30.9.09

όλα πάνε ρολόι

Και τι είναι αυτό που έχεις στο έντερο σου? Πληγή. Αααα, αντί να θυμώνεις λοιπόν, να ξεσπάς, να φωνάζεις, να το πετάς από πάνω σου, εσύ τι κάνεις? Εσύ πληγώνεσαι, το παίρνεις μέσα σου και γίνεται πληγή.
Θα μπορούσες να βγάζεις έρπη (μα έβγαζα, γιατρέ, κάθε εξάμηνο περίπου, συνέχεια, πριν μερικά χρόνια, όχι όμως πια) στα χείλη, σε τσούζει, σε παιδεύει μερικές μέρες, και περνάει. Εσύ το πήρες λοιπόν από έξω σου και το έβαλες ακόμα πιο μέσα σου.

* Ο Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν, χειμώνα (που το χιόνι όλα τα σκεπάζει και είναι έρημα και ήρεμα) στο Central Park.


* * * * * * *

26.9.09

με τον κινέζικο τρόπο



ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΗΣ ΣΚΑΛΑΣ ΠΟΥ ΗΤΑΝ
ΣΤΟΛΙΣΜΕΝΗ ΜΕ ΠΕΤΡΑΔΙΑ

ΤΑ ΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ ΜΕ ΠΕΤΡΑΔΙΑ έχουνε κιόλας γίνει κάτασπρα από τη δρόσο,
Είναι τόσο αργά που τις αραχνούφαντές μου κάλτσες νοτίζει
η υγρασία,
Και ρίχνοντας κάτω την κρυστάλλινη κουρτίνα
Κοιτάζω το φεγγάρι μες απ' τη διαύγεια του φθινοπώρου.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Σκάλα στολισμένη με πετράδια, άρα πρόκειται για παλάτι. Παράπονο, άρα υπάρχει αφορμή γι' αυτό. Αραχνούφαντες κάλτσες, άρα κυρία της αυλής, κι όχι υπηρέτρια. Διάφανο φθινόπωρο, άρα εκείνος δεν μπορεί να επικαλείται τον καιρό ως δικαιολογία. Επίσης εκείνη ήρθε νωρίς, αφού η δρόσος δεν άσπρισε απλώς τα σκαλοπάτια, μα νότισε και τις κάλτσες της. Το ποίημα εκτιμήθηκε ιδιαιτέρως, γιατί εκείνη δεν διατυπώνει ευθέως την κατηγορία.

Κατάη σημαίνει Κίνα και μ' αυτό το όνομα έγινε γνωστή η ασιατική αυτή χώρα στην Ευρώπη κατά τους χρόνους του Μεσαίωνα.

Όλα, ποίημα και σημειώσεις, από την Κατάη του Έζρα Πάουντ, σε μετάφραση Κ.Λάνταβου.


* * * * * * *

24.9.09

γεύση κερασιού


θυμήθηκα εκείνη την κοπέλα που έσπασε τη λεκάνη της τη μέρα που ο πρώην άντρας της παντρευόταν. Από τη γέφυρα που διασχίζει τη Λαγκαδά.
Μου το είπε ο μπαμπάς της που τον βλέπαμε στην ψυχιατρική κλινική. Ήταν χήρος κι άλλαζε καθημερινά τρία λεωφορεία για να φτάσει με τα τάπερ.

Βλέποντας τον Χάουζ, το θυμήθηκα. Όταν είδα το ύφος του τη στιγμή που ο κατατονικός σούπερ ήρωας μπήκε στην αίθουσα.

Σαν την Ελένη την κεντήτρια, τη σκέφτομαι καμιά φορά αυτή την κοπέλα. Και την άλλη που ήταν στον τάφο μπροστά απ' του μπαμπά μου κι η μάννα της είπε τον πόνο της στη δική μου. Ίδια ιστορία. Και την άλλη, πάλι ίδια ιστορία, κάθε φορά που βλέπω τον αδελφό της, να μου χαμογελάει σιωπηλά.

Προσπαθώ να πω, που παίρνεις ένα δρόμο και δεν έχει γυρισμό. Είτε με θάνατο είτε χωρίς.

* η φωτογραφία, δεν τους ξέρω τους ανθρώπους, μα δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια απ'την ευτυχία τους, μακάρι μια ζωή έτσι να μείνουν, είναι από το Paz's New York Minute.


