπει να μπορείς να κρίνεις, και να δίνεις την προσοχή και την φροντίδα σου μόνο σε ότι έχει βαρύτητα εκείνη τη ώρα στη ζωή σου. Τίποτα πολύ, τίποτα για πάντα, όλα σε μια προσπάθεια να κρατήσεις την ισορροπία, και να φτάσεις στο τέλος έχοντας ζήσει μια ζωή ουσιαστική αλλά και αξιοπρεπή.
Είπε, η μαμά μου.
Και δέχτηκε σαν να είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο, το να είμαι εδώ και όχι εκεί, γιατί της είπα ότι έβαλα λαμπάκια στα παράθυρα και κάθομαι στο σκοτάδι και τα χαίρομαι.
Το μόνο που πρέπει να κάνεις τώρα, είναι να ξεκουραστείς, είπε.
* * * * * * *
20.12.06
...το καλύτερο
Τινάξαμε τα χαλιά, πετάξαμε τα σκουπίδια, αλλάξαμε διακόσμηση,
νέα χρόνια, νέα ζωή.
Και με το αριστερό και με το δεξί, μαζί.
Ωραία.
* * * * * * *
17.12.06
με οικογένεια
Τώρα έχω οικογένεια.
Η dark maiden με οδήγησε στη συνέντευξη που έδωσε η Ελένη Καλογεροπούλου στον Σταύρο Θεοδωράκη, στα ΝΕΑ του Σαββάτου.
Ανατρίχιασα, ντράπηκα, χάρηκα, φοβήθηκα, έχωσα το κεφάλι μου στο χώμα-να μη βλέπω τα δύσκολα-όπως πάντα, μα αυτή τη φορά το ξανάβγαλα.
Και την θαύμασα πάρα πολύ, γιατί αυτό της το βήμα μου φάνηκε το πιο δύσκολο απ όλα, στις διαδρομές που έχει κάνει ως τώρα μέσα σε αγνώστους και σε πολέμους.
* * * * * * *
12.12.06
Χριστουγεννιάτικη γιορτή
7.12.06
Τι καλά, τι καλά, άρχισε να Χριστουγεννιάζει…!!!
Μ΄ αρέσουν πολύ τα χριστούγεννα, πάρα πολύ. Αν ήταν δυνατόν, θα τα γιόρταζα όλο το χρόνο. Που τα γιορτάζω δηλαδή, αν λάβει κανείς υπόψη ότι έχω δύο γατάκια με κόκκινα κασκόλ, αγκαλιασμένα, σε μια κούνια κάτω από την επιγραφή «merry christmas» κρεμασμένα στον τοίχο όλο το χρόνο, και παραδίπλα μερικές μπαλίτσες με χριστουγεννιάτικες σκηνές-απ΄ αυτές που τις κουνάς και τα χιονάκια στροβιλίζονται μέσα στο νερό τόσο αργά κι απαλά που νομίζεις ότι είσαι εκεί μέσα και πετάς…
Μετά το φαί, κι αφού ειπωθούν όλων των λογιών οι καλές κουβέντες για τη γέμιση της γαλοπούλας και τις πατατούλες φούρνου, μετά όλοι θέλουν να γυρίσουν στα σπίτια τους για να ησυχάσουν. Τα ταπεράκια με τα υπολείμματα γεμίζουν-συνοδεία αγάπης σ αυτούς που για τη χαρά τού να τους έχεις όλους μαζεμένους γύρω σου μαγείρεψες, και η πόρτα κλείνει.
(Καταλαβαίνεις γιατί δίπλα σου νιώθω συνέχεια Χριστούγεννα?)
* * * * * * *
28.11.06
μάθημα
Γκρινιάρης είναι αυτός που δεν είναι ποτέ ευχαριστημένος με αυτό που έχει, που θέλει όλο και περισσότερα.
Που θεωρεί ότι όλοι οι άλλοι, αυτά που έχουν είναι αυτά που θέλησαν. Που όλα τα θεωρεί περισσότερα και καλύτερα από τα δικά του.
Που όταν είναι μόνος θέλει να είναι ζευγάρι, και όταν είναι ζευγάρι θέλει να είναι στην ίδια πόλη μαζί του, και όταν είναι πια στο ίδιο σπίτι θέλει καινούρια κουζίνα, και όταν φτιάχνει καινούρια κουζίνα την θέλει με κεραμικές εστίες...
Γκρίνια και Εγωισμός.
Όλοι οι άλλοι δεν είναι έτσι. Είναι καλύτεροι.
* * * * * * *
25.11.06
the sky above
Μα, ναι, σου λέω τον είδα κι εγώ, μου τον έδειξε στην φωτογραφία που τράβηξε με το κινητό του…
Καλά, δεν φαινόταν ότι είναι άγγελος ακριβώς, αλλά ήταν κάτι άσπρο, κάπως αχνό, νομίζω ότι είδα και κάτι σαν πούπουλα…
Ο κύριος Βέντερς πάλι, ήταν εντελώς ανθρώπινος την Τρίτη το πρωί στο «Κασσαβέτης» στο Λιμάνι: έπινε νερό από το πλαστικό μπουκάλι που κουβάλησε μαζί του, αστειεύτηκε με το μικρόφωνο που αντηχούσε δυνατά το «π», και αυτοσχεδίασε όταν το βίντεο της αίθουσας αρνήθηκε να προβάλει τα αποσπάσματα από τις ταινίες του που ήταν προγραμματισμένα για το masterclass.
(Η Μαρία-ντε Μεντέιρος,
ο σκηνοθέτης-του Βερολίνου-στο φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης,
η κουβέντα-με την αδελφούλα μου).
* * * * * * *
23.11.06
returning home
(απο την έκθεση φωτογραφίας του Τούρκου Σκηνοθέτη και Φωτογράφου Nuri Bilge Ceylan στην Στοά Μπεζεστένι).
* * * * * * *
16.11.06
σοβαρά θέματα
Η γιαγιά μου έλεγε «όι, όι, μάννα μου, πότε ν’ αποθάνω πια» κι εγώ (επτάχρονη) μια φορά τη ρώτησα «γιατί γιαγιά θέλεις να πεθάνεις?», θεωρώντας ως μόνο φυσιολογικό την επιθυμία της ζωής.
«Κουράστηκα απ'όλα, κι απο χαρές κι απο πόνους, θέλω πια να ησυχάσω».
Η κουβέντα δεν έγινε έτσι-κατά λέξη μα, αυτό το νόημα έμεινε χαραγμένο στο μυαλό μου: όσες οι χαρές άλλοι τόσοι και οι πόνοι, έρχεται η ώρα που ησυχία είναι πια αυτό που χρειάζεσαι, και ξεκούραση.
Δύο οι εικόνες της γιαγιάς με την λευκή-λεπτή κοτσίδα που έφτανε μέχρι τη μέση της: η πρώτη, να κάθεται με τα πόδια κρεμασμένα από το ντιβάνι-κρεβάτι της και να τρίβει τα γόνατα πηγαίνοντας μπρος-πίσω και βογγόντας αυτό το όι, όι, μάννα μου.
Και η άλλη, να κάθεται με τα φώτα σβηστά σε μια καρέκλα που έφερνε μπρος στο παράθυρο και να κοιτάζει έξω, κι έτσι-στα σκοτεινά να τη βρίσκουμε γυρνώντας στο σπίτι...
Πόσο θα ήθελα τώρα-32 χρόνια μετά, να ξέρω τι σκεφτόταν εκείνες τις νύχτες...
Δώδεκα γέννες, οκτώ παιδιά, από τον Πόντο στην Καλαμαριά με βάρκα, με τα υπάρχοντα μπόγο και πέντε μικρά μαζί της, χήρα στα πενήντα. Εξορίες, φασαρίες, κόρες, γάμοι, καυγάδες. Φτώχεια.
Μάλλον τον Νίκο θα σκεφτόταν, τον πρωτότοκό της, που τον έχασε ενώ ήταν φαντάρος, στα είκοσι του από σκωληκοειδίτιδα, και τον έθαψαν μαζί με το νεογέννητο της που έπαθε εντερικά την ίδια μέρα.
Πόσο θα ήθελα τώρα, να ήξερα τι σκεφτόταν εκείνες τις νύχτες...
