Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κουβεντιάζοντας με τη Σοφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κουβεντιάζοντας με τη Σοφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

5.6.10

το εισιτήριο για τον Παράδεισο


Χθές μόλις, μου έλεγε πως δεν ήξερε πώς θα τα καταφέρουν να πάνε διακοπές το καλοκαίρι-σε ποιόν θ'αφήσουν τα δυό σκυλιά και τις 12 κότες;
Σήμερα απόκτησαν επιπλέον ένα νεογέννητο κουτσό γατάκι, σύν ένα εξάμηνο λυκοσκυλάκι...
Μια τρελλή-τρελλή οικογένεια, αυτή η δική μου...

Όμως, τι τρυφερότητα στη φωνή τους, πώς ενώνει η αγάπη κι εξαφανίζει τις γκρίνιες και τις διχόνοιες...
Όλοι μαζί, η Χρύσα με το γατάκι στα χέρια, η αδελφή μου στο τηλέφωνο, ο γαμπρός μου κι η Σόφη παραδίπλα να σχολιάζουν.

Το γατάκι ήταν στη μέση του δρόμου προς το Μεσημέρι και τα αυτοκίνητα περνούσαν κυριολεκτικά από πάνω του. Σταμάτησαν στην άκρη του δρόμου, έκαναν σήμα στ' αυτοκίνητα να κόψουν ταχύτητα και το συμμάζεψαν. Το πήγαν στο γιατρό να βάλει νάρθηκα στο μπροστινό ποδαράκι του που ήταν σπασμένο. Έκανε ώρες να συνέλθει, καταβρόχθισε λίγη καπνιστή γαλοπούλα (!) και τώρα νιαουρίζει ευτυχισμένο στην αγκαλιά της Χρύσας: είπαμε να το πουν Ζωή, αφού την κέρδισε, τελικά.

Το σκυλάκι τριγυρνούσε εδώ και μέρες στη γειτονιά, το τάισαν μια, δυό, έβλεπαν πως δυσκολευόταν να φάει, τελικά έβγαλαν ένα κόκκαλο που ήταν σφηνωμένο στο λαιμό του... (Χριστέ μου, πως βάζουν τα χέρια τους μέσα στο στόμα ξένου σκύλου...!). Τώρα έχει κατασκηνώσει έξω από το φράχτη τους, σχεδιάζουν να το πάνε σ' ένα γιατρό για εμβόλια και μετά να βρούν σπίτι να το υιοθετήσει.

Η οικογένειά μου.

* * * * * * *

3.6.09

τα λουλούδια μου


Δεν θέλω να συγκινούμαι πια, δεν το αντέχω.
Πριν λίγο μίλησα με τις ΣοφιοΧρυσούλες, αυτές το ήθελαν, τις άκουγα ντούμπλεξ, μου είπαν, ντρεπόμαστε που σου τηλεφωνούμε μόνο όταν θέλουμε κάτι να σε ρωτήσουμε, και μου μίλησαν λίγο, εναλάξ, για τη ζωή τους...
Χάρηκα....

Τώρα που ανακαλύπτουν την πόλη, δεν είμαι εκεί...
Με ρωτούσαν πως είναι απο μέσα το πανεπιστήμιο (!) και η μικρή, ήθελε την μεγάλη να το φωτογραφίσει του χρόνου που θα μπει (!), για να της το δείξει...
Η Χρύσα μου έδωσε οδηγίες πως να βάλω μια φωτογραφία στον υπολογιστή για να την στείλω με μέιλ (!) και γέλασαν κι οι δύο που δεν ήξερα τι μάρκα κινητό έχω και έψαχνα να το πάρω στα χέρια για να δώ...
Η Σόφη κάνει σχέδια, να πάνε "για μπύρες" (!) με τις φίλες της (και τον μοναδικό άντρα-μεταλά του φροντιστηρίου) στο μπίτ-παζάρ...

