31.10.09

ζούμε σε ενα σκουληκιασμένο κεράσι

«Όταν το 1975 έφυγα από το οικογενειακό σπίτι ρίχνοντας μερικά πράγματα σε μια σακούλα του σούπερ-μάρκετ, δεν φοβόμουν τίποτα: ήθελα να γράψω με σπρέι στον τοίχο Άντε γαμηθείτε. Περνώντας το κατώφλι του στρατοπέδου που ήταν εκείνο το σπίτι, ο κόσμος έμοιαζε πράσινος σαν την κοιλάδα του Αδάμ· είχα εκπλαγεί που η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη, που ήταν τόσο εύκολο να την ανοίξω κι έπειτα να την κλείσω πίσω μου χωρίς θόρυβο. (...) Οι οικογένειες μού φαίνονται ενυδρεία όπου βάζεις αθώα το χέρι σου για να παίξεις με τα ψάρια και σου τα τρώνε τα πιράνχας (...) Είμαστε πιστοί σε κάποιον μέχρι να βρούμε κάτι καλύτερο, όχι; (...) Εξάλλου, οι περισσότεροι από μας δεν αξίζουμε την αφοσίωση κανενός». Ούτως ή άλλως: «Ποτέ δεν θέλησα να παντρευτώ, πολύ λιγότερο να «κάνω οικογένεια», όπως λένε. Το μόνο που ήθελα είναι να είμαι ελεύθερη μέσα στον κόσμο, ελεύθερη πανταχόθεν. Αν ήμουν γάτα, θα αποζητούσα τροφή, ζεστασιά τον χειμώνα και ευκαιρίες για μια τυχαία βραδιά στα κεραμίδια: το ίδιο αποζητώ χωρίς να είμαι γάτα».

Από εδώ. Κι εδώ.

Μένω άναυδη, όσες φορές κι αν το ξαναδιάβασα.
Θα ήθελα να μπορούσα να βρω λόγια να εκφράσω αυτό που με κάνει να νιώθω. Αλλά δεν μπορεί οποιοσδήποτε να είναι Σώτη.

Πόσα χρόνια πρέπει να περάσουν για να καταλάβεις ότι οι πόρτες είναι ξεκλείδωτες? Και πως αυτή είναι η ζωή μας, δεν είναι πρόβα?


* * * * * * *

28.10.09

ταξίδι


Το πρώτο βαπόρι που πήρα από τη Ζάκυνθο, το Σεπτέμβρη του 1883, για να 'ρθω στην Αθήνα φοιτητής, ήταν το παλιό εκείνο Αθήναι που αργότερα είχε γιατρό του τον Ανδρεά Καρκαβίτσα. Θε μου! τι μπελαλίδικο που ήταν το ταξίδι εκείνον τον καιρό. Ούτε ο σιδηρόδρομος Πελοποννήσου υπήρχε, ούτε ο ισθμός της Κορίνθου είχε κοπεί. Βγαίναμε στη Κόρινθο, πηγαίναμε στο Καλαμακι με αμάξι, εκεί παίρναμε άλλο βαπόρι -της ίδιας πάντα εταιρίας που είχε τ' αμάξια κι εφρόντιζε και για τη μεταφορά των αποσκευών μας- φτάναμε στον Πειραιά, κι από εκεί με το σιδηρόδρομο, ή για περισσότερη ευκολία με αμάξι,στην Αθήνα, ύστερ' από δυο ολόκληρες ημέρες!

* Γρηγορίου Ξενόπουλου Η ζωή μου σαν μυθιστόρημα
* dunes


* * * * * * *

11.10.09

διαβάζω


Αυτά τα χρόνια στάθηκαν για τον Φλοράν ένα μακρύ, γλυκό και θλιμμένο όνειρο. Δοκίμασε όλες τις πικρές χαρές της αφοσίωσης. Στο σπίτι υπήρχε μόνο τρυφερότητα. Έξω, μέσα στις ταπεινώσεις στις οποίες τον υπέβαλλαν οι μαθητές του, μέσα στα σπρωξίματα των πεζοδρομίων, ένιωθε ότι γινόταν κακός. Οι πεθαμένες του φιλοδοξίες τον ερέθιζαν. Του χρειάστηκαν ατέλειωτοι μήνες για να σκύψει τους ώμους και να δεχτεί τα βάσανα που τραβάει ένας ασχημάντρας, μια μετριότητα, ο φτωχός. Θέλοντας να ξεφύγει από τους πειρασμούς της κακίας, κατέληξε στην απόλυτη, την ιδανική καλοσύνη, δημιούργησε για τον εαυτό του ένα καταφύγιο αδέκαστης δικαιοσύνης και αλήθειας. Τότε ήταν που έγινε δημοκρατικός. Προσχώρησε στους δημοκρατικούς όπως οι απελπισμένες κοπέλες μπαίνουν στο μοναστήρι. Και μη βρίσκοντας κάποια δημοκρατία αρκετά χλιαρή, αρκετά σιωπηλή για να αποκοιμήσει τα βάσανά του, δημιούργησε μια δικιά του. Τα βιβλία δεν του άρεσαν. Όλο αυτό το μουτζουρωμένο χαρτομάνι που μέσα του ζούσε, του θύμιζε την αναιδέστατη τάξη του, τα μπαλάκια από παπιέ μασέ που του πετούσαν οι αλήτες, το μαρτύριο των ατέλειωτων, στείρων ωρών. Έπειτα τα βιβλία για το μόνο που του μιλούσαν ήταν για εξέγερση, τον έσπρωχναν στην αλαζονία κι εκείνος αισθανόταν μόνο την υπέρτατη ανάγκη για λησμονιά και γαλήνη. Να νανουριστεί, να αποκοιμηθεί, να ονειρευτεί ότι ήταν απόλυτα ευτυχής, ότι ο κόσμος θα τα κατάφερνε, θα την έκτιζε την πόλη της Δημοκρατίας στην οποία ήθελε να ζήσει. Αυτό ήταν το διάλειμμά του, το έργο στο οποίο αιώνια επανερχόταν τις ελεύθερες ώρες του. Δε διάβαζε πια πέρα από τις ανάγκες της διδασκαλίας. Ανέβαινε την οδό Σεν Ζάκ μέχρι τα εξωτερικά βουλεβάρτα, έκανε μια μεγάλη βόλτα κάπου κάπου, επέστρεφε από την πύλη της Ιταλίας. Και σ' όλη τη διάρκεια της διαδρομής, με τα μάτια καρφωμένα στο καρτιέ Μουφτάρ που απλωνόταν στα πόδια του, θέσπιζε ηθικές αξίες, ανθρωπιστικά νομοσχέδια, που θα μετάλλαζαν αυτή την πόλη που υπέφερε σε μια πόλη μακαριότητας.

Το στομάχι του Παρισιού, Εμιλ Ζολά

Στη φωτογραφία η Brignoles


* * * * * * *