26.4.08

ανάταση


Η θεία, μας κάλεσε με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο, βάζοντας –όπως σχεδόν πάντα- τον θείο μπροστά : ο θείος σας είπε, αν θέλετε, αύριο εμείς θα ψήσουμε το αρνί έτσι κι αλλιώς, κάτω, αν θέλετε να έρθετε, οι τέσσερις μας θα είμαστε, αν θέλετε ελάτε κι εσείς.

Τα τσιμεντότουβλα είναι στημένα στη σειρά, γύρω από τη θέση για τα κάρβουνα, πάνω στο τσιμέντο, κάτω από το μπαλκόνι της κουζίνας μας, από το πρωί.

Είναι μια ζεστή αίσθηση οικογένειας. Μπορεί να μην είναι οι γονείς μου, μπορεί να μην είναι οι γονείς σου, αλλά είναι οικογένεια.

Η μαγειρίτσα είναι έτοιμη. Αργότερα θα τους κατεβάσω λίγη σε μια κατσαρόλα.

Έξω έχει ησυχία, είμαι συγκινημένη, δεν μπορώ να θυμηθώ πότε ένιωθα τόσο γεμάτη την καρδιά μου για τελευταία φορά τέτοια μέρα.




* * * * * * *

εκδρομή στην πόλη

Ο Κόντογλου μου μίλησε πρώτα για τον παντοκράτορα της Ομορφοκκλησιάς στο Γαλάτσι. «Από κει θ’ αρχίσεις να μαθαίνεις», μου είπε. «Πρέπει να πας να τον αντιγράψεις. Δεν θα τα καταφέρεις γιατί δεν αντιγράφεται, τόσο άπιαστο έργο είναι. Και γω δοκίμασα πολλές φορές. Μα έχει ένα μυστήριο, λες και δεν το ‘κανε χέρι ανθρώπου».

Ξεκίνησα λοιπόν κι εγώ για τούτη τη δοκιμασία. Όταν μπήκα στην εκκλησία κι αντίκρισα εκείνο το κεφάλι με τις λαδοπράσινες σκιές, κατάλαβα τη δυσκολία του εγχειρήματος. Τα μάτια του που ήταν σαν ελιές με κοιτάζανε περιπαιχτικά. Είχε ένα μυστήριο επάνω του, φόβος σ’ έπιανε να το βλέπεις. Αντέγραψα έτσι κουτσά στραβά τον εξαίσιο αυτόν Παντοκράτορα και τον πήγα στον Κόντογλου.

«Το ‘ξερα», μου είπε, «πως δεν θα τα καταφέρεις μα ήθελα να σε δοκιμάσω. Ωστόσο τον πλησίασες λιγάκι. Μα τούτο το έργο δεν πλησιάζεται. Από 30 χρόνια πηγαίνω εκεί πέρα και τον βλέπω. Εκείνη η χερούκλα του είναι σαν όλα μαζί τα χέρια όλου του κόσμου. Σαν να ετοιμάζεται να σου πετάξει το ευαγγέλιο στο κεφάλι! Πολλοί δοκίμασαν να τον αντιγράψουν μα δεν είναι εύκολο σου λέω!»

Κάποτε γελώντας είπε: «Δεν είναι σαν τούρκος πασάς: ας έρθει όποιος θέλει απ’ το Πολυτεχνείο να κάνει ένα τέτοιο έργο, αν του βαστάει…».

Όποιος ερχότανε στο σπίτι του Κόντογλου, τον άκουγε να μιλάει για τούτον τον Παντοκράτορα με πάθος. «Είναι ο πιο σπουδαίος Παντοκράτορας σ’ όλη την Ανατολή», φώναζε δυνατά μια μέρα, «μα ποιος το ξέρει αυτό το πράμα!».