Τους θύμησα που πήγαμε στην έκθεση φωτογραφίας του Σεφέρη (το 2000 ήταν άραγε?) και μετά πήγαμε στις κούνιες... Θυμόντουσαν το κτήριο μόνο, που μπαίνεις απο μπροστά και βγαίνεις απο πίσω, στο πάρκο.
Θυμήθηκαν και την έκθεση στο Λιμάνι, μα δε θυμήθηκαν τους πίνακες. Δεν ήταν αυτός που ζωγραφίζει μπαλαρίνες κορίτσια (!), αυτός που ζωγραφίζει ζευγάρια που πετάνε, και κατσίκες στον ουρανό, και εκκλησίες, με το όμορφο μπλέ, ο Σαγκάλ ήτανε...
Δεν έχουν ίντερνετ αυτές τις μέρες, ούτε κινητά, λόγω εξετάσεων (!), ούτε άγχος έχουν όμως-ευτυχώς!

Δεν θέλω να συγκινούμαι πια, δεν το αντέχω. Όμως μου λείπουν, μου λείπουν.


* * * * * * *

19.5.09

ρολογάκια

Πως τα λέτε αυτά? Εμείς, στην Καλαμαριά, τα λέγαμε ρολογάκια. Όταν ήμουν μικρή, και παίζαμε στους δρόμους, και είχε τέτοια στους φράχτες.
Τώρα, σαν να είναι εξαφανισθέν είδος, χαίρομαι πολύ κάθε φορά που τα ξαναβρίσκω!


* * * * * * *

17.1.09

ποτέ δεν τον επισκέφθηκε κανείς οικείος


…στο απαρχαιωμένο Φρενοκομείο Κερκύρας, για 13 έτη, 10 μήνες και 27 ημέρες.

…οι λόγοι του εγκλεισμού του ήταν «από τον γέλωτα άνευ λόγου, τους φόβους, την επιθετικότητα κατά του πατρός και των οικείων του, τις απόπειρες αυτοκτονίας», σημειώνοντας ότι «έπασχεν από ονειρώξεις συνεπεία των οποίων ήταν οι αυνανισμοί εξ αποτυχόντος έρωτος».


Ο Γιαννούλης Χαλεπάς, Σοφάκι, έζησε μια πολύ δύσκολη ζωή. Πιο πολύ καιρό ήταν μέσα σε τρελοκομεία, παρά έξω. Δεκατρία χρόνια στο φρενοκομείο Κέρκυρας, κι άλλα δεκατρία (και βάλε) στο φρενοκομείο του σπιτιού του, στην Τήνο, όπου η μαμά του κατέστρεφε ότι προσπαθούσε εκείνος να πλάσει με τα χέρια του, πεπεισμένη πως η τέχνη του ήταν που του προκαλούσε την τρέλα. Τι να πω? Μπορείς να πεις τι έχει μέσα στο μυαλό του ο άλλος? Μια μάννα? Δεν μπορεί, θα πονούσε κι εκείνη, με τον τρόπο της. Που να ξέρει πως έπρεπε να του φερθεί?
Πάντως, όπως μας παραδίδεται, «την ημέρα που πέθανε η μητέρα του, στεκόταν απαθής και αδιάφορος. Κατέβηκε στο υπόγειο, άρχισε να πλάθει τον πηλό και φέρεται να είπε στις ανιψιές του που μοιρολογούσαν: "Σωπάστε και εγώ θα πιάσω την τέχνη να δουλεύω"». Ήταν πια ελεύθερος. Και 65 χρονών.

Τι άλλον να σου γράψω για τη ζωή του? Ήταν γεννημένος στις 14 Αυγούστου του 1851. Διάβασε εδώ αν θέλεις, από όπου πήρα τα αποσπάσματα του ποστ, έχει κι ένα χρονολόγιο. Κι εδώ περισσότερα για τη ζωή του. Όσο για τα έργα του, θα τα δεις στο βιβλίο.

Τι του έφταιξε κι αρνήθηκε τη ζωή και την τέχνη; Ο ερευνητής Γ. Μπόλης αναφέρει όλα τα ενδεχόμενα. Απογοήτευση- δεν ήταν εύκολη η σταδιοδρομία ενός γλύπτη-, σύγκρουση με τον πατέρα του και τη μητέρα που του έσπαγε τα έργα, και ερωτική απογοήτευση.

