Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ο μπαμπάς μου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ο μπαμπάς μου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

10.10.07

η μοναξιά μας


Και μετά έχει πιο χειρότερα, κι όσο λες πως πιο κάτω δεν έχει, τόσο βλέπεις να εξευτελίζεται στα μάτια σου ο άνθρωπός σου.
Εγω θέλω να πιστεύω πως δεν καταλαβαίνουν τι τους συμβαίνει. Θέλω.
Όμως με τα ίδια μου τα αυτιά άκουσα το μπαμπά μου να μου λέει, ένα βράδυ που ήμασταν οι δυό μας κι έτσι δεν έχω μάρτυρες, και γιαυτό χρειάζεται να με πιέσω για να παραδεχτώ ότι είναι αλήθεια και πως δεν είναι της φαντασίας μου, πάνω που τον είχαμε πως πια δεν καταλάβαινε τίποτα, πως μας έβλεπε όλους ξένους.
Είχαν φύγει οι φίλοι μας, τους χαιρέτησε ευγενικά ακολουθώντας μας στην πόρτα: "γειά σας, γειά σας", όλος χαμόγελο. Καταλάβαινες πως δεν καταλαβαίνει ποιούς χαιρετάει, μα πως καταλαβαίνει ότι φεύγουν κάποιοι, και πρέπει να είναι ευγενικός οικοδεσπότης.
Την ευχαριστήθηκε την παρέα εκείνο το απόγευμα, κι ας μη γνώριζε ποιοί είμαστε και τι λέγαμε. Είχε καιρό να είναι σε χώρο άλλο απο το σπίτι τους με τη μαμά, είχε καιρό να είναι σε χώρο με νέους ανθρώπους που κουβεντιάζουν.
Κι εγώ, χάθηκε ο κόσμος να τον έπαιρνα στο σπίτι μου συχνότερα? Έπρεπε να φτάσει στο αμήν η μαμά, να πει πάρτον λίγο, ένα Σαββατοκύριακο, γιατί κουράστηκα, να ξεκουραστώ, να κοιμηθώ, να ξαναβρώ και το δικό μου μυαλό γιατί ώρες-ώρες πάει να χαθεί κι αυτό μαζί με το δικό του...
Τι, βάρος ήτανε? Σαν παιδάκι με ακολουθούσε μέσα στο σπίτι, ντρεπότανε που δεν μπορούσε να φάει μόνος του κι έπρεπε να τον ταίσω, ήθελε τότε να είμαστε οι δυό μας μόνοι, στην κουζίνα.
Ποιός να τόλεγε κυρ Γιάννη πως θα δεχόσουν καλεσμένους με τις μπιζάμες, εσύ που τρελαινόσουνα για το καλό ντύσιμο, που έβαζες κουστούμι ραμένο στα μέτρα σου στο ράφτη, με το γιλέκο του απο μέσα, για να βγεις για εφημερίδα τις Κυριακές?
Δεν μπορεί, δεν θα καταλάβαινε. Αν καταλάβαινε θα είχε γίνει πολύ χάλια.
Όταν έφυγαν λοιπόν, και τον οδήγησα στο κρεβάτι του, και τον σκέπασα και τον χάιδεψα για να κοιμηθεί-γιατί να μην τον έχω χαιδέψει περισσότερο? άραγε χόρτασε χάδια στη ζωή του? Ήταν απο τους αυστηρούς, τους απόμακρους όταν είμασταν μικρές, δεν ήταν για πολλά πολλά, για αγκαλιές και γέλια. Μόνο οι δρόμοι του άρεζαν, να οδηγάει-αυτό με το οδήγημα το πήραμε και οι δύο οι κόρες του, οι κατά τα άλλα ακοινώνητες: να μας αρέσουν οι δρόμοι, να οδηγάμε, να πηγαίνουμε, να κοιτάμε.
Ανεβαίναμε λοιπόν στο αυτοκίνητο και πηγαίναμε, όλη μέρα, με ελάχιστες στάσεις, και η μαμά γινότανε μπαρούτι και ορκιζότανε πως ποτέ πια δεν θα ξανάρθω μαζί σου εκδρομή, και πάλι πονοκέφαλο είχε, τόσες ώρες στο αυτοκίνητο, στην άκρη του κόσμου... Στο δέυτερο πόδι της Χαλκιδικής ανοίγανε το δρόμο τότε, κι ο μπαμπάς ήθελα να δει ως που πάει, και να πιάσει καμιά κουβέντα με τους ντόπιους, να ρωτησει πόσο πάει το μέτρο εδω, να ξετρυπώσει και κανένα γνωστό-που παντού του βρισκότανε τέτοιοι, τόσο κοινωνικός που ήταν! Μονο μετά απο χρόνια είπε η μαμά, σαν το μπαμπά σας δε γίνατε, κοινωνικές, να βρίσκετε τις άκρες με τα δημόσια και της υπηρεσίες. Εκείνος πάντα τα κατάφερνε...
Όταν έσβησα το φως λοιπόν, κι έκατσα λίγο δίπλα του, σχεδόν ψηλαφιστά, ψάχνοντας να βρει τα λόγια, μου είπε, με ρώτησε, εγώ δεν ήμουν έτσι, πως έγινα έτσι, πως έγινα... Δεν ήμουν έτσι εγώ, ήμουν? Μα πως έγινα?
Προσπαθώ απο τότε να τα σβήσω απο τα αυτιά μου αυτά τα λόγια, να κάνω πως δεν υπήρξαν, πως δεν τα άκουσα, πως τα φαντάστηκα ίσως ότι θα τα σκεφτόταν. Μα κοροιδεύω τον εαυτό μου. Εκεί ήμουν και τα άκουσα. Και δεν θέλω να είναι αλήθεια.