Μαζί πηγαίναμε στην Ομορφοκκλησιά πολλές φορές. Ζωγράφιζε λιγάκι και για να ξεκουραστεί έβγαινε έξω και καθότανε στις αρχαίες πέτρες και στ’ αγριολούλουδα, που τόσο τα’ αγαπούσε κι έγραφε συχνά γι’ αυτά «τα ταπεινά και τα τιποτένια». Φανταζότανε κάπου εκεί καθισμένον, στα παλιά τα χρόνια, τον άγνωστο τεχνίτη, τον φερμένο σίγουρα απ’ την Πόλη, που έκανε τούτον τον σπουδαίο Παντοκράτορα κι όμως δεν έβαλε πουθενά τ΄ όνομά του.

Και καθώς έγερνε ο ήλιος στη δύση του και χρύσωνε τα προσφυγικά σπιτάκια του Περισσού, και τα κυματιστά βουναλάκια ένα γύρω, άνοιγε η καρδιά του κι έψελνε κατανυχτικά, κι η ψαλμωδία ανακατευότανε με τα βελάσματα των προβάτων και των βοσκών τα σφυρίγματα, και μια ειρήνη κύκλωνε την πεδιάδα, σκεπάζοντας τη θαυμαστή εκκλησία με τις άπιαστες κι ακατανόητες ζωγραφιές της.

Ράλλης Κοψίδης 1973

*Κείμενο από το βιβλίο «Φώτης Κόντογλου» της Πινακοθήκης Νέου Ελληνισμού, εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα».

Μέχρι το 1850 το Γαλάτσι ήταν μια ακατοίκητη περιοχή με το όνομα Εύμορφη Εκκλησιά (Ομορφοκκλησιά) από τον ομώνυμο ναό της περιοχής.

Μεγάλες εκτάσεις της περιοχής κατείχε ο Λάμπρος Βέικος, τσιφλικάς και οπλαρχηγός του 1821.

Η Ομορφοκκλησιά είναι ναός του 12ου αιώνα, κτισμένος πάνω στα ερείπια παλαιοχριστιανικού ναού, που ήταν χτισμένος πάνω σε ερείπια αρχαίου ναού. Στο προαύλιο βρίσκονται ακόμα λείψανα 5ου-4ου αιώνα. Έχει ανακηρυχθεί διατηρητέο μνημείο από το 1921 λόγω των τοιχογραφιών που την κοσμούν. Οι ειδικοί την αποκαλούν Μουσείο Αγιογραφίας.
Στον ναό γίνεται λειτουργία μόνο την ημέρα του Αγίου Γεωργίου.


Εχθές, Μεγάλη Παρασκευή, (φυσικά;) ο ναός ήταν κλειστός. Περιοριστήκαμε (!) σε μια βόλτα μέσα στο άλσος Βέικου ανάμεσα στα αγριολούλουδα, και σε μια πανοραμική άποψη της Αθήνας.
Δυστυχώς, δεν μπόρεσα να φωτογραφίσω τον ήχο από τις καμπάνες και την μυρωδιά της άνοιξης!


* * * * * * *

23.4.08

objets trouvés

Θυμώνω πολύ με τους ανθρώπους που αυτοκτονούνε. Κι ας το ‘χω σκεφτεί πολλές φορές, (πολλές), αυτό το θάνατος ως λύτρωση (από τα πάντα). Δεν λυπάμαι, δεν προσπαθώ να κατανοήσω (που θα έπρεπε, μάλλον). Αυτόματα μόνο, θυμώνω.

Γιατί είναι σαν να έχει μείνει μια ιστορία μισό-ειπωμένη, ένας πίνακας μισός. Για πάντα όμως. Είναι και που έτσι μένουν για πάντα νέοι, δε μεγαλώνουν ποτέ. Και φτάνει το παράδοξο, οι συνομήλικοί τους να φαίνονται σαν ηλικιωμένοι γονείς τους. Μα πιο πολύ είναι που με πονάει η σκέψη όλων αυτών που μένουν πίσω, δίχως τους. Άναυδοι.

Μπορεί πάλι, να θυμώνω με μένα, που –άλλα αντ’ άλλων- από τη μια λέω πως ο θάνατος είναι λύτρωση, κι από την άλλη θυμώνω μ’ αυτούς που το κάνουν αντί να το λένε.