Κι όταν θα έρθεις, να πάμε στο Πρώτο Νεκροταφείο, να δούμε την Κοιμωμένη του. Μόνο να προλάβουμε, γιατί διαβάζω πως καταστρέφεται, από ανθρώπους κι από τον καιρό.
Ο Χαλεπάς δίνει συνέντευξη σε δύο συνέχειες σε αθηναϊκή εφημερίδα για να δηλώσει στο πανελλήνιο ότι δεν υπήρξε ερωτευμένος με την κοιμωμένη Σοφία Αφεντάκη, δεν τη συνάντησε ποτέ στη ζωή του και ότι άλλη αγαπούσε: τη Μαριγώ. «Αυτά που κάνω σήμερα είναι πολύ πιο ωραία», προσέθετε. «Ο νέος Χαλεπάς ξεπέρασε τον παλιό».


* * * * * * *

15.1.09

οι δρόμοι, Σόφη, είναι νυχτερινοί


Οι δρόμοι, Σοφίτσα μου, είναι συνήθως νυχτερινοί. Αλλά είναι όμορφοι. Οι δρόμοι.
Όταν δεν είμαι καλά, θέλω να παίρνω τους δρόμους και να περπατώ. Αργά. Να κοιτάζω τα πεζοδρόμια και τα σπίτια. Τον Πάτρικ Λη Φέρμορ σκέφτομαι τότε (και τον Μπρους Τσάτουιν, το φίλο του, επίσης), που κίνησε με τα πόδια απο την Αγγλία κι έφτασε μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Είκοσι χρονών. Με τα πόδια. Χαζεύοντας τη φύση και τα χωριά, και κοιμώμενος όπου έβρισκε, ακόμα και σε χαντάκια στο πλάι του δρόμου. Χωρίς γκρίνιες, χωρίς φόβους, με τα μάτια ανοιχτά. Σαν να βλέπω και την καρδιά του μπροστά μου, ανοιχτή, ελαφριά, να πετάει μέσα του.

Τα ποιήματα, Σοφίτσα, και οι ιστορίες, ακόμα κι αυτές με βρυκόλακες, ακόμα κι αυτές που ο ήρωας πεθαίνει στο τέλος απο σύφιλη, κάνουν τη ζωή μας πιο όμορφη. Πως αλλιώς να το πώ? Πιο ενδιαφέρουσα, πιο πολύ να αξίζει τον κόπο.
Άραγε ξέρεις πόσο χαίρομαι που το ανακάλυψες?

* Για τη Σοφιούλα μου, που άμα είχα ένα μωρό, σαν τη Σοφιούλα θα ήτανε. Κι όταν μεγάλωνε, πάλι σαν τη Σοφιούλα θα ήτανε, με το χαμόγελό της, την δειλή τόλμη της, την καρδιά λιονταριού που κρύβεται πίσω απο την ευγένειά της.