* * * * * * *
15.11.06
θα μετακινηθείς
Με το που πας να πεις «δόξα τω θεώ κατευθείαν φωνάζεις «Παναγιά βοήθα». Αυτό το σκωτσέζικο ντους συνεχίζεται με ανανεωμένη ένταση. Ενώ όταν μια στις τόσες φορές που εμφανίζεσαι δημόσια αντιμετωπίζεσαι σαν εξόριστος βασιλιάς-με ευγένεια αλλά και αδιαφορία για το κακό γύρισμα της τύχης-, εν τούτοις φαίνεσαι μονίμως απών. Είσαι ανάμεσα στους ανθρώπους αλλά ουσιαστικά αποτραβηγμένος στη χώρα του Δεν-Ξέρετε-Τι-Περνάω. Είναι κατανοητό. Έχεις υπομείνει και συνεχίζεις να υπομένεις μερικά επώδυνα φινάλε, και γίνεσαι μάρτυρας της διάλυσης πολλών ψευδαισθήσεων σου για τις σχέσεις. Αυτό που ζεις δεν είναι η χώρα σου, είναι η χώρα του Κρόνου/Χρόνου που παίζει ζάρια στην πλάτη σου. Είναι ώρα πάλι να αντιμετωπίσεις σοβαρά θέματα όπως το νόημα της ζωής και εάν θα αγοράσεις, θα μετακινηθείς ή θα μείνεις στο ίδιο σπίτι.
* * * * * * *
29.10.06
για την κούκλα της φίλης μου
22.10.06
παί-ζω και μαθαίνω
Λύκειο Καλαμαριάς.
Γύρω στα 1980.
Μάθημα Θρησκευτικών.
Ένας καθηγητής διαφορετικός.
«Το Μυστήριο του Γάμου»
Λοιπόν, μπορεί κάποιος να μας πει τι είναι αυτό το περιβόητο "μυστήριο του γάμου"?
Χέρια σηκώθηκαν, κοινοτυπίες ειπώθηκαν και ακούστηκαν με προσοχή, μέχρι να μιλήσει ο ίδιος:
Γάμος…Τι έχουμε λοιπόν εδώ? Δύο ανθρώπους, αγνώστους μεταξύ τους μέχρι χθες, μεγαλωμένους σε διαφορετικές οικογένειες, με διαφορετικό τρόπο. Ξένους, με άλλο παρελθόν και άλλο τρόπο σκέψης ο καθένας… Και να, ξαφνικά, αυτοί οι δύο Μπορούν να είναι μαζί, Θέλουν να είναι μαζί συνέχεια, να αγκαλιάζονται, να κοιμούνται, να συζητούν, να συναποφασίζουν, να κάνουν παιδιά, να γερνούν…
Ε, δεν είναι μυστήριο αυτό?
Και φυσικά, είτε με τη μορφή του γάμου, είτε της σχέσης, εδώ και τόσα χρόνια ακόμη αυτό παραμένει το Μέγα Μυστήριο, και οι παραπάνω κουβέντες έρχονται συχνά και ξανάρχονται στο μυαλό μου, με διάφορες αφορμές.
* * * * * * *
17.10.06
κορίτσι με μαργαριταρένιο σκουλαρίκι
Ο πίνακας βρίσκεται στο Μουσείο Μauritshuis στη Χάγη, ζωγραφισμένος κάπου ανάμεσα στα 1632-1675 από τον-της σχολής των Φλαμανδών- Johannes Vermeer.
Η κυρία Τracy Chevalier σπούδασε «δημιουργική γραφή», κάτι που με απωθεί εντελώς σαν ιδέα, αλλά οφείλω να παραδεχτώ ότι εδώ άξιζε τον κόπο: το βιβλίο της με γοήτευσε ε-ντε-λώς. Χωρίς να διαθέτει ιδιαίτερη πλοκή, ήταν απ΄ αυτά που όταν βυθιστείς στην ατμόσφαιρά τους, δεν θέλεις πια να βγεις από μέσα, κι έτσι προσπαθείς να παρατείνεις όσο γίνεται περισσότερο την διάρκεια της ανάγνωσης.
Η ταινία είναι τόσο πιστή μεταφορά του βιβλίου, που αναρωτιέσαι αν ο σκηνοθέτης ήταν μέσα στο μυαλό σου την ώρα που το διάβαζες, και πως στο καλό κατάφερε να πετύχει τόσο τα χρώματα του Βερμέερ παντού, ώστε να νομίζεις ότι όλη η ταινία εξελίσσεται μέσα σε μια σειρά από πίνακές του…
Επίσης, θέλεις να την έχεις για δικιά σου, για να τη βάζεις να τη βλέπεις όποτε χρειάζεσαι να θυμηθείς οτι η ζωή μπορεί να είναι όμορφη σαν πίνακας, αργή, χρωματιστή, τρυφερή και ανθρώπινη.
* * * * *
Τα τρία παραπάνω συστήνονται ανεπιφύλακτα-κυρίως σε δεκατετράχρονα ανήψια, για να αποφύγουμε άλλα κρούσματα αποριών του είδους «το σκουλαρίκι το φοράει στη γλώσσα?» όπως με ρώτησε χθες η Σοφιούλα μου όταν ανέφερα τον τίτλο της ταινίας…
(Μόλις συνήλθα από την λιποθυμία, έτρεξα να κάνω το παρόν κοινοφελές ποστ…).
Αφιερωμένη στην Φίλη της ζωής μου, γιατί όλα τα παραπάνω της τα είπα επι τροχάδην σήμερα στον καφέ, αλλά δεν είχα μαζί μου τον πίνακα να της τον δείξω... Και γιατί όλα διπλασιάζονται σε αξία όταν τα μοιράζομαι μαζί της.
* * * * * * *
10.10.06
ιστορία ενός έρωτα
Έτσι. Πολύ αγάπη, μεγάλη, απίστευτη. Να χορτάσει η καρδιά, να ησυχάσει πια.
Να βλέπω τέτοιες ιστορίες θέλω, να ησυχάζω κι εγώ. Να βεβαιώνομαι οτι γίνεται το όνειρο πραγματικότητα καμιά φορά, κι ας είναι σπάνιο, κι ας είναι μια φορά στα χίλια χρόνια. Να ξέρω ότι δεν είναι αδύνατον, όμως. Ότι γίνεται.
(σε πραγματικές διαστάσεις εδώ)
* * * * * * *
7.10.06
4.10.06
ευχής, έργο
Δεν το ήξερα ότι η φωτογραφία ήταν της κυρίας Βούλας Παπαιωάννου, όταν την έκοψα (κάποια στιγμή, από κάπου) και την κρέμασα στο ψυγείο μου.
Ήταν γιατί ήθελα να βλέπω καθημερινά αυτή τη χαρά που δεν εκφράζεται με χαμόγελο αλλά με υπόκλιση, αυτό το άνοιγμα των χεριών που κρατάνε τα παλιά παπούτσια-τα κρατάνε μακριά σαν να θέλουν να τα πετάξουν-να μη βαραίνουν πια, να μη σκοτεινιάζει τίποτε παλιό και σκονισμένο τη χαρά τους… Που τα κρατάνε μακριά σαν να είναι φτερά, σαν να θέλουν να πετάξουν, να παραμερίσουν κάθε βάρος για να γίνει χώρος να σταθούν τα νέα, τα γυαλιστερά…
Μα τα κρατάνε όμως, ακόμα, γιατί είναι ταλαιπωρημένα κι αγαπημένα.
Άσε που τα νέα παπούτσια είναι τόσο λαμπερά κι άνετα, ποιος ξέρει αλήθεια αν είναι στ’ αλήθεια αληθινά, κι αν δεν χαθούν από στιγμή σε στιγμή… Ναι, ας μείνουν τότε, τουλάχιστον, τα φθαρμένα στο χέρι…
Και το βλέμμα κολλημένο εκεί, στη γη, στο παιχνίδι, στο θησαυρό, να μην μπορεί να σηκωθεί ψηλά, να θέλει να χορτάσει και το μάτι όπως και η καρδιά, από το δώρο…
Θέλησα να μοιραστώ την αγαπημένη μου φωτογραφία επ’ ευκαιρίας της έκθεσης της φωτογράφου στο Μουσείο Μπενάκη που ξεκίνησε προχθές στο Κτήριο της οδού Πειραιώς και θα διαρκέσει έως τις 19/11/2006.
* * * * * * *
2.10.06
τραγουδώντας στον αέρα
Όσο για μένα, είμαι πολύ καλά και το ίδιο επιθυμώ και δι υμάς!
