27.2.08

βόλτα

Οδηγώντας στην Αθήνα, νιώθω σαν ένας νέος Ροβινσώνας Κρούσος…

Μπορεί να φαίνεται αφελές, μπορεί να φαίνεται βλακεία, μπορεί να φαίνεται σαν να αστειεύομαι, αλλά κυριολεκτικά, ακόμη, μετά από σχεδόν ένα χρόνο, νιώθω πολύ ευτυχισμένη όταν οδηγώ στις γειτονιές της Αθήνας… Είναι μια περίεργη κατάσταση, σαν μια περιπέτεια εκ του ασφαλούς: χωρίς σωματική κούραση, προστατευμένη από την πανοπλία του αυτοκινήτου, οδηγώ και ρουφάω τις γειτονιές που εναλλάσσονται μπροστά στα μάτια μου. Έτσι, ανακαλύπτω έναν εαυτό μου που δεν τον ήξερα, που δε βιάζεται, θέλει να περιπλανιέται, να βλέπει, να βλέπει και να σκέφτεται. Δεν με κουράζει η οδήγηση, αντίθετα, με ξεκουράζει. Δεν προφταίνω να βλέπω, να μαζεύω. Όλα μου φαίνονται καινούργια και πολύ ενδιαφέροντα. (Αυτό βέβαια πολύ με παραξενεύει: σαν να ήμουν στο βουνό και βρέθηκα στην Νέα Υόρκη…)

Σαν να διασχίζω ζούγκλα, σκέφτομαι: μήπως να έστριβα από δω; Ας στρίψω, απ' αυτό το δρόμο δεν έχω ξαναπεράσει, ας τον πάρω να δούμε που θα με βγάλει. Κι ωωω, τι όμορφα σπίτια, τι περίεργες, τι διαφορετικές γειτονιές.

Πατησίων, πλατεία Αμερικής, Μηθύμνης (Μηθύμνης;), πολυκατοικίες παλιές, βρώμικες, σκοτεινά μπαρ και ψιλικατζίδικα, Αγαθουπόλεως, μετανάστες, νεραντζιές στριμωγμένες στο πεζοδρόμιο, μονοκατοικίες ακατοίκητες, μισογκρεμισμένες, ισόγεια κι ημιυπόγεια. Άγιος Αντώνιος, σπίτια με κήπο παλιά, εγκαταλειμμένα, κι άλλα κατοικημένα, φτωχικά, καλοβαλμένα. Ροζ, με ακροκέραμα, με όμορφα κάγκελα, με κήπους. Λένορμαν, πολυκατοικίες παλιές, καινούργιες, φρεσκοβαμμένες, με πυλωτές γεμάτες αυτοκίνητα, με μπουγάδες. Δρόμοι γεμάτοι αυτοκίνητα παρκαρισμένα, να μην μπορείς να στρίψεις, κάδοι, πασαλάκια, και πάλι νεραντζιές. Λεωφορεία σε στενούς δρόμους, Γκύζη, αδιέξοδα, δρόμοι με παρκάκια στη μέση τους, με τοιχάκια, με φυτά. Ανηφόρες απότομες, κατηφόρες. Ομόνοια, Πειραιώς, Κολοκυνθούς έρημη και όμορφη, σαν να διασχίζεις παλιά ελληνική ταινία. Δέντρα, φανάρια, πινακίδες παντού (από παντού πάει στο Ελευθέριος Βενιζέλος-όπου και να βρεθείς σ' αυτή την πόλη…). Μονοκατοικίες κολλημένες η μία δίπλα στην άλλη, με εσωτερικές αυλές και πολλές πόρτες, με γλάστρες, με πλαστικές καρέκλες, μηχανές παρκαρισμένες σε εσοχές. Παντού μαγαζιά, στεγνοκαθαριστήρια, σούπερμάρκετ, σιδηρικά. Πανόρμου, σουβλάκια, εκκλησίες, ησυχία, ζαχαροπλαστεία. Μετανάστες, γιαγιάδες, κουρασμένοι με ψώνια που γυρίζουν από τη δουλειά τους.