(Συγνώμη, καλή μου, δεν μπορώ να δω τα πλοία του Αντώνη σαν προετοιμασία για τη μεγάλη φυγή. Από την ώρα που μου το είπες όμως, προσπαθώ.)




* * * * * * *

18.4.08

ιστορία της τέχνης ΙΙ

Από καιρού εις καιρόν ερχότανε κι ο Τζούλιο Καίμης, ο γνωστός Εβραίος λογοτέχνης, θεόκουφος, μοναχόλυκος, έρημος, έξω απ’ τον κόσμο που ξέρουμε. Η ζωή του, για όλους μας, άλυτο μυστήριο. Μια μέρα χτύπησε την πόρτα και μπήκε μέσα, λαχανιασμένος και κατασκονισμένος. «Έρχομαι», είπε, «απ’ την Χαλκίδα». «Πώς ήρθες;» ρωτάει ο Κόντογλου. «Με τα πόδια», λέει ο Καίμης. «Πήγα για περίπατο». Ο χρόνος μετρούσε αλλιώς για κείνον. Σπίτι δεν ξέραμε αν είχε, ούτε συγγενείς, η τέλεια κουφαμάρα του τον ξεχώριζε απ’ τα γύρω, τον περικύκλωνε απόλυτη μοναξιά. Άδικος κόπος να μάθουμε κάτι γι’ αυτόν… «Είναι σοφός», έλεγε ο Κόντογλου. «Έχει γράψει μια ιστορία της τέχνης μοναδική, αλλά δεν βρίσκεται ο εκδότης». Έτσι γίνεται πάντοτε. Γι αυτούς δε βρίσκεται ο εκδότης…
Ράλλης Κοψίδης 1973

*Κείμενο από το βιβλίο «Φώτης Κόντογλου» της Πινακοθήκης Νέου Ελληνισμού, εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα».

*Πίνακας του David Hockney.




* * * * * * *

17.4.08

The Eiffel Tower Is Always Ready for Its Close-Up

Αφιερωμένο στη φίλη μου που πετάει (τον παλιό τρόπο διακοπών) και πετάει αύριο: όλα, όλα να πάνε καλά. Να περάσεις καλά, να περπατήσεις πολύ, να γεμίσεις εικόνες και να αδειάσεις από σκέψεις. Όπως σε γνώρισα: να βαδίζεις μπροστά,να πετάς ότι σε χαλάει και να ξαναγεννιέσαι!

* έπεσα τυχαία πάνω στη φωτογραφία και τον τόσο ταιριαστό τίτλο!


* * * * * * *

12.4.08

ιστορία της τέχνης!


Η κόρη του Σπύρου Παπαλουκά, η Μίνα, σκεφτόταν να δωρίσει τους πίνακες του πατέρα της στο Δήμο Αθηναίων. Είχε κάνει μάλιστα και διαθήκη, την οποία όμως άλλαξε λίγο πριν το θάνατο της.
Άραγε, δεν είχε κάνει παιδιά; Δεν είχε κάποιον συγγενή που θα ήθελε να έχει τους πίνακες; Ε, και να είχε, 200 πίνακες είναι μάλλον πολλοί για να τους έχει κάποιος στο σπίτι του-που να τους κρεμάσει; Μα το πιο σημαντικό είναι πως έτσι, δεν θα ήταν προσπελάσιμοι από τον κόσμο-και ποια η αξία ενός έργου τέχνης αν δεν το βλέπουν μάτια για να ευφραίνονται; Αν το βλέπουν μόνο ένας, δύο, τρεις καθημερινά, άντε και καμιά δεκαπενταριά ακόμη που μπαινοβγαίνουν στο σπίτι σε γιορτές και σκόλες;

