31.12.07

τέλος χρόνου

Παρασκευή πρωί, ήταν αραδιασμένα στο πεζοδρόμιο κοντά στον Άγιο Αντώνιο. Νυχτερινή προσφορά σ όποιον μπορεί να τα είχε ανάγκη. Το μεσημέρι είχαν εξαφανιστεί. Άραγε τα μάζεψαν με τα σκουπίδια ή τα πήρε κάποιος για να τα χρησιμοποιήσει; (Η ερώτηση είναι ρητορική, η απάντηση δεν έχει σημασία. Το γεγονός ότι υπάρχουν άνθρωποι που μπορεί να τα χρειάζονται, αλλά και ότι υπάρχουν άνθρωποι που τους σκέφτηκαν και βγήκαν μέσα στην νύχτα να τα αραδιάσουν-αυτά είναι που έχουν σημασία). Έτσι, για να τελειώσει η χρονιά κάπως αισιόδοξα.




* * * * * * *

30.12.07

Έχει ένα φεγγάρι απόψε που μελαγχολώ

Το πρωί η Ράνια είπε πως άμα πιστεύεις στον Άγιο Βασίλη, τότε υπάρχει. Κι εκείνη διάλεξε να πιστεύει.

Δεν είχα αυτό σκοπό. Απλά άνοιξα την τηλεόραση μετά από πολύ καιρό, για να πάρω... υπερβολική δόση Χριστουγέννων-να τα χορτάσω- από καμιά ταινία, κανένα "ρεπορτάζ απ’ όλο τον κόσμο"… Κι έπεσα πάνω στην υγεία μας και πέρασα ένα θαυμάσιο Σαββατόβραδο στα μπουζούκια (ααα, ο κύριος Τερζής...!), να χαμογελώ και να τραγουδάω με τα πόδια πάνω στο καλοριφέρ και τις εφημερίδες πεταμένες ένα γύρω!

(Εγώ πάλι διάλεξα να μην πιστεύω. Και παρόλαυτά, ήρθε).




* * * * * * *

26.12.07

υπέροχη ζωή

Φέτος περάσαμε τα Χριστούγεννα με την ταινία «its a wonderful life» του Φρανκ Κάπρα.
Ήταν μια έκπληξη για μένα το ότι μπορεί μια ταινία του ‘46 να σε κάνει να κλάψεις!

Πριν τη δεις, λες μια ασπρόμαυρη ταινία, μια κλασική-για το αρχείο του μυαλού μου, μια παλιά.
Καθώς τη βλέπεις, λες εντελώς “αμερικανικό όνειρο”, μα τι αμερικανιά! Με ψεύτικο χιόνι, με φρεσκοσιδερωμένα παιδάκια με φιόγκους στα μαλλιά, με μια σύζυγο αστραφτερή που στολίζει το χριστουγεννιάτικο δέντρο φορώντας γόβες και την πόδια της κουζίνας, και περιμένει με το χαμόγελο τον κύρη να γυρίσει από τη δουλειά.
Κι ένας κακός κι ένας καλός σε σύγκρουση. Για μια ζωή. Κι ένα σωρό όνειρα στην μπάντα. Για μια ζωή.

Μπορεί να μ έπιασε το πνεύμα των Χριστουγέννων, δεν ξέρω, μα στο τέλος έμεινα μ' ένα χαμόγελο ευτυχίας και τα δάκρυα να τρέχουν-χαράς. Όλα τα παραμυθένια που συνέβησαν στην ταινία ήταν τόσο… τόσο παραμυθένια, τόσο καλοσυνάτα, τόσο χριστουγεννιάτικα, που τελικά ήταν εντελώς ανθρώπινα και αληθινά!




* * * * * * *

25.12.07

σήμερα

Έφτιαξα πρωί-πρωί τη γέμιση της…κότας. Με κιμά και κρεμμύδι, ρύζι, δαμάσκηνα και κουκουνάρι, κάστανα και λίγο χυμό πορτοκάλι. Θα τη γεμίσω και θα την ψήσω αργότερα, γιατί το χριστουγεννιάτικο γεύμα μας θα είναι… δείπνο!

