30.10.07

γη της πέτρας

Άν τ' αφήσεις σε μένα, μπορεί και να μην ξαναβγώ ποτέ απο το σπίτι...

Άν ήταν στο χέρι μου, αν δεν έπρεπε να πάω στη δουλειά, να πάω για ψώνια, να βρεθώ με φίλους με τους οποίους έχω δώσει ραντεβού, δεν θα έβγαινα ποτέ απο το σπίτι.
Μέσα στους τοίχους νιώθω προστατευμένη. Απο τον καιρό και απο τα μάτια.
Πράγμα που μου θυμίζει πως, όταν αναρωτήθηκα (διότι ρωτήθηκα) γιατί οι κούπες μου είναι όλες με καπάκι, το πρώτο που μου ήρθε στο μυαλό ήταν "μα, για προστασία"..(?).

Όμως, με απόλυτη συνέπεια, κάθε μα κάθε φορά που βγαίνω απο το σπίτι, πραγματικά το χαίρομαι, και μετανοιώνω για τους πρωτύτερους ενδοιασμούς μου.

Ένα βράδι με μια φίλη, πρώτα για καφέ και μετά στο θέατρο: σ' ένα μέρος όπου δεν είχα ξαναπάει: στη στάση μετρό φίξ, στο θέατρο του νέου κόσμου: σ' ένα όμορφο παλιό σπίτι διαμορφωμένο σε θέατρο, σε μια πολύ όμορφη παράσταση: ένας στους δέκα (κατοίκους στη χώρα μας είναι αλλοδαπός).

Ένα απόγευμα με άλλη φίλη, ξανά για καφέ, και κουβέντα, πολύ-πολύ κουβέντα, σαν να μπορούν να χωρέσουν δυό ζωές συνολικής διάρκειας σχεδόν ογόντα χρόνων σε τρείς ώρες!

Τα πρωινά του Σαββάτου στην πόλη: στη λαική της γειτονιάς, στο σουπερμάρκετ, σε βόλτες με το αυτοκίνητο σε μακρινές γειτονιές. Ουρανός, αέρας, αναπνοή, ζωή.

Ένα βράδι σκαρφαλωμένοι στο μπάρ, με την πόλη στα πόδια μας. Σκοτεινά και όλο φώτα.


* * * * * * *

24.10.07

καφές και συμπάθεια...


Μα, είναι δυνατόν να προβληματίζομαι τόσο πολύ για όλα? Αγαπημένα μου αντικείμενα? Τι εννοεί η renata ? Όλα όσα κουβαλάω στην τσάντα μου? Αχ, και σήμερα ακριβώς είναι που είπα, ε όχι, φτάνει πια, δε γίνεται να τα κουβαλάω όλα αυτά μαζί μου συνέχεια, δεν κλείνει η τσάντα μου πια, με βαραίνει. Τελείωσε, ή πρέπει να αγοράζω μεγαλύτερες τσάντες ή κάτι να περικόψω, δε γίνεται...

Μα, δε λέει «τι κουβαλάτε συνέχεια μαζί σας απο ανασφάλεια μήπως σας χρειαστεί» (διότι είναι αποδεδειγμένο πως ότι βγάλεις απο την τσάντα σου, εκείνη την ίδια μέρα τυχαίνει να το χρειαστείς, το αναθεματισμένο, κι ας μην το χρησιμοποίησες ποτέ τόσο καιρό που το κουβαλούσες...).

Τέλος πάντων, ξεφεύγω απο το θέμα.

