24.2.09
go where you're feeling free (*)
Ο Νικολάκης είχε μάθει να κάνει μπάνιο μόνος του. Δεν τον είχα δει πως μπανιαρίζεται-για να ξέρω αν καθαρίζεται «επαρκώς»- (εδώ εμφανίστηκε η μαμά μου μέσα μου..), αλλά τον είδα να βγαίνει, να κάνει ολόκληρη προσπάθεια για να δρασκελίσει το τοίχωμα της μπανιέρας-σα να λέμε εμείς να σκαρφαλώνουμε σε κανένα τοίχο-, να τυλίγεται εντελώς άτσαλα με το κίτρινο μπουρνούζι, και να κάθεται ανακούρκουδα στο πατάκι του μπάνιου, τρέμοντας σαν πουλάκι. Τα μαλλιά του κόκκινα σαν φλογίτσες, λευκός σα γάλα και γεμάτος μεγάλες φακίδες, να δαγκώνει την άκρη της πετσέτας και να περιμένει υπομονετικά να στεγνώσει. Κι εντωμεταξύ, να με κοιτάζει με τα ματάκια του γεμάτα υπομονή, δίχως ίχνος αυτολύπησης: έτσι είναι τα πράγματα, κάνουμε μπάνιο, και μετά σκουπιζόμαστε. Κι εσύ τι με κοιτάζεις, σταμάτα πια να με γεμίζεις φιλιά.
Τον αγκάλιασα ολόκληρο, μαζί με την πετσέτα, τον πήρα στα χέρια μου, τον σήκωσα στην αγκαλιά μου, και έκατσα εγώ στο πάτωμα, μ’ εκείνον στα πόδια μου, να τον χαιδεύω, να τον σκουπίζω ταυτόχρονα, και να κουνιέμαι πέρα δώθε. Δεν έφερε αντίρρηση-ποιος θα έφερνε αντίρρηση σε μιαν αγκαλιά?
Αυτό έπρεπε να κάνω στη ζωή μου. Όχι επανεκδώσεις χαμένων καρτών και καταναλωτικά δάνεια.
* η φωτογραφία απο το TrekEarth και ο τίτλος taken from a song of the band Whale. Η αφορμή όμως, για την ανάσυρση της ανάμνησης, ήρθε απο εδώ.
* * * * * * *
21.2.09
ο αναγνώστης
Μαράκι, το είδα το the reader, χθες. Τι ήθελες να κουβεντιάσουμε?
Έκλαιγα (*). Είχε μερικές στιγμές, απ΄αυτές που σπάνια πια με βρίσκουν στις ταινίες, που σε ταράζουν πατόκορφα.
Μόνο για την αταίριαστη μετάφραση του τίτλου στα ελληνικά, στεναχωρήθηκα, γιατί βρήκα πως το σφραγισμένα χείλη αποπροσανατολίζει, ρίχνει το βάρος σε μια γυναίκα που κρατάει μυστικό το παρελθόν της, ενώ είδα μόνο (μόνο) μια γυναίκα που διαβάζει, είτε μόνη της, είτε-στο καλύτερο της- μέσω άλλων αναγνωστών…
(*) Έκλαιγα που τα βιβλία είναι δεκανίκι, συντροφιά ζωής, παρηγοριά, πηγή απόλαυσης, ηδονής, ευτυχίας. Μόρφωσης, υπομονής. Έκλαιγα -από χαρά- για τις τόσες ιστορίες που υπάρχουν, κι άμα τις μάθεις είναι σαν να έχεις ζήσει εκατό φορές, εκατό ζωές, εκατό πρόσωπα, οικογένειες, ταξίδια (**). Προβλήματα, ευτυχίες. Έκλαιγα που υπάρχει κόσμος, οπουδήποτε, παντού, που περνάει τη ζωή του με μια βρώμικη μπανιέρα, σε χιονια, ή στη Βραζιλία, και παρολαυτά ταξιδεύει, ξεχνιέται, ζει, ξεφεύγει, γεμίζει τη ζωή του, παρηγοριέται, μεταμορφώνεται, με τις ιστορίες. Ευτυχώς.
