Πλένουμε πολύ καλά οκτώ λεμόνια από σπίτι-ούτε ξύνουμε το (υπέροχο) κίτρινο της φλούδας, ούτε κόβουμε, ούτε αλλάζουμε νερά αποβραδίς.
Τα βάζουμε σε κατσαρόλα με νερό να τα μισοσκεπάζει και αφήνουμε να βράσουν ελαφρά για σχεδόν μια ώρα.
Πάνω στην ώρα τα βγάζουμε και πετάμε το νερό. Τα τσιμπάμε με το πηρούνι και χαμογελάμε με την περίεργη αίσθηση του λεμονιού που έγινε εύκαμπτο και μαλακό σαν λάστιχο-πραγματικά εξωπραγματικό.
Σαν χειρουργοί, με ένα πηρούνι κι ένα μαχαίρι, κόβουμε στη μέση, αδειάζουμε με κουταλάκι τα κουκούτσια και κόβουμε σε κυβάκια όλο το υπόλοιπο.
- το νερό που κράτησα στο τάπερ το πέταξα τελικά
- το ίδιο και τα κουκούτσια
- το υπόλοιπο το έκοψα κυβάκια-αν και αρχικά σκέφτηκα να αφήσω μπαστουνάκια
Βάζουμε στην κατσαρόλα τα κυβάκια του λεμονιού και τη ζάχαρη.
Οι οδηγίες ανέφεραν διάφορες ποσότητες ζάχαρης-κυρίως "τόση ζάχαρη όση η σάρκα του λεμονιού".
Καταρχάς να πω ότι βρίσκω την έκφραση "σάρκα του λεμονιού" φρικτή. Μετά να πω ότι δεν έχω ζυγαριά κουζίνας.
Επίσης δεν έκατσα να βάλω τα κυβάκια του λεμονιού σε φλυτζάνι και μετά να βάλω ισόποση ζάχαρη-ώστε να πω τουλάχιστον ότι έβαλα ίσους ογκους.
Με το μάτι, υπολογισα ότι τα λεμόνια ήταν περίπου 4 φλυτζάνια (το έμπειρο μάτι μου λέμε τώρα) και έβαλα 3 φλυτζάνια ζάχαρη. Είχα αρχίσει να βράζει στο μεταξύ, δοκίμαζα που και που, μου φάνηκε μια χαρά.
Αλλά επειδή πριν δυό χρόνια είχα φτιάξει μια πικρή μαρμελάδα γκρέιπφρουτ, κι επειδή παντού στις οδηγίες για τα λεμόνια έλεγε ότι είναι πικρά/ξινά/και διάφορα άλλα αντι-μαρμελαδικά, έβαλα άλλο ένα φλυτζάνι. Τέσσερα λοιπόν στο σύνολο.
Βράζουμε με τη ζάχαρη και με τίποτα άλλο για 30-40 λεπτά και αυτό ήταν.
Νομίζω ότι έγινε υπέροχα εσπεριδοειδής.
Η τελική ετυμηγορία θα έρθει βέβαια από την ειδική επι των μαρμελάδων εσπεριδοειδών αδελφή της Σταυρούλας.
30.5.14
17.5.14
Σάββατο πρωί στον κήπο
Τα πιο απλά πράγματα, τα προφανή, τα καθημερινά. Η συνεχής υπενθύμιση προς εαυτόν ότι δεν είναι προφανή, ότι είναι πολύτιμα. Η απόλαυση. Η ευγνωμοσύνη.
15.5.14
καθημερινά
Σήμερα
ένας πελάτης που του ενημέρωσα το βιβλιάριο και είχε μέσα 38 ευρώ
γέλασε, είπε πάλι δεν με πλήρωσαν, τι να κάνω τώρα, τι να κάνω με 38
ευρώ, ούτε τσιγάρα δεν έχω επάνω μου, τι θα κάνω, και δεν έφευγε από
μπροστά μου, αλλά δεν κλαψούριζε, γελούσε σαν να ήταν έξω από τον εαυτό
του και τον παρατηρούσε.
* * *
Μου το είπε ένας γείτονας πρόσεχε μην αφήνεις κανέναν να μπει στην είσοδο, γυρνάνε και παριστάνουν ότι είναι από τηλεφωνικές εταιρίες για να μπαίνουν να βάζουν στα καλώδια και να παρακολουθούν τις συζητήσεις μας και να ξέρουν τις κινήσεις μας.
Γιαυτό κι εγώ, όταν η κοπέλα μού είπε άνοιξε μπάρμπα είμαστε από τον οτε ή κάτι τέτοιο κι έχωσε το πόδι της στην πόρτα για να μείνει ανοιχτή, της έδωσα και κατάλαβε. Ξύλο να δεις εκεί. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Στο πρόσωπο, στην κοιλιά, στα πλευρά, παντού. Την έκανα τόπι στο ξύλο.