Σήμερα που το μετρό είχε απεργία, πήγα στη δουλειά και γύρισα, με το αυτοκίνητο. Έκανα μία ώρα κι ένα τέταρτο για να πάω το πρωί, κι άλλο τόσο για να επιστρέψω το απόγευμα. Πηγαίνοντας έχασα την Αγίου Μελετίου (πού να είχε πάει πρωί-πρωί;) αλλά ευτυχώς πέτυχα στη θέση της την Χαριλάου Τρικούπη (ούφ…). Γυρίζοντας πειραματίστηκα με τις καθέτους της Πατησίων!


* * * * * * *

26.2.08

το ανθισμένο χέρι

Όποτε έχουμε έξοδο για καφέ & έκθεση, κρατάω σημειώσεις: η φίλη μου είναι ένας χείμαρρος λόγου κι ένας θησαυρός γνώσεων!

Η έκθεση Αφιέρωμα σ' ένα φίλο στο Μουσείο Φρυσίρα τελειώνει στις 9 Μαρτίου.
Ο Βλάσης Φρυσίρας είναι που κάνει το αφιέρωμα, στον ζωγράφο φίλο του Πάνο Φειδάκη (1956-2003) και η έκθεση περιλαμβάνει όλους τους πίνακες του ζωγράφου που έχει στην κατοχή του ο συλλέκτης.

Επίσης στο καφέ του μουσείου προβάλλεται απανωτά ένα ντοκιμαντέρ από το Παρασκήνιο για τον ζωγράφο.

* Το έργο του Πάνου Φειδάκη "Μπαμπουζίνες" κοσμεί τον σταθμό του μετρό Μέγαρο Μουσικής. Είναι εκείνα τα θαυμάσια πουλιά που πετάνε ανάμεσα στον κόσμο που περνάει βιαστικά...


* * * * * * *

23.2.08

χάρτες

Ο Γιάνκος Δανιηλόπουλος γεννήθηκε το 1899 στο Βασιλικό, ένα παραλιακό χωριό της Μαύρης Θάλασσας πού τότε ήταν ελληνικό, αργότερα έγινε Τουρκικό, σήμερα είναι Βουλγαρία (*).

Πέρασε τα πενήντα πρώτα χρόνια της ζωής του ένα γύρω από τη Θάλασσα: στο Φανάρι της Πόλης για σπουδές, στη Μπερντιάνσκα της Αζοφικής καφετζής, στην Οδησσό της Ουκρανίας, στο Βουκουρέστι και την Κωνστάντζα της Ρουμανίας έμπορος.

Δώδεκα αδέλφια, τα εφτά αγόρια, αυτός ο μικρότερος. Πάντα μαζί, στις μετακινήσεις και στις δουλειές, σα γροθιά. Δούλεψαν αργυραμοιβοί (σαράφηδες), καφετζήδες στο Καφέ του ξενοδοχείου Μετροπόλ, μα κυρίως ασχολήθηκαν με το εμπόριο. Ελιές, τυριά, ξηροί καρποί, τυροκομικά, υφάσματα.

Σε μια εποχή μεγάλων ιδεολογικών αναταράξεων και μετακινήσεων πληθυσμών και συνόρων, δεν είμαι σίγουρη πως η ενασχόλησή του με το εμπόριο για λόγους βιοπορισμού τον απαλλάσσει ευθυνών.
Ο ίδιος λέει πως οι έλληνες πάντα ασχολούνταν με το εμπόριο και τη ναυσιπλοΐα, φρόντιζαν τις οικογένειές τους, έβαζαν το κεφάλι κάτω και δούλευαν σκληρά χωρίς να λοξοδρομούν, γι’ αυτό και κατάφερναν να επιβιώσουν.

Ξεκίνησαν από μια σχετικά εύπορη ψαράδικη οικογένεια, έχασαν τα πάντα όχι μόνο μια μα περισσότερες φορές, κάθε φορά ξεκινούσαν από το τίποτα (σχεδόν) και κατάφερναν να ορθοποδήσουν. Με τη σκληρή δουλειά και με τα χρήματα που είχαν πάντα στην άκρη. Είχαν και τον τρόπο τους, με τις δημόσιες σχέσεις, με τους κατέχοντες. Με πολιτική και ιδεολογίες ποτέ δεν ασχολήθηκαν. Μόνο με την επιβίωση. Και την καλή ζωή.