Διάφορα σχολικά ποιήματα του στυλ "τσιριτρί, τσιριτρό" - τα σπουργίτια που τρώνε το σταφύλι- μου φέρνει στο νου το φθινόπωρο, μαζί με την αηδιαστική μυρωδιά πλαστικού από τετράδια, ξύστρες, σβήστρες και τσάντες…
Δόξα τω θεώ, εδώ και χρόνια ΔΕΝ χρειάζεται πια να πηγαίνω σχολείο… Και μην ακούσω, παρακαλώ, τίποτα λόγια για δουλειά, ρουτίνα, καθημερινό πρωινό ξύπνημα, προισταμένους, και στόχους-φτηνά επιχειρήματα υπέρ των «ανέμελων σχολικών χρόνων» σε σχέση με τα σημερινά, διότι ούτε ανέμελα ήτανε τα τότε χρόνια, ούτε καθόλου καλύτερα από τα τωρινά. Τώρα τουλάχιστον πίνεις κι έναν καφέ βρε αδερφέ στη δουλειά, ακούς και καμιά καλή κουβέντα που και που, και κανένας στο σπίτι δε σου λέει «γιατί πήρε αυτός τον καλύτερο βαθμό και όχι εσύ» όταν έρχεται η ώρα της κρίσης...
Μόνο εκείνη η χαρά, του να γυρίζεις στο σπίτι φορτωμένος με τα νέα βιβλία, λεία και ανέγγιχτα, μου λείπει. Μετά βέβαια, όταν ανάμεσα σε σένα και στα βιβλία έμπαινε η καθημερινότητα και το καθήκον, τότε ακόμη κι αυτή η χαρά χανόταν…
Δε μ’ αρέσει το φθινόπωρο, δε μ’ αρέσει που αρχίζει να κάνει κρύο, που πρέπει να φοράς κάλτσες, που δεν ξέρεις πότε να βγάλεις τα καλοκαιρινά και πότε να βάλεις τα χειμωνιάτικα…
Όταν επιτέλους ο καιρός καταλήξει και σταθεροποιηθεί για τα καλά, τότε όλα πια παίρνουν το δρόμο τους-κι εγώ μαζί.
Θα σας ξανάβρω στους χειμώνες, λοιπόν.
Στη φωτό βλέπουμε τρείς βλόγερς (απο τους επτά σαμουράι), μουσκεμένους ως το κόκαλο από τα πρωτοβρόχια, με την απογοήτευση ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους για το καλοκαίρι που τελείωσε μαζί με τα παιχνίδια στην ακρογιαλιά… Κοιτάζουν σκεπτικοί το χειμώνα που έρχεται-ή είναι άραγε κάποιο νέο ποστ αυτό που φαίνεται να απασχολεί το μυαλό τους?…
Το κιμονό του σαμουράι στα δεξιά όπως κοιτάτε την οθόνη σας, είναι κόκκινο σκούρο με άσπρα σχέδια, το βλέπετε?
* * * * * * *
16.9.06
"Μια Γυναίκα"
Θυμήθηκα που διάβαζα τα βιβλία της, τότε, στα δεκαπέντε μου.
Το "γράμμα σ ένα παιδί που δεν γεννήθηκε ποτέ", τότε που με αφορούσε αλλιώς. Που ήταν ωραίο, δυνατό και ξεκάθαρο-σε μια ηλικία που χαίρεσαι να μαθαίνεις οτι υπάρχουν άνθρωποι που μιλούν ξεκάθαρα για θέματα δύσκολα.
Το "Ένας Άντρας", που το έθαψα βαθειά μου για να μην το θυμάμαι, μα δεν το ξέχασα ποτέ-τα βασανιστήρια που περιγράφει επανέρχονται στο μυαλό μου ακόμη και σήμερα, σε στιγμές άσχετες, κι ακόμη προσπαθώ να τα πιστέψω.
Αχ, μερικές φορές παραξενεύομαι που βλέπω οτι οι άνθρωποι δεν είναι σαν τα βιβλία-που ακόμα κι όταν δεν τάχεις καθημερινά μπροστά σου, περιμένουν υπομονετικά-σχεδόν αιώνια, στο ράφι, μέχρι να τα ξαναθυμηθείς. Αλλά όμως ξέρεις οτι είναι εκεί, ασφαλή και αναλλοίωτα.
Όμως αχ, οι άνθρωποι δεν είναι έτσι...
Είδα με τρόμο, οτι καθόλου δεν αναρωτήθηκα τόσα χρόνια τι έκανε η κυρία Φαλάτσι στη ζωή της, αν έκανε οικογένεια, εκείνο το παιδί αν γεννήθηκε τελικά ποτέ-κι αν έχει εγγόνια, αν ήταν ευτυχισμένα τα χρόνια της... Που να φανταστώ την αρρώστια της?
Όχι, εβδομηνταέξι χρονών δεν μπορώ να την φανταστώ.
Την αφήνω ξανά στην άκρη του μυαλού μου, όπως την είχα ως τώρα.
Τον καθρέφτη μου, όμως, πως μπορώ να τον αρνηθώ?
* * * * * * *
6.9.06
μακρυά, στην Ινδονησία
Σ΄ αυτή τη ζωή, ένα πράγμα μόνο έχουμε (δικό μας), το κουράγιο. Αν δεν έχουμε αυτό, τότε τι αξίζει η ζωή μας?
Pramoedya Ananta Toer (6.2.1925-30.4.2006)
Ο ίδιος στη φυλακή δεν μπορούσε να γράψει, αφού οι δεσμώτες του τού απαγόρευσαν να χρησιμοποιεί χαρτί και μολύβι. Ο τρόπος που αντέδρασε ήταν εκπληκτικός. Ανέπτυξε τη μνημοτεχνική σε τέτοιον βαθμό, ώστε συνέθεσε προφορικά και με τη βοήθεια των άλλων φυλακισμένων απομνημόνευσε, τέσσερα από τα πιο γνωστά του μυθιστορήματα : Αυτή η γη του ανθρώπινου γένους, Τέκνο όλων των εθνών, Βήματα, και Γυάλινο σπίτι.
Το 1979 απελευθερώθηκε, αλλά ως το 1992 έζησε στην Τζακάρτα σε κατ' οίκον περιορισμό, όπου δεν σταμάτησε να γράφει.
Τα γράμματα που έγραφε στην κόρη του δεν του επιτρεπόταν να τα ταχυδρομεί, αυτό όμως δεν τον πτόησε. Τα γράμματα εκείνα αποτέλεσαν αργότερα το υλικό για την αυτοβιογραφία του.
Αυτός ο αλύγιστος άνθρωπος που πέρασε 15 χρόνια στη φυλακή, κατάφερε να διατηρήσει το χιούμορ και το χαμόγελό του ως το τέλος της ζωής του.
* * * * * * *
27.8.06
καλημέρα, πάντα
Είχαμε νοικιάσει στη Μεσόγειο μια μεγάλη άσπρη βίλα, απόμερη, μαγευτική, που την ονειρευόμασταν από τις πρώτες μέρες του Ιούνη. Ήταν χτισμένη πάνω σ ένα ακρωτήρι που δέσποζε στο πέλαγος, κρυμμένη πίσω από ένα πευκοδάσος. Ένας κατσικόδρομος κατέβαινε σ έναν μικρό χρυσαφένιο ορμίσκο, περιτριγυρισμένο από κόκκινους βράχους, όπου ταλαντευόταν η θάλασσα.
……….
Απ τα χαράματα βρισκόμουν στο νερό. Ένα νερό δροσερό και διάφανο, όπου χωνόμουν ως το κεφάλι, όπου κουραζόμουν κάνοντας ακατάστατες κινήσεις για να ξεπλυθώ, να καθαρίσω απ όλες τις σκιές, απ όλες τις σκόνες του Παρισιού.
Ξαπλωνόμουν στην άμμο, έπαιρνα μια χούφτα στο χέρι μου, την άφηνα να γλιστρά σιγά-σιγά ανάμεσα από τα δάχτυλά μου, κιτρινωπή και ζεστή. Έλεγα μέσα μου πως κυλούσε σαν το χρόνο…
Η Φρανσουάζ Σαγκάν ήταν 17 χρονών όταν έγραψε το Καλημέρα Θλίψη, κι εγώ ακόμα μικρότερη όταν το πρωτοδιάβασα.
Ήταν μιά χαρτόδετη έκδοση του 1954, τυπωμένη σχεδόν αμέσως μόλις το βιβλίο εκδόθηκε στη Γαλλία, μόλις έγινε επιτυχία στον κόσμο, μόλις μεταφράστηκε στα ελληνικά.
Στην παραπάνω περιγραφή αναγνώρισα αμέσως την εικόνα που είχα μέσα μου για την ευτυχία, και την κράτησα.
* * * * * * *
22.8.06
ένας λόγος για να ζώ
Ξημερώματα μας ξύπνησε το τηλέφωνο-που ήταν πάνω στο κεφάλι μου κυριολεκτικά- στο κεφαλάρι του κρεββατιού. Ήταν η μικρή που ζητούσε τη μαμά... Κι εγώ-μα τι αφέλεια, τίποτα δεν υποψιάστηκα, τίποτα...!