* * * * * * *

18.6.06

dust in the wind, all we are



Για μαύρα μάτια καίγομαι,
για γαλανά πεθαίνω,
αλλά για τα τσακίρικα
σκίζω τη γη και μπαίνω!





Ο κύρ Γιάννης μιλούσε πολύ. Γιατί ήταν πολύ κοινωνικός-η μαμά έλεγε με καμάρι ότι δεν υπάρχει μέρος που να πήγανε όπου δεν βρήκε γνωστό, ή γνωστό γνωστού…
Είχε άποψη για όλα, όταν ήταν μικρός έγραφε κιόλας, αυτάρεσκα, με πένα, με καλλιγραφικά γράμματα και με ψευδώνυμο…
Όμως η μαμά ειρωνεύτηκε-όχι μπροστά του, παρά σε μας τις μικρές, αργότερα όταν μεγαλώσαμε, ότι στο σπίτι τους στο χωριό έπαιρναν την εφημερίδα για επίδειξη, γιατί ήταν το συνήθειο της Κυριακής, να γυρίσουν μ αυτή στο χέρι στο σπίτι από το καφενείο, μετά την πετούσαν χωρίς να την διαβάσει κανείς…

Αγαπούσε το χωριό του, κι ας έφυγε από εκεί στα 15 του. Ήθελε κάθε χρόνο να πηγαίνουμε τον δεκαπενταύγουστο στο πανηγύρι, για να χαιρετάει τους γνωστούς του με καμάρι-αλλά η μαμά, η Καλαμαριώτισα (εκ Πόντου) κι αυτό το ειρωνευόταν, το εύρισκε χωριάτικο, το ανέχτηκε όσο ήταν νέα και δεν μπορούσε να φέρει αντίρρηση, κάποτε όμως μουλάρωσε κι αρνήθηκε να ξαναπάει. Ήταν και στην εμμηνόπαυση τότε. Άλλη ιστορία αυτή.

Ονειρευόταν να έχει ένα δωμάτιο στο χωριό όταν βγει στη σύνταξη, να μπορεί να βλέπει τους φίλους του-δεν ήθελε να δεχτεί ότι δεν είχε πια φίλους εκεί-γιατί έλειπε 50 χρόνια. Αλλά πάλι ήταν τόσο κοινωνικός, που μπορεί και νάφτιαχνε καινούργιους, πως μπορεί να ξέρει κανείς? Ήταν και τόσο αφελής, που μπορεί να ένιωθε απαράλλαχτους τους παλιούς του φίλους, και να χαιρότανε.
Κι αυτό το ειρωνευότανε η μαμά, το που ήταν αφελής και πίστευε τους πάντες, που έδινε χωρίς να ζητήσουν, χωρίς να ρωτήσει, που εμπιστευότανε. Μαλώνανε γιαυτό (και τι κερδίσανε? άλλαξε κανείς τους?).

