24.4.11

χρυσός μύθος

μια μέρα περπατούσα στην αμβέρσα, ολομόναχη
μπήκα σε εκκλησίες, σε αυλές σπιτιών, στο γραφείο πληροφοριών στην πλατεία με το χέρι
στα μαγαζιά που είχαν τρελές εκπτώσεις δοκίμασα μπλούζες, στο ποτάμι στάθηκα δίπλα στα κάγκελα
είχε παγωνιά, το μόνο σημείο που φαινόταν ξεσκέπαστο ήταν τα μάτια μου
με τον οδηγό που εγραφε άμστερνταμ στα ελληνικά στο χέρι, κάποιος σταμάτησε και με ρώτησα αν ήμουν από την ελλάδα
κι αν ήθελα να πάμε σε ένα καφέ εκεί κοντά να πιούμε έναν καφέ
το φοβισμένο κουνέλι, που το μεγάλωσαν να μη μιλάς σε ξένους, λες και είσαι πολύτιμη κι όλοι θέλουν να σε κάνουν κακό
όχι όμως είσαι πολύτιμη και μπορεί να θέλουν να σε γνωρίσουν
είπα όχι, όχι, ευχαριστώ, κι έφυγα πανικόβλητη
και γύριζα μάλιστα να δω αν με ακολουθεί
ωωω, η γελοία, πολύτιμη, ανασφαλής, μαρία αντουανέτα
η πολύτιμη, η άχρηστη

το θυμήθηκα γιατί σήμερα χάθηκα πάλι στις πόλεις μέσα στην κουζίνα
εκ του ασφαλούς

* Armand Point “Légende Dorée” 1899

20.4.11

κανείς, κανείς


έλα, έλα, ας κλαφτούμε πάλι, πόσο καιρό έχουμε που το κάναμε δα;
εξάλλου, ο κόσμος θα φύγει αυτές τις μέρες, η οθόνη άδεια σαν την αθήνα,
όλοι θα σουβλίζουν αρνιά πατώντας ένα κουμπάκι
κλαψούρισε, γκρίνιαξε όσο θες
Ω, ρόδο όλων των ρόδων,
πώς γεννήθηκες έτσι, τόσο χαιδεμένη κι ανόητη;
τι κατάλαβες από τα βιβλία ψυχολογίας-τίποτε
γιατί σε χάιδευε η μαμά σου έγινες τόσο διψασμένη για χάδια
ή γιατί σε πέταξε απηυδησμένη μια βραδιά στο κρεβάτι
αφού δεν είχες σταματήσει να κλαις επι μήνες;
και τι να κάνουμε τώρα που
αυτό έχουμε, αυτό είμαστε, κι έτσι πρέπει να βαδίσουμε παραπέρα
Ω, ρόδο όλων των ρόδων,
μη βλέπεις τη μαύρη τελεία, δες όλη τη λευκότητα του χαρτιού γύρω της

* Οριστε, The Rose of all Roses by Wilhelm Menzler,
όμως μετά μου ταίριαξε πιο όμορφα
η "οριζόντια" in blue by Robert McGinnis


17.4.11

ροζ

Σήμερα η μέρα έχει δοντάκια, πάει να με δαγκώσει, να με γραπώσει, να με τραβήξει σε λύπες μεγάλες, παλιές. Αλλά επιτυχώς αντιστέκομαι.
Νάναι η βροχή, νάναι η Μεγάλη Βδομάδα, νάναι οι "μέρες" που έρχονται; (βοηθάει σε τίποτε το να ξέρεις ποιά είναι η αφορμή;)

Η θεραπευτική σημασία της εξόδου για τον καφέ.
Αν το κόφι-ταιμ είχε delivery, σήμερα θα είχα παραγγείλει τηλεφωνικά. Ευτυχώς, δεν έχει.
Περπατώ στο δρόμο, κοιτάζοντας πάντα κάτω, ακριβώς μπροστά μου, εκεί που θα πατήσω το αμέσως επόμενο βήμα μου.
Σκέφτομαι, τι φρικτά γονίδια είναι αυτά, θα μπορούσαν να με λένε saudade: μια συνεχής λύπη, μια νοσταλγία για κάτι που πιθανότατα δεν έχει υπάρξει, ούτε θα υπάρξει ποτέ.