Όταν ξυπνήσαμε και πήγαμε στο μαγαζί-καλές δέκα πια, η αδελφούλα μου τηλεφωνιόταν με τη γιατρό της, κι έμπαινε στο ταξί με τη μαμά, να πάνε στην κλινική.
Τότε μάθαμε οτι τα χαράματα ξύπνησαν απο κάτι νερά που πλημμύρισαν το κρεβάτι τους (!) - αλλά δεν της έκοψε οτι ήταν τα δικά της νερά-που έσπασαν, ότι σηκώθηκε κανονικά το πρωί και σιδέρωσε (!) τα ρούχα που θα φορούσαν το βράδυ-στον αρραβώνα της κουνιάδας της, ότι κατέβηκε κανονικά με τον άντρα της κι άνοιξαν το μαγαζί, και ότι τότε μόνο σκέφτηκε να πάρει τη γιατρό της, για να της αναφέρει τα καθέκαστα...
Σε μια ωρίτσα είχαμε τηλεφώνημα : κλείστε το μαγαζί και ελάτε, όπου νάναι γεννάμε...
Το κλείσαμε-τόσα χρόνια δεν θυμάμαι άλλη μέρα που να το κλείσαμε, όλο χαρά διώχναμε τους πελάτες, συγνώμη αλλά πρέπει να κλείσουμε, γεννάμε...!
Ο μπαμπάς, ο γαμπρός μου, εγώ, και ο Κ.-όλη η υπόλοιπη οικογένεια δηλαδή, στην κλινική.
Η μικρή δεν είχε διαστολή, της έδωσαν χάπια, άρχισε να πονάει, ήθελε δίπλα της τη μαμά, όχι τον άντρα της - ένα μωρό που θα έφερνε στον κόσμο άλλο μωρό...
(Όμως στην άλλη γέννα της, 4 χρόνια μετά, είχε ήδη μεγαλώσει : δεν θα ξεχάσω ποτέ τον τρόπο που έγερνε το κεφάλι της στον ώμο του καθώς σφιγγόταν απο τον πόνο, τον τρόπο που εκείνος την στήριζε και βάδιζαν μαζί πέρα-δώθε στην αίθουσα αναμονής-κι εγώ κρυφοκοίταζα απο το παράθυρο...).
Η Σόφη μας ήρθε σαν κυρία, στις μία το μεσημέρι! Λιόντάρι, χουζουρεύοντας, νωχελική, εξάντλησε όλο το πρωινό μέχρι να δεήσει να μας έρθει!
Ήταν βυσσινιά-σχεδόν μαύρη και σουρωμένη-η έλειψη των υγρών γύρω της απ τα χαράματα, την είχε ταλαιπωρήσει πολύ. Ήταν μια σταλίτσα, σουφρωμένη, άσχημη, χάλια-δεν έχω ξανανιώσει μεγαλύτερη χαρά στη ζωή μου... Το πιο μαιμουδένιο μωρό στον κόσμο ήταν δικό μας, η ανεψιά μου, η πρώτη, μια πεταλούδα, η χαρά της ζωής μου...
Την μπουγάδιασαν, την καθάρισαν, την φάσκιωσαν, την συνέφεραν, ήρθε κι έγινε ανθρωπάκι, παιχνιδάκι, μωρό. Εγώ κι ο μπαμπάς της κολλημένοι στο παράθυρο της αίθουσας των νεογνών-χαζεμένοι, πιο πολύ έκπληκτοι παρά συνειδητά χαρούμενοι...
***
Το Σοφάκι γίνεται 14 σήμερα.
Ένα ελαφάκι είναι, που με πέρασε στο ύψος, μια κούκλα, μια γαζέλα, μια ζωγραφιά, ένα χαμόγελο ολόκληρη...
Δεν έχει καλό στη γή που να μην τόχει πάνω της, κι εγω τρέμω, να είναι πάντα καλά.
* * * * * * *
14.8.06
13.8.06
κάτι αλήθεια συμβαίνει εδώ...
Ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι θα ήταν τόσο δύσκολο το προφανές.
Κι όμως, η αλήθεια είναι ότι πιστεύω σε κάθε είδους παραμύθια, σε ιστορίες, σε χρώματα.
Τα διαβάζω, τα βλέπω, τα σχεδιάζω, τα ονειρεύομαι.
Τα διηγούμαι, τα γράφω, τα μοιράζομαι.
Τα ζω κιόλας, περπατάω δίπλα τους, μιλάω με τον αέρα, χορεύω με τις σκέψεις μου.
Πρώτη φορά όμως ήρθαν τόσο κοντά αυτά τα δύο, αυτό που υπάρχει κι αυτό που δεν υπάρχει, αυτό που ονειρεύτηκα κι αυτό που έχω, αυτό που θέλησα κι αυτό που συμβαίνει. Και μπερδεύτηκα. Απ την ανάποδη.
Μπροστά στον τρόμο να δεχτώ ότι μέχρι τώρα ζούσα ανάποδα, αντί να χαρώ, αμφισβητώ τις αισθήσεις μου, αμφισβητώ τα αυτιά μου, τα μάτια μου, το μυαλό μου.
Δεν τσιμπιέμαι καν να ξυπνήσω, απλά παρακολουθώ, και περιμένω ψύχραιμη τους τίτλους του τέλους… Και σε στεναχωρώ.
Όμως χθες, στο περιβόλι, έκανα μια ευχή...
* * * * * * *
12.8.06
the sound of life
ίσως να είχα δυστυχισμένη νιότη.
Αλλά κάπου στο άσχημο, δυστυχισμένο παρελθόν μου,
πρέπει να υπήρξε κάποια στιγμή αλήθειας,
γιατί, νά ΄σαι , στέκεσαι εδώ, και μ αγαπάς,
χωρις να είσαι υποχρεωμένος να το κάνεις.
Έτσι, μάλλον κάπου στη νιότη ή στην παιδική μου ηλικία
πρέπει να έχω κάνει κάτι καλό.
Τίποτα δεν έρχεται απο το τίποτα,
τίποτα δεν θα μπορούσε ποτέ.
Μάλλον, κάπου στην νιότη ή στην παιδική μου ηλικία
θά πρέπει να έχω κάνει κάτι καλό...
(Οι στίχοι απο το τραγούδι Something Good, της ταινίας Μελωδία της Ευτυχίας)
* * * * * * *
10.8.06
στα παραμύθια ισορροπώ
Ναμπόκοφ στη Βέρα Σλόνιμ, 19 Αυγούστου 1924
"Η Βέρα Εβσέεβνα Σλόνιμ γεννήθηκε δύο φορές. Όσο κι αν ακούγεται αλλόκοτο σε αυτιά που δεν άκουσαν ποτέ την μελωδία των εσωτερικών τοπίων, της γεωγραφίας της ψυχής, κάθε άνθρωπος που σέβεται τη βαθιά ανθρώπινη υπόστασή του γεννιέται δύο φορές (τουλάχιστον). Η Βέρα Εβσέεβνα Σλόνιμ γεννήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 1902. Γεννήθηκε, επίσης, εικοσιένα χρόνια αργότερα, στις 8 Μαίου 1923, στο Βερολίνο, σε μια γέφυρα πάνω απο ένα ποτάμι, κάτω απο πλατύφυλλες καστανιές, μες στον πορφυρό και φαιογάλαζο λαβύρινθο του Χρόνου, του Έρωτα, του Θαυμασμού, και της Λογοτεχνίας.
Τότε συνάντησε, με αξιοθαύμαστα δική της πρωτοβουλία (οι πάντες λένε οτι υπήρξε γενναία γυναίκα), έναν ποιητή, τον οποίο θαύμαζε και ο οποίος έμελλε να την θαυμάσει απο την πρώτη στιγμή και για πάντα...
Η Βέρα Εβσέεβνα Σλόνιμ και ο Βλαντιμίρ Βλαντιμίροβιτς Ναμπόκοφ, δυό εξαίσια πείσμονες άνθρωποι, συναντήθηκαν, και σε χρόνο μηδέν διαπίστωσαν οτι είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον, συναντήθηκαν και σε χρόνο μηδέν μάγεψαν ο ένας τον άλλον, συναντήθηκαν και αποφάσισαν να αναγάγουν σε υψηλή τέχνη την καθημερινή τους ζωή και να μοιραστούν τα πάντα...
Οι Ναμπόκοφ ήρθαν κι έφυγαν σαν ζευγάρι. Οι πιο πολλοί άνθρωποι δεν είδαν ποτέ τον Βλαντιμίρ χωρίς τη Βέρα. Δεν ήταν μόνο αχώριστοι, αλλά έσμιγαν και οι λέξεις τους, οι φράσεις τους, οι προτάσεις τους, τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο χαρτί. Είχαν το ίδιο καρνέ. Εύρισκες στα σημειωματάριά τους, μπερδεμένους τους γραφικούς χαρακτήρες και των δύο.