Στάθηκε τυχερός με τη γυναίκα του, την Ελένη. Μοναχοκόρη έλληνα μεγαλοβιομήχανου στη Βάρνα της Βουλγαρίας, μεγαλωμένη στα πούπουλα, με φουστάνια και δαντέλες, με προικιά, χαλιά και κοσμήματα που έκαναν πάταγο εκείνη την εποχή, στάθηκε βράχος και λουλούδι δίπλα του, στα καλά και στα άσχημα.

Μετά το '50 ήρθαν στην Ελλάδα, τετραμελής οικογένεια πια, στο Λαύριο. Εδώ ήταν τα πιο δύσκολα. Γιατί ήταν πια μεγάλος. Μα πάλι δούλεψε, χωρίς γκρίνια. Πάλι βρήκε τον τρόπο, σαν αγρότης, ξεπετρίζοντας με τα χέρια το χώμα, έφτασε να έχει δικό του κτήμα στο Κορωπί. Ιδιοκτήτης γης, πέθανε εκεί το 1987. Σχεδόν ένας αιώνας ζωής.

Αυτό που μου έμεινε από το βιβλίο, είναι ότι το Γαλάτσι είναι πόλη της Ρουμανίας (!), παραποτάμια, με δύο λιμάνια, το ένα στον Δούναβη και το άλλο στην λίμνη Μπράτες.
Επίσης πως, τόσα μέρη, τόσα ονόματα που τώρα είναι συνοικίες και χωριά γύρω μας, ήταν πόλεις στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων.

Δεν αναπολώ χαμένες δόξες, όχι. Κάτι περίεργο, μια απορία:

(*) Σαν να είναι ένας ξύλινος φράχτης τα σύνορα, τον πιάνουν δύο από τις άκρες και τον μετακινούν, μια εδώ, μια παραπέρα, κι έτσι αλλάζει ονόματα ένα μέρος, αλλάζει κατοίκους, αλλάζει ταυτότητα. Τα σπίτια των ανθρώπων, οι αναμνήσεις τους, η γη, μένουν στη θέση τους.

-το βιβλίο Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα, της Μαριάννας Κορομηλά, απο τις εκδόσεις ΑΓΡΑ
-η φωτογραφία από ένα παράθυρο στο Τοκάτ, απ' όπου ήρθαν οι παππούδες μου το 1922



* * * * * * *

20.2.08

το ταξίδι


H πρό(σ)κληση της citronella στην οποία ανταποκρίνομαι άμεσα(*), είχε τους εξής όρους:

1. Πιάσε το βιβλίο που βρίσκεται πιο κοντά σε σένα.
2. Άνοιξε το βιβλίο στη σελίδα 123 (αν το βιβλίο διαθέτει λιγότερες από 123 σελίδες, άφησέ το και πήγαινε στο επόμενο κοντινότερο).
3. Βρες την πέμπτη περίοδο (=από τελεία σε τελεία, αν θυμάσαι) της σελίδας.
4. Ανάρτησε τις επόμενες τρεις περιόδους (δηλ. την έκτη, την έβδομη και την όγδοη).
5. Ζήτα από πέντε ανθρώπους να κάνουν το ίδιο.


Επειδή ο υπολογιστής μου έχει…φόντο τη βιβλιοθήκη, διάλεξα το πρώτο βιβλίο όπου έπεσε το μάτι μου (διότι ήταν βαλμένο κάθετα πάνω στα άλλα, αφού μόλις εχθές το τελείωσα): «ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα» της Μαριάννας Κορομηλά. Όμως, η σελίδα 123 ήταν σχεδόν λευκή, μόνο με τον τίτλο του τρίτου κεφαλαίου του βιβλίου γραμμένο στην μέση της…

Έτσι, προχωρώντας στην δεύτερη επιλογή, έφερα μια ματιά τα βιβλία και δ ι ά λ ε ξ α το «Ακριβό Φαρμάκι» της Mary Webb, σε μετάφραση Άννας Σικελιανού.
Κοίτα να δεις λοιπόν τι πετύχαμε:

-Λέω την αλήθεια.
-Μπορεί, μα δεν είναι λόγος για να τους αρέσουνε.
-Απ’ την ώρα που μου 'ριξε την τσαχπίνικη ματιά, την σκέπτομαι διαρκώς. Με θύμωσε και μ’ άρεσε μαζί.