* * * * * * *

8.9.09

ευτυχώς, (κάποτε) χριστουγεννιάζει...


Όσο γελοίο κι αν ακούγεται, δύο φορές σήμερα, η σκέψη πως υπάρχουν τα χριστούγεννα με έσωσε.
Κυριολεκτικά.
Όχι πως θα πνιγόμουνα κιόλας-σε ποτάμι, αλλ'όμως κυριολεκτικά πνιγόμουν, δεν μπορούσα να πάρω ανάσα, απ'τη στεναχώρια.
Γυρνώντας απο τη δουλειά, με το μυαλό θολωμένο, σε πανικό, να παίρνει ανάποδες και ξαφνικές αποφάσεις όπως θα παραιτηθώ, θα ζητήσω μετάθεση, θα πάρω αναρρωτική, αχ μακάρι να έμενα έγκυος, μακάρι να μην αλλάξει το ασφαλιστικό και να προλάβω να βγω στη σύνταξη, μακάρι να αλλάξει ο χαρακτήρας μου και να μην με πειράζουν τα όσα με πειράζουν-καλά, αυτό ήταν μαύρο χιούμορ, δεν ήταν κανονική σκέψη, αλλά είπαμε, δε σκεφτόμουν κανονικά...
Πως θα αντέξω, πως, πως... Οκτώβριος, Νοέμβριος, ....ααα, καλέ κοίτα τι έχει μετά, χριστούγεννα!

Τα χριστούγεννα είναι πιο σημαντικά απο τη δουλειά, έχουν λαμπάκια και μελομακάρονα, έχουν χιονισμένες ταινίες και γέμιση γαλοπούλας, η ζωή είναι ωραία, τι καλά!!
Κι ευτυχώς, έχει κάθε χρόνο χριστούγεννα!

(Μην πω και για τα χριστουγεννιάτικα επεισόδια του δρ.Χάουζ, θα βγούμε απ'τα όρια...!)

* Η φωτογραφία του Aaron Turner


* * * * * * *

29.8.09

έλα να πιούμε απο κούπες ξέχειλες, δε ζαλιζόμαστε, δε μεθάμε εμείς!


Στο χωριό Σαρίκιοι, βόρεια του Σιβριχισάρ, ζούσε με την οικογένειά του ένας αγρότης, ο Γιουνούς. Μια χρονιά κακής σοδειάς, έπεσε πείνα στο χωριό κι ο Γιουνούς, που είχε ακούσει για τον Χατζή Μπεκτάς στη γειτονική Καππαδοκία και για τις καλοσύνες του σ' αυτούς που είχαν ανάγκη, σκέφτηκε να πάει να τον βρει και να ζητήσει τη βοήθειά του.
Φόρτωσε λοιπόν το γάιδαρό του με ξινόμηλα και ξεκίνησε για το Καραχογιούκ, με τον σκοπό να ανταλλάξει το φορτίο του με σιτάρι.
Στο αίτημα του όμως ο Χατζή Μπεκτάς αντιπρότεινε για το κάθε ξινόμηλο μια ευλογία, προσφορά που απέρριψε ο Γιουνούς ακόμα κι όταν ο αριθμός των ευλογιών ανέβηκε στις δέκα για κάθε ξινόμηλο. Έτσι πήρε όσο σιτάρι μπορούσε να σηκώσει ο γάιδαρος του και χαρούμενος βγήκε στο δρόμο του γυρισμού.
Όσο απομακρυνόταν όμως από το μοναστήρι του Χατζή Μπεκτάς, τόσο θέριευε μέσα του η αμφιβολία: μήπως τελικά η πνευματική δωρεά του αγίου άξιζε περισσότερο από μερικά τσουβάλια σιτάρι;
Για να λύσει την απορία του, αποφάσισε να επιστρέψει. Αλλά όσο πλησίαζε, τόσο πιο καθαρά αντιλαμβανόταν πως έπρεπε να ανταλλάξει το σιτάρι με ευλογίες.
Ο καιρός όμως της συναλλαγής είχε περάσει και ο Χατζή Μπεκτάς δεν ήταν πια σε θέση να τον βοηθήσει. “Πήγαινε” του είπε, “στον Ταπτούκ Μπαμπά, εκεί έχει σταλεί το κλειδί του ταξιδιού σου”.