Η οικογένειά μου.
Πόσο καιρό έχω να μιλήσω με κείνους που αγαπώ, γιατί δεν τηλεφωνώ να τους πω ότι τους αγαπώ (τι φρίκη, τι αμερικανιά, χριστέ μου δεν μπορώ να το κάνω αυτό).
Άραγε θα είναι πάντα καλά; (Γιατί επιμένω να κάνω τέτοιες ερωτήσεις στον εαυτό μου, στις οποίες η απάντηση είναι όχι, και περιμένω όλο ελπίδα -μα, πάντα- να ακούσω ναι;)

Ο χειμώνας, ο χειμώνας, να ακούς τους ήχους της ερημιάς στο σπίτι, τη βρύση που στάζει, τις ρόδες των αυτοκινήτων να σφυρίζουν στη βρεγμένη Θηβών (ή τη Χηλής, ή την Αργυροπούλου, ή ακόμα-ακόμα και τη Μαρτίου). Μερικές φορές (ποιές όμως; τι είναι αυτό που τις διαφοροποιεί;) ο ήχος που ακούγεται δεν είναι σαν η Θηβών να είναι υγρή πράσινη αγγλική ύπαιθρος αλλά σκέτη γκρί λασπωμένη Θηβών.
Ζεστασιά, ωραία. Άνοιξη (αμυγδαλιές, Ιαπωνία). Κότα στο φούρνο με πατάτες. Καφές και ντόνατ καραμέλα. Εφημερίδες. Κομωτήριο. Όζα ροζ.

11.4.11

χωρίς ζάχαρη


Ω, μα τώρα θα απολαμβάνεις πολύ περισσότερο τον καφέ, θα είναι the real one, η αληθινή γεύση, χωρίς φρου-φρου κι αρώματα!
Δεν αστειεύομαι καθόλου, κάτσε να σου πω κανά δυό εμπειρίες μου.

Πρώτον, η φίλη μου που είναι ειδική στον καφέ (με δικό της cafe-bar και σεμινάρια επί της κατασκευής του), μου είπε πως για να καταλάβεις αν είναι "καλός" ο καπουτσίνο σου, πρέπει να τον πιείς σκέτο. Αν πίνεται σκέτος, τότε εκτός που είναι καλοφτιαγμένος, δεν θα τον θελήσεις ποτέ ξανά αλλιώς.
Δεύτερον, η μαμά μου πάντα έλεγε πως ο γνώστης του καφέ, ο μερακλής, τον πίνει σκέτο για να απολαύσει ανόθευτη τη γεύση του. Και οτι, μικρή είσαι (ήμουν) ακόμα, όσο μεγαλώνεις θα λιγοστεύεις τη ζάχαρη, θα δεις, μέχρι που θα την μηδενίσεις...
Και τρίτον (και καλύτερον) πριν 10 περίπου χρόνια, σε μια περίοδο που ένιωθα πως είχα χάσει τη ζωή κάτω από τα πόδια μου, ένας άνθρωπος που ήξερα μόλις 2 μέρες, πήρε την πρωτοβουλία να παραγγείλει τον καφέ μου black, λέγοντάς ότι έρχεται η ώρα στη ζωή μας που μερικά πράγματα τα παίρνουμε black, σκέτα, τα δεχόμαστε (τα καταπίνουμε) όπως είναι, χωρίς φιοριτούρες και μεταμφιέσεις, χωρίς πια να κοροιδεύουμε τον εαυτό μας.
Αυτό δεν το ξέχασα ποτέ, ποτέ, ποτέ, κι έρχεται αυτόματα στο μυαλό μου όποτε τρώω καμιά κατραπακιά: οκ Δεσποινούλα, μπορούμε κι αυτό να το δεχτούμε. Οκ, it stinks, αλλά εμείς εδώ, το βλέπουμε με ανοιχτά τα μάτια και αντέχουμε!

Λοιπόν, συγνώμη για την πολυλογια, αλλά εγώ πίνω τον καπουτσίνο μου σκέτο και τον απολαμβάνω.
Για μένα το βήμα απεξάρτησης θα ήταν να ζήσω χωρίς του, αλλά για την ώρα δεν μπορώ, υποφέρω.
Μα, το βλέπω αισιόδοξα, από την άλλη μεριά: γιατί να βασανίζομαι; Πόσα χρόνια θα ζήσω ακόμα, πόσους καφέδες δικαιούμαι; Ε, θα τους πιώ όλους!

