10.11.11

χριστούγεννα

Στο σφαγείο του έρωτα σκοτώνουν μόνο τους καλύτερους,
κανέναν απ' τους αδύναμους ή τους χωρίς μορφή.
Μην προσπαθείς να ξεφύγεις από τετοιο θάνατο.
Όποιος δεν πεθαίνει απ' την αγάπη είναι σάρκα νεκρή.

ο στίχος του Rumi
- η φωτογραφία της Citronella

8.11.11

ομοιοπαθητική

Τι όμορφη που είναι η Αθήνα! Πόσο μ'αρέσει να είμαι έξω στο δρόμο το βράδυ-Σάββατο βράδυ! Έφυγα με μιαν αίσθηση ότι βρε παιδι μου η ζωή είναι ωραία, ωραία. Ωραία χωρίς σημαντικό λόγο, απλά γιατί μπορώ να περπατάω στην Ιπποκράτους κι από πάνω να βρέχει. Με τα μαλλιά σγουρά, φορτωμένη την τσάντα με τα βιβλία, νιώθω (υπέροχα) ανάλαφρη και δυνατή-σαν φοιτήτρια.

(γραμμένο το Σάββατο 8 Οκτωβρίου, γυρνώντας από καφέ με τις φίλες μου στο ράδιο μπάμπλ)

* η φωτογραφία

6.11.11

ξαφνικά βλέπεις μπροστά σου τη θάλασσα

Κάθε τόσο, στην καθημερινότητά μας, ανοίγει μια μικρή ρωγμή, η οποία όμως σε κάνει να δεις έναν κόσμο που δεν τον είχες υποψιστεί. Πιστεύω ότι η λογοτεχνία κάποιες φορές σου προσφέρει το κλειδί, δε λέω για να διεισδύσεις σε αυτόν τον κόσμο που θα ήταν κάτι υπερβολικά σημαντικό, αλλά τουλάχιστον για να ακουμπήσεις το μάτι σου σε αυτή τη ρωγμή και να προσπαθήσεις να κοιτάξεις μέσα. Ειδάλλως, ξέρεις, η πραγματικότητα είναι σαν ένας τοίχος από τσιμέντο, ένας τοίχος εξαιρετικά συμπαγής.

...η εμπειρία εξακολουθεί να μας διδάσκει πως οι άνθρωποι αλλάζουν συνεχώς τη ζωή τους, αλλά ζώντας ταυτόχρονα και τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν τα πράγματα. Κι αυτό μπορεί να συμβεί για τους πιο διαφορετικούς λόγους: διότι μια μέρα είδες έναν πίνακα, διότι άκουσες ένα ποίημα, διότι συνάντησες έναν άνθρωπο, διότι ξαφνικά είδες μπροστά σου τη θάλασσα... Πρέπει να βλέπουμε τη ζωή μας σαν μια μεγάλη περιπέτεια.

Κάποια στιγμή, σ' ένα ποίημα του Αλβάρο Κάμπος λέει πως ο ίδιος υπήρξε τα πάντα: "υπήρξα ένα κορισάκι, υπήρξα ο αστράγαλος μια Αγγλίδας κοπέλας που κοίταζε τη Λισσαβώνα, υπήρξα οι ναύτες, η θαλασσινή αύρα, η πουτάνα, ο ζητιάνος του δρόμου", παρόλαυτά νιώθει πως "λείπει πάντα κάτι, ένα ποτήρι, μια αύρα, μια φράση, και η ζωή, όσο περισσότερο την ανακαλύπτεις, τόσο περισσότερο σε πονά"...
Στους στίχους αυτούς υπάρχει όλη η χαρά και ταυτόχρονα όλη η αίσθηση καταπίεσης και δυστυχίας που νιώθεις όταν γράφεις λογοτεχνία. Διότι τελικά η ζωή είναι απούσα: εσύ εφευρίσκεις διαρκώς τη ζωή, εφευρίσκεις χιλιάδες πρόσωπα, εφευρίσκεις την Ανθρώπινη κωμωδία του Μπαλζάκ, εφευρίσκεις έναν ολόκλητο κόσμο, αλλά η ζωή είναι μονίμως απούσα, κι εσύ δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, έχεις μια μόνιμη αίσθηση ανικανοποίητου.

... τα βιβλία είναι αμπαρωμένα σκρίνια που πρέπει να ανοιχτούν, που πρέπει να βρεις τα κλειδιά τους για να τα ανοίξεις, ή μερικές φορές, να τα παραβιάσεις... Άλλωστε, δεν ξέρεις ποτέ τι θα βρεις μέσα τους... Το βιβλίο είναι ένα μυστηριώδες αντικείμενο, που πάντα ξεφεύγει από τις προθέσεις του συγγραφέα του.