Πήρα την πρωτοβουλία (!) να αναρτήσω κ α ι την ένατη περίοδο, διότι θεώρησα πως είναι πολύ πιο ολοκληρωμένο το νόημα του αποσπάσματος έτσι!

Παρακαλώ να φυλλομετρήσουν επίσης ότι βρουν γύρω τους: η renata, η αλκιμήδη, η RedHat, η youtzin και ο mad!


*μπορεί να μη μ’ αρέσουν καθόλου αυτά τα παιχνίδια-πυραμίδες, μα αυτό μου φάνηκε σαν κάτι παραπάνω από παιχνίδι, σαν ένας τρόπος αποκάλυψης του αγαπημένου μας βιβλίου, σαν ένας τρόπος μοιράσματος αυτής της απόλαυσης που δίνει το ξεφύλλισμα ενός βιβλίου της βιβλιοθήκης μας!

*η φωτογραφία είναι από κεντρικό δρόμο της Οδησσού: δεν είναι σαν να βγαίνεις από το σήμερα και να μπαίνεις σε μια ιστορία;




* * * * * * *

17.2.08

κυριακάτικα

Μυθιστόρημα που μόλις κυκλοφόρησε, το «Ένα βιβλίο για πέταμα» (Le Pilon) του Πολ Ντεζαλμάν (μετάφραση Μαρία Γαβαλά, εκδόσεις Πόλις), στο οποίο ο εβδομηντάχρονος γάλλος συγγραφέας, που εργάζεται στον εκδοτικό χώρο, γράφει ένα μυθιστόρημα κυριολεκτικά από τα μέσα.

Ήρωας είναι ένα βιβλίο, βάρους 230 γραμμαρίων, με 224 σελίδες, που βλέπει το φως ενός τυπογραφείου κάποια μέρα του Ιουνίου του 1983. Το βιβλίο αρχίζει να διηγείται την ιστορία του έτσι ώστε το μυθιστόρημα αυτό να μοιάζει αυτοβιογραφικό. Η αναμονή στην κούτα της συσκευασίας, μέσα στην αποθήκη, προτού αρχίσει η διανομή στα βιβλιοπωλεία, και ο φόβος του φριχτού θανάτου από το ροκάνισμα ενός αρουραίου. Ο φόβος επίσης ενός ακόμη πιο φριχτού θανάτου, μάλλον επονείδιστου, μέσα από την πολτοποίηση, που είναι η τύχη περισσότερο από το 1/5 της βιβλιοπαραγωγής. Και ύστερα η άνοιξη, η έκθεση στα ράφια ενός υπέροχου βιβλιοπωλείου μιας επαρχιακής πόλης, δίπλα σε συναδέλφους του που υπογράφονται από πολύ καλό κόσμο, από τον Μπόρχες, τον Τολστόι, τον Κόρμακ Μακάρθι, τον Οκτάβιο Πας, τον Λεοπάρντι, τον Πιερ Μισόν. Και μετά, οι ερωτικές σχέσεις, κρατημένο στα χέρια των αναγνωστών του, το πέρασμα από τόσους διαφορετικούς ανθρώπους, τόσο διαφορετικές αναγνωστικές συμπεριφορές, τόσο διαφορετικές σωματικές στάσεις. Ακόμη και στην Ελλάδα ήρθε το βιβλίο, για να χρησιμεύσει περισσότερο ως αντικείμενο αντηλιακής προστασίας της αναγνώστριάς του, που ξάπλωνε γυμνή στην άμμο κάποιου νησιού. Και ο συγγραφέας του; Υπάρχει κι αυτός. Ή, καλύτερα, υπάρχει μέσα από το βιβλίο, αφού ο συγγραφέας που κυνηγούσε μάταια το αληθινό εγώ εξαερώθηκε, μακριά από τους ανθρώπους και την κοινωνία. Αφήνοντας πίσω του μόνο όσα βιβλία είχε σπείρει. Το τέλος βέβαια θα ‘ρθει για τον ήρωα-βιβλίο. «Πνιγμός» , μέσα στα νερά ενός αφρικανικού ποταμού, όπου το πέταξε ο τελευταίος αναγνώστης. Ένας Αφρικανός , που απελάθηκε από την Ευρώπη, θέλοντας με αυτή τη χειρονομία να αποκοπεί από τα δεσμά ενός πολιτισμού του οποίου προσπάθησε να γίνει μέλος.