Από χθες που το έμαθα, προβληματίστηκα πολύ πάνω στο τι ήταν αυτό που την έκανε να αλλάξει γνώμη και να τα δωρίσει στο Βασίλη Θεοχαράκη. Φυσικά δεν μπορώ να ξέρω με σιγουριά. Μπορώ όμως να φανταστώ.
Ο Θεοχαράκης αγαπάει την τέχνη της ζωγραφικής και τον ίδιο τον Παπαλουκά –τον δάσκαλό του- ιδιαίτερα, έχει ήδη 30έργα του στην κατοχή του. Φαντάζομαι-το φαντάστηκα πολλές φορές από χθες που διάβασα αυτή την ιστορία, και το ένιωσα πιο έντονα σήμερα το πρωί θαυμάζοντας από κοντά τους πίνακες, φαντάζομαι τη χαρά του όταν έμαθε πως η Μίνα επέλεξε αυτόν (το ίδρυμα του) για να τους δωρίσει! Είμαι σίγουρη πως δεν θα κοιμήθηκε, όχι μόνο μια νύχτα αλλά πολλές, από την έξαψη του! Δεν είναι λίγο πράγμα, αυτό που σε ευφραίνει να το έχεις μπροστά σου, δικό σου, να το βλέπεις και να το χαίρεσαι όσο και όποτε θέλεις. Νομίζω πως γι' αυτή τη χαρά του, και την υπευθυνότητα που νιώθει απέναντι στην τέχνη, τον επέλεξε η Μίνα.
Μπορεί να ήταν για χρόνια σε διαπραγματεύσεις με τον Δήμο, μπορεί να της υποσχέθηκαν πως θα φροντίζουν τους πίνακες, ένα μουσείο δικό τους, κάποια έκθεση. Ίσως να ήταν κάποιος στη θέση του διαπραγματευτή που να άρεζε τον Παπαλουκά, και να προχώρησε τις διαπραγματεύσεις. Και μετά-όπως συχνά αλλάζουν τα πρόσωπα στο δημόσιο, μπορεί να άλλαξε ο υπεύθυνος, κι ο επόμενος να μην είχε τον απαιτούμενο (σύμφωνα με τα στάνταρτς μιας κόρης που διατηρεί τα έργα του πατέρα της κρεμασμένα στο σπίτι όπου έζησε, επί χρόνια, κρεμασμένα όλα, σ’ όλους τους τοίχους, μέχρι και στο ταβάνι!), να μην είχε λοιπόν τον απαιτούμενο ενθουσιασμό/θαυμασμό για το έργο του ζωγράφου. Μπορεί λοιπόν να της πέρασε από το νου πως ίσως τα έργα να κατέληγαν σε κανένα υπόγειο, μέσα στην υγρασία και την αδιαφορία, έρμαια στα χέρια κάθε «υπεύθυνου» που θα αναλάμβανε τα πολιτιστικά του δήμου, να μην τα βλέπει ούτε φως ημέρας ούτε μάτι ανθρώπινο, και τότε, ποιο το νόημα της δημιουργίας τους;
Ενώ ο φιλότεχνος επιχειρηματίας, μπορεί να είναι και επιχειρηματίας της Τέχνης επίσης, μα όσο και να 'ναι , έχει τη διάθεση, και κυρίως τα μέσα, ώστε να φροντίσει επαρκώς τα έργα και επίσης να τα εκθέτει από καιρού εις καιρόν. Όσο για την αποθήκευσή τους, επειδή η καταστροφή των έργων θα σήμαινε οικονομικό κόστος για τον ίδιο; Επειδή θα σήμαινε ανεπανόρθωτο πλήγωμα της τέχνης που λατρεύει; Δεν ξέρω ποιο από τα δύο, μπορώ όμως να φανταστώ πως ακόμα και η αποθήκευση των έργων στα δικά του χέρια θα γίνει σε συνθήκες μέγιστης ασφάλειας. Ασφάλειας από τα ξένα χέρια και από τον καιρό. Πόσα έργα δε βρίσκονται στα χέρια του δημοσίου και σαπίζουν πεταμένα σε αποθήκες;

Δεν τον ξέρω προσωπικά τον κύριο Θεοχαράκη. Άσε που πιο πολύ αυτοκίνητα μου φέρνει στο νου το όνομά του, δυσκολεύομαι να τον συνδυάσω με την τέχνη. Καταλαβαίνω όμως γιατί-δυστυχώς, αλλά τελικά, ευτυχώς- τον επέλεξε η Μίνα.