Στη συνέχεια, λέει η παράδοση, ο Γιουνούς έφτασε στην καλύβα του Ταπτούκ Μπαμπά και τάχτηκε στην υπηρεσία του: για σαράντα χρόνια πήγαινε κάθε πρωί στο δάσος, έκοβε ξύλα και ποτέ δεν έφερε στο σπίτι του δασκάλου του ξύλου βρεγμένο ή στραβό. Αλλά ο Ταπτούκ δε φαινόταν να αναγνωρίζει την αφοσίωση του υποτακτικού του και, πληγωμένος εκείνος, έφυγε ένα πρωί να πάει να βρει άλλο δάσκαλο.
Στο βουνό, όπου βγήκε στην περιπλάνηση, συνάντησε εφτά πλανόδιους δερβίσηδες και μπήκε στη συντροφιά τους. Κι όταν το βράδυ, κουρασμένοι και χωρίς προμήθειες, κάθισαν να ξαποστάσουν, ένας από τους εφτά άρχισε να προσεύχεται για το δείπνο με το νου προσηλωμένο σε κάποιον που είχε πολύ αγαπηθεί.
Δεν είχε καλά καλά τελειώσει την παράκλησή του, όταν κατέβηκε από τον ουρανό ένα τραπέζι με όλα τα αγαθά. Αυτό επαναλήφθηκε και τα άλλα βράδια, με πρωταγωνιστή άλλο δερβίση κάθε φορά, ώσπου την όγδοη μέρα ήρθε η σειρά του Γιουνούς να προμηθεύσει το φαγητό: “Θεέ μου”, είπε από μέσα του, “μη με ντροπιάσεις! Κάνε εκείνον που παρακάλεσαν οι σύντροφοί μου, όποιος κι αν είναι, να στείλει τα απαραίτητα”. Τότε οι δερβίσηδες είδαν δύο τραπέζια να κατεβαίνουν από τον ουρανό κι έκπληκτοι ρώτησαν τον Γιουνούς ποιόν είχε επικαλεστεί. Αντί γι' απάντηση, εκείνος αντέστρεψε την ερώτησή τους.
“Εμείς”, είπαν οι δερβίσηδες, “προσευχηθήκαμε στο όνομα κάποιου Γιουνούς, του πιο αγαπημένου μαθητή του Ταπτούκ Μπαμπά”. Χωρίς τότε να πει λέξη και με μόνο οδηγό τις τύψεις του, πήρε ο Γιουνούς το δρόμο του γυρισμού.


Φτάνοντας στο σπίτι του Ταπτούκ, ο Γιουνούς βρήκε τη γυναίκα του δασκάλου του και της διηγήθηκε όσα είχαν συμβεί και ζήτησε τη συμβουλή της. Εκείνη του σύστησε να πλαγιάσει στο κατώφλι του σπιτιού έτσι που, όταν θα βγαινε το πρωί ο άντρας της να πάει να πλυθεί, αναγκαστικά θα σκουντουφλούσε επάνω του και καθώς ήταν σχεδόν τυφλός, θα τον ρωτούσε ποιος είναι. “Εγώ ο Γιουνούς”, θα έπρεπε να του απαντήσει εκείνος. “Αν ρωτήσει”, συνέχισε η γυναίκα, “ποιος Γιουνούς? Φύγε αμέσως και ψάξε για άλλο δάσκαλο. Αν όμως πει, αα Ο Γιουνούς μου!, πέσε αμέσως στα πόδια του και ζήτησε συγνώμη”.
Έγινε το δεύτερο. Ύστερα από σαράντα χρόνια ανταρσίας και υποταγής, είχε επιτέλους ανοίξει ο δρόμος για το ταξίδι του “γυρισμού”.
Ο Γιουνούς διατάχτηκε να μιλήσει:

Ο άνθρωπος που παίρνει μιαν απόφαση, δεν πρέπει να την παίρνει τσιγκούνικα.

Δεν ήρθα για να συζητώ, η δουλειά μου είναι η αγάπη.
Το σπίτι του Φίλου είναι οι καρδιές. Ήρθα για να φτιάξω καρδιές.

Το παραπάνω κείμενο είναι ένα κομμάτι από την εισαγωγή του (δίγλωσσου) βιβλίου "Γιουνούς Εμρέ", εκδόσεις Απάμεια, της κ.Πολύμνιας Αθανασιάδη, το οποίο περιέχει επίσης μια επιλογή τραγουδιών του Γιουνούς Εμρέ απο την γραπτή και την προφορική παράδοση της Τουρκίας.

