31.7.06

Αύριο.


...μα το σημάδι στο λαιμό μου
απ τα φιλιά σου...

Σήμερα γνώρισα ανθρώπους που όταν κάτι δεν τους αρέσει στη ζωή τους, απλά σταματούν να το κάνουν. Παραιτούνται απο "καλή" δουλειά, παρατάνε "κακή" σχέση. Και προχωράνε μπροστά.
Φαίνεται τόσο φυσικό όταν το ακούς απο άλλους. Και τόσο δύσκολο όταν πρόκειται για σένα...

Όμως πάλι, κοίτα τι γίνεται τώρα...
Έρχεται η ώρα και για σένα, που μόνο μπροστά έχει, ούτε πίσω, ούτε στα ίδια.
Και τότε φαίνεται τόσο εύκολο, ακριβώς γιατί πρόκειται για τη δική σου ζωή.

Μόνο μπροστά.


* * * * * * *

30.7.06

ενός λεπτού σιγή

Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν' ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,
κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;


(Το ποίημα του κυρίου Ντίνου Χριστιανόπουλου,

η φωτό απο την ταινία "Girl with a Pearl Earring", απο το ομώνυμο βιβλίο της Tracy Chevalier, απο τον ομώνυμο πίνακα του Vermeer).




* * * * * * *

27.7.06

χαμένη στους αριθμούς

Για μήνες μετά ξυπνούσα τη νύχτα από τις φωνές μου. Και αυτό ήταν πραγματικά περίεργο για μένα, που ως τότε δεν έβλεπα ποτέ εφιάλτες.

Και δεν ήταν ακριβώς εφιάλτες, δεν είχαν εικόνες κι εξέλιξη. Ήταν περισσότερο σαν ένα βαρύ πάπλωμα που με πλάκωνε, σαν ένας βρόγχος που μου έκλεινε το λαιμό και δεν με άφηνε να αναπνεύσω.

* * * * * * *

Δεν μπορούσε να χωνέψει το παιδικό μου μυαλό ότι η ζωή μου είχε πάρει πια ένα δρόμο, ένα 8ωρο, ένα 5νθήμερο, ένα πρωινό ξύπνημα, μια υποχρεωτική καθημερινή ευγενική καλημέρα, μια υποχρεωτική κοινωνικότητα και συνέπεια, ένα σωρό ξένα στην μέχρι τότε ανέμελη ζωή μου.
Κι όλα αυτά για πάντα.

Αυτό ήταν το πρώτο σχοινί.
Αυτό το για πάντα, ήταν που δε χωρούσε στο μυαλό μου. Ένιωσα πως οι πόρτες στη ζωή μου έκλεισαν, οι επιλογές εξαντλήθηκαν πριν αρχίσουν, το μέλλον μου προδιαγράφηκε τουλάχιστον για τα επόμενα 30 χρόνια-νούμερο αστρονομικό στο μυαλό μιας 20άχρονης.
Οτιδήποτε έκανα πια θα είχε σχέση με τη δουλειά μου και τους περιορισμούς που μου επέβαλλε.

Το δεύτερο σχοινί ήταν οι άνθρωποι.
Γιατί δεν ήταν πρόβλημα η ποσότητα και το είδος της δουλειάς, όχι. Το πρόβλημα ήταν η συνύπαρξη με τους ανθρώπους. Ήταν μεγάλο ωρίμασμα για μένα αυτό, να μάθω να τα βγάζω πέρα με τους Ανθρώπους*. Όχι γιατί δεν μπορούσα, αλλά γιατί δεν ήθελα γιατί αυτό με στρίμωχνε.

Και ξαφνικά μετά από 19 χρόνια ήρθε η ανάγκη να πάω στον ίδιο χώρο ξανά.
Να με δω ξανά εκεί μέσα μικρή και φοβισμένη και ν ανακαλύψω με τρόμο ότι είμαι πια μεγάλη και ακόμη φοβισμένη.

