14.12.15

Il Visconte dimezzato

...θα μάθεις να πονάς για τα βάσανα όλου του κόσμου και να γιατρεύεις το δικό σου πόνο ανακουφίζοντας το δικό τους. 

Μα τι ωραίο βιβλίο, τι ωραία εισαγωγή στον κόσμο του Καλβίνο-είναι το πρώτο του βιβλίο που διαβάζω.
Η υπόθεση είναι ένας συμβολισμός, ένα παραμύθι για το καλό και το κακό που έχουμε όλοι μέσα μας.

Μια παρατήρηση (*) για την μετάφραση του τίτλου: το Ο διχασμένος υποκομης, των εκδόσεων Οδυσσέας (μετάφραση Ρούλας Στράτου) δεν αποδίδει την υπόθεση του βιβλίου με τόση ακρίβεια όσο το Ο διχοτομημένος υποκόμης, των εκδόσεων Καστανιώτη (μετάφραση Θεόδωρου Ιωαννίδη).

(*) η οποία ίσως είναι άνευ ουσίας, αφού το βιβλίο κυκλοφορεί μόνο στις εκδόσεις Καστανιώτη

9.12.15

η γραφή του κόσμου

Η ιστορία (ή μήπως να πούμε Οι τρεις ιστορίες; ή, η Ιστορία;)
Το βιβλίο αποτελείται από τρεις ιστορίες που, ενώ αρχικά φαίνονται άσχετες μεταξύ τους, μετά το τέλος της ανάγνωσης (κι αν μπεις στον κόπο να συνδυάσεις ημερομηνίες) αποκαλύπτεται η σύνδεσή τους.
Οι χρονικές περίοδοι κατά τις οποίες έζησαν οι τρεις ήρωες, υπερκαλύπτουν κατά μερικές δεκαετίες η μία την άλλη: ο Λέανδρος (534-600μχ) (της δεύτερης αφήγησης) γεννήθηκε περίπου πενήντα χρόνια πριν πεθάνει ο Μάρκος Αυρήλιος Κασσιόδωρος (485-580μχ) (της πρώτης αφήγησης), ενώ η Θεολίνδα (573-627μχ) (της τρίτης αφήγησης) γεννιέται στην μέση της ζωής του Λέανδρου.

Τοπικά: και οι τρεις αφηγήσεις εξελίσσονται στην Ιταλία.
Είναι λοιπόν τόσο πιθανο, όσο και απίθανο, οι τρεις ήρωες να είχαν κάπου συναντηθεί.

Ο χρόνος (ή, η ανθρώπινη ζωή, ω έχει όρια)
Το να βλέπεις με τα μάτια σου τα δέντρα να μεγαλώνουν, σημαίνει ότι ανακαλύπτεις το εύρος του χρόνου και τη δική σου διάρκεια.

Το βιβλίο ξεκινάει βρίσκοντας τον Μάρκο Αυρήλιο Κασσιόδωρο πενηντατεσσάρων χρονών, στη μέση της ζωής του, να αναρωτιέται για το νόημα της ζωής του, καθώς ήταν ένας άνθρωπος σκεπτόμενος και μορφωμένος αλλά τον πήρε μπάλλα η ζωή (και η πολιτική) κι έτσι τα χρόνια πέρασαν χωρίς να έχει αφήσει κάποιο σημάδι πίσω του.
Ο Λέανδρος, εμφανίζεται μόνο κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στην Ιταλία στο οποίο όμως κι αυτός κάνει παρόμοιες σκέψεις και αμφισβητεί τον δρόμο που έχει πάρει στη ζωή του.
Την Θεολίνδα (Θεοδολίνδα, όπως είναι το κανονικό της όνομα) την ακολουθούμε για όλη της τη ζωή και είμαστε παρόντες στις τελευταίες σκέψεις της:  Ποιά ήταν η πηγή τόσης ξοδεμένης ενέργειας, ποιός ο σκοπός; Η μοίρα του ανθρώπου σήμαινε κάτι περισσότερο από τη μοίρα ενός ζώου των αγρών;

Και οι τρεις, λοιπόν, νιώθουν επάνω τους το βάρος του χρόνου-που είναι λίγος. Και τους απασχολεί, όπως τον κάθε Άνθρωπο, σε κάθε Εποχή, για το σημάδι που θα αφήσουν, αν αφήσουν, που θέλουν να αφήσουν, στο (σύντομο, κατ΄αυτούς) πέρασμά τους από τη γη.