Λοιπόν, τι εννοεί «αγαπημένα μου αντικείμενα»? Τις κούπες μου μήπως? Μα, αυτό ήταν άλλο ποστ, το προηγούμενο, και πως έγινε, πριν καλά καλά αποφασίσω ποιά απ΄όλες είναι η αγαπημένη μου, αν είναι καλύτερα να φωτογραφίσω την πιο αγαπημένη μου μόνη της ή αυτήν που χρησιμοποιώ συνήθως (για να μη σπάσω κατά λάθος την πιο αγαπημένη μου !) ή όλες μαζί, ή άραγε να τις βάλω στη σειρά σαν σε παρέλαση ή καλύτερα τυχαία ανακατεμένες? Καλύτερα να βάλω την αγαπημενη μου μπροστά και τις άλλες γύρω ανάκατες... Και, καλύτερα ας περιμένω να είναι μέρα με ήλιο, να μην κάνω νύχτα τη φωτογράφιση και δε βγει καλά η φωτογραφία... Και τσούπ, πάει, προχωρήσαμε, αλλάξαμε θέμα, κι εσύ κάθεσαι και σκέφτεσαι ακόμη, και χάνεις και το πριν και το μετά...

Πάμε παρακάτω.

Αγαπημένα μου τι εννοεί τελικά? Αυτά που κουβαλάω στην τσάντα μου-τα πιο απαραίτητα? Όχι, αγαπημένα είπαμε, όχι απαραίτητα.

Αυτά που κουβαλάω στο σπίτι μαζί μου απο δωμάτιο σε δωμάτιο? Απο τον υπολογιστή στο κρεβάτι και τανάπαλιν? Μμμ, μάλλον αυτά, κατέληξα, αυτά πρέπει να εννοεί.

Όμως, αν θέλουμε να κυριολεκτίσουμε, εμένα τα ΠΙΟ αγαπημένα μου αντικείμενα είναι μερικά βιβλία. Τι να κάνω, να βάλω στη σειρά τα βιβλία και να τα φωτογραφίσω?

Αφου εγώ θέλω να φωτογραφίσω την κινέζικη κούπα μου... Ή μάλλον, τη χριστουγεννιάτικη, που είναι δώρο της κουμπάρας μου και έχει και καπάκι, και τη χρησιμοποιώ συνέχεια-αν και φοβάμαι μην τη σπάσω, αλλά αποφάσισα πως καλύτερα να τη χρησιμοποιώ κι ας σπάσει (προσέχω όμως) παρά να πεθάνω εγώ κάποια στιγμή και μείνει αυτή ανέπαφη και αχρησιμοποίητη... Α, και γιατί θέλω να έχω όλο το χρόνο χριστούγεννα, το είπαμε αυτό, ε?

Λοιπόν, καταλήξαμε πουθενα?
Ουφφφ...


* * * * * * *

22.10.07

ααα, ένα απλωμένο χέρι!

Βαριά σύννεφα στον αττικό ουρανό σήμερα το απόγευμα. Υπέροχα!

Έκανα μία ώρα και είκοσι λεπτά για να φθάσω απο τη Νέα Ερυθραία στη Θηβών, γιατί ήταν αργά το απόγευμα: ώρα μαζικής επιστροφής στο σπίτι, αλλά επίσης και γιατί επέλεξα-επι τούτου, τη διαδρομή μέσα απο την πόλη: Κηφισίας, Ηράκλειο, Νέα Φιλαδέλφεια. ΟΑΚΑ, Νέα Ιωνία, άλσος Δεκελείας.

Δε χορταίνω, δε χορταίνω να χαζεύω τους δρόμους και τις γειτονιές της πόλης, τα στενάκια, τα σπίτια, τους ανθρώπους. Λες και με είχανε κλεισμένη σε κανένα ερημητήριο και ξαφνικά με αφήσανε ελεύθερη στη Νέα Υόρκη.
Απορώ, απορώ κι εγώ η ίδια με τον εαυτό μου-κι ας έχω την ευχέρεια να τον παρατηρώ απ' τα μέσα!
Μα πιο πολύ απορώ που δε θέλω τίποτε άλλο παρά να βλέπω, μόνο να βλέπω και να σκέφτομαι, κι έτσι να απολαμβάνω. Μυστήριο.

Πόσο χάρηκα που στο σπίτι με περίμενε μια αγκαλιά φρέζες!


