28.11.06

μάθημα

Γκρινιάρης είναι αυτός που δεν είναι ποτέ ευχαριστημένος με αυτό που έχει, που θέλει όλο και περισσότερα.

Που θεωρεί ότι όλοι οι άλλοι, αυτά που έχουν είναι αυτά που θέλησαν. Που όλα τα θεωρεί περισσότερα και καλύτερα από τα δικά του.

Που όταν είναι μόνος θέλει να είναι ζευγάρι, και όταν είναι ζευγάρι θέλει να είναι στην ίδια πόλη μαζί του, και όταν είναι πια στο ίδιο σπίτι θέλει καινούρια κουζίνα, και όταν φτιάχνει καινούρια κουζίνα την θέλει με κεραμικές εστίες...

Γκρίνια και Εγωισμός.
Όλοι οι άλλοι δεν είναι έτσι. Είναι καλύτεροι.




* * * * * * *

25.11.06

the sky above

Πήγε στο Άγιο Όρος και -άκου να δεις πόσο ελαφρύς είναι- είπε ότι εκεί κυκλοφορούσαν άγγελοι ανάμεσα στους ανθρώπους, είδε ένα σωρό, έναν μάλιστα τον φωτογράφισε κιόλας…


Μα, ναι, σου λέω τον είδα κι εγώ, μου τον έδειξε στην φωτογραφία που τράβηξε με το κινητό του…

Καλά, δεν φαινόταν ότι είναι άγγελος ακριβώς, αλλά ήταν κάτι άσπρο, κάπως αχνό, νομίζω ότι είδα και κάτι σαν πούπουλα…


Ο κύριος Βέντερς πάλι, ήταν εντελώς ανθρώπινος την Τρίτη το πρωί στο «Κασσαβέτης» στο Λιμάνι: έπινε νερό από το πλαστικό μπουκάλι που κουβάλησε μαζί του, αστειεύτηκε με το μικρόφωνο που αντηχούσε δυνατά το «π», και αυτοσχεδίασε όταν το βίντεο της αίθουσας αρνήθηκε να προβάλει τα αποσπάσματα από τις ταινίες του που ήταν προγραμματισμένα για το masterclass.

(Η Μαρία-ντε Μεντέιρος,
ο σκηνοθέτης-του Βερολίνου-στο φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης,
η κουβέντα-με την αδελφούλα μου).




* * * * * * *

23.11.06

returning home


(απο την έκθεση φωτογραφίας του Τούρκου Σκηνοθέτη και Φωτογράφου Nuri Bilge Ceylan στην Στοά Μπεζεστένι).


* * * * * * *

16.11.06

σοβαρά θέματα


Η γιαγιά μου έλεγε «όι, όι, μάννα μου, πότε ν’ αποθάνω πια» κι εγώ (επτάχρονη) μια φορά τη ρώτησα «γιατί γιαγιά θέλεις να πεθάνεις?», θεωρώντας ως μόνο φυσιολογικό την επιθυμία της ζωής.
«Κουράστηκα απ'όλα, κι απο χαρές κι απο πόνους, θέλω πια να ησυχάσω».

Η κουβέντα δεν έγινε έτσι-κατά λέξη μα, αυτό το νόημα έμεινε χαραγμένο στο μυαλό μου: όσες οι χαρές άλλοι τόσοι και οι πόνοι, έρχεται η ώρα που ησυχία είναι πια αυτό που χρειάζεσαι, και ξεκούραση.

* * * * * * * * *

Δύο οι εικόνες της γιαγιάς με την λευκή-λεπτή κοτσίδα που έφτανε μέχρι τη μέση της: η πρώτη, να κάθεται με τα πόδια κρεμασμένα από το ντιβάνι-κρεβάτι της και να τρίβει τα γόνατα πηγαίνοντας μπρος-πίσω και βογγόντας αυτό το όι, όι, μάννα μου.

Και η άλλη, να κάθεται με τα φώτα σβηστά σε μια καρέκλα που έφερνε μπρος στο παράθυρο και να κοιτάζει έξω, κι έτσι-στα σκοτεινά να τη βρίσκουμε γυρνώντας στο σπίτι...

Πόσο θα ήθελα τώρα-32 χρόνια μετά, να ξέρω τι σκεφτόταν εκείνες τις νύχτες...

Δώδεκα γέννες, οκτώ παιδιά, από τον Πόντο στην Καλαμαριά με βάρκα, με τα υπάρχοντα μπόγο και πέντε μικρά μαζί της, χήρα στα πενήντα. Εξορίες, φασαρίες, κόρες, γάμοι, καυγάδες. Φτώχεια.

Μάλλον τον Νίκο θα σκεφτόταν, τον πρωτότοκό της, που τον έχασε ενώ ήταν φαντάρος, στα είκοσι του από σκωληκοειδίτιδα, και τον έθαψαν μαζί με το νεογέννητο της που έπαθε εντερικά την ίδια μέρα.

Πόσο θα ήθελα τώρα, να ήξερα τι σκεφτόταν εκείνες τις νύχτες...




* * * * * * *

15.11.06

θα μετακινηθείς

Με το που πας να πεις «δόξα τω θεώ κατευθείαν φωνάζεις «Παναγιά βοήθα». Αυτό το σκωτσέζικο ντους συνεχίζεται με ανανεωμένη ένταση. Ενώ όταν μια στις τόσες φορές που εμφανίζεσαι δημόσια αντιμετωπίζεσαι σαν εξόριστος βασιλιάς-με ευγένεια αλλά και αδιαφορία για το κακό γύρισμα της τύχης-, εν τούτοις φαίνεσαι μονίμως απών. Είσαι ανάμεσα στους ανθρώπους αλλά ουσιαστικά αποτραβηγμένος στη χώρα του Δεν-Ξέρετε-Τι-Περνάω. Είναι κατανοητό. Έχεις υπομείνει και συνεχίζεις να υπομένεις μερικά επώδυνα φινάλε, και γίνεσαι μάρτυρας της διάλυσης πολλών ψευδαισθήσεων σου για τις σχέσεις. Αυτό που ζεις δεν είναι η χώρα σου, είναι η χώρα του Κρόνου/Χρόνου που παίζει ζάρια στην πλάτη σου. Είναι ώρα πάλι να αντιμετωπίσεις σοβαρά θέματα όπως το νόημα της ζωής και εάν θα αγοράσεις, θα μετακινηθείς ή θα μείνεις στο ίδιο σπίτι.

(αντιγραφή από την AV, τεύχος 142)




* * * * * * *