Έφτιαξα και μελομακάρονα-μικρά, με τρεις πιρουνιές πάνω στο καθένα για σχέδιο. Έγιναν 80 κομμάτια-δύο φουρνιές. Τα σιρόπιασα και τα γέμισα καρύδια-για να μυρίζει το σπίτι Χριστούγεννα!

Έβαλα κι ένα πλυντήριο, και θυμήθηκα τη μαμά μου να λέει πως τέτοιες μέρες δεν κάνουν δουλειές, είναι αμαρτία, επιτρέπεται μόνο με το φαί ν’ ασχολείσαι.

Εδώ και ώρα είμαι μπροστά στον υπολογιστή με τον καφέ μου. Έχει μια θαυμάσια ησυχία, έξω και μέσα στο σπίτι. Είναι όλα γκρι και ήρεμα, μόνο το βουητό του υπολογιστή ακούγεται. Ξεκουράζω το μυαλό μου.

Όταν έχω το χρόνο και την ησυχία, έτσι, νιώθω σαν να πετάω. Είναι μάλλον που ταξιδεύει η σκέψη μου και πηγαίνω μαζί της κι εγώ. Τακτοποιώ σκέψεις που είχα αφήσει ανάκατες στα συρταράκια του μυαλού μου, δίνω σημασία σε άλλες που είχα παραμελήσει, θυμάμαι, ξεδιαλύνω. Με ξεκουράζει αυτό, κι ακόμα πιο πολύ, το χρειάζομαι. Μόνο έτσι νιώθω πως ζω, όταν με καθαρίζω από τα καθημερινά, τα εξωτερικά, τα γύρω μου, τα ξένα, βουτάω μέσα μου και με ξαναβρίσκω.




* * * * * * *

15.12.07

Σκέψεις που ξαναγυρίζουν


Θέλω να γράψω πως όλο γυρίζει στο μυαλό μου πως, τα τελευταία χρόνια οι τσοπάνηδες-στη δουλειά-έχουν γίνει σκυλιά που γαυγίζουν και που δείχνουν τα δόντια τους συνέχεια, δεν είναι πια οδηγοί, οργανωτές, προστάτες. Που θα πάει αυτή η κατάσταση?

Θέλω να γράψω πως έχω στη δουλειά μου δυό Κρητικιές και τις χαίρομαι, που μιλάνε και δεν αφήνουν τίποτε να πέσει κάτω ανείπωτο. Διαφορετικές μεταξύ τους μα πατάνε το ίδιο γερά στα πόδια τους, δεν ανεμίζονται από δω κι από κει, με τα μέσα και τα έξω τους, όπως η Ποντιακή υψηλότητα μου…

Θέλω να γράψω πως εγώ σου είπα, έλα να δεις τι κάνω, το μπλογκ μου, πως περνάω τα βράδια μου, τι γράφω… κι εσύ απάντησες, ωχ, δεν τα μπορώ αυτά εγώ, και κοίταξες πεταχτά την οθόνη από τα δύο μέτρα-λες και θα τιναζόταν στα μούτρα σου. Όσο περνάει ο καιρός, τόσο σιγουρεύομαι πως τότε κόπηκε το σχοινί.

Θέλω να γράψω πως αυτό εδώ δεν είναι κρύο, άμα δεν έχεις ζήσει βόρεια δεν ξέρεις τι θα πει κρύο, και πως-εγώ, το παγόβουνο- γελάω μέσα μου ακούγοντας το πρωί στο μετρό τον κόσμο να μουρμουρίζει: πω, πω, έχει ένα κρύο σήμερα…θα χιονίσει…

Και μια που είπα μετρό, σήμερα χώθηκε κάτω απ τα αυτιά μου μια κουβέντα: Τι πάει να πει έλα να δεις τους φίλους μου.. Μα ποιους φίλους σου? Που δεν τους έχεις δει ποτέ, που μόνο γράφετε, γράφετε συνέχεια, είναι φίλοι αυτοί? Τι λες παιδί μου, τι βλακείες είναι αυτές? Τς, τς, τς, δες τι πιστεύουν… Άσε, άσε, γίνονται τρομερά πράγματα εκεί μέσα (στο ίντερνετ)…
Και σκέφτηκα πως εκεί μέσα δεν βρίσκει ο καθένας παρά μόνο ότι έχει μέσα του.