Η φωτογραφία απο το trekearth.


* * * * * * *

27.8.09

γράμμα προς το Κάιρο

Λονδίνο, 30 Ιουλίου 1944

...Πάντως θέλω να μην κουραστείς πάλι με το σπίτι. Πριν απ'όλα θέλω να είσαι καλά και να παχύνεις και να είσαι ξένοιαστη και ξεκούραστη...


* Μαρώ και Γιώργος Σεφέρης, Αλληλογραφία Β'(1944-1959)
* Suk Chan al Chalili



* * * * * * *

26.8.09

comfort


Συχνά, όχι τ ό σ ο συχνά πιά, αλλά αρκετά συχνά ώστε να μην είναι π ο τ έ, είμαι γεμάτη μ'ένα παράπονο, ένα παράπονο...
Θέλω να το πώ, μα κρατιέμαι.

Σαν λύκος στο φεγγάρι, θέλω να βγεί από μέσα μου και να σκορπίσει στο νυχτερινό ουρανό, το παράπονο.
Που λόγο δε βρίσκω να υπάρχει-με τη λογική, μα υπάρχει, πιέζει το στήθος μου, την αναπνοή μου, δένει κόμπο το λαιμό μου...

Εδω μέσα είναι σαν κορυφή βουνού, κι άμα κλείσεις και τα σχόλια, κανείς δεν θα σε ενοχλήσει με λόγια παρηγοριάς κι επιχειρήματα. Ελεύθερη να φωνάξω, στο υπερπέραν...


* * * * * * *

22.8.09

η ευωδιαστός λωτός


H Άλις κάθησε γυμνή στο κρεβάτι. Φορούσε μόνο το παλιό, κόκκινο, μεταξωτό προστατευτικό της κοιλιάς-δύο κορδόνια δεμένα γύρω από το λαιμό, δύο γύρω από τη μέση της. Δεν ήταν παρά ένα μεταξωτό τραπεζοειδές ύφασμα με τέσσερα κορδόνια. Ο σκοπός αυτού του εσωρούχου ποτέ δεν ήταν σαφής στην Άλις, καθώς κάλυπτε μόνο την κοιλιά αφήνοντας ακάλυπτα το στήθος και τα γεννητικά όργανα. Πάντα υπέθετε ότι ο σκοπός του ήταν να διατηρεί το τ σ ί, τη ζωτική ενέργεια που η παράδοση πίστευε ότι επικεντρωνόταν γύρω απο τον αφαλό, αλλά ούτε γι' αυτό ήταν σίγουρη. Όπως και να είχε, της άρεσε να το φορά και της πήγαινε, αφου ποτέ δε φορούσε στηθόδεσμό. Της άρεσε η αίσθηση που είχε όταν το φορούσε, ειδικά όταν έβγαινε τη νύχτα.

* Lost in translation, της Nicole Mοnes, εκδόσεις Μελάνι (σελ.111)

Καμία σχέση με την ταινία, εκτός του ότι είναι το ίδιο ενδιαφέρον-ώς εδω που έχω φτάσει.


* * * * * * *

16.8.09

τι είναι άραγε αγάπη;



Προχθές είχα βγάλει περίπατο την σκυλίτσα μου και με έριξε εις τον δρόμο χαμαί. Δεν ημπορούσα να σηκωθώ. Κειτόμην κατά γης επί δίωρον - ήτο, βλέπετε, ώρα προχωρημένη εσπερινή. Αίματα εις το πρόσωπον μου. Το σκυλάκι να με γλείφει κι εγώ να μην ημπορώ να σηκωθώ, φαντασθείτε σκηνή! Μία μικρή τραγωδία της καθημερινότητάς μου.

Η ιστορία μιας ζωής, ένας άνθρωπος με immense moral strength που μιλάει σε μια γλώσσα συγκινητική...

* η φωτογραφία


* * * * * * *

9.8.09

όλα πάνε ρολόι (ή σχεδόν)

της Στυλιάνας Γκαλινίκη.

