Τέτοια ώρα ήταν, που γύρισαμε απο την πιτσαρία. Μας άφησαν-εμένα και τον Κ. έξω απο το πατρικό μου, η αδελφή μου και ο άντρας της. Εκείνος, φαντάρος σε 48ωρη άδεια, της είπε πειραχτικά
«κοιτα μη γεννήσεις νυχτιάτικα και με ξενυχτάς, δυό μέρες ήρθα να ξαποστάσω...». Κι εγω να την παρακαλάω,
«γέννα κοριτσάκι μου, γέννα σήμερα, αύριο είναι η τελευταία μέρα για να βγει το μωρό μας λιονταράκι, μην εξαντλείς τις μέρες σου, άντε ζορίσου και γέννα...»!
Ξημερώματα μας ξύπνησε το τηλέφωνο-που ήταν πάνω στο κεφάλι μου κυριολεκτικά- στο κεφαλάρι του κρεββατιού. Ήταν η μικρή που ζητούσε τη μαμά... Κι εγώ-μα τι αφέλεια, τίποτα δεν υποψιάστηκα, τίποτα...!
Όταν ξυπνήσαμε και πήγαμε στο μαγαζί-καλές δέκα πια, η αδελφούλα μου τηλεφωνιόταν με τη γιατρό της, κι έμπαινε στο ταξί με τη μαμά, να πάνε στην κλινική.
Τότε μάθαμε οτι τα χαράματα ξύπνησαν απο κάτι νερά που πλημμύρισαν το κρεβάτι τους (!) - αλλά δεν της έκοψε οτι ήταν τα δικά της νερά-που έσπασαν, ότι σηκώθηκε κανονικά το πρωί και σιδέρωσε (!) τα ρούχα που θα φορούσαν το βράδυ-στον αρραβώνα της κουνιάδας της, ότι κατέβηκε κανονικά με τον άντρα της κι άνοιξαν το μαγαζί, και ότι τότε μόνο σκέφτηκε να πάρει τη γιατρό της, για να της αναφέρει τα καθέκαστα...
Σε μια ωρίτσα είχαμε τηλεφώνημα : κλείστε το μαγαζί και ελάτε, όπου νάναι γεννάμε...
Το κλείσαμε-τόσα χρόνια δεν θυμάμαι άλλη μέρα που να το κλείσαμε, όλο χαρά διώχναμε τους πελάτες,
συγνώμη αλλά πρέπει να κλείσουμε, γεννάμε...!
Ο μπαμπάς, ο γαμπρός μου, εγώ, και ο Κ.-όλη η υπόλοιπη οικογένεια δηλαδή, στην κλινική.
Η μικρή δεν είχε διαστολή, της έδωσαν χάπια, άρχισε να πονάει, ήθελε δίπλα της τη μαμά, όχι τον άντρα της - ένα μωρό που θα έφερνε στον κόσμο άλλο μωρό...
(Όμως στην άλλη γέννα της, 4 χρόνια μετά, είχε ήδη μεγαλώσει : δεν θα ξεχάσω ποτέ τον τρόπο που έγερνε το κεφάλι της στον ώμο του καθώς σφιγγόταν απο τον πόνο, τον τρόπο που εκείνος την στήριζε και βάδιζαν μαζί πέρα-δώθε στην αίθουσα αναμονής-κι εγώ κρυφοκοίταζα απο το παράθυρο...).
Η Σόφη μας ήρθε σαν κυρία, στις μία το μεσημέρι! Λιόντάρι, χουζουρεύοντας, νωχελική, εξάντλησε όλο το πρωινό μέχρι να δεήσει να μας έρθει!
Ήταν βυσσινιά-σχεδόν μαύρη και σουρωμένη-η έλειψη των υγρών γύρω της απ τα χαράματα, την είχε ταλαιπωρήσει πολύ. Ήταν μια σταλίτσα, σουφρωμένη, άσχημη, χάλια-δεν έχω ξανανιώσει μεγαλύτερη χαρά στη ζωή μου... Το πιο μαιμουδένιο μωρό στον κόσμο ήταν δικό μας, η ανεψιά μου, η πρώτη, μια πεταλούδα, η χαρά της ζωής μου...
Την μπουγάδιασαν, την καθάρισαν, την φάσκιωσαν, την συνέφεραν, ήρθε κι έγινε ανθρωπάκι, παιχνιδάκι, μωρό. Εγώ κι ο μπαμπάς της κολλημένοι στο παράθυρο της αίθουσας των νεογνών-χαζεμένοι, πιο πολύ έκπληκτοι παρά συνειδητά χαρούμενοι...
***
Το Σοφάκι γίνεται 14 σήμερα.
Ένα ελαφάκι είναι, που με πέρασε στο ύψος, μια κούκλα, μια γαζέλα, μια ζωγραφιά, ένα χαμόγελο ολόκληρη...
Δεν έχει καλό στη γή που να μην τόχει πάνω της, κι εγω τρέμω, να είναι πάντα καλά.
* * * * * * *