* * * * * * *

19.12.08

μελομακάρονα


Σήμερα έφτιαξα μελομακάρονα. Και θυμήθηκα που έπαιρνα τα κοριτσάκια, όταν ήταν μικρά, στο σπίτι μου τέτοιες μέρες, και φτιάχναμε μαζί τα μελομακάρονα. Πρέπει να ήταν από το ΄94 και μετά. Μέχρι το ΄98, ίσως. Άλλες χρονιές πλάθοντας με τα χέρια κι άλλες με κουπ-πατ, αστεράκια και καρδούλες. Σκαρφαλωμένες στις καρέκλες της κουζίνας. Να τις ανεβάζω και να προσέχω μην πέσουν-μα πόσο μικρές ήταν; Η κουζίνα γινόταν χάλια, το σπίτι γινόταν χάλια, αλλά το φχαριστιόμασταν-νομίζω. Μετά τι έγινε και σταματήσαμε; Αυτές μεγάλωσαν; Ή βαρέθηκαν κάθε χρόνο τα ίδια και τα ίδια; Ο γραφικός ενθουσιασμός μου, που κατέληγε σε «μην πιάνεις όπου να ΄ναι με βρώμικα χέρια» και «πήρε η μαμά σας τηλέφωνο, βάλτε τα μπουφάν σας, έρχεται να σας πάρει»; Συνέχεια, τα ίδια και τα ίδια. Και χάθηκα κι εγώ, εν τω μεταξύ. Χάθηκα μέσα μου, όπως λέει και η Φλέρυ. Κι ώρες-ώρες αναρωτιέμαι αν έχω ξαναβρεθεί. Ή αν ήμουν ποτέ αυτού του κόσμου. Από όταν με θυμάμαι.
Σα γιαγιά κάθομαι και κλαίγομαι, κοιτάζω τα χέρια μου, που έχασα τα χρόνια. Πως κρύβονται έτσι οι στιγμές που ζήσαμε; Που κρύβονται; Και, πως ξεφυτρώνουν ξαφνικά μπροστά μου, ένω πέρασαν τόσα χρόνια και τόσα μελομακάρονα, χωρίς να τις θυμηθώ; Αν οι μικρές ήταν δικές μου, παιδιά μου εννοώ, γιατί δικές μου είναι έτσι κι αλλιώς, αν ήταν παιδιά μου, θα τις είχα τώρα εδώ και θα γελούσαμε μαζί, αναπολώντας, αντί να κάθομαι να κλαίω; Μάλλον θα φταίει ο νοτιάς.


* * * * * * *

4.2.08

κατι καινουργιο!!!!!!!!!!!!!!

Βρε τι θα κάνω μ αυτή την οικογένεια… Πριν 1-2 μήνες προσπαθούσαμε να βρούμε τρόπο να ξεφορτωθούμε τον Ρέξ και τώρα έφεραν άλλα 3 στο σπίτι γιατί τα βρήκαν λέει παρατημένα μέσα σ ένα κασόνι…

εγώ: αχ, τι είναι σκυλάκια; που τα βρήκατε;
Σοφιούλα: ναιιιιιιιιιιιιιι
ποιος σου είπε ότι τα βρήκαμε?
δεν είναι γλύκες?

εγώ: ποιανού είναι; του Ρέξ;!!!!!!!!
μα ναι, έτσι ήταν και ο Ρεξ μωρό...

Σοφιούλα: όχι τα βρήκαν η μαμά όταν γύριζαν
από την Καλικράτεια

εγώ: και τα φέρατε σπίτι;
Σοφιούλα: ήταν παρατημένα μέσα σε ένα κασόνι
το μαύρο ήταν έξω
αυτό είδαν και σταμάτησαν
αρχικά ήταν 4
αλλά καθώς είχαν μείνει όλο
το βράδυ έξω
1 ήταν σκοτωμένο
και το μαύρο ήταν παγωμένο
ευτυχώς μπορέσαμε να τα ταίσουμε
με τη σύριγγα!!!
ξυπνούσαν κάθε 10-20 λεπτά για να φάνε
σαν τα μωρά

εγώ: χαχαχαχα
και τώρα, τι θα τα κάνετε;

Σοφιούλα: και τώρα κοιμούνται
εγώ: χαχαχαχα
Σοφιούλα: αλλά όπως ρωτάς δεν ξέρουμε τι θα τα κάνουμε
θέλετε κανένα?????

εγώ: χοχοχοχο
Σοφιούλα: αχ είναι τόσο γλυκά και απροστάτευτα
εγώ: χαχαχαχα, βρε καλό μου, έτσι ήταν και ο Ρεξ...
είναι ευθύνη, μετά άμα μεγαλώσουν , δεν μπορείς να τα παρατήσεις γιατί δεν σ αρέσει ο χαρακτήρας τους. Είναι σαν τα παιδιά.

Σοφιούλα: το ξέρω...
εγώ: :(
πρέπει να βρείτε κάπου να τα δώσετε...