* * * * * * *

Βογγούσα, πάλευα ν αναδυθώ, να ξεκολλήσω, μέχρι που ξυπνούσα από την ίδια μου τη φωνή.
Πάμε ξανά.
Βογγάω, παλεύω ν αναδυθώ, να ξεκολλήσω, μέχρι που ξυπνάω από την ίδια μου τη φωνή.


* Το Α εδώ δεν είναι τιμητικό αλλά αγριευτικό...



* * * * * * *

25.7.06

αυτό που θέλω να σου πω

Σαν άσχημο χηνόπουλο που τραμπαλίζεται και ονειρεύεται να πετάξει, νιώθω όταν είμαι μακριά σου.

Οι λέξεις κλειδιά εδώ (ναι, υπάρχουν λέξεις-κλειδιά, γιατί το κείμενό μου μπορεί να μην είναι σοβαρό, τα αισθήματά μου όμως είναι..),

είναι το «ονειρεύομαι», γιατί το να ονειρεύεσαι είναι ένα κλειδί που ανοίγει την πόρτα της ζωής, και –κοίτα να δεις τι έπαθα-, εγώ το είχα χάσει προ πολλού, και ούτε καν ήθελα να ψάξω να το βρω….

Η άλλη λέξη κλειδί είναι το «όταν» (είμαι μακριά σου), γιατί όταν (είμαι κοντά σου), -κοίτα να δεις τι γίνεται πάλι!-, πετάω, και τα κλειδιά τα πετάω και τα όνειρα, και ζω.




* * * * * * *

23.7.06

fast forward


Έχω μπροστά μου δυό δύσκολα. Δύσκολα, όχι όμως αδύνατα. Αδύνατα να τα αποφύγω, ναι.
Και δεν τα έχω ξανακάνει ποτέ. Αλλά πρέπει να γίνουν. Είναι μέσα στο δρόμο μου για να πάω παραπέρα.
Μπορώ. Φοβάμαι.
Όμως δεν έχω επιλογή, θα γίνουν. Είναι απλά θέμα χρόνου.


Έχω μπροστά μου μια εβδομάδα δύσκολη. Δέκα μέρες, ίσως.
Αλλά έχω επίσης και μια ζωή, δική μου εντελώς. Χρωματιστή ή ασπρόμαυρη δεν με νοιάζει. Μου αρκεί που είναι ζωή και που είναι δική μου.

Σταυρώνω τα δάχτυλα και προχωρώ.



* * * * * * *

20.7.06

δεν ξέρω τι του ζηλεύω πιο πολύ


Όταν γελάς, δεν ξέρω αν γελάς ή αν κλαις. Όμως δεν έχω δει τίποτα ομορφότερο στη ζωή μου.
Έχει τόση εγκατάλειψη στη χαρά αυτό το γέλιο σου, που με τρομάζει. Και τότε δεν ξέρω ποιο απ τα δύο, αν θέλω να κλάψω ή να γελάσω κι εγώ.
Ξέρω όμως ότι δεν θέλω τίποτα λιγότερο από γνησιότητα στη ζωή μου, πια.

Όλα τα ποιήματα του κόσμου θέλω να σου γράψω. Κι όλα τα γεμιστά του κόσμου να σου μαγειρέψω. Για να γελάς, και να μάθεις να κλαις, ξανά.
Και να ζούμε.

(Η φωτό απο την ταινία "σαμουράι λυκόφως".
Τα γεμιστά με κιμά).


* * * * * * *

19.7.06

the constant Life


Ονειρεύτηκα οτι είχα κλεισμένα σφιχτά τα μάτια μου.
Σε κρατούσα σφιχτά απο τη μέση. Είχα κολήσει το πρόσωπό μου στην πλάτη σου, ζαλισμένη απο τη μυρωδιά σου.
Ένιωθα τη μηχανή να γέρνει, να γέρνει αριστερά, πολύ, υπερβολικά, σαν αεροπλάνο που θα έστριβε. Σκέφτηκα θα πέσουμε, θα πέσουμε, θα πέσουμε, δεν πέφτουμε, δεν πέσαμε, δεν πέφτουμε...
Δεν θ΄ανοίξω τα μάτια, δεν με νοιάζει, είναι καλά εδώ, αυτό θέλω. Κι ας πέσουμε, δεν πειράζει. Αυτό, τώρα, αξίζει τον κόπο, έτσι το θέλησα.