Δεν πρόλαβε, γιατί ήρθε η Αλζχάιμερ και μαζί με τα σχέδια, έσβησε και το παρελθόν-τα σταφύλια που κλέβανε από τα χωράφια με τους φίλους του, και τα «απίδια» που μαζεύανε από τα δέντρα.

Ένα φεγγάρι έκανε και δάσκαλος-στο διπλανό χωριό. Γιατί τότε δεν είχε πτυχιούχους, και χρησιμοποιούσαν μερικές φορές τους απόφοιτους λυκείου για δασκάλους στα χωριά. Πήγαινε με τα πόδια, με το κουστούμι που φοράει στην φωτογραφία και χαμογελάει με καμάρι, με μαύρα κοκάλινα γυαλιά και με βιβλία στο χέρι του. Κρατάει κι ένα ραβδί, γιατί απο τότε που τον τριγύρισαν λύκοι ένα χειμώνα, φοβότανε.

Τα είχε σε μεγάλη εκτίμηση τα γράμματα. Χιλιάδες φορές έχω ακούσει την ιστορία, που σηκωνόταν από τα χαράματα, για να μπορέσει να διαβάσει με το πρώτο φως της ημέρας, γιατί ο άντρας της αδελφής του που τον φιλοξενούσε στη Θεσσαλονίκη δεν επέτρεπε αναμμένη λάμπα το βράδυ για το διάβασμα...
Και το είχε καημό που δεν μπήκε στο Πανεπιστήμιο-να γίνει δάσκαλος κανονικός. Τη χαρά του τη μέρα που μπήκα εγώ, δεν μπορώ να την περιγράψω. Ήταν τόση που δεν την θυμάμαι. Μόνο η σκέψη της τώρα, με τσακίζει.
Κι άλλο τόσο καμάρωσε όταν έπιασα δουλειά. Ξυπνούσε κάθε πρωί και ρωτούσε-διακριτικά γιατί ήξερε ότι θύμωνα, αν ήθελα να με πάει στη δουλειά μου. Και με πήγαινε, κι αν του επέτρεπα να μπει να πει μια καλημέρα στον διευθυντή μου, τότε ένιωθε θεός.
Ω, πόσο μετανιώνω για όλες αυτές τις καλημέρες που δεν τον άφησα να πει. Τι θα πείραζε? Δεν θα μου είχαν κοστίσει τίποτα, αλλά εκείνος θα ήταν ποντούς πολλούς ψηλότερος τώρα…

Καμάρωνε πολύ για μένα.
Το ένα που μου έλεγε, ήταν για τα μάτια μου, τα μάτια μας. Το ξέρεις το τραγούδι? Μου είπε, μια μέρα που παραπονέθηκα ότι δεν είμαι όμορφη, που τα μάτια μου είναι πράσινό και καφέ μπερδεμένο, λίγο από όλα και τίποτα. Το ξέρεις? Και μου είπε τους στίχους. Αυτό είμαστε. Κάτι σπάνιο και άξιο.
Που δεν φαίνεται εύκολα, αλλά άμα το δει κανείς, τότε υποφέρει.
Και το άλλο ήταν το ύψος μου-το λίγο. Το οποίο δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό ως πρόβλημα, γι εκείνον όμως φαίνεται ότι ήταν, και για να το προλάβει σε μένα, μου ανέλυε συχνά πόσο δεν παίζει ρόλο στην αξία ενός ανθρώπου το σωματικό του ύψος-παρά μόνο το πνευματικό…

Όσο μεγαλώνω, τόσο βλέπω στον καθρέφτη τον μπαμπά μου. Όταν ήταν στην κλινική, τον έβλεπα κι ήταν σαν να έβλεπα στον καθρέφτη. Τώρα που έγιναν δύο χρόνια που ησύχασε, τον βλέπω πιο καθαρά απο ποτέ, στον καθρέφτη μου.
Πήρα τη μύτη του-και δεν την ήθελα, γιατί όλη την ομορφιά την έδωσες στην αδελφή μου? Ρώτησα τη μαμά.
Πήρες και τα λόγια τα πολλά, από το σόι του, μιλάς συνέχεια, σαν εκείνον





* * * * * * *