Η σύζυγος του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ υπήρξε κάτι περισσότερο απο γυναίκα του: μητέρα, νοσοκόμα, βοηθός, μούσα.
Ο γάμος τους την έφερε στο φώς των προβολέων, ο χαρακτήρας της την έκανε να κινείται προς τις σκιές. Σε έναν άνθρωπο ήταν πάντα και πανταχού ορατή: ο Ναμπόκοφ είχε απόλυτη συναίσθηση της παρουσίας της. Έλαμπε απο χαρά κοντά στη γυναίκα του. Βρίσκονταν οι δυό τους σε διαρκή άμιλλα μεταξύ τους και συμπεριφέρονταν σαν να είχαν κάποια κοινά μυστικά. Στους επισκέπτες έμοιαζαν σαν δυό παιδιά που συνωμοτούσαν, με έναν δικό τους κώδικα, για το πόσα και τι θα αποτολμούσαν να πούν στους ενήλικες.
* * *
Ένας Αμερικάνός θαυμαστής είχα αναζητήσει το ζευγάρι στην Ιταλία το 1967. κατηφόριζαν ένα ορεινό μονοπάτι, με απόχες στα χέρια. Ο Ναμπόκοφ αγαλλιούσε. Νωρίτερα, εκείνη την ημέρα, είχε δει μια σπάνια πεταλούδα, ακριβώς εκείνη που αναζητούσε απο καιρό. Είχε επιστρέψει στη γυναίκα του, με την οποία ήταν ήδη σαράντα δύο χρόνια παντρεμένος. Ήθελε να είναι μαζί του όταν θα αιχμαλώτιζε την πεταλούδα".
(Αποσπάσματα απο τη βιογραφία «Βέρα-η κυρία Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ», της βραβευμένης με Πούλιτζερ συγγραφέως Στέισι Σίφ, και απο το εισαγωγικό σημείωμα του μεταφραστή Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη.
Ο πίνακας του Lucien Freud )
* * * * * * *
6.8.06
"Η χαμένη πόλη"
Βάλε τώρα και μουσική, μουσική, πολύ μουσική, κουβανέζικη μουσική, συνέχεια σ όλη την ταινία, τόση που ν αγαλιάζει η ψυχή σου... Και χορό, και την παραλία της Αβάνας όπου σκάνε τα κύματα... Βάλε και καλοκαιρινά φορέματα του ΄50, και καπελίνες και τακούνια... Κι έντονα κόκκινο κραγιόν σε λευκό πρόσωπο με μάτια καστανά...
Πολιτική ανάλυση όμως μη βάζεις, γιατί η βία εδώ είναι εντελώς αληθινή, και πονάει - δεν είναι ο Αντόνιο που ξεπαστρεύει χορεύοντας ένα μπαρ ολόκληρο στο Desperado, ούτε η Νύφη που εξολοθρεύει την μισή Ασία, στο Volume II του Kill Bill...
Και οι ταινίες…αχ, οι ταινίες είναι καράβια που μας ταξιδεύουν.
* * * * * * *
2.8.06
όχι πια πόνος, μόνο θυμός
Εσύ τουλάχιστον έχεις φίλες για να μιλήσεις (να πεις ότι αναποδογύρισε η ζωή σου, να κλαφτείς, να τα βγάλεις από μέσα σου, να πάρεις μια παρηγοριά βρε αδερφέ). Εγώ που δεν έχω κανέναν (παρά εσένα, που όμως δεν είμαστε πια μαζί…) σε ποιόν να τα πω??
Φταίει μήπως ότι οι άντρες δεν ανοίγονται ποτέ στους φίλους τους και έτσι όταν μένουν μόνοι, μένουν πραγματικά μόνοι?
Και, φταίω εγώ γιαυτό?
* * * * * * *
31.7.06
Αύριο.
απ τα φιλιά σου...
Σήμερα γνώρισα ανθρώπους που όταν κάτι δεν τους αρέσει στη ζωή τους, απλά σταματούν να το κάνουν. Παραιτούνται απο "καλή" δουλειά, παρατάνε "κακή" σχέση. Και προχωράνε μπροστά.
Φαίνεται τόσο φυσικό όταν το ακούς απο άλλους. Και τόσο δύσκολο όταν πρόκειται για σένα...
Όμως πάλι, κοίτα τι γίνεται τώρα...
Έρχεται η ώρα και για σένα, που μόνο μπροστά έχει, ούτε πίσω, ούτε στα ίδια.
Και τότε φαίνεται τόσο εύκολο, ακριβώς γιατί πρόκειται για τη δική σου ζωή.
Μόνο μπροστά.
* * * * * * *
30.7.06
ενός λεπτού σιγή
Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν' ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,
κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;
(Το ποίημα του κυρίου Ντίνου Χριστιανόπουλου,
η φωτό απο την ταινία "Girl with a Pearl Earring", απο το ομώνυμο βιβλίο της Tracy Chevalier, απο τον ομώνυμο πίνακα του Vermeer).
* * * * * * *
27.7.06
χαμένη στους αριθμούς
Για μήνες μετά ξυπνούσα τη νύχτα από τις φωνές μου. Και αυτό ήταν πραγματικά περίεργο για μένα, που ως τότε δεν έβλεπα ποτέ εφιάλτες.
Και δεν ήταν ακριβώς εφιάλτες, δεν είχαν εικόνες κι εξέλιξη. Ήταν περισσότερο σαν ένα βαρύ πάπλωμα που με πλάκωνε, σαν ένας βρόγχος που μου έκλεινε το λαιμό και δεν με άφηνε να αναπνεύσω.
* * * * * * *
Δεν μπορούσε να χωνέψει το παιδικό μου μυαλό ότι η ζωή μου είχε πάρει πια ένα δρόμο, ένα 8ωρο, ένα 5νθήμερο, ένα πρωινό ξύπνημα, μια υποχρεωτική καθημερινή ευγενική καλημέρα, μια υποχρεωτική κοινωνικότητα και συνέπεια, ένα σωρό ξένα στην μέχρι τότε ανέμελη ζωή μου.
Κι όλα αυτά για πάντα.
Αυτό το για πάντα, ήταν που δε χωρούσε στο μυαλό μου. Ένιωσα πως οι πόρτες στη ζωή μου έκλεισαν, οι επιλογές εξαντλήθηκαν πριν αρχίσουν, το μέλλον μου προδιαγράφηκε τουλάχιστον για τα επόμενα 30 χρόνια-νούμερο αστρονομικό στο μυαλό μιας 20άχρονης.
Οτιδήποτε έκανα πια θα είχε σχέση με τη δουλειά μου και τους περιορισμούς που μου επέβαλλε.
Γιατί δεν ήταν πρόβλημα η ποσότητα και το είδος της δουλειάς, όχι. Το πρόβλημα ήταν η συνύπαρξη με τους ανθρώπους. Ήταν μεγάλο ωρίμασμα για μένα αυτό, να μάθω να τα βγάζω πέρα με τους Ανθρώπους*. Όχι γιατί δεν μπορούσα, αλλά γιατί δεν ήθελα γιατί αυτό με στρίμωχνε.
Να με δω ξανά εκεί μέσα μικρή και φοβισμένη και ν ανακαλύψω με τρόμο ότι είμαι πια μεγάλη και ακόμη φοβισμένη.
* * * * * * *
Πάμε ξανά.
Βογγάω, παλεύω ν αναδυθώ, να ξεκολλήσω, μέχρι που ξυπνάω από την ίδια μου τη φωνή.
* Το Α εδώ δεν είναι τιμητικό αλλά αγριευτικό...
* * * * * * *
25.7.06
αυτό που θέλω να σου πω
Σαν άσχημο χηνόπουλο που τραμπαλίζεται και ονειρεύεται να πετάξει, νιώθω όταν είμαι μακριά σου.
Οι λέξεις κλειδιά εδώ (ναι, υπάρχουν λέξεις-κλειδιά, γιατί το κείμενό μου μπορεί να μην είναι σοβαρό, τα αισθήματά μου όμως είναι..),
είναι το «ονειρεύομαι», γιατί το να ονειρεύεσαι είναι ένα κλειδί που ανοίγει την πόρτα της ζωής, και –κοίτα να δεις τι έπαθα-, εγώ το είχα χάσει προ πολλού, και ούτε καν ήθελα να ψάξω να το βρω….