(**) Πολύ προβληματίστηκα για τα ταξίδια τελευταία, αν θέλω ή αν δεν θέλω. Ίσως είναι πιο όμορφα να τα διαβάζεις, να τα βλέπεις, παρά να τα κάνεις. Ίσως είναι το ίδιο, το να ταξιδεύεις από το σπίτι σου, με το να πηγαίνεις σε αεροδρόμια και πόλεις. Ίσως πάλι, όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια, ίσως προτιμώ το παντεσπάνι του σπιτιού από την ταλαιπωρία των ταξιδιών. Συμπέρασμα δεν έβγαλα, απόφαση. Ακόμα.
* * * * * * *
Έκλαιγα (*). Είχε μερικές στιγμές, απ΄αυτές που σπάνια πια με βρίσκουν στις ταινίες, που σε ταράζουν πατόκορφα.
Μόνο για την αταίριαστη μετάφραση του τίτλου στα ελληνικά, στεναχωρήθηκα, γιατί βρήκα πως το σφραγισμένα χείλη αποπροσανατολίζει, ρίχνει το βάρος σε μια γυναίκα που κρατάει μυστικό το παρελθόν της, ενώ είδα μόνο (μόνο) μια γυναίκα που διαβάζει, είτε μόνη της, είτε-στο καλύτερο της- μέσω άλλων αναγνωστών…
(*) Έκλαιγα που τα βιβλία είναι δεκανίκι, συντροφιά ζωής, παρηγοριά, πηγή απόλαυσης, ηδονής, ευτυχίας. Μόρφωσης, υπομονής. Έκλαιγα -από χαρά- για τις τόσες ιστορίες που υπάρχουν, κι άμα τις μάθεις είναι σαν να έχεις ζήσει εκατό φορές, εκατό ζωές, εκατό πρόσωπα, οικογένειες, ταξίδια (**). Προβλήματα, ευτυχίες. Έκλαιγα που υπάρχει κόσμος, οπουδήποτε, παντού, που περνάει τη ζωή του με μια βρώμικη μπανιέρα, σε χιονια, ή στη Βραζιλία, και παρολαυτά ταξιδεύει, ξεχνιέται, ζει, ξεφεύγει, γεμίζει τη ζωή του, παρηγοριέται, μεταμορφώνεται, με τις ιστορίες. Ευτυχώς.
(**) Πολύ προβληματίστηκα για τα ταξίδια τελευταία, αν θέλω ή αν δεν θέλω. Ίσως είναι πιο όμορφα να τα διαβάζεις, να τα βλέπεις, παρά να τα κάνεις. Ίσως είναι το ίδιο, το να ταξιδεύεις από το σπίτι σου, με το να πηγαίνεις σε αεροδρόμια και πόλεις. Ίσως πάλι, όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια, ίσως προτιμώ το παντεσπάνι του σπιτιού από την ταλαιπωρία των ταξιδιών. Συμπέρασμα δεν έβγαλα, απόφαση. Ακόμα.
* * * * * * *
18.2.09
ιδιωτικώς υπάλληλος
Χα, μα τι νομίζει ο χαζός , πως καλός υπάλληλος είναι αυτός που ψειρίζει τα πράγματα? Καλός υπάλληλος είναι αυτός που κάνει πωλήσεις!
Και μένω άναυδη, διότι συνειδητοποιώ πως αυτό που περίμενα να βγει από το στόμα του (πολύ καλού στις πωλήσεις) συναδέλφου (που αναφερόταν σε άλλο συνάδελφο, ο οποίος συνεχώς κομπάζει ότι δεν παρεκτρέπεται ποτέ και για κανένα λόγο από το γράμμα του νόμου) είναι πως, καλός υπάλληλος είναι αυτός που φροντίζει να μη κάνει δύσκολη τη ζωή των συναδέλφων του, αυτός που όσο περνάει από το χέρι του, φροντίζει να τους διευκολύνει, μαζί και τους πελάτες, ώστε να περνάει η μέρα, και κατ΄επέκταση η ζωή όλων μας ήρεμα-όσο γίνεται, αφού είμαστε αναγκασμένοι να συνυπάρχουμε τόσες ώρες στη δουλειά.
