Η γιαγιά μου έλεγε «όι, όι, μάννα μου, πότε ν’ αποθάνω πια» κι εγώ (επτάχρονη) μια φορά τη ρώτησα «γιατί γιαγιά θέλεις να πεθάνεις?», θεωρώντας ως μόνο φυσιολογικό την επιθυμία της ζωής.
«Κουράστηκα απ'όλα, κι απο χαρές κι απο πόνους, θέλω πια να ησυχάσω».
Η κουβέντα δεν έγινε έτσι-κατά λέξη μα, αυτό το νόημα έμεινε χαραγμένο στο μυαλό μου: όσες οι χαρές άλλοι τόσοι και οι πόνοι, έρχεται η ώρα που ησυχία είναι πια αυτό που χρειάζεσαι, και ξεκούραση.
* * * * * * * * *
Δύο οι εικόνες της γιαγιάς με την λευκή-λεπτή κοτσίδα που έφτανε μέχρι τη μέση της: η πρώτη, να κάθεται με τα πόδια κρεμασμένα από το ντιβάνι-κρεβάτι της και να τρίβει τα γόνατα πηγαίνοντας μπρος-πίσω και βογγόντας αυτό το όι, όι, μάννα μου.
Και η άλλη, να κάθεται με τα φώτα σβηστά σε μια καρέκλα που έφερνε μπρος στο παράθυρο και να κοιτάζει έξω, κι έτσι-στα σκοτεινά να τη βρίσκουμε γυρνώντας στο σπίτι...
Πόσο θα ήθελα τώρα-32 χρόνια μετά, να ξέρω τι σκεφτόταν εκείνες τις νύχτες...
Δώδεκα γέννες, οκτώ παιδιά, από τον Πόντο στην Καλαμαριά με βάρκα, με τα υπάρχοντα μπόγο και πέντε μικρά μαζί της, χήρα στα πενήντα. Εξορίες, φασαρίες, κόρες, γάμοι, καυγάδες. Φτώχεια.
Μάλλον τον Νίκο θα σκεφτόταν, τον πρωτότοκό της, που τον έχασε ενώ ήταν φαντάρος, στα είκοσι του από σκωληκοειδίτιδα, και τον έθαψαν μαζί με το νεογέννητο της που έπαθε εντερικά την ίδια μέρα.
Πόσο θα ήθελα τώρα, να ήξερα τι σκεφτόταν εκείνες τις νύχτες...
* * * * * * *