* * * * * * *

12.12.07

απεργία...

Γιατί κεντάνε οι άνθρωποι; Οι γυναίκες; Γιατί πλέκουν; Γιατί φτιάχνουν όλα αυτά τα σεμεδάκια, τα πετσετάκια, τα καρεδάκια, αφού το πιθανότερο είναι πως δεν θα χρησιμοποιηθούν ποτέ;

Είναι δύο συρτάρια κι ένα ντουλάπι γεμάτα με τέτοια. Σεμεδάκια με τα πετσετάκια τους, σταυροβελονιά σε καμβά, με σειρίτια στα τελειώματα και χρυσά κρόσσια. Σεμεδάκια με τα πετσετάκια τους, σε ύφασμα μεταξωτό με μπουκέτα λουλούδια κεντημένα ανεβατό. Ένα τους μόλις τελειωμένο, κεντημένο μα δίχως να έχει κοπεί, να χωριστούν τα πετσετάκια από το σεμέν τους…

Ένα κάδρο-ακαδράριστο, διπλωμένο στα τέσσερα: δύο μαύρα άλογα στο ηλιοβασίλεμα, μέσα σε φλόγες πορτοκαλί και κίτρινες. Και πετσετάκια, πετσετάκια, πετσετάκια όλων των ειδών, με λουλούδι στην άκρη και δαντέλα στο τελείωμα.

Καρέ, σταυροβελονιά και κομποβελονιά, τραπεζομάντηλα άσπρα με τις δώδεκα πετσέτες τους, και καρώ-του φαγητού.

Όχι μόνο κεντημένα μα και ζωγραφισμένα. Όλων των ειδών, με λουλούδια, με κεράκια και γκύ-χριστουγεννιάτικα, και πασχαλινά.

Και πλεκτά. Πλεκτά σετ με τα πετσετάκια τους, πλεκτά μικρά μόνα τους για ασημένιους δίσκους και μεγάλα, πλεκτά αέρινα και άλλα χοντροπλεγμένα, μπεζ μα και λευκά. Και μια κούκλα μπεζ κλωστή τυλιγμένη σε χαρτί. Κι ένα καρούλι χρυσοκλωστή τυλιγμένο μέσα στο πετσετάκι που δεν πρόλαβε να τελειώσει.

* * * * * * *

Ο μπαμπάς μου είχε μαγαζί που πουλούσε τέτοια: καμβάδες και εταμίνες με το μέτρο, μουλινέδες, τσιλεδάκια, κουβαρίστρες και βαμβακάκια. Ήταν καιρός που ξέραμε με την αδελφή μου όλα τα χρώματα με τους κωδικούς τους…

Παρακολουθούσαμε και τις μόδες: μια οι σταμπωτοί καμβάδες, μια οι κεντημένες καρέκλες με βαμβακάκι, μια οι πλεκτές τσάντες με κοκάλινα χερούλια, τα μεταξωτά με τα κρόσσια, τα κάδρα σαλονιού με ηλιοβασιλέματα, η κομποβελονιά, τα μπεζ, τα λευκά, τα κινέζικα …

Είχα-έχω στο σπίτι δύο μεγάλα συρτάρια γεμάτα, αχρησιμοποίητα. Τα άνοιγα κατά καιρούς και τα κοίταζα, τα θαύμαζα, τα χαιρόμουν: έργα τέχνης, κυρίως τα πλεκτά, αυτά είναι η αδυναμία μου: τα πλεκτά τα άσπρα, τα αέρινα. Δεν τα έστρωνα, γιατί βαριόμουνα, και για να μην έχω μετά να πλένω και να σιδερώνω, για να μην πάθουν καμιά ζημιά, μα κυρίως γιατί δεν ταίριαζαν, δεν ταιριάζουν στο σήμερα.