Και μένω άναυδη, διότι συνειδητοποιώ πως δεν υπάρχει ένας μοναδικός ορισμός του καλού υπαλλήλου, αλλά (τουλάχιστον τρείς...) κι εδώ επίσης, εξαρτάται από ποια πλευρά βλέπεις τα πράγματα…
* ιδιωτικώς, ή, έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε...
* η κουκλίτσα της ligreego
* * * * * * *
14.2.09
Kαφενείο Αράνιο
Το χαιδεμένο παιδί του σπιτιού ήταν ο Monsieur Alphonse, ο μικροσκοπικότερος Γάλλος που έχετε ποτέ σας ανταμώσει, που ζούσε πίσω από ένα ζευγάρι γαλάζιες κουρτίνες, σε μια γωνιά του μεγάλου θαλάμου με τα εξήντα κρεβάτια. Κανένα από τα άλλα κρεβάτια δεν είχε κουρτίνες, ήταν ένα προνόμιο που χορηγήθηκε στον Monsieur Alphonse και μόνο, ως γεροντότερο μέλος όλου του σπιτικού. Ο ίδιος έλεγε πως ήταν εβδομηνταπέντε χρονών, οι Αδελφές πίστευαν πως ήταν πάνω από ογδόντα. Κρίνοντας από την κατάσταση που βρίσκονταν οι αρτηρίες του, τον υπολόγισα όχι μακριά από τα ενενήντα.
Είχε καταφθάσει πριν πολλά χρόνια, μ΄ένα βαλιτσάκι, με μια χιλιοτριμμένη ρεδιγκότα και ψηλό καπέλο, κανένας δεν ήξερε από πού. Περνούσε τις μέρες του πίσω από τις κουρτίνες του, σε αυστηρότατη απομόνωση από τους άλλους τροφίμους και έκανε την εμφάνισή του μόνο τις Κυριακές, όταν πήγαινε καμαρωτός στην εκκλησία, με το ψηλό καπέλο του στο χέρι.
Οι αδελφές έλεγαν πως όταν του πήγαιναν το πιάτο του τη σούπα ή το φλιτζάνι τον καφέ, άλλο προνόμιο αυτό, τον έβρισκαν πάντα καθισμένο στο κρεβάτι, ν΄ανασκαλεύει μια στοίβα χαρτιά μέσα στο βαλιτσάκι του , ή να βουρτσίζει το ψηλό του καπέλο. Ο Monsieur Alphonse ήταν πολύ λεπτολόγος στο ζήτημα των επισκέψεων. Έπρεπε πρώτα να χτυπήσετε με το δάχτυλο πάνω στο τραπεζάκι, πλάι στο κρεβάτι του. Έκλεινε τότε προσεκτικά όλα τα χαρτιά μέσα στο βαλιτσάκι κι έλεγε με τη σφυριχτή φωνή του: «Entrez, Monsieur!» και σας προσκαλούσε με μια απολογητική χειρονομία να καθίσετε πλάι του, πάνω στο κρεβάτι.
Φαινόταν να ευχαριστιέται με όλες τις επισκέψεις μου και δεν αργήσαμε να γίνουμε καλοί φίλοι. Όλες οι προσπάθειές μου να μάθω κάτι από το παρελθόν του πήγανε χαμένες, κατάλαβα μόνο πως ήταν Γάλλος, αλλά δεν θα ΄λεγα Παριζιάνος. Δεν μιλούσε ούτε λέξη ιταλικά και φαινότανε να μην ήξερε τίποτα από τη Ρώμη. Δεν είχε καν επισκευθεί τον Άγιο Πέτρο, αλλά λογάριαζε να πάει un de ces quatre matins, μόλις θα ΄βρισκε καιρό. Οι αδελφές έλεγαν πως δεν θα πήγαινε ποτέ, πως δεν θα πήγαινε πουθενά, μ΄όλο που θα μπορούσε να περπατεί και να τριγυρίζει αν το ΄θελε. Ο πραγματικός λόγος που δεν έβγαινε τις Πέμπτες, ημέρα εξόδου για τους άντρες, ήταν η ανεπανόρθωτη αποσύνθεση του ψηλού καπέλου και της παλιάς του ρεδιγκότας, από το αδιάκοπο βούρτσισμα.