Ξεκίνησα να κάνω συγκρίσεις με την Ευγενία Φακίνου (και την Φοίβη της Τασίας Χατζή). Αλλά όχι, δεν θα μπώ σ' αυτή τη διαδικασία, δεν θέλω.
Είμαι γεμάτη ενθουσιασμό: το καλύτερο ελληνικό βιβλίο που έχω διαβάσει εδω και μήνες, χρόνια (του Σεφέρη εξαιρουμένου, φυσικά!).
Να βρω το τηλέφωνο αυτής της κοπέλας, να την πάρω να της πω ευχαριστώ που γράφει και/διότι σκέφτεται έτσι.
Μακάρι να χαρούμε και συνέχεια.


* * * * * * *

2.8.09

η Σαντέτσα (*)

Η γιαγιά η Αυγή πέθανε το '74 περίπου 85 χρονών.
Εδω είναι με δυό φίλες της στο σπίτι στα διόροφα, πριν μετακομίσουμε στο διαμέρισμα. Μετακομίσαμε πριν πάω πρώτη δημοτικού, πριν πάω νήπια, άρα στη φωτογραφία είναι πριν το '69-'70.
Είναι αυτή στ' αριστερά, που έχει το χαμόγελο της μαμάς μου και τα μάτια της αδελφής μου.

* στα ποντιακά αυτή που είναι απο τη Σάντα (την επτάκωμο), στην περιοχή της Τραπεζούντας.


* * * * * * *

26.7.09

e-traveling

Κάθε Σαββατοκύριακο ταξιδεύω στον κόσμο. Ε-ταξιδεύω. (Τις καθημερινές λιγότερο, γιατί δεν μου φτάνει ο χρόνος).

Κάποτε είχα ξεκινήσει να διαβάζω τα ημερολόγια της Σιμόν ντε Μπωβουάρ, με ανοιγμένο το χάρτη του Παρισιού μπροστά μου, εκείνον που είχε ένθετο ο Μπλέ Οδηγός της πόλης, κι ένα τετράδιο για να κρατώ σημειώσεις με τις οδούς και τα καφέ!

Μετά άρχισα (και συνεχίζω) να μαζεύω τους οδηγούς των πόλεων της Dorling Kindersley.

Τώρα, με τα Daily Photo Blogs και τo google maps, ταξιδεύω συνέχεια.
Να, σήμερα πρωί-πρωί ήμουν στο Santiago and Les Contes (ένα απίστευτο, σαν ζωγραφιστό περίχωρο του Σαντιάγο), απο κει πετάχτηκα στο Funchal της Μαδέρα κι είδα την πόλη μέσα απ'τα μάτια ενός δημοσιογράφου, μετά είδα τα τοπικά μαγαζιά και τους μαγαζάτορες (που μου θύμισαν πολύ το μαγαζί του μπαμπά μου) στη Sesimbra-μια πόλη λίγο κάτω απο τη Λισσαβώνα, μετά στο Detroit, στο Cleveland, στο Buenos Aires και στην Colonia del Sacramento...

* στη φωτογραφία η Heather Ross.


* * * * * * *

25.7.09

18/7/64 Λουτρά Πόζαρ

Λοιπόν, σε ποιόν μοιάζω? Έχω το χαμόγελό του και την ηρεμία της. Την καλοσύνη του και την εξυπνάδα της. Την αφέλεια του και την κυνικότητά της. Τη μύτη του και την κοιλιά της. Το ύψος τους. Τα μαλιά τους.
Εδώ είναι και οι δύο 33 χρονών, αρραβωνιασμένοι.


* * * * * * *

19.7.09

ταξιδεύοντας νοερώς

Μιά φορά, θα γυρίσω τη Νότια Γαλλία οδηγώντας.

Θα τα πάρω με τη σειρά. Τη Menton, το Μονακό, το Cap Estel (που ήταν έπαυλη των Εμπειρίκων στις αρχές του αιώνα-πριν γίνει το σημερινό ξενοδοχείο), τη Νίκαια, την Antibes (όπου έζησε τα τελευταία του ο Καζαντζάκης), τις Κάννες, ως τη Μασσαλία, το Aix-en-Provence, την Avignion και την Arles-"όπου ανθίζουνε οι αλικάμπ".

Θα είναι όπως τα πρωινά που περιγράφει η Φρανσουάζ Σαγκάν στο Καλημέρα Θλίψη. Θα είναι σαν μπάνιο πρωινό δίχως μαγιώ σε κάποια ακρογιαλιά της Μεσογείου ανεξερεύνητη (**).