* Αντιγράφω από το καταπληκτικό βιβλίο Ένα πουκάμισο γεμάτο λεκέδες
Συζητήσεις του Antonio Tabucci με τον μεταφραστή του Ανταίο Χρυσοστομίδη εφ' όλης της ύλης

5.11.11

i take my coffee black


Πέρασα μερικές ημέρες σε τέτοια ατμόσφαιρα κάποτε, σ' ένα ταξίδι στο Βέλγιο και στην Ολλανδία.
Ήταν μια περίεργη εποχή -τον χαρακτηρισμό τον δίνω τώρα- της ζωής μου, ήταν (για τότε) οι πιο δύσκολες μέρες που είχα ζήσει ποτέ.
Είχα μόλις χωρίσει από τη σχέση που είχα από το 19 μου. Δεν είχα πάει ποτέ ως τότε διακοπές χωρίς εκείνον, δεν είχα πάει ποτέ ως τότε διακοπές με μια φίλη που μετά βίας γνώριζα.
Μέσα στην απόγνωση των ημερών, δέχτηκα την πρόταση για να φύγω από το σπίτι, για να φύγω από το καθημερινό κλάμα μου.
Κι έτσι, γνώρισα τις θεραπευτικές ιδιότητες του ταξιδιού.
Γνώρισα ανθρώπους που δεν ξαναείδα ποτέ, κι άλλους που έγιναν μέρος της ζωής μου για ένα διάστημα. Γνώρισα τη φίλη με την οποία ταξιδέψαμε μαζί.
Έμαθα ότι μπορώ να μείνω σ' ένα μονόκλινο δωμάτιο μόνη, να κοιτάζω από το παράθυρο τη βροχή να πέφτει συνέχεια σ' έναν έρημο δρόμο μιας μικρής πόλης στην Ολλανδία, να κοιμάμαι μόνη σ' ένα δωμάτιο ξενοδοχείου με την ησυχία να ακούγεται από παντού.
Να σηκώνομαι το πρωί και να ντύνομαι, να βγαίνω έξω στο δρόμο χωρίς σχέδια, να ξεκαρδίζομαι στα γέλια με την παραμικρή αφορμή.

Τώρα ξέρω πως όλα εκείνα ήταν ένα γάντζωμα απόγνωσης πάνω στη ζωή.
Τότε δεν το ήξερα-νόμιζα πως/κι έκανα κινήσεις τυχαίες, είχα αφεθεί να με πηγαίνει η ζωή σαν φύλλο στον άνεμο, αρκεί να μην έχω να αποφασίζω μόνη μου τι πρέπει να κάνω-γιατί δεν ήξερα πως κάνει κανείς όταν μένει μόνος του.

Τώρα, δέκα χρόνια μετά, -σήμερα- κατάλαβα γιατί η ψυχή μου ηρεμεί όταν βλέπω βρεγμένους έρημους δρόμους, αμμουδιές το χειμώνα που τις δέρνει ο αέρας, φωτεινά καφέ που είναι σαν να σε καλούν να μπεις για να νιώσεις τη θαλπωρή τους. Θυμάται ότι μπορεί.

1.11.11

παιδάκια έχεις;

Εμείς δεν κάναμε παιδιά. Μα με τον άντρα μου είχαμε μια υπέροχη σχέση. Η ζωή μου δίπλα του πέρασε όμορφα, ήμασταν ευτυχισμένοι, η ζωή μου ήταν σαν μέλι.
Ήμασταν αριστεροί, εξορίες, στη χούντα να φανταστείς μας συνέλαβαν την ίδια μέρα.
Όχι, γιατί να στεναχωρηθώ που δεν έκανα παιδιά; Έτσι ήρθαν τα πράγματα, τι να κάνουμε;
Στη ζωή δεν πρέπει να το βάζεις κάτω ποτέ. Αρκεί να φροντίσεις να τηρείς ένα-δυό πράγματα για να μπορέσεις να ζήσεις ευτυχισμένος.
Να μην είσαι ανταγωνιστικός. Να έχεις μέσα σου καλοσύνη. Και ποτέ να μην το βάζεις κάτω. Ποτέ. Να συνεχίζεις. Μπορείς. Το πόσα μπορεί ο άνθρωπος είναι απίστευτο, όλα τα μπορεί, όλα ότι βάλει με το νου του.
Και τώρα που είναι έτσι τα πράγματα, πάλι ξέρω πως θα τα καταφέρουμε. Θα βάλουμε το κεφάλι κάτω και θα δουλέψουμε.
Ο άνθρωπος μπορεί και με πολλά, μπορεί και με λίγα. Δε χάνεται. Τα καταφέρνει.
Σε κουράζω τώρα που σου τα λέω αυτά; Να με συγχωρείς.
Είμαι γεννημένη το 1927. Έχει επτά χρόνια που έχασα τον άντρα μου.
Και τώρα που με βλέπεις να έρχομαι, είναι για τον εγγονό της αδελφής μου, καλό παιδί μα έκανε ένα γάμο χάλια-χάλια. Γι' αυτό έρχομαι και πληρώνω το δάνειό του, τι να κάνω;
Μη με βλέπεις έτσι, στη ζωή μου ποτέ δεν το έβαλα κάτω εγώ. Είμαι πολύ δυνατός άνθρωπος.

Δεν με άφησε να τη βοηθήσω να σηκωθεί από την καρέκλα. Έκανε μία, δύο, τρεις, τέσσερις προσπάθειες, κάποια στιγμή κατάφερε να σηκωθεί και να στηριχτεί στο μπαστούνι της.