Μετά όταν ήρθε το εκατό δεν έφυγα. Εκεί, κύριος. Είπα στους αστυνομικούς-διότι πριν μερικές μέρες είχα εγχειρήσει τον πατέρα του @#$%*&@, πηγαίνετε να ρωτήσετε για να μάθετε για μένα. Κι εκείνοι σφύριξαν στην κοπέλα φύγε για να μη βρεις τον μπελά σου.
Έτσι έληξε το ζήτημα και να δω τώρα αν θα ξανατολμήσει κανείς να προσπαθήσει να μπει μέσα.
* * *
Μου το είπε ένας γείτονας πρόσεχε μην αφήνεις κανέναν να μπει στην είσοδο, γυρνάνε και παριστάνουν ότι είναι από τηλεφωνικές εταιρίες για να μπαίνουν να βάζουν στα καλώδια και να παρακολουθούν τις συζητήσεις μας και να ξέρουν τις κινήσεις μας.
Γιαυτό κι εγώ, όταν η κοπέλα μού είπε άνοιξε μπάρμπα είμαστε από τον οτε ή κάτι τέτοιο κι έχωσε το πόδι της στην πόρτα για να μείνει ανοιχτή, της έδωσα και κατάλαβε. Ξύλο να δεις εκεί. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Στο πρόσωπο, στην κοιλιά, στα πλευρά, παντού. Την έκανα τόπι στο ξύλο.
Μετά όταν ήρθε το εκατό δεν έφυγα. Εκεί, κύριος. Είπα στους αστυνομικούς-διότι πριν μερικές μέρες είχα εγχειρήσει τον πατέρα του @#$%*&@, πηγαίνετε να ρωτήσετε για να μάθετε για μένα. Κι εκείνοι σφύριξαν στην κοπέλα φύγε για να μη βρεις τον μπελά σου.
Έτσι έληξε το ζήτημα και να δω τώρα αν θα ξανατολμήσει κανείς να προσπαθήσει να μπει μέσα.
11.5.14
δυό κουβέντες
Λυπήθηκα αλήθεια που δεν ήταν βολετό να ιδωθούμε στο Κάιρο. Θα ξαναιδωθούμε . Αλλά πού, πότε, ποιoς το ξέρει; Ίσως να το θελήσουν οι θεοί να βρεθούμε όπως το εύχομαι σε μια ελληνική ακρογιαλιά. Στο μεταξύ πρέπει να κρατήσουμε και τούτο είναι το πιο δύσκολο, θέλω να πω να διαφυλάξουμε, αν έχουμε κάτι πολύτιμο μέσα μας.
~ Ο Γιώργος Σεφέρης στον Νάνη παναγιωτόπουλο, Κάιρο 24.6.1941 (Αλληλογραφία, εκδ.Βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη)
* * *
Η γιορτή της μητέρας.
Κοντεύεις πενήντα κι ακόμα επιζητάς την επιβράβευσή της.
Ακόμα τρέχεις να μοιραστείς τις επιτυχίες σου και ζητάς καθοδήγηση στα αδιέξοδά σου.
Αδιαφορεί, συνήθως, γιαυτά που εσύ θεωρείς σημαντικά στη ζωή σου. Για κείνην, πια, πιο σημαντικά είναι όσα μαθαίνει από την τηλεόραση. Μερικές φορές το αποδέχεσαι, αφού αυτή είναι η σχεδόν μοναδική καθημερινή της παρέα και ασχολία. Μερικές φορές πληγώνεσαι και μετά κάνεις τη δική σου μικρή προσωπική απεργία, απέχεις από την τηλεφωνική επικοινωνία σαν σαρανταοκτάχρονο πεισματάρικο παιδί.
Μερικές φορές την πετυχαίνεις δυνατή, και εκείνη τη μέρα οι κουβέντες της, οι συμβουλές της σε βάζουν σ'ένα δρόμο, όπως ζητάς, σου δινουν απαντήσεις, δύναμη.
Ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρη.
Δεν μπορείς να είσαι σίγουρη αν η συμβουλή της είναι σωστή ή ότι πηγάζει από αγάπη.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι, λόγω ιδιότητας, είναι ο μόνος άνθρωπος που μπορεί να πάρει από πάνω σου αυτήν την τεράστια πλάκα που σε πλακώνει και μετά να νιώσεις προστατευμένη. Όσο παράλογο και φρικτό κι αν ακούγεται, όσο κι αν δεν θέλεις.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)