Μα δεν πέσαμε. Ξύπνησα και ήσουν δίπλα, ακόμη.

* * * * * * *

16.7.06

just my luck!


Σήμερα, από το πρωί, πετάω. Πετάω και κάνω χώρο.

Θέλω να ξεχάσω τις λέξεις τίμημα και αξίζει τον κόπο, τις υπομονή και κουράγιο, το ποτέ και το πάντα. Καμία συμφωνία, καμιά. Μόνο ζωή, κανονική.

Αν η ζωή είναι αλλού, εγώ θα πάω στο αλλού να την ζήσω.
Και, κοίτα πόσο περίεργο… Αυτό δεν χρειάζεται να το αποφασίσεις. Γίνεται από μόνο του…

Σήμερα από το πρωί πετάω. Χα, μα ναι, και πετάω και πετάω. Πετάω και γίνομαι ελαφρύτερη, και τότε πετάω ακόμη καλύτερα!

Πετάω σπασμένα γλειφιτζούρια καρδούλες από έναν βαλεντίνο προπέρσινο, πετάω ροζ μπουμπουκια μπουμπουνιέρας σκονισμένα. Πετάω χαρτιά και σημειώσεις. Κάνω χώρο.

Κρατάω μόνο τα δύο καρέ απ’ το φιλμ.
Εκεί όπου αυτός της λέει, δεν την θέλω (την τύχη μου) κράτα την εσύ.
Κι αυτή του λέει, είσαι τρελός? (νομίζεις ότι εγώ την θέλω, χωρίς εσένα?).


* * * * * * *

11.7.06

the lake house



Μεσ’ τα γαλήνια μάτια του βλέπω

το μέλλον του ολόκληρο και το παρόν μου.


(Εμπειρίκος & εμπειρικώς)


* * * * * * *

9.7.06

λογισμοί ηδονής...


Υπάρχουν χέρια που μοιάζουνε με άνθη
τα δάχτυλά τους ψαύουν κι ευωδιάζουν..


(οι στίχοι του κυρίου Εμπειρίκου-περίπου,
το γλυπτό του κυρίου Canova-εντελώς,
μα
τα χέρια δικά μας και δικά μας.
Ωραία.)



* * * * * * *

7.7.06

少しカーネーション


Τελικά, θα τα καταφέρω να σου αποδείξω οτι δεν αξίζω τον κόπο...


* * * * * * *

Να καίγετ' η καρδιά μου

Η ζωή είναι αληθινή μόνο τότε, όταν εγώ είμαι.


Ο Georges Ivanovich Gurdjieff γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1872 στην Αρμενία.
Μεγάλωσε στο Kars, ταξίδεψε στην Κεντρική Ασία, την Αίγυπτο και τη Ρώμη, δίδαξε στην Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη (1913), γύρισε ξανά στον Καύκασο, περπάτησε από την Τιφλίδα στο Βατούμ, και κατέληξε στην Πόλη.
Tαξίδεψε στην Ευρώπη (1921) διδάσκοντας στο Βερολίνο, στο Λονδίνο, και στο Παρίσι.
Το 1924 σώθηκε από (θαύμα) αυτοκινητιστικό ατύχημα, και
πέθανε στις 29.10.1949 στο Neuilly της Γαλλίας.

Η ταινία «συναντήσεις με αξιοσημείωτους ανθρώπους» (1979) του Peter Brooks I, περιγράφει μια περίοδο της ζωής του κατά την οποία μάχεται να βρει τον εαυτό του, και παρακολουθεί την πορεία του προς την φώτιση και την εσωτερική ανάπτυξη.
Αρχίζοντας με την παιδική του ηλικία, τον ακολουθεί μέσα στην Κεντρική Ασία, να ανακαλύπτει νέα επίπεδα πνευματικότητας μέσω της μουσικής, του χορού και στενών επαφών με το θάνατο.
Εξερευνά φιλοσοφία, θρησκείες, επιστήμη, πνευματικότητα και τελικά, βρίσκει το δρόμο του και κάνει ειρήνη με τον εαυτό του.