* * * * * * *

10.4.08

με λίγα λόγια


Με λένε Δέσποινα, όχι τόσο γιατί γεννήθηκα την παραμονή του δεκαπενταύγουστου, όσο γιατί έτσι έλεγαν τη μαμά του μπαμπά μου (που την έχασε στα 5 του).

Τα μαλλιά (όπως και τα μάτια μου) είναι πολύ σκούρο καφέ, πολλά και φουντωτά-είναι το μόνο από λιοντάρι που έχω (απ’ έξω μου. Μέσα μου έχω κι άλλα).

Δεν με θυμάμαι ποτέ να μην είμαι ερωτευμένη. Τα τραγούδια όμως δεν τα μπορώ, γιατί με κάνουν και κλαίω.

Όλος ο τέντζερης με τον αρακά έχει αδειάσει κάτω από το στρώμα μου-με ενοχλούν τόσα πράγματα που είναι σίγουρο πως είμαι πριγκίπισσα…

Το πρώτο πράγμα που σκέφτομαι κάθε πρωί μόλις ανοίξω τα μάτια, είναι «πάλι ; α, δε αντέχω άλλο, δεν θέλω…».

Κυκλοφορώ στο σπίτι, στη δουλειά και στο δρόμο πάντα μ' ένα στυλό στο χέρι.

Στον τοίχο έχω δύο τεράστιους χάρτες-έναν παγκόσμιο κι έναν της Ευρώπης. Τους έβαλα για να ταξιδεύω τουλάχιστον με τα μάτια μέχρι να έρθει η ώρα του ταξιδιού, αλλά και γιατί ήταν ένα απραγματοποίητο όνειρο του μπαμπά μου: αυτός που όργωνε τη Χαλκιδική μ’ ένα αυτοκίνητο με τρύπιο ψυγείο όταν δεν υπήρχαν παρά χωματόδρομοι γιατί λάτρευε τη ζωή και τους δρόμους, ονειρευόταν σαν έρθει η ώρα να αποσυρθεί (λες και θα μπορούσε!) να έχει το δικό του χώρο, μ' ένα χάρτη κρεμασμένο στον τοίχο.

Κάτω από το κρεβάτι μου έχει σκόνες, διότι δεν φτάνει παντού η ηλεκτρική (που δεν βάζω και πολύ συχνά πια, στα πλαίσια ενός προγράμματος απαγκίστρωσης από τις εμμονές μου: δεν μπορώ να ξεκουραστώ αν δεν είναι καθαρό το σπίτι. Τελευταία προσπαθώ να το μπορώ, και πρέπει να ομολογήσω πως τα πάω αρκετά καλά!).

Άμα σπάσει κανένα βάζο, είτε μόνη είμαι είτε με παρέα, αφού το μαζέψω για να μην πατήσουμε τα γυαλιά, το ξεχνώ αστραπιαία, γιατί αρκετά εξαρτημένοι είμαστε από τα αντικείμενα, φτάνει.

Μ' αρέσει εδώ που είμαι αυτή τη στιγμή, ούτε που το είχα ονειρευτεί-ελπίσει, πως θα μπορούσα να είμαι καλά, ήρεμη, σε άλλη πόλη, μακριά από την οικογένειά μου, με αλλαγές στη δουλειά, με ελαχιστότατα αντικείμενα από το σπίτι μου. Όμως φάγαμε μανιτάρια με σάλτσα και χυλοπίτες, είδαμε ένα γιαπωνέζικο κινούμενο σχέδιο, έχει ησυχία, βραδάκι, υγεία. Τι άλλο να θελήσει κανείς;

Εύχομαι ένα μωρό. Και υγεία. Και να μη δω δικό μου άνθρωπο να υποφέρει.