Σοφιούλα: ναι..
εγώ: που τα έχετε, σπίτι;
ο Ρέξ τι λέει;[smile]

Σοφιούλα: δεν λέει τίποτα
τα μύρισε λίγο μόνο
ε και ζήλεψε που ασχολούμασταν μ αυτά

εγώ: χαχαχα
Σοφιούλα: τώρα τα έχουμε στην αποθήκη




* * * * * * *

17.10.06

κορίτσι με μαργαριταρένιο σκουλαρίκι

(προς θεού, μη ρωτήσετε "που?"...)

Ο πίνακας βρίσκεται στο Μουσείο Μauritshuis στη Χάγη, ζωγραφισμένος κάπου ανάμεσα στα 1632-1675 από τον-της σχολής των Φλαμανδών- Johannes Vermeer.

Η κυρία Τracy Chevalier σπούδασε «δημιουργική γραφή», κάτι που με απωθεί εντελώς σαν ιδέα, αλλά οφείλω να παραδεχτώ ότι εδώ άξιζε τον κόπο: το βιβλίο της με γοήτευσε ε-ντε-λώς. Χωρίς να διαθέτει ιδιαίτερη πλοκή, ήταν απ΄ αυτά που όταν βυθιστείς στην ατμόσφαιρά τους, δεν θέλεις πια να βγεις από μέσα, κι έτσι προσπαθείς να παρατείνεις όσο γίνεται περισσότερο την διάρκεια της ανάγνωσης.

Η ταινία είναι τόσο πιστή μεταφορά του βιβλίου, που αναρωτιέσαι αν ο σκηνοθέτης ήταν μέσα στο μυαλό σου την ώρα που το διάβαζες, και πως στο καλό κατάφερε να πετύχει τόσο τα χρώματα του Βερμέερ παντού, ώστε να νομίζεις ότι όλη η ταινία εξελίσσεται μέσα σε μια σειρά από πίνακές του…
Επίσης, θέλεις να την έχεις για δικιά σου, για να τη βάζεις να τη βλέπεις όποτε χρειάζεσαι να θυμηθείς οτι η ζωή μπορεί να είναι όμορφη σαν πίνακας, αργή, χρωματιστή, τρυφερή και ανθρώπινη.

* * * * *

Τα τρία παραπάνω συστήνονται ανεπιφύλακτα-κυρίως σε δεκατετράχρονα ανήψια, για να αποφύγουμε άλλα κρούσματα αποριών του είδους «το σκουλαρίκι το φοράει στη γλώσσα?» όπως με ρώτησε χθες η Σοφιούλα μου όταν ανέφερα τον τίτλο της ταινίας…

(Μόλις συνήλθα από την λιποθυμία, έτρεξα να κάνω το παρόν κοινοφελές ποστ…).

Αφιερωμένη στην Φίλη της ζωής μου, γιατί όλα τα παραπάνω της τα είπα επι τροχάδην σήμερα στον καφέ, αλλά δεν είχα μαζί μου τον πίνακα να της τον δείξω... Και γιατί όλα διπλασιάζονται σε αξία όταν τα μοιράζομαι μαζί της.




* * * * * * *

22.8.06

ένας λόγος για να ζώ

Τέτοια ώρα ήταν, που γύρισαμε απο την πιτσαρία. Μας άφησαν-εμένα και τον Κ. έξω απο το πατρικό μου, η αδελφή μου και ο άντρας της. Εκείνος, φαντάρος σε 48ωρη άδεια, της είπε πειραχτικά «κοιτα μη γεννήσεις νυχτιάτικα και με ξενυχτάς, δυό μέρες ήρθα να ξαποστάσω...». Κι εγω να την παρακαλάω, «γέννα κοριτσάκι μου, γέννα σήμερα, αύριο είναι η τελευταία μέρα για να βγει το μωρό μας λιονταράκι, μην εξαντλείς τις μέρες σου, άντε ζορίσου και γέννα...»!

Ξημερώματα μας ξύπνησε το τηλέφωνο-που ήταν πάνω στο κεφάλι μου κυριολεκτικά- στο κεφαλάρι του κρεββατιού. Ήταν η μικρή που ζητούσε τη μαμά... Κι εγώ-μα τι αφέλεια, τίποτα δεν υποψιάστηκα, τίποτα...!