* * * * * * * * * * * * * * * * * * * *


Αυτοαποκαλούνταν «δάσκαλος χορού».
Η διδασκαλία που έφερε στη Δύση από τις εμπειρίες του και τα νεανικά του ταξίδια, περιέχει την αλήθεια που βρήκε στις αρχαίες θρησκείες και διδασκαλίες, για την απόκτηση συνειδητότητας στην καθημερινή ζωή και την θέση του ατόμου στο σύμπαν.

Ποιόν διδάσκω? Ανθρώπους που ακούνε τον εαυτό τους…

Ζούμε όλη τη ζωή μας κοιμώμενοι, μπορούμε όμως να πετύχουμε υψηλότερα επίπεδα συνειδητότητας. Αν έχουμε καθημερινά όλο και περισσότερη συναίσθηση του εαυτού μας, τότε θα αντικρύσουμε έναν άλλο, φρέσκο τρόπο ζωής.

Η ικανότητα του να είσαι παρών πιο συχνά (αντί να είσαι απών, όπως είμαστε συνήθως) δεν γίνεται αυτόματα, αλλά απαιτεί δουλειά πάνω στον εαυτό μας, αρχικά με τη βοήθεια ενός δασκάλου.

Αυτή η παρουσία του καθενός στον εαυτό του, είναι η αρχή μια διαδικασίας, που σκοπό έχει να οδηγήσει σε ολική μεταμόρφωση της ανθρώπινης φύσης, να γίνει ο καθένας ένα συνειδητοποιημένο κομμάτι του σύμπαντος.

Δίδαξε τρόπους για την ενεργοποίηση της προσοχής σε απλά πράγματα αρχικά, όπως το περπάτημα, η ομιλία, το κάθισμα κλπ, ώστε σταδιακά να έρθει η γενικότερη συνειδητότητα, (αντί να περνάμε τη ζωή χαμένοι μέσα στα όνειρα).

Για να δημιουργηθούν οι συνθήκες όπου η συνειδητότητα θα γίνει πιο έντονη, δίδαξε ιερούς χορούς και «κινήσεις», και άφησε πίσω του μια μουσική που διδάχτηκε από επισκέψεις σε μακρινά μοναστήρια, την οποία έγραψε στο πιάνο ένας από τους μαθητές του.

Χρησιμοποιούσε το «stop» για να διδάξει τους μαθητές του. Ξαφνικά και χωρίς ειδοποίηση, ένα προκαθορισμένο σήμα δινόταν, και όλοι έπρεπε να παγώσουν στη θέση και τη στάση που βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή. Έτσι ο καθένας μπορούσε να παρατηρήσει τις συνήθειές του, τις τάσεις του και τις σκέψεις του, ώστε να δυναμώσει η ικανότητα να αυτό-παρατηρεί και να θυμάται τον εαυτό του. Με ένα επόμενο σήμα, η κίνηση συνεχιζόταν.

Ήταν δάσκαλος (και) της Pamela Lyndon Travers (9.8.1899-23.4.1996), και μπορούμε να δούμε την επιρροή και τις ιδέες του σε πολλά από τα βιβλία της, ανάμεσα στα οποία και στον χαρακτήρα της Mary Poppins.

Και έλεγε επίσης ότι
τίποτα δεν δείχνει έναν άνθρωπο πιο καθαρά, όσο η συμπεριφορά του απέναντι στα χρήματα.
Ο άνθρωπος δεν θέλει να πληρώνει για τίποτα. Και πάνω απ όλα, δεν θέλει να πληρώνει ούτε γι αυτά που είναι τα πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή του.