* * * * * * *

Σήμερα τακτοποιούσα κι αναρωτιόμουν, γατί όλα αυτά, γιατί; Για χρηστικούς λόγους; ή για την ψυχοθεραπεία της κατασκευής;
Και μετά, έπεσα στο ποστ της Μιραντολίνας




* * * * * * *

5.12.07

Βαρκελώνη Ι

Κάτι που μου φάνηκε θαυμάσιο στη Βαρκελώνη και που δεν είχα ξαναδεί αλλού, είναι ότι όλες οι καρέκλες-των καφέ και των εστιατορίων, σε πλατείες και πεζοδρόμια, είναι ολόιδιες-έτσι, απλές και αλουμινένιες , και το μόνο που διαφοροποιεί τα καταστήματα είναι το κάλυμμα τους-κι αυτό είναι πάντα μονόχρωμο, με την φίρμα του μαγαζιού στην πλάτη.

Φτάσαμε χαράματα, πήραμε το πρώτο λεωφορείο από το αεροδρόμιο για την πλάτσα Καταλουνία, περπατήσαμε φορτωμένοι πάνω-κάτω την Ράμπλα-φτάσαμε ψηλά μέχρι την Πεδρέρα και χαμηλά μέχρι την θάλασσα, είχε υγρασία-σχεδόν ομίχλη και πολύ βάρος (στην πλάτη!), αλλά είχε και υπέροχη ησυχία γιατί ο κόσμος δεν είχε ξυπνήσει ακόμη, είχε άδειους δρόμους και εφημερίδες στις εισόδους του μετρό.
Στην πλατεία του πι (του πεύκου) ήπιαμε τον πρώτο μας καφέ.

* * * * * * * * * *

Το άλλο υπέροχο είναι τα χαμόν-χαμόν κρεμασμένα παντού, να χορταίνει όχι μόνο το στομάχι αλλά και το μάτι!

Στου Martin Villoro στην Μπαρτσελονέτα, φάγαμε τηγανητές αγκινάρες -κομμένες στα 4 και βουτηγμένες σε κουρκούτι, σαλάτα φασόλια με βακαλάο-σαν τα δικά μας φασόλια πιάζ αλλά με λευκά κομμάτια ψαριού ανάμεσα, και χοντρά κομμάτια τορτίγια: έτσι έμαθα πως λέγεται στα ισπανικά το αγαπημένο μου φαγητό, οι πατάτες με αυγά όπως τα φτιάχνει η μαμά μου!


* * * * * * *

3.12.07

sweet home !!

Η Θεσσαλονίκη είναι ένα κανονικό μέρος, με πολύ υγρασία. Αυτό μερικές φορές είναι χάλια, π.χ. μπορεί επί χρόνια να πηγαίνεις το πρωί στη δουλειά με τα δόντια σου να χτυπάνε σαν να παίζουν κλακέτες και να μη μπορείς να βγάλεις το μπουφάν για ώρα ακόμα και μέσα στον κλιματισμό, ή επίσης μπορεί να σε αγκαλιάσει κάποτε κάποιος σ ένα πάρκο-αρχές Γενάρη-και συ να τρέμεις σαν το ψάρι, και τότε εκείνος μπορεί να νομίσει ότι έχεις κάποιο πρόβλημα, κι αυτό να τον γεμίσει σκέψεις για το αν είναι είσαι κατάλληλη για να γίνεις ζευγάρι του ή όχι.

Από την άλλη μεριά, δε λέω, είναι φορές που η υγρασία είναι υπέροχη, όπως τις μέρες που δεν δουλεύεις ΚΑΙ έχεις ραντεβού για πρωινό καφέ με την αδελφή σου-η οποία περιμένει πως και πως αυτές τις μέρες τις δικής σου άδειας για να δώσει κι αυτή άδεια στον εαυτό της ! Μα, η Απόλαυση (με κεφαλαίο) είναι αυτές οι μέρες του Φεστιβάλ Κινηματογράφου τον Νοέμβριο, που δεν μπορεί, αν όχι σε όλες, τουλάχιστον στις μισές θα έχει τρομερή υγρασία (έως ομίχλη), θα βρέχει, ή απλά θα έχει παγωνιά… Βάλε και το ότι όλα αυτά γίνονται δίπλα στη θάλασσα κι τότε έχεις μπροστά σου όλη τη γραφικότητα της πόλης και του Λιμανιού της!