Η άλλη λέξη κλειδί είναι το «όταν» (είμαι μακριά σου), γιατί όταν (είμαι κοντά σου), -κοίτα να δεις τι γίνεται πάλι!-, πετάω, και τα κλειδιά τα πετάω και τα όνειρα, και ζω.
* * * * * * *
23.7.06
fast forward
Έχω μπροστά μου δυό δύσκολα. Δύσκολα, όχι όμως αδύνατα. Αδύνατα να τα αποφύγω, ναι.
Και δεν τα έχω ξανακάνει ποτέ. Αλλά πρέπει να γίνουν. Είναι μέσα στο δρόμο μου για να πάω παραπέρα.
Μπορώ. Φοβάμαι.
Όμως δεν έχω επιλογή, θα γίνουν. Είναι απλά θέμα χρόνου.
Έχω μπροστά μου μια εβδομάδα δύσκολη. Δέκα μέρες, ίσως.
Αλλά έχω επίσης και μια ζωή, δική μου εντελώς. Χρωματιστή ή ασπρόμαυρη δεν με νοιάζει. Μου αρκεί που είναι ζωή και που είναι δική μου.
Σταυρώνω τα δάχτυλα και προχωρώ.
* * * * * * *
20.7.06
δεν ξέρω τι του ζηλεύω πιο πολύ
Όταν γελάς, δεν ξέρω αν γελάς ή αν κλαις. Όμως δεν έχω δει τίποτα ομορφότερο στη ζωή μου.
Έχει τόση εγκατάλειψη στη χαρά αυτό το γέλιο σου, που με τρομάζει. Και τότε δεν ξέρω ποιο απ τα δύο, αν θέλω να κλάψω ή να γελάσω κι εγώ.
Ξέρω όμως ότι δεν θέλω τίποτα λιγότερο από γνησιότητα στη ζωή μου, πια.
Όλα τα ποιήματα του κόσμου θέλω να σου γράψω. Κι όλα τα γεμιστά του κόσμου να σου μαγειρέψω. Για να γελάς, και να μάθεις να κλαις, ξανά.
Και να ζούμε.
(Η φωτό απο την ταινία "σαμουράι λυκόφως".
Τα γεμιστά με κιμά).
* * * * * * *
19.7.06
the constant Life
Ονειρεύτηκα οτι είχα κλεισμένα σφιχτά τα μάτια μου.
Σε κρατούσα σφιχτά απο τη μέση. Είχα κολήσει το πρόσωπό μου στην πλάτη σου, ζαλισμένη απο τη μυρωδιά σου.
Ένιωθα τη μηχανή να γέρνει, να γέρνει αριστερά, πολύ, υπερβολικά, σαν αεροπλάνο που θα έστριβε. Σκέφτηκα θα πέσουμε, θα πέσουμε, θα πέσουμε, δεν πέφτουμε, δεν πέσαμε, δεν πέφτουμε...
Δεν θ΄ανοίξω τα μάτια, δεν με νοιάζει, είναι καλά εδώ, αυτό θέλω. Κι ας πέσουμε, δεν πειράζει. Αυτό, τώρα, αξίζει τον κόπο, έτσι το θέλησα.
Μα δεν πέσαμε. Ξύπνησα και ήσουν δίπλα, ακόμη.
* * * * * * *
16.7.06
just my luck!
Σήμερα, από το πρωί, πετάω. Πετάω και κάνω χώρο.
Θέλω να ξεχάσω τις λέξεις τίμημα και αξίζει τον κόπο, τις υπομονή και κουράγιο, το ποτέ και το πάντα. Καμία συμφωνία, καμιά. Μόνο ζωή, κανονική.
Αν η ζωή είναι αλλού, εγώ θα πάω στο αλλού να την ζήσω.
Και, κοίτα πόσο περίεργο… Αυτό δεν χρειάζεται να το αποφασίσεις. Γίνεται από μόνο του…
Σήμερα από το πρωί πετάω. Χα, μα ναι, και πετάω και πετάω. Πετάω και γίνομαι ελαφρύτερη, και τότε πετάω ακόμη καλύτερα!
Πετάω σπασμένα γλειφιτζούρια καρδούλες από έναν βαλεντίνο προπέρσινο, πετάω ροζ μπουμπουκια μπουμπουνιέρας σκονισμένα. Πετάω χαρτιά και σημειώσεις. Κάνω χώρο.
Κρατάω μόνο τα δύο καρέ απ’ το φιλμ.
Εκεί όπου αυτός της λέει, δεν την θέλω (την τύχη μου) κράτα την εσύ.
Κι αυτή του λέει, είσαι τρελός? (νομίζεις ότι εγώ την θέλω, χωρίς εσένα?).
* * * * * * *
11.7.06
the lake house
9.7.06
λογισμοί ηδονής...
7.7.06
Να καίγετ' η καρδιά μου
Ο Georges Ivanovich Gurdjieff γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1872 στην Αρμενία.
Μεγάλωσε στο Kars, ταξίδεψε στην Κεντρική Ασία, την Αίγυπτο και τη Ρώμη, δίδαξε στην Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη (1913), γύρισε ξανά στον Καύκασο, περπάτησε από την Τιφλίδα στο Βατούμ, και κατέληξε στην Πόλη.
Tαξίδεψε στην Ευρώπη (1921) διδάσκοντας στο Βερολίνο, στο Λονδίνο, και στο Παρίσι.
Το 1924 σώθηκε από (θαύμα) αυτοκινητιστικό ατύχημα, και
πέθανε στις 29.10.1949 στο Neuilly της Γαλλίας.
Η ταινία «συναντήσεις με αξιοσημείωτους ανθρώπους» (1979) του Peter Brooks I, περιγράφει μια περίοδο της ζωής του κατά την οποία μάχεται να βρει τον εαυτό του, και παρακολουθεί την πορεία του προς την φώτιση και την εσωτερική ανάπτυξη.
Αρχίζοντας με την παιδική του ηλικία, τον ακολουθεί μέσα στην Κεντρική Ασία, να ανακαλύπτει νέα επίπεδα πνευματικότητας μέσω της μουσικής, του χορού και στενών επαφών με το θάνατο.
Εξερευνά φιλοσοφία, θρησκείες, επιστήμη, πνευματικότητα και τελικά, βρίσκει το δρόμο του και κάνει ειρήνη με τον εαυτό του.
* * * * * * * * * * * * * * * * * * * *
Αυτοαποκαλούνταν «δάσκαλος χορού».
Η διδασκαλία που έφερε στη Δύση από τις εμπειρίες του και τα νεανικά του ταξίδια, περιέχει την αλήθεια που βρήκε στις αρχαίες θρησκείες και διδασκαλίες, για την απόκτηση συνειδητότητας στην καθημερινή ζωή και την θέση του ατόμου στο σύμπαν.
Ποιόν διδάσκω? Ανθρώπους που ακούνε τον εαυτό τους…
Ζούμε όλη τη ζωή μας κοιμώμενοι, μπορούμε όμως να πετύχουμε υψηλότερα επίπεδα συνειδητότητας. Αν έχουμε καθημερινά όλο και περισσότερη συναίσθηση του εαυτού μας, τότε θα αντικρύσουμε έναν άλλο, φρέσκο τρόπο ζωής.
Η ικανότητα του να είσαι παρών πιο συχνά (αντί να είσαι απών, όπως είμαστε συνήθως) δεν γίνεται αυτόματα, αλλά απαιτεί δουλειά πάνω στον εαυτό μας, αρχικά με τη βοήθεια ενός δασκάλου.
Αυτή η παρουσία του καθενός στον εαυτό του, είναι η αρχή μια διαδικασίας, που σκοπό έχει να οδηγήσει σε ολική μεταμόρφωση της ανθρώπινης φύσης, να γίνει ο καθένας ένα συνειδητοποιημένο κομμάτι του σύμπαντος.
Δίδαξε τρόπους για την ενεργοποίηση της προσοχής σε απλά πράγματα αρχικά, όπως το περπάτημα, η ομιλία, το κάθισμα κλπ, ώστε σταδιακά να έρθει η γενικότερη συνειδητότητα, (αντί να περνάμε τη ζωή χαμένοι μέσα στα όνειρα).
Για να δημιουργηθούν οι συνθήκες όπου η συνειδητότητα θα γίνει πιο έντονη, δίδαξε ιερούς χορούς και «κινήσεις», και άφησε πίσω του μια μουσική που διδάχτηκε από επισκέψεις σε μακρινά μοναστήρια, την οποία έγραψε στο πιάνο ένας από τους μαθητές του.