Τα βιβλία (α, πάντα τα βιβλία)
είναι ένα άλλο σημείο όπου συνδέονται οι τρεις ιστορίες του βιβλίου.

Σε μια εποχή που σχεδόν επικράτησε η άποψη (του Βενέδικτου της Νουρσίας) ότι αρκούν μόνο τα ιερά κείμενα κι όλα τα υπόλοιπα γραπτά κείμενα που υπήρχαν ως τότε πρέπει να παραμεριστούν, ο Κασσιόδωρος δεν μπορούσε να πιστέψει ότι η πανανθρώπινη βιβλιοθήκη ήταν καταδικασμένη στη λησμονιά. Διαμορφώσε λοιπόν τα πατρογονικά του κτήματα στο Σκυλάκιο της Νότιας Ιταλίας σε ένα μοναστήρι-αντιγραφείο-βιβλιοθήκη, το επονομαζόμενο Βιβάριο, όπου διέσωσε όλη την μέχρι τότε καταγεγραμμένη γνώση, ενώ ταυτόχρονα έγραφε σε μακρινούς αλληλογράφους, στη Γαλατία ή στη Βόρεια Αφρική για έργα που του έλειπαν και ζητούσε να τα αναζητήσουν για λογαριασμό του.
Ο Λέανδρος εξ Ισπαλίδας, επίσκοπος Σεβίλλης γεννημένος στην Καρθαγένη, επισκεύθηκε λίγα χρόνια αργότερα το παραπάνω μοναστήρι, γεμάτος δέος, καθότι είχε έναν αδελφό, τον Ισίδωρο (μετέπειτα Άγιο Ισίδωρο, επίσης επίσκοπο Σεβίλλης) που από μικρός διάβαζε τα πάντα, ότι έβρισκε, και αργότερα αφιέρωσε χρόνια για να συντάξει τις Ετυμολογίες-την πρώτη εγκυκλοπαίδεια που επινοήθηκε ποτέ. 
Μικρέ αδελφέ, πώς να μη σου δώσει κανείς τα πάντα;
Η Θεολίνδα πάλι, πριγκίπισσα ενός λαού άγριου, των Λογγοβάρδων, μεγάλωσε νομίζοντας πως ένα βιβλίο μόνο υπάρχει, που έχει όλες τις απαντήσεις, "Το βιβλίο" (η Βίβλος). Όμως σιγά σιγά και μόνη, οδηγήθηκε σε μια μακρόχρονη αλληλογραφία με τον πάππα Γρηγόριο Αννίκιο ο οποίος την εξύψωνε, την ωθούσε μπροστά, την τροφοδοτούσε με νέες ιδέες, που ο σύζυγός της ούτε καν υποπτευόταν, για να μη μιλήσουμε για τους ermani (τους άρχοντες), εν πάση περιπτώσει για τους περισσότερους από αυτούς, που ήταν πάντα έτοιμοι να σείσουν τις λόγχες τους αλλά πολύ σπάνια να σκεφτούν. 

Τι είναι τελικά αυτό το βιβλίο;
Ιστορικό; Ναι. Θέλει προσεκτική ανάγνωση, με σημειώσεις και σχεδιαγράμματα, η οποία στο τέλος ανταμοίβει με την αποκάλυψη μιας εποχής για την οποία, μέσα στο μυαλό μας, από τον καιρό της ιστορίας στο σχολείο, υπήρχε ένα χάος βαρβαρικών φυλών με περίεργα ονόματα: Γότθοι, Οστρογότθοι, Βησηγότθοι, Ούνοι, Λογγοβάρδοι και Γαλάτες.
Φιλοσοφικό; Ναι, ναι. Οι ήρωες αναλογίζονται συνεχώς για τη ζωή και για το θάνατο, και για Το νόημα.
Λογοτεχνία; Ναι, ναι. Καθώς διαβάζεις νιώθεις το ρυθμό της αφήγησης στ΄αυτιά σου σαν να απαγγέλεται ένα ποίημα.
Μυθοπλασία; Ναι. Το εξηγεί στο τέλος ο συγγραφέας:
Οι άνδρες και οι γυναίκες εκείνης της εποχής δεν άφηναν καθόλου ή άφηναν ελάχιστες γραπτές εξομολογήσεις. Όμως ήταν άνδρες και γυναίκες σαν εμάς, που είχαν μια παιδική ηλικία, μια ζωή, έναν θάνατο, ιδέες και συναισθήματα.

