Eγώ σώπαινα, και ορισμένες καλοκαιριάτικες μέρες, καθισμένος στον Μπέλμπο, σκεφτόμουν τη Σύλβια. Την Ιρένε, έτσι ξανθιά, δεν τολμούσα να τη σκεφτώ. Αλλά μια μέρα που είχε φέρει η Ιρένε τη Σαντίνα να παίξει στην αμμουδιά και δεν ήταν κανείς, τις είδα να τρέχουν και να σταματούν μπρος στο νερό. Ήμουν κρυμμένος πίσω από μιά αφροξυλιά. Η Σαντίνα φώναζε δείχνοντας κάτι στην άλλη όχθη. Και τότε η Ιρένε ακούμπησε κάτω το βιβλίο, έσκυψε, έβγαλε τα παπούτσια και τις κάλτσες, κι έτσι ξανθιά, με τα άσπρα πόδια και σηκώνοντας τη φούστα ως το γόνατο, είχε μπει στο νερό. Τον διέσχισε σιγά σιγά, δοκιμάζοντας πρώτα με το πόδι. Ύστερα φωνάζοντας στη Σαντίνα να μην κουνηθεί από κει, είχε μαζέψει κίτρινα λουλούδια. Το θυμάμαι σα νά 'ταν χθες.
Από το βιβλίο του Τσέζαρε Παβέζε Το φεγγάρι και οι φωτιές, εκδόσεις Οδυσσέας.
Η γλώσσα του βιβλίου είναι όμορφα παλαιική, πράγμα που πιθανότατα οφείλεται στην μετάφρασή του από την Τασούλα Καραϊσκάκη.
Συγκινήθηκα μ'αυτή τη γλώσσα και μ'αυτή τη γραμματοσειρά, ένιωσα σαν να βρίσκομαι ξανά έκθαμβη στην δανειστική βιβλιοθήκη του Βαφοπούλειου, ν' ανοίγω παλιά βιβλία και να τα μυρίζω, ανίκανη να αποφασίσω ποιο να δανειστώ.
2 σχόλια:
Δηλαδή να το προσθέσουμε στο καλάθι μελλοντικών αγορών;
Είναι το τελευταίο του από ότι διαβάζω. Είμαι περίεργη να το διαβάσω, γιατί το La Spiaggia δε με ξετρέλανε.
Δημοσίευση σχολίου