Χρησιμοποιούσε το «stop» για να διδάξει τους μαθητές του. Ξαφνικά και χωρίς ειδοποίηση, ένα προκαθορισμένο σήμα δινόταν, και όλοι έπρεπε να παγώσουν στη θέση και τη στάση που βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή. Έτσι ο καθένας μπορούσε να παρατηρήσει τις συνήθειές του, τις τάσεις του και τις σκέψεις του, ώστε να δυναμώσει η ικανότητα να αυτό-παρατηρεί και να θυμάται τον εαυτό του. Με ένα επόμενο σήμα, η κίνηση συνεχιζόταν.
Ήταν δάσκαλος (και) της Pamela Lyndon Travers (9.8.1899-23.4.1996), και μπορούμε να δούμε την επιρροή και τις ιδέες του σε πολλά από τα βιβλία της, ανάμεσα στα οποία και στον χαρακτήρα της Mary Poppins.
Και έλεγε επίσης ότι τίποτα δεν δείχνει έναν άνθρωπο πιο καθαρά, όσο η συμπεριφορά του απέναντι στα χρήματα.
Ο άνθρωπος δεν θέλει να πληρώνει για τίποτα. Και πάνω απ όλα, δεν θέλει να πληρώνει ούτε γι αυτά που είναι τα πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή του.
* * * * * * *
6.7.06
"Sayat Nova"
Ο Sergei Parajanov (ή Sargis Hovsepi Parajanyan , 9.1.1924-20.7.1990) γεννήθηκε στην Τιφλίδα της Γεωργίας σε οικογένεια Αρμενίων. Όλο του το έργο καθρεφτίζει τον ξεχωριστό πολιτισμό του Καυκάσου όπου μεγάλωσε.
Η πρώτη του δουλειά ήταν τo shadows of Forgotten Ancestors (1964), με το οποίο κέρδισε αμέσως διεθνή αναγνώριση για τα πλούσια κουστούμια και χρώματά του. Μα το μεγαλύτερο έργο του, το «Sayat Nova» ή «το χρώμα των Ροδιών» (1968), απαγορεύτηκε στην USSR γιατί θεωρήθηκε ότι προάγει την ομοφυλοφυλία και τον εθνικισμό. Ο σκηνοθέτης καταδικάστηκε για 5 χρόνια σε στρατόπεδο εργασίας, παρά τις αντιδράσεις διάσημων καλλιτεχνών, συγγραφέων και κινηματογραφιστών (όπως του Λουί Αραγκόν).
Για πολλά χρόνια μετά, του απαγορεύτηκε η δημιουργία ταινιών, πρόλαβε όμως να κάνει άλλες δύο μέχρι το θάνατό του από καρκίνο, στο Yerevan της Αρμενίας το 1990.
Έχει πάνω από δέκα χρόνια που έπεσα πάνω σ αυτή την ταινία.
Το πώς δεν το θυμάμαι πια. Ήταν ο καιρός που έγραφα στο βίντεο κι έβλεπα σιδερώνοντας.
Αυτή η ταινία ήταν κατάλληλη για σιδέρωμα.
Θα πω ψέματα αν πω ότι κατάλαβα κάτι περισσότερο απ αυτά που έβλεπα, εκτός από το ότι ήταν ένα καλλιτέχνημα.
Σκηνές σαν πίνακες ζωγραφισμένες, που στέκονταν μπροστά σου όση ώρα χρειάζονταν τα μάτια σου για να τις χορτάσουν. Χρώματα έντονα, υφάσματα βαριά και κεντημένα, τοίχοι γδαρμένοι, πουλιά. Ένα βυσσινί, σαν αίμα παλιό κι ένα κίτρινο ξεβαμμένο. Μια φωνή να αφηγείται που και που.
Και ο Ποιητής, με Π κεφαλαίο. Αυτά.
Πολύ κορόιδεμα έφαγα γιαυτή την ταινία. Για «τις αρμένικες ταινίες που βλέπεις» και «πες μας, τι κατάλαβες απ όλα αυτά?».
Τίποτε δεν κατάλαβα. Εκτός από ένα. Πως η ομορφιά μπορεί να έρθει από εκεί που δεν την περιμένεις, με μέσα που δεν συνηθίζονται, σε ώρες αταίριαστες. Αλλά δεν θα περάσει απαρατήρητη.
Ένα από τα κινηματογραφικά αριστουργήματα του 20ου αιώνα, η ταινία του Sergei Parajanov «Το χρώμα των Ροδιών».
Είναι η βιογραφία του Αρμένιου τροβαδούρου Sayat Nova (King of Song) που ξεδιπλώνει τη ζωή του ποιητή περισσότερο μέσα από την ποίησή του, παρά με τον παραδοσιακό αφηγηματικό τρόπο.
Παρακολουθούμε τον ποιητή παιδί, να μεγαλώνει και να ερωτεύεται, να μπαίνει σε μοναστήρι και να πεθαίνει.
Η Sofiko Chiaureli παίζει 6 ρόλους, ανδρικούς και γυναικείους και ο Sergei Parajanov γράφει, σκηνοθετεί, επεξεργάζεται, χορογραφεί, φτιάχνει τα κουστούμια, σχεδιάζει και διακοσμεί κάθε πτυχή αυτής της επαναστατικής δουλειάς, με την απουσία κάθε είδους διαλόγου ή κίνησης της κάμερας.
"Βασιλιάς των Τραγουδιών" είναι το όνομα που δόθηκε στον Harutyun Sahakyan (1712-1795), που γεννήθηκε και μεγάλωσε σ ένα χωριό δίπλα στην Τιφλίδα της Γεωργίας, εκπαιδεύτηκε στην ποίηση, το τραγούδι και το παίξιμο του kamanchen, ήταν δικαστής και διπλωμάτης, βοήθησε στην εκεχειρία ανάμεσα στη Γεωργία, την Αρμενία και την Περσική Αυτοκρατορία, έχασε τη θέση του στο δικαστήριο όταν ερωτεύτηκε την κόρη του βασιλιά, και πέρασε την υπόλοιπη ζωή του σαν πλανόδιος βάρδος.
Πάνω από 220 τραγούδια αποδίδονται σ αυτόν, τα οποία τραγουδιούνται ακόμη έως σήμερα στην Αρμενία.
Η ταινία του Sergei Parajanov ακολουθεί τη ζωή του από την παιδική ηλικία, «τις μέρες που έβαφαν το μαλλί», μέχρι την είσοδό του στο μοναστήρι. Ωστόσο δεν είναι ακριβής βιογραφία, όσο μια σειρά από ταμπλώ αρμένικων ενδυμασιών, χειροτεχνημάτων κεντημάτων και θρησκευτικών τελετών, διανθισμένα με σκηνές από τη ζωή του Ποιητή και απαγγελία στίχων του.
Στην Ευρώπη βγήκε με τον τίτλο «το χρώμα των Ροδιών», θεωρήθηκε αριστούργημα από τους Federico Fellini, Jean-Luc Godard και Michelangelo Antonioni, είχε τη 10η θέση στα Cahier Du Cinema το 1982, και θεωρείται απο τις 100 καλύτερες ταινίες.
Εδώ, μια σειρά κριτικές για τον σκηνοθέτη.
Το Μουσείο Parajanov στο Yerevan.
Στην πρώτη φωτογραφία, το μνημείο του Sayat Nova, μπροστά στην ομώνυμη Σχολή Μουσικής στο Yerevan.
* * * * * * *
5.7.06
The Bride
Πότε επιτέλους θα ξεφοβηθεί αυτό το λιοντάρι? Πότε?
Χρόνια τώρα το περιμένω να εμφανιστεί με το ξίφος και σαν το σοκολάτα καρνέισον να με κάνει περήφανη…
Ότι υπάρχει το ξέρω, το ακούω, μου μιλάει.
Το λέει και το παραμύθι.
Ο μπαμπάς μου το έβλεπε κιόλας.
Μα, ψέματα είναι? ψέματα?
Ξυπνάει μόνο στον ύπνο μου, δεν μπορέσαμε μ άλλο τρόπο να συναντηθούμε…
Όλο εκπτώσεις, εκπτώσεις και υπομονή. Κι ο βασιλιάς της ζούγκλας που είναι? (αφού τη ζούγκλα την έχουμε, σου λέω…).
Δίνει κάτι μάχες μικρές, χαζές, δικές του, προσωπικές, σαν τον Δον Κιχώτη πολεμάει με τους δικούς του ανεμόμυλους και μπερδεύεται στα σύννεφα…
Ω, ναι, όμως είναι και κάτι που πρέπει να του αναγνωρίσω. Στα πραγματικά δύσκολα, στις πληγές του σώματος και στο θάνατο ήταν εντελώς παρών, όχι μόνο δε λύγισε, μα χαμογελούσε κιόλας.