* * * * * * *

6.7.06

"Sayat Nova"


Ο Sergei Parajanov (ή Sargis Hovsepi Parajanyan , 9.1.1924-20.7.1990) γεννήθηκε στην Τιφλίδα της Γεωργίας σε οικογένεια Αρμενίων. Όλο του το έργο καθρεφτίζει τον ξεχωριστό πολιτισμό του Καυκάσου όπου μεγάλωσε.

Η πρώτη του δουλειά ήταν τo shadows of Forgotten Ancestors (1964), με το οποίο κέρδισε αμέσως διεθνή αναγνώριση για τα πλούσια κουστούμια και χρώματά του. Μα το μεγαλύτερο έργο του, το «Sayat Nova» ή «το χρώμα των Ροδιών» (1968), απαγορεύτηκε στην USSR γιατί θεωρήθηκε ότι προάγει την ομοφυλοφυλία και τον εθνικισμό. Ο σκηνοθέτης καταδικάστηκε για 5 χρόνια σε στρατόπεδο εργασίας, παρά τις αντιδράσεις διάσημων καλλιτεχνών, συγγραφέων και κινηματογραφιστών (όπως του Λουί Αραγκόν).
Για πολλά χρόνια μετά, του απαγορεύτηκε η δημιουργία ταινιών, πρόλαβε όμως να κάνει άλλες δύο μέχρι το θάνατό του από καρκίνο, στο Yerevan της Αρμενίας το 1990.



*******************

Έχει πάνω από δέκα χρόνια που έπεσα πάνω σ αυτή την ταινία.
Το πώς δεν το θυμάμαι πια. Ήταν ο καιρός που έγραφα στο βίντεο κι έβλεπα σιδερώνοντας.
Αυτή η ταινία ήταν κατάλληλη για σιδέρωμα.
Θα πω ψέματα αν πω ότι κατάλαβα κάτι περισσότερο απ αυτά που έβλεπα, εκτός από το ότι ήταν ένα καλλιτέχνημα.

Σκηνές σαν πίνακες ζωγραφισμένες, που στέκονταν μπροστά σου όση ώρα χρειάζονταν τα μάτια σου για να τις χορτάσουν. Χρώματα έντονα, υφάσματα βαριά και κεντημένα, τοίχοι γδαρμένοι, πουλιά. Ένα βυσσινί, σαν αίμα παλιό κι ένα κίτρινο ξεβαμμένο. Μια φωνή να αφηγείται που και που.
Και ο Ποιητής, με Π κεφαλαίο. Αυτά.

Πολύ κορόιδεμα έφαγα γιαυτή την ταινία. Για «τις αρμένικες ταινίες που βλέπεις» και «πες μας, τι κατάλαβες απ όλα αυτά?».

Τίποτε δεν κατάλαβα. Εκτός από ένα. Πως η ομορφιά μπορεί να έρθει από εκεί που δεν την περιμένεις, με μέσα που δεν συνηθίζονται, σε ώρες αταίριαστες. Αλλά δεν θα περάσει απαρατήρητη.


******************

Ένα από τα κινηματογραφικά αριστουργήματα του 20ου αιώνα, η ταινία του Sergei Parajanov «Το χρώμα των Ροδιών».
Είναι η βιογραφία του Αρμένιου τροβαδούρου Sayat Nova (King of Song) που ξεδιπλώνει τη ζωή του ποιητή περισσότερο μέσα από την ποίησή του, παρά με τον παραδοσιακό αφηγηματικό τρόπο.

Παρακολουθούμε τον ποιητή παιδί, να μεγαλώνει και να ερωτεύεται, να μπαίνει σε μοναστήρι και να πεθαίνει.
Η Sofiko Chiaureli παίζει 6 ρόλους, ανδρικούς και γυναικείους και ο Sergei Parajanov γράφει, σκηνοθετεί, επεξεργάζεται, χορογραφεί, φτιάχνει τα κουστούμια, σχεδιάζει και διακοσμεί κάθε πτυχή αυτής της επαναστατικής δουλειάς, με την απουσία κάθε είδους διαλόγου ή κίνησης της κάμερας.