Στο χρόνο ταξιδεύουμε παρέα, με γιαπωνέζικες ταινίες, με τα βιβλία της Λίαν Χέρν, στη Ιαπωνία των γκεισών και των σαμουράι…

Αν έπιανε φωτιά κι έπρεπε να εγκαταλείψω το σπίτι ξαφνικά μέσα στη νύχτα μάλλον δεν θα έπαιρνα τίποτα. Μόνο τους ανθρώπους μου.

Θυμάμαι τη Τζίνι και το τζίνι, το Κούγκ-φού με τον Ντέιβιντ Κάρανταιν, το Ποιος Ανακάλυψε τη Δύση με τους Μακέχαν, το Εγώ ο Κλαύδιος, τον Άγιο… (έχω δει πολύ, πάρα πολύ τηλεόραση στη ζωή μου!).

Τα ζώα δεν μου αρέσουν καθόλου να είναι δίπλα μου ζωντανά. Ούτε σκυλιά, ούτε πουλιά, ούτε γάτες, τίποτα.

Ούτε τα ρούχα μ αρέσουν. Αν ήταν δυνατό θα ζούσα χωρίς ρούχα…

Αδυναμία τώρα τι είναι; Μάλλον το ότι είμαι ανίκανη να σταματήσω να τρώω για να χάσω κανένα κιλό...

Προτερήματα δε θα πω: το ποστ αυτό είναι ήδη πολύ μεγάλο..!

Το άσχημο στον χαρακτήρα μου είναι ότι συχνά την ψωνίζω με όλα (και κυρίως με όλους) και κλείνομαι σαν σαλιγκάρι στο σπίτι μου και βράζω στο ζουμί μου μέχρι να μου περάσει. Όσο περνούν τα χρόνια όλο και περισσότερο χρόνο μένω μέσα.

Επαναλαμβάνω συνεχώς: δεν μπορώ, δεν αντέχω άλλο, δεν μπορώ να το αντέξω και αυτό…

Χαχαχαχα, ωραίο ανέκδοτο αυτό με το επάγγελμα! Λοιπόν, αν δεν ήμουν τραπεζικός θα ήθελα να είμαι συγγραφέας, να έχει το γραφείο μου ένα παράθυρο στη θάλασσα, στοίβες χαρτιά και βιβλία, και ησυχία. Μοναξιά και ησυχία. Να μη λύνω κανενός πρόβλημα πια, μόνο τα δικά μου (αν προλάβω).

Μου αρέσουν οι πίτσες που έχουν πράσινη πιπεριά.

* Το ντιβάνι του Φρόυντ! Επειδή ρώτησε η RedHat.




* * * * * * *

8.4.08

ανήκω στο ανύπαρκτο κόμμα των ποιητών

Άμα αγαπάς κάποιον τον δέχεσαι, και όταν ακόμη δεν κατανοείς. Τουλάχιστον το λέω αυτό για τον εαυτό μου, δεν ξέρω άλλος πως τον βλέπει τον έρωτα. Εγώ τον Άρη τον αγαπώ, πως το λένε, μ’ αρέσει, και γι’ αυτό ακριβώς δεν καταλαβαίνω και γιατί δεν δίνει το χαρτί του γιατρού, χωρίς ποτέ να του το πω, το καταπίνω, γιατί τον θέλω ολόκληρο. Είχαμε γεμίσει πτώματα, ακόμη ένα πτώμα με τη θέλησή του; Αλλά τελικά ξέρω πολύ καλά γιατί, μπαίνω στη θέση του. Αυτή τη συνεχή ανταρσία ενός ανθρώπου που δεν θα γίνει αντάρτης, με την έννοια φυσεκλίκια και πόλεμος. Ένας άνθρωπος που συνεχώς αντιστέκεται, για να μιλήσει. Να αρθρώσει τη σκέψη του και να μπορεί αυτή τη σκέψη να την κάνει διάλογο με τον άλλον. Κι επειδή ξέρει ότι με την αστυνομία, με την εξουσία που μάχεται δεν μπορεί να γίνει διάλογος, θα έρθει αντιμέτωπος για να κάνει τον διάλογο με τον πρώην συναγωνιστή του. Που θέλει κι αυτός το ίδιο πράγμα σαν σκοπό. Αλλά με άλλα μέσα.