* bliss: ο καλύτερος, καλύτερος καφές του κόσμου
* sugarless: το σχόλιο που έγινε ποστ

9.4.11

food for thought

Μετά το θάνατό τους, για τρεις ημέρες οι άνθρωποι μένουν σ' ένα οίκημα όπου τους δίνεται το παρακάτω θέμα: επιλέξετε μια στιγμή της ζωής σας, μιαν ανάμνηση που θέλετε να διατηρήσετε, την πιο ευχάριστη, κι εμείς θα την ξαναζωντανέψουμε για σας. Θα την δείτε για μια τελευταία φορά και μετά, καθώς η μήμη σας θα αδειάσει για πάντα, αυτήν θα την πάρετε μαζί σας. Θα ειναι το μόνο πράγμα που θα θυμάστε, στην αιωνιότητα.
* * *
Ω, πόσο διαφορετικά πράγματα θυμούνται οι άνθρωποι. Ένα χάδι στο γόνατο (της μητέρας), τα ροζ πέταλα της αμυγδαλιάς (που πέφτουν με το αεράκι της άνοιξης), τα σύννεφα (σα λευκό μαλί της γριάς) σ' ένα ταξίδι με αεροπλάνο...

Κάποιος επέλεξε να μην ξεχωρήσει τίποτε, αρνήθηκε να επιλέξει. Άλλος δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τίποτε, θυμόταν πολλά αλλά τίποτε ξεχωριστά ευχάριστο: ανακάλυψε άναυδος πως όλη η ζωή του ήταν μια ευθεία.

* η ταινία after life του Hirokazu Koreeda

8.4.11

salt-rose

Δε σ' αγαπώ σα να ήσουν θαλασσινό τριαντάφυλλο, τοπάζι,
ή γιρλάντα από γαρύφαλα που αντανακλά τη φωτιά:
σ 'αγαπώ όπως μερικά σκοτεινά πράγματα αγαπιούνται,
μυστικά, ανάμεσα στη σκιά και την ψυχή.

Σ' αγαπώ σα φυτό που δεν ανθίζει και κουβαλά
κρυμένο μέσα του το φως των λουλουδιών του,
και χάρη στην αγάπη σου, σκοτεινή μέσα στο σώμα μου,
ζει η έντονη ευωδιά που αναδίδει η γή.

Σ' αγαπώ χωρίς να ξέρω πώς, ή πότε, ή από πού,
σ' αγαπώ απλά, χωρίς προβλήματα ή περηφάνια:
σ' αγαπώ έτσι γιατί δεν ξέρω άλλο τρόπο ν' αγαπώ.

Αλλά αυτό, που μέσα του δεν έχει Εγώ ή Εσύ,
είναι τόσο οικείο που
το χέρι σου πάνω στο στο στήθος μου είναι το δικό μου χέρι,
τοσο οικείο που όταν κοιμάμαι, είναι τα μάτια σου που κλείνουν.


* “Sonnet XVII” by Pablo Neruda

* Salt Rose ονομάζεται ένα είδος ασιατικού τριαντάφυλλου (Rosa rugosa) που φυτρώνει στην αμμουδιά και στις θίνες.

7.4.11

Fail again. Fail better.

θέλω να πω, κάθε μέρα, κάθε μέρα, όλα τα ίδια, κι όχι, δεν είναι όλο κύκλοι, έχει και βήματα μπροστά
κάθε μέρα κάτι καινούργιο γίνεται μέσα μου
* * *
όταν στο σουπερμάρκετ γλυκοκοιτάς τα μπισκοτάκια και τις σοκολάτες αντί τα μαρούλια ξέρεις, χωρίς να κοιτάξεις ημερολόγιο, πως πήραμε το δεύτερο μέρος του μήνα μας
στην Αττική, στην απέναντι αποβάθρα, ένας κινέζος με μια ολόχρυση γραβάτα αγκάλιαζε τρυφερά την καλή του

μικρά λουλουδάκια, η έλενα μου χάρισε το μυστικό με την αφέρωση για να πετυχαίνεις ότι ακριβώς θέλεις, ο στέργιος μου είπε στο τηλέφωνο μπορεί να μην έχουμε ειδωθεί παρά μιά δυό φορές μα τι σημασία έχει, να ξέρεις πως χαίρομαι που υπάρχεις, ο κυριος θρασύβουλος είπε αν ήμουν επιχειρηματίας, θα ήθελα να έχω μιαν υπάλληλο σαν εσένα
ο κώστας είπε πως δεν προσαρμόζουμε το νερό στα ψάρια αλλά διαλέγουμε τα ψάρια που μπορούν να επιβιώσουν στο νερό που διαθέτουμε
γιατί, αλλάζει ο άνθρωπος, δεν αλλάζει

γύρω μου μαρούλια, μπανάνες, μπισκοτάκια μάρσιπαν, βιβλία, βιβλία, ησυχία
ο ντίκενς-πως ήρθε άραγε στο δρόμο μου αυτός, γιατί τόσο αργά, να είναι καλά όπου είναι, αν είναι πουθενά, τι ηρεμία μου χαρίζει, τι απόλαυση
* * *
ο κύριος θρασύβουλος είπε, πενηνταπέντε χρόνια είναι αυτά... όταν απόρησα γελώντας που η γυναίκα του τηλεφωνεί στη μέση της μέρας για να δει τι κάνει, κι εκείνος της απαντάει με τρυφερότητα καλά είμαι, εσύ τι κάνεις, είσαι κι εσύ καλά, ωραία
τώρα είναι ένα άλλο είδος αγάπης, μου είπε, όχι όπως πριν, κάτι που δεν μπορώ να το περιγράψω, σαν να ζυμώθηκες μαζί και έγινες ένα...