Η αλησμόνητη μέρα, όταν τον έβαλαν να δοκιμάσει το ψηλό καπέλο του εκατομμυριούχου από το Πίτσμπουργκ και την ολοκαίνουργια ρεδιγκότα του, της τελευταίας αμερικανικής μόδας, εγκαινίασε το τελευταίο και το πιο ευτυχισμένο ίσως κεφάλαιο της ζωής του Monsieur Alphonse. Όλες οι Αδελφές που υπηρετούσαν στους θαλάμους, ακόμα και η ηγουμένη, βγήκαν την κατοπινή Πέμπτη στην εξώπορτα, για να τον δουν που ανέβηκε στην κομψή μου βικτόρια, βγάζοντας με επισημότητα το καινούργιο ψηλό του, για να χαιρετίσει τις θαυμάστριές του.
-Κομψότητα που την έχει! Χαχάνιζαν καθώς ξεκινούσαμε, ίδιος Εγγλέζος λόρδος!
Διασχίσαμε το Cosrso και κάναμε μια σύντομη εμφάνιση στο Pincio, πριν σταματήσουμε στην Πιάτσα ντι Σπάνια, όπου ο Monsieur Alphonse είχε προσκληθεί να γευματίσει μαζί μου.
Θα ήθελα πολύ να ξέρω τον άνθρωπο που θα μπορούσε ν αντισταθεί στον πειρασμό να μονιμοποιήσει αυτή την πρόσκληση, για όλες τις Πέμπτες που θ ακολουθούσαν. Ακριβώς στη μία, κάθε Πέμπτη εκείνου του χειμώνα, το αμάξι μου απόθετε το Monsieur Alphonse στον αριθμό 26 της Πιάτσα ντι Σπάνια. Μετά μια ώρα, όταν άρχιζα να δέχομαι τους πελάτες μου, η Άννα τον συνόδευε ως το αμάξι, που τον περίμενε για τον τακτικό περίπατο γύρω στο Πίντσιο. Έπειτα, μισή ώρα σταμάτημα στο Καφενείο Αράνιο, όπου ο Monsieur Alphonse καθότανε στην ιδιαίτερη γωνία του, για να πάρει τον καφέ του και να διαβάσει τη «Φιγκαρό», με ύφος γηραιού πρεσβευτή. Άλλη μισή ώρα με τιμές και δόξες, για να διασχίσει με το αμάξι το Κόρσο, ψάχνοντας άπληστα καμιά του γνωριμία της Πιάτσα ντι Σπάνια για να την χαιρετίσει βγάζοντας το καινούργιο του ψηλό καπέλο. Έπειτα πάλι η έκλειψη πίσω από τις γαλάζιες κουρτίνες του, ως την άλλη Πέμπτη, που, όπως έλεγαν οι Μικρές Αδελφές, άρχιζε από τα χαράματα να βουρτσίζει το ψηλό του.
