Μου κάνει μεγάλη εντύπωση που ανακαλύπτω πως έχω μέσα μου μεγάλη διάθεση, να δω, να περπατήσω, να περπατήσω και να δω. Μα βλέπω επίσης πως το σώμα μου δεν αντέχει, με προδίδει, με εκδικείται ίσως, που του κακοφέρομαι, που δεν του αναγνωρίζω την κούραση του, και του συμπεριφέρομαι σαν να΄ ναι μυαλό κι όχι σώμα.
Νιώθω τα πόδια μου να καίνε, τα χέρια μου να πονάνε, και την σπονδυλική μου στήλη -αχ, αυτή- τη νιώθω σαν να ΄ναι κομματάκια, σαν να ΄ναι σπασμένη σε δέκα σημεία, σαν να ΄ναι από πλαστελίνη και γέρνει, και δεν μπορεί να με κρατήσει άλλο όρθια. Όμως, -ευτυχώς, λέω- έχω πολύ διάθεση να δω, να περπατήσω, να περπατήσω και να δω.
* * * * *
Η κότα της μαμάς μας άφησε χρόνους, σήκωσε τα ποδαράκια της ψηλά και άφησε τη μαμά μόνη. Η μαμά την έκλαψε γιατί ήταν δύσκολο, όσο να πει κανείς, όσο κι αν το περίμενε τις τελευταίες μέρες. Και μετά είπε στο γαμπρό της να την πετάξει στα σκουπίδια, για να μην τον αναγκάσει να σκάβει να την θάψει. Και γιατί είναι αρκετά μεγάλη πια για να ξέρει πως δεν έχει σημασία, μετά.
Εκείνος έσκαψε και την παράχωσε βαθιά στον κήπο.
* * * * *
Γιατί, Νώντα, να παιδευόμαστε έτσι? Μήπως δεν υπάρχουν τόσα και τόσα γύρω μας που θα μπορούν να συγκεντρώσουν την προσοχή μας? Πού θα πάμε μ αυτό το σαδιστικό κι ατέρμονο σκάψιμο του ένδον μας? Για να θεμελιώσουμε τι?
Σταματώ αυτά τα κοράκια που λέγονται ερωτηματικά και θα σου γράψω μερικά νέα από εδώ.
Η τελευταία παράγραφος είναι από επιστολή του Δ.Π.Παπαδίτσα στον Ε.Χ.Γονατά, "Να μου γράφεις, έστω και βαδίζοντας", εκδόσεις Πατάκη.
Η εικόνα είναι της Kumiko Kitaoka.
* * * * * * *