*Το κείμενο είναι του κυρίου Νίκου Μπακουνάκη, αντιγραφή από τη στήλη του, στα Βιβλία του Βήματος της Κυριακής 3 Φεβρουαρίου 2008.




* * * * * * *

16.2.08

χιονίζει!

Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου.
Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε.
Οι δρόμοι είναι λευκοί.
Τ' άνθη μιλούν.
Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες.
Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος.


Σήμερα ξύπνησα βλέποντας στον ύπνο μου πως έκανα ποδήλατο. Δεν ήταν εύκολο αλλά δεν ήταν και δυσάρεστο. Δεν ήταν συνεχόμενο, σταματούσα και άρχιζα ξανά και ξανά. Ζοριζόμουν αλλά μ άρεζε κιόλας, γιατί ήταν λίγο σαν να πετούσα, γιατί μετακινιόμουν γρηγορότερα και ευκολότερα έτσι από ότι με τα πόδια. Απλά, ήμουν (είμαι) λίγο αγύμναστη, αλλά επίσης πρόθυμη να ξαναπροσπαθήσω από την αρχή.
Είναι πολύ περίεργο, έχω χρόνια να κάνω ποδήλατο, δεν είναι καν ανάμεσα στα πράγματα που μου αρέσουν, δεν το είχα σκεφτεί ή επιθυμήσει ποτέ.

Στο ποίημα του Εμπειρίκου έπεσα τυχαία και το κράτησα, γιατί οι δρόμοι είναι λευκοί -όχι ακόμα αλλά το πρωί μάλλον θα είναι και είμαι στην Αθήνα, και μ αρέσει πολύ να χιονίζει, ήταν και ο καφές με ποίηση και παιδίσκες (!) το πρωί, μα κυρίως (φτου-φτου, χτυπάω ξύλο) γιατί η εκδρομή αυτή δεν φαίνεται να έχει τέλος!




* * * * * * *

10.2.08

ω, όμορφα πρωινά του Σαββάτου


Σε άλλο βιβλιοπωλείο πήγαμε για καφέ αυτό το Σάββατο (εχθές), στην οδό Ακαδημίας. Ξεπάγιασα μέχρι να πάω-και καλά να πάθω, γιατί τελευταία στιγμή άφησα τον σκούφο μου πάνω στο πλυντήριο με τον –εντελώς χαρακτηριστικό για μένα τρόπο σκέψης: ε, καλά, δεν τον παίρνω, σιγά, πόση ώρα θα είναι, πόσο κρύο θα έχει, θα τα καταφέρω. Συνέπεια ο τρομερός πονοκέφαλος που ξεκίνησε το μεσημέρι και βροντούσε μέσα στο κεφάλι μου μέχρι το βράδυ, και η εντελώς μπουκωμένη μύτη μου!

Α, τα βιβλιοπωλεία! Η πρόταση που ακολουθεί είναι εντελώς κοινότυπη για όσους αγαπούν τα βιβλία-άρα και τα βιβλιοπωλεία και τις δανειστικές βιβλιοθήκες, αλλά συνεχίζω γιατί το ευχαριστιέμαι(!): ησυχία, οι άνθρωποι περπατούν στις μύτες και ψιθυρίζουν, σαν κάποιος να κοιμάται-οι τόσοι, οι στοιβαγμένοι μέσα στις σελίδες ίσως;
Ζέστη και απαλή κλασική μουσική.
Η φίλη μου καθόταν ήδη στο πατάρι και με περίμενε. Ξεφύλλιζε έντυπα, ανακουφισμένη που η βιβλιοθήκη απέναντι μας είχε βιβλία για μανατζμεντ οπότε μπορούσαμε να πιούμε απερίσπαστες τον καφέ μας, χωρίς το μάτι μας να κολλάει σε τίτλους!
Και σιγά-σιγά, περάσαμε ένα χέρι όλα (όλα; μπάαα) τα βιβλία που έχουμε διαβάσει: κάθε βιβλίο σημάδι μιας εποχής: αυτό μου το πρότεινε η Μαρία, αυτό είναι στην αποθήκη όπου τα καταχώνιασε η μαμά κάποτε όταν έλειπα ταξίδι, αυτό είναι παρέα με τα άλλα στη Θεσσαλονίκη...