Τις περισσότερες φορές τύχαινε νάρθουν κι ένας-δυό φίλοι για να γευματίσουν μαζί μας, προς μεγάλα αγαλλίαση του Monsieur Alphonse. Αρκετοί από δαύτους, θα τον θυμούνται ακόμη. Κανένας δεν είχε την παραμικρή υποψία πούθε βαστούσε η σκούφια του. Άλλωστε είχε πολύ ευπαρουσίαστο και περιποιημένο εξωτερικό, με τη μακριά, κομψή του ρεδιγκότα και το καινούργιο ψηλό καπέλο, που το αποχωριζόταν με πολύ κόπο, ακόμη και στο τραπέζι. Μη ξέροντας κι εγώ ο ίδιος τι μέρος του λόγου ήταν ο Monsieur Alphonse, κατέληξα να τον βαφτίσω διπλωμάτη που είχε αποσυρθεί από την υπηρεσία. Όλοι μου οι φίλοι τον έλεγαν «Κύριε Πρέσβη» και η Άννα απαράβατα: «Vostra Eccelenza»-έπρεπε να βλέπατε το ύφος που έπαιρνε! Ευτυχώς ήταν με το παραπάνω κουφός και η συνομιλία περιοριζόταν γενικά σε μερικές παρατηρήσεις για τον Πάπα, με όλο τον προσήκοντα σεβασμό, ή για τον καιρό. Ωστόσο ήμουν υποχρεωμένος νάχω τα μάτια μου και τ΄ αυτιά μου ανοιχτά, πάντα έτοιμος να επέμβω για να απομακρύνω από κοντά του την καράφα με το κρασί, ή για να σπεύσω σε βοήθειά του σε στιγμές αμηχανίας, όπως όταν του έκαναν μια ερώτηση, κι ακόμα περισσότερο όταν απαντούσε ύστερ΄ από το δεύτερο ποτηράκι Φρασκάτι.
* απο το βιβλίο του Το χρονικό του Σαν Μικέλε, εκδόσεις Πέλλα, μετάφραση Κοσμά Πολίτη, σελ. 302-304
* η φωτογραφία απο τη Ρώμη
* * * * * * *
11.2.09
Τετάρτη, 11 Φεβρουαρίου 2009
Ήρθαν στιγμές στη ζωή μου που είπα, έτσι, να μείνουν όλα, σαν τώρα, να παγώσει ο χρόνος. Τόσο καλά. Χωρίς αλλαγές, ούτε προς τα καλύτερα, ούτε προς τα χειρότερα. Μπορεί να ήταν και παζάρι: δε θέλω πιο πολλά, αρκεί να μη γίνουν πιο λίγα. Σαν να αποφάσιζα τελικά να επιλέξω τα λεφτά, στον εκατομμυριούχο, κι όχι την επόμενη ερώτηση. Από μια πλευρά φαίνεται ηρωισμός. Από την άλλη δειλία. Όπως όλα, είναι αλλιώς ανάλογα με το από πού θα το δεις.
Έτσι θέλω να μείνουν όλα. Να είσαι παρέα μου. Να μένουμε σ΄αυτή τη γειτονιά, όπου οι άνθρωποι πηγαίνουν στη γειτόνισσα το πρωί για καφέ. Να ψωνίζεις και να βράζεις πατάτες όπως μου αρέσουν, με αλάτι και λάδι. Και να τις αφήνεις να κρυώσουν πριν μ' αφήσεις να φάω, γιατί δεν κάνει ζεστό, πριν κλείσει η πληγή του φρονιμίτη.
* η κουβέντα με τα ζώα είναι απο το χρονικό του Σαν Μικέλε
*ο πίνακας είναι της Victoria Usova
* ο εκατομμυριούχος ήταν ινδός και slumdog
* ο φρονιμίτης ήταν δικός μου
* * * * * * *
9.2.09
άρωμα πράσινης παπάγιας
Ω, μα τι όμορφη ταινία, τι ηρεμία, τι ποίηση… Τόσο τραβήχτηκα σιγά-σιγά μέσα της, μέσα στο πράσινο και την υγρασία του Βιετνάμ, μέσα στους κίτρινους και τους κανελί τοίχους, στις γάζες γύρω απ΄τα κρεβάτια, στα ξυπόλητα πόδια που διέσχιζαν αθόρυβα τα πατώματα, στο χαμόγελο της Μούι, στην κίτρινη πουκαμίσα και την κοιλίτσα της (everything comes to the one who waits, άραγε?), που όταν είδα στον καθρέφτη του μπάνιου αυτό το (πρησμένο?) πρόσωπο, κυκλωμένο από ένα θάμνο μαλλιά, με τη ρόζ πιτζάμα και τα κουρασμένα μάτια, σχεδόν τρόμαξα, ποια είναι αυτή?
