Με λένε Δέσποινα, όχι τόσο γιατί γεννήθηκα την παραμονή του δεκαπενταύγουστου, όσο γιατί έτσι έλεγαν τη μαμά του μπαμπά μου (που την έχασε στα 5 του).
Τα μαλλιά (όπως και τα μάτια μου) είναι πολύ σκούρο καφέ, πολλά και φουντωτά-είναι το μόνο από λιοντάρι που έχω (απ’ έξω μου. Μέσα μου έχω κι άλλα).
Δεν με θυμάμαι ποτέ να μην είμαι ερωτευμένη. Τα τραγούδια όμως δεν τα μπορώ, γιατί με κάνουν και κλαίω.
Όλος ο τέντζερης με τον αρακά έχει αδειάσει κάτω από το στρώμα μου-με ενοχλούν τόσα πράγματα που είναι σίγουρο πως είμαι πριγκίπισσα…
Το πρώτο πράγμα που σκέφτομαι κάθε πρωί μόλις ανοίξω τα μάτια, είναι «πάλι ; α, δε αντέχω άλλο, δεν θέλω…».
Κυκλοφορώ στο σπίτι, στη δουλειά και στο δρόμο πάντα μ' ένα στυλό στο χέρι.
Στον τοίχο έχω δύο τεράστιους χάρτες-έναν παγκόσμιο κι έναν της Ευρώπης. Τους έβαλα για να ταξιδεύω τουλάχιστον με τα μάτια μέχρι να έρθει η ώρα του ταξιδιού, αλλά και γιατί ήταν ένα απραγματοποίητο όνειρο του μπαμπά μου: αυτός που όργωνε τη Χαλκιδική μ’ ένα αυτοκίνητο με τρύπιο ψυγείο όταν δεν υπήρχαν παρά χωματόδρομοι γιατί λάτρευε τη ζωή και τους δρόμους, ονειρευόταν σαν έρθει η ώρα να αποσυρθεί (λες και θα μπορούσε!) να έχει το δικό του χώρο, μ' ένα χάρτη κρεμασμένο στον τοίχο.
Κάτω από το κρεβάτι μου έχει σκόνες, διότι δεν φτάνει παντού η ηλεκτρική (που δεν βάζω και πολύ συχνά πια, στα πλαίσια ενός προγράμματος απαγκίστρωσης από τις εμμονές μου: δεν μπορώ να ξεκουραστώ αν δεν είναι καθαρό το σπίτι. Τελευταία προσπαθώ να το μπορώ, και πρέπει να ομολογήσω πως τα πάω αρκετά καλά!).
Άμα σπάσει κανένα βάζο, είτε μόνη είμαι είτε με παρέα, αφού το μαζέψω για να μην πατήσουμε τα γυαλιά, το ξεχνώ αστραπιαία, γιατί αρκετά εξαρτημένοι είμαστε από τα αντικείμενα, φτάνει.
Μ' αρέσει εδώ που είμαι αυτή τη στιγμή, ούτε που το είχα ονειρευτεί-ελπίσει, πως θα μπορούσα να είμαι καλά, ήρεμη, σε άλλη πόλη, μακριά από την οικογένειά μου, με αλλαγές στη δουλειά, με ελαχιστότατα αντικείμενα από το σπίτι μου. Όμως φάγαμε μανιτάρια με σάλτσα και χυλοπίτες, είδαμε ένα γιαπωνέζικο κινούμενο σχέδιο, έχει ησυχία, βραδάκι, υγεία. Τι άλλο να θελήσει κανείς;
Εύχομαι ένα μωρό. Και υγεία. Και να μη δω δικό μου άνθρωπο να υποφέρει.
Στο χρόνο ταξιδεύουμε παρέα, με γιαπωνέζικες ταινίες, με τα βιβλία της Λίαν Χέρν, στη Ιαπωνία των γκεισών και των σαμουράι…
Αν έπιανε φωτιά κι έπρεπε να εγκαταλείψω το σπίτι ξαφνικά μέσα στη νύχτα μάλλον δεν θα έπαιρνα τίποτα. Μόνο τους ανθρώπους μου.
Θυμάμαι τη Τζίνι και το τζίνι, το Κούγκ-φού με τον Ντέιβιντ Κάρανταιν, το Ποιος Ανακάλυψε τη Δύση με τους Μακέχαν, το Εγώ ο Κλαύδιος, τον Άγιο… (έχω δει πολύ, πάρα πολύ τηλεόραση στη ζωή μου!).
Τα ζώα δεν μου αρέσουν καθόλου να είναι δίπλα μου ζωντανά. Ούτε σκυλιά, ούτε πουλιά, ούτε γάτες, τίποτα.
Ούτε τα ρούχα μ αρέσουν. Αν ήταν δυνατό θα ζούσα χωρίς ρούχα…
Αδυναμία τώρα τι είναι; Μάλλον το ότι είμαι ανίκανη να σταματήσω να τρώω για να χάσω κανένα κιλό...
Προτερήματα δε θα πω: το ποστ αυτό είναι ήδη πολύ μεγάλο..!
Το άσχημο στον χαρακτήρα μου είναι ότι συχνά την ψωνίζω με όλα (και κυρίως με όλους) και κλείνομαι σαν σαλιγκάρι στο σπίτι μου και βράζω στο ζουμί μου μέχρι να μου περάσει. Όσο περνούν τα χρόνια όλο και περισσότερο χρόνο μένω μέσα.
Επαναλαμβάνω συνεχώς: δεν μπορώ, δεν αντέχω άλλο, δεν μπορώ να το αντέξω και αυτό…
Χαχαχαχα, ωραίο ανέκδοτο αυτό με το επάγγελμα! Λοιπόν, αν δεν ήμουν τραπεζικός θα ήθελα να είμαι συγγραφέας, να έχει το γραφείο μου ένα παράθυρο στη θάλασσα, στοίβες χαρτιά και βιβλία, και ησυχία. Μοναξιά και ησυχία. Να μη λύνω κανενός πρόβλημα πια, μόνο τα δικά μου (αν προλάβω).
Μου αρέσουν οι πίτσες που έχουν πράσινη πιπεριά.
* Το ντιβάνι του Φρόυντ! Επειδή ρώτησε η RedHat.
* * * * * * *