Όχι, δεν είχε αρχή και τέλος η κουβέντα, ούτε μέση, ούτε κομβικά σημεία. Ήταν περισσότερο σαν ένα κουνέλι που πηδάει εδώ κι εκεί μέσα σε δωμάτια-βιβλία κι εποχές: δυό κοριτσάκια μικρά σαν την Φράνσι στο Μπρούκλιν, φοιτήτριες, σε διαφορετικά μέρη της χώρας, γυναίκες. Σκέψεις αναμνήσεις, εικόνες, αισθήματα, αποφάσεις, όλα ανάκατα, ταυτόχρονα, όμως ευχάριστα.

Πήρα το σαν τη βροχή πριν πέσει του Τζόναθαν Κόου γιατί μου φάνηκε ενδιαφέρον, και ανταλλάξαμε το γράμματα του Καζαντζάκη στη Γαλάτεια και ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα!
Μετά (τραβώντας να την ξεκολλήσω από τα βιβλία) περάσαμε πίσω από την Ζωοδόχο Πηγή (με ξεναγεί στην γειτονιά των βιβλιοπωλείων της Αθήνας !), φτάσαμε στην Ομόνοια (μέσω Χαφτείων: ω, μέρη που είχα ακουστά, μαθαίνω τώρα που βρίσκονται!) και μπήκαμε στο μετρό.

Στο Θησείο, στο μουσείο Ηρακλειδών, στην έκθεση για τον Τουλουζ Λωτρέκ και την εποχή του. Την οποία οι κυρίες από μέσα άνοιξαν πέντε λεπτά νωρίτερα όταν μας είδαν να περιμένουμε έξω στο κρύο!
* * * * * * *
Αυτήν την αίσθηση, όταν γυρνάς στους δρόμους και κρατάς βιβλία, κάνει παγωνιά και είσαι κουκουλωμένος μέχρι τα μπούνια, είναι Σαββατοκύριακο άρα αργία, προηγήθηκε κουβέντα και καφές κι ακολουθεί σπίτι, σπίτι, ησυχία, νόμιζα πως την είχα χάσει για πάντα.
Δεν μπορώ να το πω ακριβώς ευτυχία, είναι περισσότερο κάτι σαν αίσθηση θάλασσας, σαν να είσαι φοιτητής και γυρνάς στους δρόμους και δεν έχεις πιάσει ακόμη δουλειά, το μέλλον είναι μπροστά σου, και μπορείς να σχεδιάσεις και να ελπίζεις ότι θέλεις.
Σαν να γυρίζω για μερικές στιγμές 20 χρόνια πίσω κι ένα βουνό έχει φύγει από την πλάτη μου, κι όσα έζησα δεν τα έζησα, έχω την αφέλεια, τον ενθουσιασμό και την αισιοδοξία. Αλαφράδα, άλλη λέξη δεν βρίσκω.
Καλά, η αλήθεια είναι πως με τίποτα δεν θα γύριζα πίσω, αλλά να, στιγμές-στιγμές, είναι ωραίο κι ανακουφιστικό να νιώθω έτσι ξανά, με ξεκουράζει.




* * * * * * *

9.2.08

έκθεση

Τρίτη, 19 Γενάρη 1954
6.30΄το πρωί. Σηκώθηκα ξεκούραστος, έξω νύχτα ακόμη. Πολλά καράβια στη θάλασσα, φωτισμένα. Περιμένουν να ’μπουν στο λιμάνι. Είμαι ξεκούραστος, κάθομαι στο τραπέζι της δουλειάς.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Εδώ και δέκα μέρες οργασμός γραφής-ονειροπαρμένος, οραματιζόμενος, δε μ’ αγγίζει τίποτε, δε μπορώ να στρέψω στο μεροκάματα. Συλλογιζόμουν ότι έτσι θα φύγω από το χαμαλίκι, όχι ύστερα από μια απόφαση αλλ’ ανεπαίσθητα έτσι ρουφημένος από την αληθινή ζωή.