Ααα, σήμερα το μεσημέρι καθώς μαζευόμουν για να φύγω, στη δουλειά, ανέφερα, έτσι για να περάσω λίγα λεπτά νωρίτερα στο έξω από το εκεί μέσα, στην κανονική ζωή, πως γράφτηκα χθες στο e-poema, ένα σαιτ απ΄ όπου σου στέλνουν ένα ποίημα με μειλ κάθε βδομάδα. Ήταν καθαρά θέμα τύχης που δεν είχαμε λιποθυμίες και εγκεφαλικά. Οι δύο συνάδελφοι που ήταν δίπλα μου εκείνη τη στιγμή, απόρησαν τόσο, λες και τους είχα πει πως πετιέμαι που και που για σαββατοκύριακα στον Άρη. Και μετά, με κοίταξαν με συγκατάβαση, σχεδόν με λυπήθηκαν για την αφελή ευτυχία μου!
Εκεί πήγε αυτόματα το μυαλό μου όταν, με τη μουσική της ταινίας στο μυαλό μου και το χαμόγελό της στα χείλη μου, με είδα στον καθρέφτη. Βρέθηκα ξαφνικά στο αύριο.
* * * * * * *
7.2.09
(κι άλλα) βιβλία
Απο το παζάρι του βιβλίου σήμερα πήρα:
Δύο βιβλία του Ξενόπουλου, το ένα αυτοβιογραφία-η ζωή του σαν μυθιστόρημα, και το άλλο με μια σειρά απο κριτικές για Ελληνές και Ξένους Λογοτέχνες, μεταξύ των οποίων ο Παπαδιαμάντης, ο Ίψεν, ο Καβάφης, ο Τολστόη, κ.λ.π (όπως γράφει στο εξώφυλλο!).
Μαθηματα Λογοτεχνίας, γράφει στο εσώφυλλο, και ανυπομονώ να το διαβάσω...
Το βιβλίο του Πάτρικ Λη Φέρμορ Ανάμεσα στα δάση και στα νερά, όπου ο (γεννημένος το 1915 και μόνιμος κάτοικος της Μάνης εδω και χρόνια) συγγραφέας περιγράφει το δεύτερο μέρος του νεανικού ταξιδιού που έκανε με τα πόδια (!) στα 18 του, τη διαδρομή δηλαδή απο τη Βουδαπέστη ως τις Σιδηρές Πύλες του Δούναβη (όπως αντιγράφω απο το οπισθόφυλλο αλλά δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς εννοεί. Μα δεν πειράζει, πολύ σύντομα θα μάθω!)
Δύο αναγνώσματα για τον Βιζυηνό: ένα αφιέρωμα της Οδού Πανός (Σεπτέμβριο-Δεκέμβριος 1996, 1.200 δρχ.!!) και ένα ανθολόγημα κειμένων του απο τη Μάρω Δούκα, στο οποίο περιλαμβάνεται και το μόνο της ζωής του ταξίδιον, το οποίο έψαχνε προ ημερών η Σόφη να το διαβάσει διότι τους το σύστησε η φιλόλογος στο σχολείο.
Στον Βιζυηνό με ώθησε επίσης προτροπή φίλης, σε συνέχεια της ιστορίας του Χαλεπά.
Τέλος, το ταξίδι με τη χρονομηχανή σε μια πόλη το πήρα γιατί αυτό το βιβλίο είναι σαν να γράφτηκε για μένα, για τις απορίες και τις απολαύσεις μου, εντελώς κατά παραγγελία: δείχνει την ίδια γειτονιά μιας ευρωπαικής πόλης σε διάφορες χρονικες στιγμές μέσα στην ιστορία, καθώς και τις αντίστοιχες ενδυμασίες, το εσωτερικό των σπιτιών, τα μέσα μεταφοράς, τα κτήρια, την καθημερινή ζωή εν γένει.