"Βασιλιάς των Τραγουδιών" είναι το όνομα που δόθηκε στον Harutyun Sahakyan (1712-1795), που γεννήθηκε και μεγάλωσε σ ένα χωριό δίπλα στην Τιφλίδα της Γεωργίας, εκπαιδεύτηκε στην ποίηση, το τραγούδι και το παίξιμο του kamanchen, ήταν δικαστής και διπλωμάτης, βοήθησε στην εκεχειρία ανάμεσα στη Γεωργία, την Αρμενία και την Περσική Αυτοκρατορία, έχασε τη θέση του στο δικαστήριο όταν ερωτεύτηκε την κόρη του βασιλιά, και πέρασε την υπόλοιπη ζωή του σαν πλανόδιος βάρδος.

Πάνω από 220 τραγούδια αποδίδονται σ αυτόν, τα οποία τραγουδιούνται ακόμη έως σήμερα στην Αρμενία.

Η ταινία του Sergei Parajanov ακολουθεί τη ζωή του από την παιδική ηλικία, «τις μέρες που έβαφαν το μαλλί», μέχρι την είσοδό του στο μοναστήρι. Ωστόσο δεν είναι ακριβής βιογραφία, όσο μια σειρά από ταμπλώ αρμένικων ενδυμασιών, χειροτεχνημάτων κεντημάτων και θρησκευτικών τελετών, διανθισμένα με σκηνές από τη ζωή του Ποιητή και απαγγελία στίχων του.

Στην Ευρώπη βγήκε με τον τίτλο «το χρώμα των Ροδιών», θεωρήθηκε αριστούργημα από τους Federico Fellini, Jean-Luc Godard και Michelangelo Antonioni, είχε τη 10η θέση στα Cahier Du Cinema το 1982, και θεωρείται απο τις 100 καλύτερες ταινίες.

Εδώ, μια σειρά κριτικές για τον σκηνοθέτη.

Το Μουσείο Parajanov στο Yerevan.

Στην πρώτη φωτογραφία, το μνημείο του Sayat Nova, μπροστά στην ομώνυμη Σχολή Μουσικής στο Yerevan.

* * * * * * *

5.7.06

The Bride


Πότε επιτέλους θα ξεφοβηθεί αυτό το λιοντάρι? Πότε?
Χρόνια τώρα το περιμένω να εμφανιστεί με το ξίφος και σαν το σοκολάτα καρνέισον να με κάνει περήφανη…
Ότι υπάρχει το ξέρω, το ακούω, μου μιλάει.
Το λέει και το παραμύθι.
Ο μπαμπάς μου το έβλεπε κιόλας.
Μα, ψέματα είναι? ψέματα?
Ξυπνάει μόνο στον ύπνο μου, δεν μπορέσαμε μ άλλο τρόπο να συναντηθούμε…

Όλο εκπτώσεις, εκπτώσεις και υπομονή. Κι ο βασιλιάς της ζούγκλας που είναι? (αφού τη ζούγκλα την έχουμε, σου λέω…).

Δίνει κάτι μάχες μικρές, χαζές, δικές του, προσωπικές, σαν τον Δον Κιχώτη πολεμάει με τους δικούς του ανεμόμυλους και μπερδεύεται στα σύννεφα…

Ω, ναι, όμως είναι και κάτι που πρέπει να του αναγνωρίσω. Στα πραγματικά δύσκολα, στις πληγές του σώματος και στο θάνατο ήταν εντελώς παρών, όχι μόνο δε λύγισε, μα χαμογελούσε κιόλας.
Όχι, δεν είναι αυτά τα δύσκολα του λιονταριού μου, όχι.
Οι άνθρωποι είναι, οι άνθρωποι.
Τους φοβάται πολύ, πάρα πολύ, ψάχνει να βρει τρύπα να χώσει το κεφάλι του όταν τους βλέπει, νιώθει στρουθοκάμηλος και μαλάκας μαζί…
Άμα δεις τα ματάκια του πως γεμίζουν δάκρυα όταν φοβάται, θα ντραπείς κι εσύ για λογαριασμό του.