* * * * * * *

20.10.07

ζωή εσωτερικού χώρου

Βλέπω τις γλαστρούλες μου στο μπαλκόνι που έγιναν μούσκεμα κι αναρωτιέμαι-στα σοβαρά- μήπως πρέπει να τις μαζέψω, να τις καλύψω, να τις πάρω μέσα να μη βρέχονται, μήπως τους κάνει ζημιά τόσο νερό, μη σοκαριστούν τα φυτάκια μου, μη σαπίσουν, μη χαλάσουν...

Ψάχνω στο μυαλό μου να βρω τι να κάνω, να βρω εικόνες απο χρυσάνθεμα, και βρίσκω αυτά που είναι φυτεμένη στην αυλή της μαμάς μου, στη μέση του κήπου. Ούτε υποστεγο εκεί, ούτε προστασία, ούτε τίποτα. Μόνο χώμα άπλετο-εντελώς γή, μέσα στον καιρό απ' το κατακαλόκαιρο ως το χειμώνα, και επίσης μέσα στα πόδια του Ρέξ που χοροπηδάει γύρω τους συνέχεια... Και ζουν μια χαρά ανέμελα, και λάμπουν γερά και στιβαρά!

Και γελάω μέσα μου, που μάθαμε στο λίγο-λίγο: λίγο νεράκι με το ποτήρι κάθε δυό μέρες, λίγες σταγόνες βιταμίνες κάθε μερικούς μήνες δυαλυμένες σε πλαστικό μπουκάλι του νερού, δυό-τρεις χούφτες χώμα του σουπερ μάρκετ κάθε άνοιξη να ανέβει κάπως αυτό της γλάστρας που εξαφανίζεται... Τα μαθαίνουμε νάναι λιγόφαγα, ολιγαρκή, καχεκτικά και ντελικάτα.
Μετά λυπάμαι λίγο και για μάς.


* * * * * * *

14.10.07

Κυριακή. Ωραία.


Απ' το παράθυρο ο ουρανός είχε γίνει γκρίζος σαν μολύβι, κοντεύει να γίνει ένα με την ταραγμένη θάλασσα. Ο Άρνι έβαλε μια ολόσωμη φόρμα πάνω από τα ρούχα του, έλυσε τέσσερα από τα είκοσι σκυλιά του και τα έζεψε στο ξύλινο έλκηθρό του πάνω στο οποίο είχε στρώσει μια γούνα από κάποιο θήραμα. Πήρε το όπλο και τα κιάλια του, χαιρέτισε την γυναίκα και τα τέσσερα παιδιά του και με ένα μακρόσυρτο συριγμό έδωσε το σύνθημα στα σκυλιά να ξεκινήσουν. «Είναι τρεις λίμνες που πρέπει να περάσουμε» μου είπε. «Το σημείο όπου πηγαίνουμε είναι πολύ μακριά από δω. Αν όλα πάνε καλά θα γυρίσουμε το βράδυ». Αναρωτήθηκα μέσα μου τι σήμαινε το «αν όλα πάνε καλά θα γυρίσουμε το βράδυ» και τον ρώτησα. “Αν δεν γυρίσουμε το βράδυ πότε θα γυρίσουμε;”. “Αύριο.”. “Και που θα κοιμηθούμε;”. Με ένα νεύμα του χεριού του μου έδειξε μια σκηνή και μια λάμπα θυέλλης, «έξω» απάντησε.

Απο τις ανταποκρίσεις του Γιώργου Αυγερόπουλου απο τη Γροιλανδία,
στο forum του Εξάντα στην ΕΡΤ.

Ω καιροί, ω ήθη...
Γραπτό ντοκιμαντέρ να το πω;
Βιβλίο οnline να το πω;
Ζωή-σαν-μυθιστόρημα-σε-συνέχειες να το πω;
Εικονικό ταξίδι για όλους εμάς που πιθανότατα δεν θα το κάνουμε ποτέ στην πραγματικότητα, να το πω;
Όπως και να το πω, το βρήκα θαυμάσιο, όχι μόνο σαν θέμα αλλά και σαν τρόπο επικοινωνίας.