Σαν να πετάς.
Όλα αυτά, για 23 ευρώ. Πολύ ωραία!
Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια.
* * * * * * *
Δύο βιβλία του Ξενόπουλου, το ένα αυτοβιογραφία-η ζωή του σαν μυθιστόρημα, και το άλλο με μια σειρά απο κριτικές για Ελληνές και Ξένους Λογοτέχνες, μεταξύ των οποίων ο Παπαδιαμάντης, ο Ίψεν, ο Καβάφης, ο Τολστόη, κ.λ.π (όπως γράφει στο εξώφυλλο!).
Μαθηματα Λογοτεχνίας, γράφει στο εσώφυλλο, και ανυπομονώ να το διαβάσω...
Το βιβλίο του Πάτρικ Λη Φέρμορ Ανάμεσα στα δάση και στα νερά, όπου ο (γεννημένος το 1915 και μόνιμος κάτοικος της Μάνης εδω και χρόνια) συγγραφέας περιγράφει το δεύτερο μέρος του νεανικού ταξιδιού που έκανε με τα πόδια (!) στα 18 του, τη διαδρομή δηλαδή απο τη Βουδαπέστη ως τις Σιδηρές Πύλες του Δούναβη (όπως αντιγράφω απο το οπισθόφυλλο αλλά δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς εννοεί. Μα δεν πειράζει, πολύ σύντομα θα μάθω!)
Δύο αναγνώσματα για τον Βιζυηνό: ένα αφιέρωμα της Οδού Πανός (Σεπτέμβριο-Δεκέμβριος 1996, 1.200 δρχ.!!) και ένα ανθολόγημα κειμένων του απο τη Μάρω Δούκα, στο οποίο περιλαμβάνεται και το μόνο της ζωής του ταξίδιον, το οποίο έψαχνε προ ημερών η Σόφη να το διαβάσει διότι τους το σύστησε η φιλόλογος στο σχολείο.
Στον Βιζυηνό με ώθησε επίσης προτροπή φίλης, σε συνέχεια της ιστορίας του Χαλεπά.
Τέλος, το ταξίδι με τη χρονομηχανή σε μια πόλη το πήρα γιατί αυτό το βιβλίο είναι σαν να γράφτηκε για μένα, για τις απορίες και τις απολαύσεις μου, εντελώς κατά παραγγελία: δείχνει την ίδια γειτονιά μιας ευρωπαικής πόλης σε διάφορες χρονικες στιγμές μέσα στην ιστορία, καθώς και τις αντίστοιχες ενδυμασίες, το εσωτερικό των σπιτιών, τα μέσα μεταφοράς, τα κτήρια, την καθημερινή ζωή εν γένει.
Σαν να πετάς.
Όλα αυτά, για 23 ευρώ. Πολύ ωραία!
* * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * ** * * *
Το πόσο ντράπηκα πηγαίνοντας, όταν είδα έναν μετανάστη με παντελόνι ως τον αστράγαλο να πουλάει μπανάνες τρεκλίζοντας ανάμεσα στα αμάξια, τι νόημα έχει άραγε να το πω? Σκέφτηκα τη γελοιότητα της έκφρασης υιοθετήστε ένα βιβλίο για να το σώσετε απο την πολτοποίηση, για να ζήσει.Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια.
* * * * * * *
4.2.09
η κατάκτηση της δύσης
Οι πίνακες του Harvey Dunn μοιάζουν εικόνες βγαλμένες από το Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι, τους Γουώλτονς, το Πώς Κατακτήθηκε η Δύση, την Εξόριστη της Πέρλ Μπάκ και Τα Σταφύλια της Οργής.
Αυτός που θεωρείται αριστούργημά του όμως είναι ο
The Prairie is my Garden.
* * * * * * *
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)