Η Καίτη Δρόσου, σύζυγος του Άρη Αλεξάνδρου, μιλάει στο Παρασκήνιο και αποκαλύπτει τον άνθρωπο όπως μόνο αυτός που έχει ζήσει δίπλα σε κάποιον το μπορεί.

(Αποκάλυψη επίσης το ότι στο ert archives μπορείς να αναζητήσεις και να δεις παλιές εκπομπές και ντοκιμαντέρ!)





* * * * * * *

6.4.08

απρίλιος σημαίνει ανοίγω


Μεθαύριο κλείνει αισίως ένας χρόνος διαμονής στην Αθήνα. (Να τα εκατοστίσουμε, αισίως επίσης).

Μέσα στην ποίηση έπεσα πέρσι όταν έφτασα, στον μήνα του Εγγονόπουλου στο μετρό. Είπα η Αθήνα είναι μια πόλη όπου όταν το βλέμμα σου αφαιρείται πέφτει πάνω σε ποιήματα, κι όταν περπατάς έξω μοσχοβολούν οι νεραντζιές. Ένα χρόνο μετά, ορίστε, αυτά τα δύο είναι ακόμη ολόιδια: ποιήματα στο μετρό και λουλούδια στους δρόμους. Ανθισμένα οικόπεδα γεμάτα κίτρινες μαργαρίτες σκόρπια στην πόλη, παπαρούνες στα πεζοδρόμια.


* Όχι Μονέ, όχι. Μενίδι. Σάββατο πρωί, μέσα στη βροχή, ψάχνοντας μέσα στους χωματόδρομους το ί-σοπ. Δεν είναι θαύμα;


* * * * * * *

1.4.08

όνειρα...


Φτού, φτού,φτού, μακριά από μας..
Φρίκη, φρίκη, φρίκη… Όλο το βάρος των παιδικών μου χρόνων εκφρασμένο μ’ ένα τραγούδι… Του οποίου, παρεμπιπτόντως, δεν καταλαβαίνω τα λόγια… Όχι και πως χρειάζεται… Ο ήχος, η μουσική, η τρυφερή γαργαλιστή φωνή του Τζό, αυτά αρκούν από μόνα τους για να ν’ ανασύρουν μια ολόκληρη-φρικτή, φρικτότατη εποχή. Εκείνη την εποχή που δεν είσαι πια μικρός αλλά δεν είσαι και μεγάλος, που αρχίζεις να σκέφτεσαι, που ασφυκτιάς με τα πάντα, που ανακαλύπτεις το θάνατο.
Δεν άντεξα να το ακούσω μέχρι το τέλος.
Ευτυχώς-ευτυχώς λέω, μεγάλωσα.

Το μπαούλο με τις αναμνήσεις μας είναι καλά κλεισμένο. Μόνο μερικές φορές, ερήμην μας, βγαίνουν στο δρόμο μας κάτι κλειδιά αναπάντεχα, οι μυρωδιές και τα τραγούδια, που το ξεκλειδώνουν και μας πισωγυρίζουν. Όχι για πολύ, ευτυχώς. Όχι τόσο όσο χρειάζεται για να το δούμε με τα νέα μας μάτια, και να το ξεπεράσουμε. Ελαχιστότατα, κι αμέσως το καπακώνουμε, το κλείνουμε, αλλάζουμε κανάλι.
Τελικά μπορεί και να μη μεγάλωσα.

(Ο Τζό, ο με τη φωνή σα χάδι, ο χαμογελαστός, δε φταίει σε τίποτα για τους συνειρμούς μου, χρειάζεται να το πω;)


* * * * * * *