Έχει κι άλλα καλά η Πόλη-με κεφαλαίο, όπως ακριβώς αναφέρεται ο Ντάρελ στην επίσης υγρή Αλεξάνδρεια του - πολλά, μην αρχίσω τώρα και με πιάσει ο λυρισμός, οι αναμνήσεις και οι συγκινήσεις, γιατί δεν το θέλω, καθόλου, ειλικρινά.

Εκεί που θέλω εξαρχής να καταλήξω είναι το, προς θεού, αμάν πια με την ερωτική πόλη και τα ωραία μεζεδάκια, τα τρίγωνα, τα μπαράκια, ταβερνάκια, τα μπουγατσάδικα, και όλα τα υπόλοιπα γραφικά που ξεχειλίζουν απ όλα τα free press που κυκλοφορούσαν τις μέρες του φεστιβάλ στην πόλη, και τα οποία έσπευσα-η χαρτομαζώχτρα- να μαζέψω και να κουβαλήσω μαζί μου εδώ. Έφριξα από την τόση γραφικότητα… Η Θεσσαλονίκη είναι απλά ένα κανονικό μέρος, με πολύ υγρασία.

Να μου πεις ότι γραφικό και υπέροχο είναι που από τον Άγιο Αντώνιο φαίνεται το κέντρο της Αθήνας στο βάθος, να μου πεις για τη μαγεία της Σταδίου το πρωί που είναι άδεια, να μου πεις για τα γιασεμιά που μένουν ανθισμένα όλο το χειμώνα και τις όμορφες μονοκατοικίες μέσα στα στενά, να καταλάβω !

(Ούφ, ξαναγύρισα σπίτι!)




* * * * * * *

2.12.07

sweet home!


Βαρκελώνη, Θεσσαλονίκη, Φεστιβάλ. Το καθένα τους μια ιστορία ή μάλλον, πολλές ιστορίες μαζί.
Ταξιδιάρα ψυχή, μάλλον δεν έχω. Ή ίσως έχω, μα ταξιδιάρικο σώμα δεν έχω!
Μου έλειψε το σπίτι και η ησυχία μου, πολύ, και σιγά-σιγά τα ξαναβρίσκω.
Ευτυχώς, μπροστά μας έχουμε Χριστούγεννα!


* * * * * * *

14.11.07

Xocolata amb xurros!


Ποστ απο το κινητο, θαυμα-θαυμα της τεχνολογιας! Οχι απο το δικο μου-το ροζ, εκεινο το εχασα, το εκλαψα, το διεγραψα και το ξεχασα, μολις φτασαμε... Σε μερικες ωρες φευγουμε, η ερχομαστε-και το νεο μου κοσκινακι ειναι μαυρο, φθηνοτερο και... ισπανικο!


* * * * * * *

3.11.07

ο ένας απο τους επτά


Είχα πιει πολύ
και ξερνούσα στο μπάνιο
όταν κατάλαβα να στέκεται πίσω μου
κι η σκιά του
Τεράστια τον χώρο να καλύπτει
Σκέφτηκα… τώρα μάλιστα
Σαν τον Ελπήνορα κατάντησες οράματα να βλέπεις…

Όμως Εκείνος μίλησε
ήρεμα καθησυχαστικά
παρ’ όλο που διέκρινα μια κούραση
στην αποκόσμια, απροσδόκητη φωνή του.
«Είναι τριακοστή τρίτη φορά
απ’ τη μέρα που ανέλαβα να σε προσέχω…
Δεν είσαι πια παιδί
Σκέψου ταυτόχρονα πως πρέπει νάμαι στη Βομβάη
προσέχοντας ένα τετράχρονο με χρόνια πνευμονία,
πρέπει να βρίσκομαι στην Κίνα
δίπλα σε κάποιο γεροντάκι
που σκέφτεται ν' αυτοκτονήσει
μετά το θάνατο της κόρης του,
πρέπει να κάνω διπλοβάρδιες
μέσα σε μια παμπάλαια θερμοκοιτίδα
σ’ ένα μωρό με αναπνευστικά από τη Μολδαβία
κι ακόμα ν’ αγωνίζομαι
να μη μου φύγει
ένας πυγμάχος είκοσι χρονών μέσα στο κώμα του
Έχω και δυο δίδυμους –σκλήρυνση κατά πλάκας–…
Εσύ τουλάχιστον
θάπρεπε μέσα στην ορθολογική σου απιστία
να σέβεσαι όσους τους έχουν αναθέσει
τέτοιες αποστολές…»
Γύρισα να τον δω
κι ένιωσα μόνο τον αέρα απ’ τις φτερούγες του
που άνοιξαν…