* Τhe flower man, στην Νίκαια. Φωτογραφία του Svein-Magne Tunli, από εδώ.

** Στρατής Τσίρκας, Νυχτερίδα.


* * * * * * *

καλοκαίρι

Αν γινόταν να φωτογραφηθεί αυτό που νιώθω ως ευτυχία, καλοκαίρι, πρωί, ησυχία, αυτή θα ήταν η φωτογραφία.

(* Βενετία)


* * * * * * *

17.7.09

δαντέλες


Η Ελένη η κεντήτρια ήταν μια φίλη της μαμάς μου. Λέω ήταν, γιατί έχει τρία-τέσσερα χρόνια που πέθανε. Ήταν σχεδόν συνομήλικες με τη μαμά μου, οπότε εικάζω πως πρέπει να έφυγε γύρω στα εβδομηνταπέντε.
Μη φανταστείτε καμιά γιαγιά ασπρομάλλα. Ποτέ δεν έγινε γιαγιά-δεν είχε παντρευτεί, κι έτσι ποτέ δεν έμοιασε με γιαγιά: ήταν πάντα μια μεγάλη κυρία, απ'αυτές που δεν αναρωτιέσαι πόσων χρονών είναι: είναι μεγάλες.
Κάθε φορά που αλλάζω μαξιλαροθήκες, μα κάθε φορά, τη σκέφτομαι.
Τις μαξιλαροθήκες μου, εκείνη τις έραψε. Είναι όπως αυτές κάθε προικός, φαντάζομαι: η μαμά μου έπλεξε τις δαντέλες, αγόρασε καλό χασέ, και η Ελένη η κεντήτρια έραψε τις μαξιλαροθήκες και κέντησε το ατραντέ.

Είχε ένα μαγαζί στη γειτονιά. Δηλαδή, στη μονοκατοικία που έμενε-στο σπίτι των γονιών της, έναν τοίχο ολόκληρο τον είχαν κάνει τζαμαρία-του δωματίου που έβλεπε στο δρόμο, κι εκεί είχε τη μηχανή της και δούλευε.
Σκοτεινό το θυμάμαι, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας περνούσες απέξω, την έβλεπες σκυμμένη στη ραπτομηχανή να κεντάει.
Φορούσε γυαλιά με σκούρο χοντρό κοκάλινο σκελετό και έβαφε τα μαλιά της καφέ. Δεν ήταν κοκέτα, ντυνόταν ανάλογα με την ηλικία της, μα πάντα με ρούχα του σπιτιού. Τη θυμάμαι να έρχεται στο μαγαζί μας, να τη συναντάμε με τη μαμά στο δρόμο και να πιάνουν κουβέντα, να τη βλέπω να περπατάει γυρνώντας απο το σούπερ μάρκετ με σακούλες στα χέρια. Πάντα με σκούρα ρούχα, καφέ όμως, όχι μαύρα, και μια πλεκτή ζακέτα που έδινε την εντύπωση πως είχε χνούδια πάνω της-απο τη δουλειά της- ή μπορεί και να ήταν της φαντασίας μου.
Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Όσο την ήξερα, δεν θυμάμαι να άκουσα τίποτα για σχέση ή σχετικό. Είχε την αδελφή της και τ'ανήψια της που ήταν σχεδόν συνομήλικα μου, στην ίδια αυλή, μέχρι που αποφάσισαν να δώσουν το σπίτι αντιπαροχή-ήταν μεγάλης αξίας το σημείο που βρισκόταν. Κουράστηκε κι αυτή να δουλεύει-κανά δυό χρόνια πριν πεθάνει.
Δεν ξέρω πως περνούσε τις ώρες της μετά, το διαμέρισμά της ήταν σε ψηλό όροφο, αυτή μπορεί να έβλεπε τον κόσμο που περνούσε απο κάτω, όμως οι περαστικοί δεν μπορούσαν πια να τη βλέπουν σκυμμένη στη ραπτομηχανή πίσω απο το τζάμι ή καθισμένη σε μια πάνινη καρέκλα στην αυλή, το απογευματάκι, να ξεκουράζεται πίνοντας τον καφέ της.

