"Η Φράνσι βαρέθηκε να τους κοιτάει. Ήταν δύο η ώρα. Η βιβλιοθηκάριος θα είχε γυρίσει από το φαγητό της. Με προκαταβολική τη γεύση της χαράς που θα έπαιρνε από το διάβασμα ενός καινούριου βιβλίου, γύρισε πίσω και τράβηξε για τη βιβλιοθήκη.
Σ ένα παλιό και βρώμικο κτήριο στεγαζόταν η βιβλιοθήκη. Η Φράνσι όμως την έβρισκε υπέροχη. Αυτό που αισθανόταν για τούτη τη σάλα έμοιαζε με κείνο που ένιωθε μέσα στην εκκλησία. Έσπρωξε την πόρτα. Α! πόσο της άρεσε αυτή η μυρωδιά που ανέδιναν το δέρμα των παλιών δεμένων βιβλίων, η κόλλα και το μελάνι από τις σφραγίδες...
Η Φράνσι φανταζόταν πως σ αυτή τη βιβλιοθήκη υπήρχαν όλα τα βιβλία του κόσμου και είχε βάλει με το νου της να τα διαβάσει όλα. Διάβαζε ένα βιβλίο τη μέρα, με αλφαβητική σειρά, χωρίς να πηδάει τα βαρετά. Παρόλο τον ενθουσιασμό της, ήταν υποχρεωμένη να παραδεχτεί ότι μερικά είδε κι έπαθε να τα τελειώσει. Όμως ήταν γεννημένη για να διαβάζει. Διάβαζε ότι έβρισκε μπροστά της: ανοησίες, κλασικούς, τα δρομολόγια των τρένων, ως και τον τιμοκατάλογο του μπακάλη.
Μόλις μπήκε αυτό το καλοκαιρινό Σάββατο του 1912, έκλεισε πίσω της αθόρυβα την πόρτα και πλησίασε.
Ακούμπησε το χέρι της στην κόχη του λουστραρισμένου γραφείου γιατί της άρεσε η αφή του. Κοίταξε τα καλοξυσμένα μολύβια αραδιασμένα με τάξη, το πράσινο τετράγωνο στυπόχαρτο, το φουσκωτό άσπρο δοχείο με την παχύρευστη κόλα, την τακτική στίβα με τις καρτέλες, και τα βιβλία που είχαν επιστραφεί και περίμεναν να τα ξαναβάλουν στα ράφια τους...
«
Ναι, σαν θα μεγαλώσω και θα κάνω δικό μου σπίτι, δεν θα έχω βελουδένιες πολυθρόνες και δαντελένιες κουρτίνες, ούτε ψεύτικα φυτά. Στο σαλόνι μου θα έχω ένα γραφείο σαν κι αυτό εδώ, άσπρους τοίχους, ένα καθαρό πράσινο στυπόχαρτο, μια σειρά κίτρινα γυαλιστερά μολύβια, πάντα καλοξυσμένα, έτοιμα για γράψιμο, κι ένα καστανόχρυσο ανθοδοχείο μ ένα λουλούδι, ή κλωναράκια βατομουριάς, και βιβλία…βιβλία…βιβλία…»
Στάθηκε πολλή ώρα όρθια μπρος στο γραφείο όσο να καταδεχθεί η βιβλιοθηκάριος να την προσέξει και να ασχοληθεί μαζί της.
-Θέλετε να μου συστήσετε ένα καλό βιβλίο για κορίτσια? Ρώτησε η Φράνσι.
-Τι ηλικίας?
-Έντεκα χρονών.