Έξω βρέχει.
Την calluna bulgaris/Heide winterhart την φύτεψα χθες!



* * * * * * *

12.10.07

... σα μυθιστόρημα


Η αδελφούλα μου είδε στον ύπνο της πως με έψαχνε, προχθές. Ήμουνα λέει σε μια μεγάλη πόλη, κι όλο γύρω μου είχε αρχαία, ναούς, χαλάσματα…
Έτσι δεν είναι?




* * * * * * *

10.10.07

η μοναξιά μας


Και μετά έχει πιο χειρότερα, κι όσο λες πως πιο κάτω δεν έχει, τόσο βλέπεις να εξευτελίζεται στα μάτια σου ο άνθρωπός σου.
Εγω θέλω να πιστεύω πως δεν καταλαβαίνουν τι τους συμβαίνει. Θέλω.
Όμως με τα ίδια μου τα αυτιά άκουσα το μπαμπά μου να μου λέει, ένα βράδυ που ήμασταν οι δυό μας κι έτσι δεν έχω μάρτυρες, και γιαυτό χρειάζεται να με πιέσω για να παραδεχτώ ότι είναι αλήθεια και πως δεν είναι της φαντασίας μου, πάνω που τον είχαμε πως πια δεν καταλάβαινε τίποτα, πως μας έβλεπε όλους ξένους.
Είχαν φύγει οι φίλοι μας, τους χαιρέτησε ευγενικά ακολουθώντας μας στην πόρτα: "γειά σας, γειά σας", όλος χαμόγελο. Καταλάβαινες πως δεν καταλαβαίνει ποιούς χαιρετάει, μα πως καταλαβαίνει ότι φεύγουν κάποιοι, και πρέπει να είναι ευγενικός οικοδεσπότης.
Την ευχαριστήθηκε την παρέα εκείνο το απόγευμα, κι ας μη γνώριζε ποιοί είμαστε και τι λέγαμε. Είχε καιρό να είναι σε χώρο άλλο απο το σπίτι τους με τη μαμά, είχε καιρό να είναι σε χώρο με νέους ανθρώπους που κουβεντιάζουν.
Κι εγώ, χάθηκε ο κόσμος να τον έπαιρνα στο σπίτι μου συχνότερα? Έπρεπε να φτάσει στο αμήν η μαμά, να πει πάρτον λίγο, ένα Σαββατοκύριακο, γιατί κουράστηκα, να ξεκουραστώ, να κοιμηθώ, να ξαναβρώ και το δικό μου μυαλό γιατί ώρες-ώρες πάει να χαθεί κι αυτό μαζί με το δικό του...
Τι, βάρος ήτανε? Σαν παιδάκι με ακολουθούσε μέσα στο σπίτι, ντρεπότανε που δεν μπορούσε να φάει μόνος του κι έπρεπε να τον ταίσω, ήθελε τότε να είμαστε οι δυό μας μόνοι, στην κουζίνα.
Ποιός να τόλεγε κυρ Γιάννη πως θα δεχόσουν καλεσμένους με τις μπιζάμες, εσύ που τρελαινόσουνα για το καλό ντύσιμο, που έβαζες κουστούμι ραμένο στα μέτρα σου στο ράφτη, με το γιλέκο του απο μέσα, για να βγεις για εφημερίδα τις Κυριακές?
Δεν μπορεί, δεν θα καταλάβαινε. Αν καταλάβαινε θα είχε γίνει πολύ χάλια.
Όταν έφυγαν λοιπόν, και τον οδήγησα στο κρεβάτι του, και τον σκέπασα και τον χάιδεψα για να κοιμηθεί-γιατί να μην τον έχω χαιδέψει περισσότερο? άραγε χόρτασε χάδια στη ζωή του? Ήταν απο τους αυστηρούς, τους απόμακρους όταν είμασταν μικρές, δεν ήταν για πολλά πολλά, για αγκαλιές και γέλια. Μόνο οι δρόμοι του άρεζαν, να οδηγάει-αυτό με το οδήγημα το πήραμε και οι δύο οι κόρες του, οι κατά τα άλλα ακοινώνητες: να μας αρέσουν οι δρόμοι, να οδηγάμε, να πηγαίνουμε, να κοιτάμε.
Ανεβαίναμε λοιπόν στο αυτοκίνητο και πηγαίναμε, όλη μέρα, με ελάχιστες στάσεις, και η μαμά γινότανε μπαρούτι και ορκιζότανε πως ποτέ πια δεν θα ξανάρθω μαζί σου εκδρομή, και πάλι πονοκέφαλο είχε, τόσες ώρες στο αυτοκίνητο, στην άκρη του κόσμου... Στο δέυτερο πόδι της Χαλκιδικής ανοίγανε το δρόμο τότε, κι ο μπαμπάς ήθελα να δει ως που πάει, και να πιάσει καμιά κουβέντα με τους ντόπιους, να ρωτησει πόσο πάει το μέτρο εδω, να ξετρυπώσει και κανένα γνωστό-που παντού του βρισκότανε τέτοιοι, τόσο κοινωνικός που ήταν! Μονο μετά απο χρόνια είπε η μαμά, σαν το μπαμπά σας δε γίνατε, κοινωνικές, να βρίσκετε τις άκρες με τα δημόσια και της υπηρεσίες. Εκείνος πάντα τα κατάφερνε...
Όταν έσβησα το φως λοιπόν, κι έκατσα λίγο δίπλα του, σχεδόν ψηλαφιστά, ψάχνοντας να βρει τα λόγια, μου είπε, με ρώτησε, εγώ δεν ήμουν έτσι, πως έγινα έτσι, πως έγινα... Δεν ήμουν έτσι εγώ, ήμουν? Μα πως έγινα?
Προσπαθώ απο τότε να τα σβήσω απο τα αυτιά μου αυτά τα λόγια, να κάνω πως δεν υπήρξαν, πως δεν τα άκουσα, πως τα φαντάστηκα ίσως ότι θα τα σκεφτόταν. Μα κοροιδεύω τον εαυτό μου. Εκεί ήμουν και τα άκουσα. Και δεν θέλω να είναι αλήθεια.