Κάθε φορά που αλλάζω μαξιλαροθήκες, τη σκέφτομαι. Άραγε, ήταν καλά? Πώς πέρασε στη ζωή της απο μέσα της? Πότε το πήρε απόφαση πως δεν ήταν γιαυτήν γραφτό να κάνει οικογένεια και παιδιά? Νωρίς? Στην εμμηνόπαυση? Ποτέ? Ήταν καλά? Ήταν καλά που έπινε καφέδες με γειτόνισσες και φίλες, πήγαινε στο σούπερ μάρκετ και κεντούσε στη μηχανή προικιά για τα παιδιά των άλλων?
Δεν έχω ρωτήσει ποτέ τη μαμά μου.
Όταν ήταν κορίτσια, πήγαιναν μαζί εκδρομές, έχουμε τις φωτογραφίες, ποζάρουν όλο γέλια στην παραλία του Λιτοχώρου με παντελόνια κάπρι και παίζουν χιονοπόλεμο στο Σέλι.
Γιαυτό δεν τη ρωτάω.

Αλλάζω μαξιλαροθήκες. Ωραίες δαντέλες. Άρχισε να λιώνει ο χασές, να σχίζονται οι ραφές. Η Ελένη η κεντήτρια δεν είναι πουθενά.


* * * * * * *

16.7.09

τεχνίτες


Η μετάφραση του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο ξεκίνησε "με τον τρόπο" του Γιώργου Σεφέρη, με τη δικιά του απόδοση της πρώτης φράσης του Προύστ: "Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς". Τούτος ο τόμος βρισκόταν στο τυπογραφείο όταν η γλώσσα μας έχασε τον πιο άξιο τεχνίτη της κι ο τόπος την πιο υπεύθυνη φωνή του. ("Ο γερός τεχνίτης είναι απο τα πιό υπεύθυνα όντα που γεννιούνται επι γής" - ο Σεφέρης απόδειξε πόσο αληθινά ήταν τα λόγια του.)
Έλπίζα πως θα μου δινόταν κάποτε η χάρη να ζητήσω τη γνώμη Του, να γυρέψω να βελτιώσω με τις συμβουλές του αυτή την εργασία. Δεν πρόλαβα. Όμως η σκέψη του με συντρόφευε σε κάθε γραμμή τούτης της "αντιγραφής", η σκέψη πως άξιζε, ακολουθώντας το παράδειγμά Του, "να δοκιμάσω τι μπορεί να σηκώσει η γλώσσα μας"-"φτάνει να μην την βιάζουμε πάρα πολύ". Άν τόλμησα τούτη τη "δοκιμή" μιας μετάφρασης είναι και γιατί ένιωσα πως η στοργή Του κι η φιλία Του με βοηθούσαν μαζί να δουλέψω και να ζήσω.
Τώρα η ζωή έγινε πιο δύσκολη, το κελί πιο σκοτεινό, αλλά το πλημμυρίζει πάντα η φωτεινή παρουσία του δασκάλου, του Σουάν, του θείου Γιώργου.
"Μνήμη και αγάπη".
Παύλος Ζάννας
Σεπτέμβρης 1971

* Πολιτικός κρατούμενος, μαζί με άλλους, στις φυλακές της Αίγινας, ο Παύλος Ζάννας παρακινείται, σχεδόν υποχρεώνεται απο τον Στρατή Τσίρκα (που αναλαμβάνει ταυτόχρονα και όλες τις πρακτικές πλευρές της έκδοσης) να μεταφράσει το έργο.

* Απο σημείωμα του μεταφραστή (β'τόμος) και τον πρόλογο της πρώτης έκδοσης (α'τόμος).

* Η φωτογραφία είναι απο την Πλάκα.


* * * * * * *

15.7.09

το σπίτι κοντά στη θάλασσα (*)

Οι εφιάλτες μου, ανέκαθεν, δεν είχαν τέρατα και ξωτικά, ούτε πολέμους και τρεχαλητά. Βλέπω στον ύπνο μου πως τριγυρίζω σε σπίτια όπου έζησα παλιά, χωρίς ήχο.
Δεν είναι που θυμάμαι τη χαρά τους και τη λύπη τους (*), είναι που, ίσα-ίσα, δεν θέλω να θυμάμαι.
Γιαυτό μου παίζει τέτοιο παιχνίδι το μυαλό, κι όταν είμαι σκασμένη έρχονται απο μόνα τους στον ύπνο μου.
Καμιά φορά, συμβαίνει και ανάποδα.

(*) Γιώργος Σεφέρης


* * * * * * *