Τότε θυμήθηκα ένα καλόγερο παππού
που μου 'χε πει στο Όρος:
Είτε πιστεύεις είτε όχι
κάθε επτά από εμάς
μας προστατεύει κι ένας Άγγελος
μέρα και νύχτα
κι είναι υπόλογος για την υπόσταση μας…


Ηλίας Κουτσούκος, απο τον "Ακροβάτη των Λέξεων", απο την Λέσχη Ανάγνωσης Άνω Τούμπας.



* * * * * * *

30.10.07

γη της πέτρας

Άν τ' αφήσεις σε μένα, μπορεί και να μην ξαναβγώ ποτέ απο το σπίτι...

Άν ήταν στο χέρι μου, αν δεν έπρεπε να πάω στη δουλειά, να πάω για ψώνια, να βρεθώ με φίλους με τους οποίους έχω δώσει ραντεβού, δεν θα έβγαινα ποτέ απο το σπίτι.
Μέσα στους τοίχους νιώθω προστατευμένη. Απο τον καιρό και απο τα μάτια.
Πράγμα που μου θυμίζει πως, όταν αναρωτήθηκα (διότι ρωτήθηκα) γιατί οι κούπες μου είναι όλες με καπάκι, το πρώτο που μου ήρθε στο μυαλό ήταν "μα, για προστασία"..(?).

Όμως, με απόλυτη συνέπεια, κάθε μα κάθε φορά που βγαίνω απο το σπίτι, πραγματικά το χαίρομαι, και μετανοιώνω για τους πρωτύτερους ενδοιασμούς μου.

Ένα βράδι με μια φίλη, πρώτα για καφέ και μετά στο θέατρο: σ' ένα μέρος όπου δεν είχα ξαναπάει: στη στάση μετρό φίξ, στο θέατρο του νέου κόσμου: σ' ένα όμορφο παλιό σπίτι διαμορφωμένο σε θέατρο, σε μια πολύ όμορφη παράσταση: ένας στους δέκα (κατοίκους στη χώρα μας είναι αλλοδαπός).

Ένα απόγευμα με άλλη φίλη, ξανά για καφέ, και κουβέντα, πολύ-πολύ κουβέντα, σαν να μπορούν να χωρέσουν δυό ζωές συνολικής διάρκειας σχεδόν ογόντα χρόνων σε τρείς ώρες!

Τα πρωινά του Σαββάτου στην πόλη: στη λαική της γειτονιάς, στο σουπερμάρκετ, σε βόλτες με το αυτοκίνητο σε μακρινές γειτονιές. Ουρανός, αέρας, αναπνοή, ζωή.

Ένα βράδι σκαρφαλωμένοι στο μπάρ, με την πόλη στα πόδια μας. Σκοτεινά και όλο φώτα.


* * * * * * *

24.10.07

καφές και συμπάθεια...


Μα, είναι δυνατόν να προβληματίζομαι τόσο πολύ για όλα? Αγαπημένα μου αντικείμενα? Τι εννοεί η renata ? Όλα όσα κουβαλάω στην τσάντα μου? Αχ, και σήμερα ακριβώς είναι που είπα, ε όχι, φτάνει πια, δε γίνεται να τα κουβαλάω όλα αυτά μαζί μου συνέχεια, δεν κλείνει η τσάντα μου πια, με βαραίνει. Τελείωσε, ή πρέπει να αγοράζω μεγαλύτερες τσάντες ή κάτι να περικόψω, δε γίνεται...

Μα, δε λέει «τι κουβαλάτε συνέχεια μαζί σας απο ανασφάλεια μήπως σας χρειαστεί» (διότι είναι αποδεδειγμένο πως ότι βγάλεις απο την τσάντα σου, εκείνη την ίδια μέρα τυχαίνει να το χρειαστείς, το αναθεματισμένο, κι ας μην το χρησιμοποίησες ποτέ τόσο καιρό που το κουβαλούσες...).