κι αυτός ο Μπέκετ, Nothing else ever. Ever tried. Ever failed. No matter. Try again. Fail again. Fail better.

5.4.11

Τρίτη απόγευμα

Εκείνος ο Απρίλης ήταν ολόλαμπρος. Καθόμουν με τους φίλους μου στις ταράτσες των καφενείων, πήγαινα περιπάτους στο δάσος του Σαντιγύ με τον Ερμπό που μόλις είχε γυρίσει από το Λονδίνο. Η μικρή μας παρεξήγηση είχε διαλυθεί μόνη της. Την πρωτομαγιά χιόνισε, και μόλις έβλεπες που και που στους δρόμους κανέναν υπαίθριο πωλητή να πουλάει μιγκέ.

Ξεκίνησα -και αυτή τη φορά θα το φτάσω ως το τέλος- να διαβάζω τη Δύναμη των Πραγμάτων, της Σιμόν ντε Μπωβουάρ. Για να είμαι ειλικρινής, μου φαίνεται εντελώς σαχλός και καθόλου λογοτεχνικός ο τρόπος που περιγράφει -εντελώς ημερολογιακά- την καθημερινότητά της.
Από την άλλη, ακριβώς αυτός είναι ο λόγος που με κάνει να το διαβάζω: είναι σα να βλέπεις ταινία, μια ταινία ευθεία, χωρίς αγωνία, χωρίς μυστήρια. Με φιλίες, με έρωτες (που περιγράφονται στο τσακ-μπαμ και όχι με την οδύνη και τις αναλύσεις της Π.Δέλτα στην αυτοβιογραφία της), με καφέδες στα καφέ του Παρισιού και βόλτες μέσα στη σαντιγύ (ωωω, τι απολαυστικό, τι γλυκό, τι θαυμάσια εικόνα!)...
Επανέρχομαι.
Περιγράφει συναντήσεις σε σπίτια φίλων, βόλτες στους δρόμους μέσα στη νύχτα, ποδηλατάδες (= διαδρομές με ποδήλατο) σε χωριά χιλιόμετρα μακριά από το Παρίσι, ζωή χωρίς υπάρχοντα σ' ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, κι έντυπα, έντυπα, βιβλία, θεατρικές παραστάσεις, ταινίες.
Ντόλτσε βίτα να το πω; Ζωή εστέτ, όπως θα έλεγε η φίλη μου η Σταυρούλα; Αnway, περιγράφει αυτό που θα ήθελα να ζω, ακριβώς όσο επιφανιακά θα ήθελα να το ζω, χωρίς πολλά-πολλά πάθη και πόθους.
Κι επειδή καθόλου δεν είμαι έτσι, (είμαι των αναλύσεων των συναισθημάτων, των παθών και των πόθων, του σπιτιού και του μαγειρέματος, της πόλης-κι όχι της φύσης, της ησυχίας...), μπορεί γιαυτό-να είναι το άλλο μου (το κρυμμένο, το σκοτεινό) μισό αυτή η ζωή, μπορεί λοιπόν γιαυτό να τη χαίρομαι τόσο πολύ, έτσι εικονικά.
Να, πάλι τα γιατί και τα διότι αναλύω. Που τα έχω αναλύσει και κοσκινίσει ήδη ένα χεράκι πριν τα βάλω γραμμένα.
Αναστεναγμός.

Μ'αρέσει να διαβάζω για το Παρισάκι, να το βλέπω με τη φαντασία μου. Οι αποβάθρες την άνοιξη...
(Μ'αρέσει και να φαντάζομαι βουτιές στη σαντιγύ!)

3.4.11

καταπληκτικό!