Ο τίτλος
η γραφή του κόσμου. Ακριβώς!
Ο τίτλος δίνει απολύτως το θέμα του βιβλίου. Η γραφή των αρχαίων ελλήνων, η Γραφή του χριστιανισμού, η αλληλογραφία, οι άνθρωποι που, να ορίστε, υπήρξαν (κι εδώ βλέπουμε τρεις τυχαία επελεγμένους από τον συγγραφέα αντιπροσώπους τους) και βγήκαν πέρα από την καθημερινότητά τους, αναγνώρισαν την ανάγκη να υπάρξει γραπτή παρακαταθήκη, επικοινωνία και μόρφωση, κι έβαλαν ένα λιθαράκι σ΄αυτό, έβαλαν, όμως. 
Αντιγράφω
...οι λέξεις, οι ιδέες, τα κείμενα, δεν ανήκουν σε κανέναν. Ο άνθρωπος είναι μόνο ένα όργανο γραφής....Έπρεπε να πετάξει σαν σκουπίδι την ιδιότητα του “συγγραφέα”... Καμία δημιουργία δεν είναι έργο ενός μόνο ανθρώπου, αλλά όλων... Κανείς δεν δημιουργεί: “δημιουργείται”, όπως λέμε “βρέχει”. Κανείς δεν χρειάζεται έναν συγγραφέα: χρειαζόμαστε σκέψεις και γραπτά κείμενα που να τις διαιωνίζουν...Αυτός που αποκαλούμε συγγραφέα δεν είναι παρά ένας εξυπηρετικός περαστικός. 
Χρειάζεται άραγε να ειπωθεί τίποτε άλλο;

Θαύμασα απεριόριστα τον Francois Tallandier όταν έφτασα στο τέλος του βιβλίου. Θαύμασα το εύρος της γνώσης του πάνω στην Ιστορία αλλά κυρίως τον τρόπο που βρήκε να μιλήσει γιαυτήν, μέσω τριών άσημων αλλά υπαρκτών προσώπων-θα μπορούσε να είναι έτσι ο καθένας από εμάς για κάποιον ιστορικό του μέλλοντος.



5.12.15

μια εικόνα


Μια τοσοδούλα το πρωί, το κεφαλάκι της ακόμα δεν μπορούσε να το κρατήσει όρθιο, με καλτσόν και με φουστίτσα, ήσυχη σαν κούκλα στην αγκαλιά της μαμάς της.

4.12.15

τα βάσανα


Κάθε πρωί στη γιόγκα, κοιτάζω τα ξυπόλητα ποδαράκια μου, τεντώνω τα ξερά σαν κούτσουρα και πονεμένα μονίμως από τη γυμναστική εδώ και τρεις μήνες χέρια μου, και σκέφτομαι ότι πέρασα παραπάνω από τη μισή μου ζωή υποτιμώντας αυτό το σώμα και υπερτιμώντας το μυαλό μου, αφήνοντας στην άκρη αυτό το σώμα και χρησιμοποιώντας συνέχεια και πολύ το μυαλό μου, με περηφάνια μάλιστα, με αναίδεια. Τώρα (αργά πια, αλλά έστω) παρατηρώ -και είναι για γέλια και για κλάματα-, πως το σώμα δεν είναι μόνο ένα πράγμα που σε κουβαλάει και που του ρίχνεις φαγητό, αλλά είναι ένα σωρό διαφορετικά εξαρτήματα, και το καθένα απ΄αυτά μπορείς να το παρατηρήσεις, να το ακουμπήσεις, να το μετακινήσεις, να στηριχτείς επάνω του, και κυρίως να δοκιμάσεις τι μπορεί και τι δεν μπορεί να κάνει, και πώς μπορείς να το αλλάξεις αυτό.

* O πίνακας της Maki Horanai.