Τα πράγματα στη δουλειά πάνε από το κακό στο χειρότερο. Πήγαιναν δηλαδή, μέχρι την Πέμπτη. Πέρασα όλη την Πέμπτη το απόγευμα, και τη νύχτα, μέχρι και αργά το πρωί της Παρασκευής, ψάχνοντας να ξετρυπώσω το λιοντάρι που έχω μέσα μου. Μα ήταν πολύ καλά κρυμμένο-ή είχε φύγει, δεν ξέρω. Μόνο το ποντίκι έβρισκα συνεχώς μπροστά μου, κι έτρεμα τόσο πολύ από μέσα μου που έφτανε μέχρι το απέξω μου. Ήταν όσο πιο κοντά στην εγκατάλειψη κάθε είδους προσπάθειας έχω περάσει ποτέ. Τελικά δεν ξέρω ποιος ήταν αυτός που μίλησε, το ποντίκι μάλλον ήταν αλλά με την φωνή του λιονταριού, ή κάτι ανάμεσα, κάτι φτιαγμένο από τα δύο. Αναπάντεχα (αιφνιδίασα άραγε;) πέρασε το δικό μου. Προσωρινά. Δεν μπορώ ακόμη να πιστέψω πως ο απέναντι φοβάται πιο πολύ από μένα. Ακόμη φοβάμαι, θυμώνω, κλωτσάω, ούτε που ξέρω ακριβώς τι παθαίνω. Παθαίνω πάντως, δεν είμαι καλά. Και βλέπω για ακόμη μια φορά, πως άμα περάσεις από το πολύ χάλια, μετά το υποφερτό φτάνει να σου φαίνεται πολύ καλό μάλιστα. Αηδιαστική διαστρέβλωση.

* Η φωτογραφία είναι από την Αίγινα.

*Το κείμενο είναι από τις σημειώσεις του επιμελητή κ.Γ.Π.Σαββίδη στο βιβλίο του Γιώργου Σεφέρη "Έξι νύχτες στην Ακρόπολη", από ημερολογιακή εγγραφή του ποιητή στο ημερολογιακό του σημειωματάριο στην Βηρυτό.




* * * * * * *

απαγορευτικό


Ευτυχία είναι να έχει ζέστη, να μην κρυώνεις. Και να έχεις να φας.

Άμα επιπλέον έχεις και ίντερνετ, και καφέ και βιβλία, τότε είναι πολύ ευτυχία.

Κι αν είναι κάποιος που λέει πως τον λογιάζεις παλιάνθρωπο όταν αναρωτιέσαι αν σ αγαπάει, γιατί μόνο ένας παλιάνθρωπος θα μπορούσε να μένει δίπλα σε άλλον χωρίς να το θέλει, τότε δεν έχει λέξη γι’ αυτό. Μόνο κι άλλη ζέστη, στην καρδιά.



* * * * * * *

4.2.08

κατι καινουργιο!!!!!!!!!!!!!!

Βρε τι θα κάνω μ αυτή την οικογένεια… Πριν 1-2 μήνες προσπαθούσαμε να βρούμε τρόπο να ξεφορτωθούμε τον Ρέξ και τώρα έφεραν άλλα 3 στο σπίτι γιατί τα βρήκαν λέει παρατημένα μέσα σ ένα κασόνι…

εγώ: αχ, τι είναι σκυλάκια; που τα βρήκατε;
Σοφιούλα: ναιιιιιιιιιιιιιι
ποιος σου είπε ότι τα βρήκαμε?
δεν είναι γλύκες?

εγώ: ποιανού είναι; του Ρέξ;!!!!!!!!
μα ναι, έτσι ήταν και ο Ρεξ μωρό...

Σοφιούλα: όχι τα βρήκαν η μαμά όταν γύριζαν
από την Καλικράτεια

εγώ: και τα φέρατε σπίτι;
Σοφιούλα: ήταν παρατημένα μέσα σε ένα κασόνι
το μαύρο ήταν έξω
αυτό είδαν και σταμάτησαν
αρχικά ήταν 4
αλλά καθώς είχαν μείνει όλο
το βράδυ έξω
1 ήταν σκοτωμένο
και το μαύρο ήταν παγωμένο
ευτυχώς μπορέσαμε να τα ταίσουμε
με τη σύριγγα!!!
ξυπνούσαν κάθε 10-20 λεπτά για να φάνε
σαν τα μωρά

εγώ: χαχαχαχα
και τώρα, τι θα τα κάνετε;

Σοφιούλα: και τώρα κοιμούνται
εγώ: χαχαχαχα
Σοφιούλα: αλλά όπως ρωτάς δεν ξέρουμε τι θα τα κάνουμε
θέλετε κανένα?????