Χθες δεν ήμουν καλά, και σου έγραψα ένα μεγάλο μειλ... Με πήρε μπάλα και έγραφα, έγραφα για ότι νιώθω αυτό τον καιρό.
Όταν τελείωσα, ένιωσα καλύτερα που τα είχα γράψει-βάλει σε σειρά, μα σκέφτηκα πως δεν είναι σωστό να σε φορτώνω, είσαι και μακριά, έχεις και τα δικά σου, έχεις και τις εξετάσεις σου... και δεν το έστειλα. Το φύλαξα όμως-σαν σκύλος που φυλάει κόκκαλα κάνω με τα κείμενά μου. Τα λυπάμαι και δεν τα πετάω-συχνά. Σκάβω και τα κρύβω.
Επίσης, όταν τα διαβάζω σε άλλες ώρες, μου φαίνεται παράξενο το τι σύννεφα σκιάζουν το μυαλό μου ορισμένες στιγμές και πονάω τόσο και δεν μπορώ να δω καθαρά. Δεν έχω βρει ακόμα τον τρόπο να ελέγχω το πέρασμα από τη μια κατάσταση στην άλλη. Αφήνομαι στο έλεος και γίνεται από μόνο του.

2.4.11

έχουμε την απόλαυση του θεάματος

Κι όταν κλαίγαμε μικροί στα ταξίδια μας
μας έλεγαν: "κοίτα τη θάλασσα, κοίτα τα δέντρα
και κοίτα το παιδάκι που γελάει".
"Ακατανόητο ετούτο το παιδί", έλεγαν μεταξύ τους.
Ακατανόητοι, ακατανόητοι, ακατανόητοι
από πείσμα μείναμε μόνοι.

* * *

Είμαστε πάντα εκεί
που από πάνω κρέμεται το κινητό σκοτάδι
εκεί που οι διαστάσεις πρέπει να συγχέονται
και αμφιβάλουμε αλήθεια αν είναι υπαρκτές.
Είμαστε πάντα εκεί
που ζουν οι αιώνιοι άνεμοι και οι θάλασσες οι φιλικές
ο αγώνας τους κι εμείς για να παρατηρούμε.
Έχουμε την απόλαυση του θεάματος.

Και κάθε νύχτα ρίχνουμε μια πέτρα στο βυθό
και κάθε νύχτα τραγουδάμε μια κοπέλα
που πνίγηκε μέσα σ' έναν καθρέφτη.
Κι οταν γεμίσει η θάλασσα από πέτρες
ή ο αέρας πήξει σ'έναν ήχο
πάλι δεν θα υπάρξει αποτέλεσμα.

* * *


Εεε, επειδή αυτό τον καιρό διαβάζω τα ποιήματα του Γιώργου Μακρή,
επειδή ο Απρίλιος είναι διεθνής μήνας ποίησης,
και, τέλος πάντων, είπαμε δε χρειάζεται να υπάρχει μια εξήγηση για όλα.

1.4.11

"Και, όπως λένε, η υπόθεση έχει κλείσει."

Περασμένες μία. Πρέπει νάχεις πέσει στο κρεβάτι.
Ο γαλαξίας κυλάει ασημένιος μέσ' στη νύχτα.
Δε βιάζομαι, με αστραπιαία τηλεγραφήματα
δεν είναι λόγος να σε ξυπνήσω, να σε παιδέψω.
Και, όπως λένε, η υπόθεση έχει κλείσει.
Το πλοίο της αγάπης έχει τσακιστεί πάνω στην καθημερινότητα.
Τώρα εγώ κι εσύ είμαστε πάτσι. Γιατί λοιπόν να πρέπει
να ισορροπήσω αμοιβαίες λύπες, πόνους και χτυπήματα.
Δες τι ησυχία εγκαθίσταται στην πλάση.
Η νύχτα τυλίγει τον ουρανό σε θρίαμβο των άστρων.
Κάτι τέτοιες ώρες, καθένας υψώνεται να συναντήσει
τους αιώνες, την ιστορία κι όλη τη δημιουργία.

Αυτό το ποίημα βρέθηκε μέσα στα χαρτιά του Μαγιακόφσκι μετά την αυτοκτονία του, στις 14 Απριλίου του 1930. Το μεσαίο κομμάτι, ελάχιστα παραλλαγμένο, ήταν ο επίλογος στο σημείωμα που άφησε πριν το τέλος.
(Από το σημερινό ποστ της αγαπημένης mental multivitamin.)

Διαβάζω και τα Γραπτά Γιώργου Β.Μακρή αυτές τις μέρες, να και το ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη γραμμένο στη μνήμη του Γιώργου Μακρή:
Έζησα κοντά στους ζωντανούς ανθρώπους,
κι αγάπησα τους ζωντανούς ανθρώπους.
Όμως ή καρδιά μου ήταν πιο κοντά
στους άγριους άρρωστους με τα φτερά,
στους μεγάλους απεριόριστους τρελούς,
κι ακόμα, στους θαυμάσια πεθαμένους.