Κάθε φορά η Φράνσι έκανε την ίδια ερώτηση και κάθε φορά η βιβλιοθηκάριος έλεγε τα ίδια λόγια. Καθώς μάλιστα δεν γύριζε να δει στο πρόσωπο κανένα παιδί, δεν είχε καταφέρει μέχρι τώρα να γνωρίσει το μικρό κοριτσάκι που διάλεγε κάθε Σάββατο κι από ένα βιβλίο. Ένα χαμόγελό της, για την Φρανσι θα ήταν κάτι πάρα πολύ, κι ένας λόγος φιλικός θα την έκανε πολύ ευτυχισμένη. Αγαπούσε τη βιβλιοθήκη και θα ήθελε να λατρεύει τη γυναίκα που τη διεύθυνε, αλλά η γυναίκα αυτή είχε άλλες έγνοιες.
Η Φράνσι έτρεμε από μια απροσδιόριστη ταραχή, βλέποντας την να απλώνει το χέρι της στη βιβλιοθήκη που ήταν δίπλα στο γραφείο. Μόλις τράβηξε ένα βιβλίο, άρπαξε το μάτι της τον τίτλο «Αν ήμουν βασιλιάς» του Μακ Κάρθυ.
Με το βιβλίο σφιγμένο στη μασχάλη έτρεχε για το σπίτι, κατανικώντας τον πειρασμό να καθίσει στο πρώτο κατώφλι που θα έβρισκε μπροστά της και ν αρχίσει το διάβασμα.
Επιτέλους έφτασε στο σπίτι. Είχε έρθει η υπέροχη στιγμή που την καρτερούσε ανυπόμονα όλη την εβδομάδα. Η ώρα που θα καθόταν στη σκάλα της υπηρεσίας. Άπλωσε πρώτα ένα χαλάκι στο σιδερένιο πλατύσκαλο, πήρε το προσκέφαλο από το κρεβάτι της και το στήριξε στο κάγκελο. Ευτυχώς το ψυγείο είχε πάγο. Έσπασε ένα κομματάκι και το έριξε μες στο ποτήρι με το νερό. Έβαλε τις παστίλιες της μέντας που είχε αγοράσει το πρωί σ ένα μπώλ χιλιοραγισμένο αλλά με γλυκό μπλέ χρώμα. Σιγούρεψε το ποτήρι, το μπώλ και το βιβλίο στο περβάζι του παραθύρου και βγήκε στη σιδερένια σκαλίτσα. Μόλις βρέθηκε εκεί, έμοιαζε σαν να καθόταν πάνω στο δέντρο. Κανένας, ούτε από πάνω, ούτε από κάτω ή το πλάι μπορούσε να τη δει. Αλλά εκείνη μέσα από τα φυλλώματα τα έβλεπε όλα.
Τούτο το απόγευμα έκανε μια πνιγερή ζέστη. Ένα καυτός και υγρός αέρας έφερνε τη ζεστή μυρωδιά της κοντινής θάλασσας. Οι ίσκιοι των φύλλων, καθώς κινιόνταν, έφτιαχναν φευγαλέα σχήματα πάνω στο άσπρο μαξιλάρι. Κανένας μες στην αυλή. Θεία στιγμή.
Καθώς η Φράνσι διάβαζε ευτυχισμένη, όσο μπορεί να είναι ένα ολομόναχο κοριτσάκι με συντροφιά ένα ωραίο βιβλίο κι ένα πακετάκι μέντες, οι σκιές των φύλλων έγερναν γύρω της αργά και το μεσημέρι έφευγε. Κατά τις τέσσερεις, τα απέναντι από την αυλή διαμερίσματα ξαναζωντάνεψαν. Μες από τα φυλλώματα κι από τα ανοιχτά παράθυρα χωρίς κουρτίνες, η ματιά της Φράνσι παρακολουθούσε τη γειτονιά να ζωντανεύει ξανά..."
Στην-φαινομενικά μόνο-άσχετη εικόνα, βλέπετε τη Φράνσι και τη Φράνσι, δηλαδή εμένα και τη φίλη μου menw ektos, που πηγαίνουμε στην δανειστική βιβλιοθήκη να επιστρέψουμε-και να ξαναπάρουμε το "ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν" της Μπέτυ Σμίθ…
* * * * * * *