(η αφορμή του γλαφυρότατου και ντροπιαστικού ποστ, είναι επαγγελματική, και δε βρήκα καλύτερο τρόπο να το κάνω να εμφανιστεί, παρά την ομοιοπαθητική, να το ρεζιλέψω περισσότερο…)

* * * * * * *

4.7.06

endless


Μια μέρα μετά την Καθαρή Δευτέρα.
Μόλις είχαμε κλείσει ένα χρόνο μαζί. Μετά τον επεισοδιακό χωρισμό λίγο πριν κλείσουμε χρόνο, η επανασύνδεση ήταν επίσης θυελλώδης.
Έξη μήνες πριν πιάσω δουλειά-για πάντα.

Ο Γιώργος έμενε σε μια γκαρσονιέρα στην Καλλιθέα.
Είκοσι χρόνια και βλέπω μπροστά μου ακόμα το φως που έμπαινε από το παράθυρο πάνω στο γραφείο του.
Την ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο παταράκι όπου κοιμηθήκαμε στρωματσάδα. Μυρίζω το ξύλο, μυρίζω τον στεγνό αέρα της Αθήνας.

Παρατήσαμε στα ξαφνικά την Πάτρα με το καρναβάλι, τους γνωστούς των γνωστών και τις γνωριμίες, και κάναμε την τρέλα για την οποία είχαμε φύγει εξαρχής από τα σπίτια μας στη Θεσσαλονίκη: πήγαμε στο σπίτι του στην Αθήνα, εμείς κι εκείνοι οι δύο (ο Γιώργος και η Α., παλιότερο ζευγάρι από μας), τέσσερις επαναστάτες της δεκάρας…

Πριν φτάσω στο φιλί, να πω για τα φασόλια πιάζ?
Δεν θυμάμαι πια τη σειρά…
Θυμάμαι τον ελληνικό καφέ που χύθηκε γιατί φιλιόμασταν και δεν προλάβαμε να διακόψουμε εγκαίρως-ποτέ δεν προλαβαίναμε, θυμάσαι? πόσους καφέδες έχουμε χύσει… Θυμάμαι το κρεμμυδάκι πράσινο πάνω στα άσπρα φασόλια, χαρά οφθαλμών επίσης, εκτός από ουρανίσκου. Θυμάμαι τους άδειους δρόμους και το χλιαρό αεράκι που φυσούσε, κι εμένα να λέω τι όμορφη, μα τι όμορφη η Αθήνα σας, και ο Γιώργος να γελάει, για την λάθος εικόνα στα μάτια των επαρχιωτών. Μια Αθήνα άδεια, καθαρή και γαλάζια-όπως την λένε τα ποιήματα!

Που ο κύριος σταμάτησε και περίμενε να τελειώσουμε το φιλί μας στη μέση του δρόμου, ξεχνιέται ποτέ? Όταν ανοίξαμε τα μάτια, υποψιασμένοι από τα πνιχτά γέλια των φίλων μας και κοιτάξαμε γύρω μας ζαλισμένοι, ο κύριος οδηγός χαμογέλασε και μας έκανε νόημα, αγαπηθείτε με την ησυχία σας, αυτό έχει σημασία, εγώ περιμένω…

Αθήνα, κάπου κοντά στην πλατεία της Μητρόπολης.
Φεβρουάριος 1987.

(ο πίνακας του Mike Klung)

* * * * * * *

2.7.06

sense and sensibility, daily


Πολλοί (γιαπωνέζοι) οδηγοί βγάζουν τα "βρώμικα" παπούτσια τους πριν μπουν στο αυτοκίνητο, και φορούν άλλα, "καθαρά" μέσα, ξεχνώντας μερικές φορές τα άλλα έξω, στο πάρκιγκ ...