εγώ: χοχοχοχο
Σοφιούλα: αχ είναι τόσο γλυκά και απροστάτευτα
εγώ: χαχαχαχα, βρε καλό μου, έτσι ήταν και ο Ρεξ...
είναι ευθύνη, μετά άμα μεγαλώσουν , δεν μπορείς να τα παρατήσεις γιατί δεν σ αρέσει ο χαρακτήρας τους. Είναι σαν τα παιδιά.

Σοφιούλα: το ξέρω...
εγώ: :(
πρέπει να βρείτε κάπου να τα δώσετε...

Σοφιούλα: ναι..
εγώ: που τα έχετε, σπίτι;
ο Ρέξ τι λέει;[smile]

Σοφιούλα: δεν λέει τίποτα
τα μύρισε λίγο μόνο
ε και ζήλεψε που ασχολούμασταν μ αυτά

εγώ: χαχαχα
Σοφιούλα: τώρα τα έχουμε στην αποθήκη




* * * * * * *

2.2.08

πιτσιμπούργκο

Την Τρίτη που μας πέρασε πήγαμε στο θέατρο με τις φίλες μου του θεάτρου.
Είδαμε μια πολύ ωραία παράσταση, η οποία παίζεται μόνο κάθε Δευτέρα και Τρίτη, στις 21:30 στο θέατρο Άλεκτον στο Μεταξουργείο: το "Πιτσιμπούργκο" από το ομώνυμο βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου: μια σειρά επιστολών του Δημοσθένη (Ζαχαρία Ρόχα) και της Ελέγκως του (Νάντια Μουρούζη) που ανταλλάχτηκαν ανάμεσα στα 1912-13, στη ντοπιολαλιά της Χίου.
Πολύ, πολύ ωραία παράσταση. Κείμενο, ηθοποιοί, σκηνοθεσία, όλα.
(Περισσότερα για την παράσταση στο με αφορμή το θέατρο, προσεχώς, ελπίζω!).

* * * * * * *

Περίμενα στην Ομόνοια, έξω από τον πρώην Μπακάκο (!) και προσπαθούσα να πείσω την μαμά μου στο τηλέφωνο πως ΔΕΝ έχει ερημιά εδώ στις οκτώ το βράδυ, ΟΥΤΕ στις 11 που θα γύριζα σπίτι θα είχε ερημιά, και να μη φοβάται για μένα...

Η φίλη μου βγήκε από το μετρό άσπρη σαν το φάντασμα-ήταν η μέρα που έγινε ο δεύτερος σεισμός βλέπετε, τον είχαμε καταλάβει παρέα στο gmail πριν μερικές ώρες(!), κι έτρεμε η ψυχή της που έπρεπε να μείνει για ώρα κάτω από τη γη...

Πήραμε το δρόμο για την οδό Σφακτηρίας, εφοδιασμένες με εκτύπωση από το googlemaps και με χειρόγραφο σχεδιάγραμμα, αγκαζέ, κάνοντας κύκλους και στροφές για να αποφύγουμε τις σκοτεινές γωνιές της Πειραιώς!

Όταν φτάσαμε στην οδό Σφακτηρίας-και ήμασταν πια και οι τρεις μαζί, άρχισα πάλι τα γραφικά λογύδρια για το πόσο όμορφα είναι τα στενά της Αθήνας, με τα τόσα εγκαταλλειμένα παλιά σπίτια και τις νεραντζιές, τα στενάκια που μπαίνεις και παύει η βουή της πόλης, και βρίσκεσαι σε άλλην εποχή...

Την-σοκολάτα-πριν-την-παράσταση την ήπιαμε στο καφέ που είναι ακριβώς δίπλα στην πόρτα του θεάτρου. Μιλήσαμε όπως κάθε φορά για τις σχέσεις μας, τις δουλειές μας, τις μαμάδες μας, τα μπλογκ μας, τα βιβλία μας, τα προβλήματά μας αλλά και τις δυνάμεις μας!

Χωρίσαμε μετά την παράσταση στην Ομόνοια πάλι, με τα δόντια να χορεύουν κλακέτες από την παγωνιά, αλλά γεμάτες.

Κορίτσια, τις μέτρησα σήμερα, πήγαμε σε 7 παραστάσεις μέσα σε 11 μήνες!




* * * * * * *