* * * * * * *

5.10.07

...απ' το πρωί φαίνεται!


Επτά το πρωί. Σήμερα.
Είναι μέρες τώρα που βλέπω αυτό το σκύλο να κάθεται με τη μουσούδα απλωμένη πάνω στα μάρμαρα και να χαζέυει α τ ά ρ α χ ο ς τον κόσμο που τον προσπερνάει βιαστικά. Προσπέρασα κι εγώ τη ντροπή και την αμηχανία του να βγάλω τη μηχανή και να κάνω τον τουρίστα πρωινιάτικα, και ιδού!

(Τα γραφικά που δεν είναι καθόλου γραφικά, δεν θα τα σχολιάσω. Τα προσπερνώ κι αυτά.)


* * * * * * *

2.10.07

Σεμινάριο με παράθυρο με θέα

Εναλλακτικά:
Ημερολόγιο: πως πέρασα το πρωινό μου χθές,
ή
Αθήνα: γωνιές που δε σου γεμίζουν το μάτι αλλά την καρδιά.

Το διαμέρισμα, με την πρώτη ματιά μου φάνηκε ακατοίκητο. Μετά πρόσεξα την μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα (του σαλονιού?) απ’ όπου ανέμιζε η άκρη μιας κουρτίνας. Μετά πρόσεξα πως το παλιό πλαστικό καλάθι δίπλα στην πόρτα (της κουζίνας?) ήταν γεμάτο ξερά κρεμμύδια. Μετά βγήκε μια ηλικιωμένη κυρία, μ’ ένα πράσινο καφτάνι και σαγιονάρες φορεμένες με κάλτσες, μ’ ένα πιατάκι στο χέρι. Σιγά-σιγά, ρίχνοντας ένα-ένα τα κομμάτια, τάισε τα γατάκια του ισογείου.


* * * * * * *