Όχι, δεν είναι αυτά τα δύσκολα του λιονταριού μου, όχι.
Οι άνθρωποι είναι, οι άνθρωποι.
Τους φοβάται πολύ, πάρα πολύ, ψάχνει να βρει τρύπα να χώσει το κεφάλι του όταν τους βλέπει, νιώθει στρουθοκάμηλος και μαλάκας μαζί…
Άμα δεις τα ματάκια του πως γεμίζουν δάκρυα όταν φοβάται, θα ντραπείς κι εσύ για λογαριασμό του.
(η αφορμή του γλαφυρότατου και ντροπιαστικού ποστ, είναι επαγγελματική, και δε βρήκα καλύτερο τρόπο να το κάνω να εμφανιστεί, παρά την ομοιοπαθητική, να το ρεζιλέψω περισσότερο…)
* * * * * * *
4.7.06
endless
Μια μέρα μετά την Καθαρή Δευτέρα.
Μόλις είχαμε κλείσει ένα χρόνο μαζί. Μετά τον επεισοδιακό χωρισμό λίγο πριν κλείσουμε χρόνο, η επανασύνδεση ήταν επίσης θυελλώδης.
Έξη μήνες πριν πιάσω δουλειά-για πάντα.
Ο Γιώργος έμενε σε μια γκαρσονιέρα στην Καλλιθέα.
Είκοσι χρόνια και βλέπω μπροστά μου ακόμα το φως που έμπαινε από το παράθυρο πάνω στο γραφείο του.
Την ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο παταράκι όπου κοιμηθήκαμε στρωματσάδα. Μυρίζω το ξύλο, μυρίζω τον στεγνό αέρα της Αθήνας.
Παρατήσαμε στα ξαφνικά την Πάτρα με το καρναβάλι, τους γνωστούς των γνωστών και τις γνωριμίες, και κάναμε την τρέλα για την οποία είχαμε φύγει εξαρχής από τα σπίτια μας στη Θεσσαλονίκη: πήγαμε στο σπίτι του στην Αθήνα, εμείς κι εκείνοι οι δύο (ο Γιώργος και η Α., παλιότερο ζευγάρι από μας), τέσσερις επαναστάτες της δεκάρας…
Πριν φτάσω στο φιλί, να πω για τα φασόλια πιάζ?
Δεν θυμάμαι πια τη σειρά…
Θυμάμαι τον ελληνικό καφέ που χύθηκε γιατί φιλιόμασταν και δεν προλάβαμε να διακόψουμε εγκαίρως-ποτέ δεν προλαβαίναμε, θυμάσαι? πόσους καφέδες έχουμε χύσει… Θυμάμαι το κρεμμυδάκι πράσινο πάνω στα άσπρα φασόλια, χαρά οφθαλμών επίσης, εκτός από ουρανίσκου. Θυμάμαι τους άδειους δρόμους και το χλιαρό αεράκι που φυσούσε, κι εμένα να λέω τι όμορφη, μα τι όμορφη η Αθήνα σας, και ο Γιώργος να γελάει, για την λάθος εικόνα στα μάτια των επαρχιωτών. Μια Αθήνα άδεια, καθαρή και γαλάζια-όπως την λένε τα ποιήματα!
Που ο κύριος σταμάτησε και περίμενε να τελειώσουμε το φιλί μας στη μέση του δρόμου, ξεχνιέται ποτέ? Όταν ανοίξαμε τα μάτια, υποψιασμένοι από τα πνιχτά γέλια των φίλων μας και κοιτάξαμε γύρω μας ζαλισμένοι, ο κύριος οδηγός χαμογέλασε και μας έκανε νόημα, αγαπηθείτε με την ησυχία σας, αυτό έχει σημασία, εγώ περιμένω…
Αθήνα, κάπου κοντά στην πλατεία της Μητρόπολης.
Φεβρουάριος 1987.
(ο πίνακας του Mike Klung)
* * * * * * *
2.7.06
sense and sensibility, daily
Πολλοί (γιαπωνέζοι) οδηγοί βγάζουν τα "βρώμικα" παπούτσια τους πριν μπουν στο αυτοκίνητο, και φορούν άλλα, "καθαρά" μέσα, ξεχνώντας μερικές φορές τα άλλα έξω, στο πάρκιγκ ...
(άλλο ένα θ α υ μ ά σ ι ο World City Daily Photo Blog, απο την πόλη Kitakami στην Βόρεια Ιαπωνία)
1.7.06
χωρίς ρεύμα
Καυτερές πιπεριές, λεμόνι κι ένα κομμάτι κάρβουνο, το φυλακτό για καλή τύχη που κρεμούν οι Ινδοί στα σπίτια και τα αυτοκίνητά τους, ολόφρεσκο κάθε Σάββατο, για να τους προφυλάσσει από το κακό.
(Μετάφραση από το Μumbai India, ένα από τα 99 World City Daily Photo blogs , γιατί η ζωή είναι παντού...)
* * * * * * *
σαββατομουρμούρα
Εδώ και μερικά χρόνια, τα άκρα μου αρνούνται να με υπακούσουν. Με το ζόρι σπρώχνω τα πόδια μου να με σηκώσουν, να χέρια μου να πεταλουδίσουν.
Το μυαλό προσπαθεί, δίνει οδηγίες, πάτα τα πλήκτρα, άνοιξε παράθυρα, θα ξεχαστείς, θα δεις, άκου με. Μερικές μέρες όμως τα χέρια είναι κομμένα από τους ώμους, ανημποριά στο μεγαλείο της.
Χαιδεύω το ένα με το άλλο, το ένα χέρι τρίβει τα δάχτυλα του άλλου, το μαλάζει, το πατάει, το πιέζει, και τότε δεν ξέρω ποιο χέρι είμαι εγώ, αυτό που χαιδεύει το ξένο κούτσουρο, ή το κούτσουρο που γεμίζει γλύκα και ανακούφιση από το ευχάριστο άγγιγμα?
Το πιο δύσκολο είναι τις μέρες που και το μυαλό θολώνει και αρνείται να σκεφτεί, θέλει μόνο ύπνο, να κλείσει τις πόρτες, να σταματήσει το χρόνο, τις μηχανές όλα.
Ο γιατρός είπε φύγε, δεν έχεις τίποτα, και του απάντησα δεν είστε καλός γιατρός, αφού δεν βρίσκετε τι έχω, γιατί κάτι έχω. Κι αυτός επειδή είναι αγαπημένος μου, είπε φύγε, θα σε δείρω, στο μυαλό σου είναι όλα, βγάλτα, μπορείς.
Παρουσιάστηκε σε μια φάση της ζωής μου που ένιωσα (για πρώτη φορά άραγε?) την ανημποριά, ότι είναι πράγματα που δεν μπορεί να έχεις λόγο επάνω τους, εξελίσσονται ερήμην σου αλλά τα λούζεσαι. Καλό ήταν, δε λέω. Ήταν προπάντων αληθινά, η ζωή. Και το λούσιμο ήταν καθαριστικό και ζωογόνο. Και θανατηφόρο μαζί. Όπως όλα.
Δεν μπόρεσα να μάθω, φάινεται. Όσο κι αν λέω ότι τα κατάφερα, ότι «και η εγώ είναι μια χαρά», έρχεται αυτή η άρνηση του σώματος να φανερώσει τις δυό τρομάρες.
Δεν είναι συνέχει όμως έτσι. Είναι μόνο (μόνο?) το πρωινό σήκωμα, να πρέπει ν ανοίξεις τα μάτια σου και να σηκωθείς, γιατί, πάλι? πάλι?
Και το βράδι νωρίς, όταν το κρεβάτι γίνεται ανακούφιση και σε φωνάζει, όπου κι αν είσαι, σου λείπει, τρέχεις, σωριάζεσαι, οι διακόπτες κλείνουν, αρκετά.
* * * * * * * * * *
Πέρασε. Ευτυχώς. Πάλι. Αύριο.
* * * * * * *
30.6.06
κάθε που χαράζει...
Τα λόγια είναι της Αναις Νίν.
Οι πόλεις είναι οι δικές μας,
Η ερημιά όμως δεν είναι εδώ.
* * * * * * *
28.6.06
παιχνιδίζουμε?
Τι έχεις να χάσεις?
Τίποτα, στ αλήθεια...
Μόνο το καινούριο μου παιχνιδάκι, μια χαρά που όλη μέρα μου τριβελίζει το μυαλό και οδηγεί τα βήματά μου στο σπίτι.
Κι ένα παράθυρο που μου αποκάλυψε κι άλλο, εμένα.
Όμως θα έχω κερδίσει κιόλας.
Οτι μπορώ και χωρίς ακόμη κάτι.
* * * * * * *