(άλλο ένα θ α υ μ ά σ ι ο World City Daily Photo Blog, απο την πόλη Kitakami στην Βόρεια Ιαπωνία)

1.7.06

χωρίς ρεύμα


Καυτερές πιπεριές, λεμόνι κι ένα κομμάτι κάρβουνο, το φυλακτό για καλή τύχη που κρεμούν οι Ινδοί στα σπίτια και τα αυτοκίνητά τους, ολόφρεσκο κάθε Σάββατο, για να τους προφυλάσσει από το κακό.

(Μετάφραση από το Μumbai India, ένα από τα 99 World City Daily Photo blogs , γιατί η ζωή είναι παντού...)

* * * * * * *

σαββατομουρμούρα

Κοιτάζω τα χέρια μου και δεν τα αναγνωρίζω. Τα παρακαλάω, άνοιξε τα δαχτυλάκια, πιάσε το ποντίκι, κάνε κάτι, γράψε. Όμως τίποτα. Σωριασμένο το κεφάλι επάνω στην καρέκλα και τα μάτια κλειστά. Όλα μια άρνηση. Το σώμα μου αρνείται να ζήσει.

Εδώ και μερικά χρόνια, τα άκρα μου αρνούνται να με υπακούσουν. Με το ζόρι σπρώχνω τα πόδια μου να με σηκώσουν, να χέρια μου να πεταλουδίσουν.
Το μυαλό προσπαθεί, δίνει οδηγίες, πάτα τα πλήκτρα, άνοιξε παράθυρα, θα ξεχαστείς, θα δεις, άκου με. Μερικές μέρες όμως τα χέρια είναι κομμένα από τους ώμους, ανημποριά στο μεγαλείο της.

Χαιδεύω το ένα με το άλλο, το ένα χέρι τρίβει τα δάχτυλα του άλλου, το μαλάζει, το πατάει, το πιέζει, και τότε δεν ξέρω ποιο χέρι είμαι εγώ, αυτό που χαιδεύει το ξένο κούτσουρο, ή το κούτσουρο που γεμίζει γλύκα και ανακούφιση από το ευχάριστο άγγιγμα?

Το πιο δύσκολο είναι τις μέρες που και το μυαλό θολώνει και αρνείται να σκεφτεί, θέλει μόνο ύπνο, να κλείσει τις πόρτες, να σταματήσει το χρόνο, τις μηχανές όλα.

Ο γιατρός είπε φύγε, δεν έχεις τίποτα, και του απάντησα δεν είστε καλός γιατρός, αφού δεν βρίσκετε τι έχω, γιατί κάτι έχω. Κι αυτός επειδή είναι αγαπημένος μου, είπε φύγε, θα σε δείρω, στο μυαλό σου είναι όλα, βγάλτα, μπορείς.

Παρουσιάστηκε σε μια φάση της ζωής μου που ένιωσα (για πρώτη φορά άραγε?) την ανημποριά, ότι είναι πράγματα που δεν μπορεί να έχεις λόγο επάνω τους, εξελίσσονται ερήμην σου αλλά τα λούζεσαι. Καλό ήταν, δε λέω. Ήταν προπάντων αληθινά, η ζωή. Και το λούσιμο ήταν καθαριστικό και ζωογόνο. Και θανατηφόρο μαζί. Όπως όλα.
Δεν μπόρεσα να μάθω, φάινεται. Όσο κι αν λέω ότι τα κατάφερα, ότι «και η εγώ είναι μια χαρά», έρχεται αυτή η άρνηση του σώματος να φανερώσει τις δυό τρομάρες.

Δεν είναι συνέχει όμως έτσι. Είναι μόνο (μόνο?) το πρωινό σήκωμα, να πρέπει ν ανοίξεις τα μάτια σου και να σηκωθείς, γιατί, πάλι? πάλι?
Και το βράδι νωρίς, όταν το κρεβάτι γίνεται ανακούφιση και σε φωνάζει, όπου κι αν είσαι, σου λείπει, τρέχεις, σωριάζεσαι, οι διακόπτες κλείνουν, αρκετά.

* * * * * * * * * *

Πέρασε. Ευτυχώς. Πάλι. Αύριο.



* * * * * * *