Όταν ξυπνήσαμε και πήγαμε στο μαγαζί-καλές δέκα πια, η αδελφούλα μου τηλεφωνιόταν με τη γιατρό της, κι έμπαινε στο ταξί με τη μαμά, να πάνε στην κλινική.
Τότε μάθαμε οτι τα χαράματα ξύπνησαν απο κάτι νερά που πλημμύρισαν το κρεβάτι τους (!) - αλλά δεν της έκοψε οτι ήταν τα δικά της νερά-που έσπασαν, ότι σηκώθηκε κανονικά το πρωί και σιδέρωσε (!) τα ρούχα που θα φορούσαν το βράδυ-στον αρραβώνα της κουνιάδας της, ότι κατέβηκε κανονικά με τον άντρα της κι άνοιξαν το μαγαζί, και ότι τότε μόνο σκέφτηκε να πάρει τη γιατρό της, για να της αναφέρει τα καθέκαστα...

Σε μια ωρίτσα είχαμε τηλεφώνημα : κλείστε το μαγαζί και ελάτε, όπου νάναι γεννάμε...
Το κλείσαμε-τόσα χρόνια δεν θυμάμαι άλλη μέρα που να το κλείσαμε, όλο χαρά διώχναμε τους πελάτες, συγνώμη αλλά πρέπει να κλείσουμε, γεννάμε...!
Ο μπαμπάς, ο γαμπρός μου, εγώ, και ο Κ.-όλη η υπόλοιπη οικογένεια δηλαδή, στην κλινική.
Η μικρή δεν είχε διαστολή, της έδωσαν χάπια, άρχισε να πονάει, ήθελε δίπλα της τη μαμά, όχι τον άντρα της - ένα μωρό που θα έφερνε στον κόσμο άλλο μωρό...
(Όμως στην άλλη γέννα της, 4 χρόνια μετά, είχε ήδη μεγαλώσει : δεν θα ξεχάσω ποτέ τον τρόπο που έγερνε το κεφάλι της στον ώμο του καθώς σφιγγόταν απο τον πόνο, τον τρόπο που εκείνος την στήριζε και βάδιζαν μαζί πέρα-δώθε στην αίθουσα αναμονής-κι εγώ κρυφοκοίταζα απο το παράθυρο...).

Η Σόφη μας ήρθε σαν κυρία, στις μία το μεσημέρι! Λιόντάρι, χουζουρεύοντας, νωχελική, εξάντλησε όλο το πρωινό μέχρι να δεήσει να μας έρθει!
Ήταν βυσσινιά-σχεδόν μαύρη και σουρωμένη-η έλειψη των υγρών γύρω της απ τα χαράματα, την είχε ταλαιπωρήσει πολύ. Ήταν μια σταλίτσα, σουφρωμένη, άσχημη, χάλια-δεν έχω ξανανιώσει μεγαλύτερη χαρά στη ζωή μου... Το πιο μαιμουδένιο μωρό στον κόσμο ήταν δικό μας, η ανεψιά μου, η πρώτη, μια πεταλούδα, η χαρά της ζωής μου...

Την μπουγάδιασαν, την καθάρισαν, την φάσκιωσαν, την συνέφεραν, ήρθε κι έγινε ανθρωπάκι, παιχνιδάκι, μωρό. Εγώ κι ο μπαμπάς της κολλημένοι στο παράθυρο της αίθουσας των νεογνών-χαζεμένοι, πιο πολύ έκπληκτοι παρά συνειδητά χαρούμενοι...

***

Το Σοφάκι γίνεται 14 σήμερα.
Ένα ελαφάκι είναι, που με πέρασε στο ύψος, μια κούκλα, μια γαζέλα, μια ζωγραφιά, ένα χαμόγελο ολόκληρη...
Δεν έχει καλό στη γή που να μην τόχει πάνω της, κι εγω τρέμω, να είναι πάντα καλά.


* * * * * * *