Τέλος πάντων, ξεφεύγω απο το θέμα.

Λοιπόν, τι εννοεί «αγαπημένα μου αντικείμενα»? Τις κούπες μου μήπως? Μα, αυτό ήταν άλλο ποστ, το προηγούμενο, και πως έγινε, πριν καλά καλά αποφασίσω ποιά απ΄όλες είναι η αγαπημένη μου, αν είναι καλύτερα να φωτογραφίσω την πιο αγαπημένη μου μόνη της ή αυτήν που χρησιμοποιώ συνήθως (για να μη σπάσω κατά λάθος την πιο αγαπημένη μου !) ή όλες μαζί, ή άραγε να τις βάλω στη σειρά σαν σε παρέλαση ή καλύτερα τυχαία ανακατεμένες? Καλύτερα να βάλω την αγαπημενη μου μπροστά και τις άλλες γύρω ανάκατες... Και, καλύτερα ας περιμένω να είναι μέρα με ήλιο, να μην κάνω νύχτα τη φωτογράφιση και δε βγει καλά η φωτογραφία... Και τσούπ, πάει, προχωρήσαμε, αλλάξαμε θέμα, κι εσύ κάθεσαι και σκέφτεσαι ακόμη, και χάνεις και το πριν και το μετά...

Πάμε παρακάτω.

Αγαπημένα μου τι εννοεί τελικά? Αυτά που κουβαλάω στην τσάντα μου-τα πιο απαραίτητα? Όχι, αγαπημένα είπαμε, όχι απαραίτητα.

Αυτά που κουβαλάω στο σπίτι μαζί μου απο δωμάτιο σε δωμάτιο? Απο τον υπολογιστή στο κρεβάτι και τανάπαλιν? Μμμ, μάλλον αυτά, κατέληξα, αυτά πρέπει να εννοεί.

Όμως, αν θέλουμε να κυριολεκτίσουμε, εμένα τα ΠΙΟ αγαπημένα μου αντικείμενα είναι μερικά βιβλία. Τι να κάνω, να βάλω στη σειρά τα βιβλία και να τα φωτογραφίσω?

Αφου εγώ θέλω να φωτογραφίσω την κινέζικη κούπα μου... Ή μάλλον, τη χριστουγεννιάτικη, που είναι δώρο της κουμπάρας μου και έχει και καπάκι, και τη χρησιμοποιώ συνέχεια-αν και φοβάμαι μην τη σπάσω, αλλά αποφάσισα πως καλύτερα να τη χρησιμοποιώ κι ας σπάσει (προσέχω όμως) παρά να πεθάνω εγώ κάποια στιγμή και μείνει αυτή ανέπαφη και αχρησιμοποίητη... Α, και γιατί θέλω να έχω όλο το χρόνο χριστούγεννα, το είπαμε αυτό, ε?

Λοιπόν, καταλήξαμε πουθενα?
Ουφφφ...


* * * * * * *

22.10.07

ααα, ένα απλωμένο χέρι!

Βαριά σύννεφα στον αττικό ουρανό σήμερα το απόγευμα. Υπέροχα!

Έκανα μία ώρα και είκοσι λεπτά για να φθάσω απο τη Νέα Ερυθραία στη Θηβών, γιατί ήταν αργά το απόγευμα: ώρα μαζικής επιστροφής στο σπίτι, αλλά επίσης και γιατί επέλεξα-επι τούτου, τη διαδρομή μέσα απο την πόλη: Κηφισίας, Ηράκλειο, Νέα Φιλαδέλφεια. ΟΑΚΑ, Νέα Ιωνία, άλσος Δεκελείας.

Δε χορταίνω, δε χορταίνω να χαζεύω τους δρόμους και τις γειτονιές της πόλης, τα στενάκια, τα σπίτια, τους ανθρώπους. Λες και με είχανε κλεισμένη σε κανένα ερημητήριο και ξαφνικά με αφήσανε ελεύθερη στη Νέα Υόρκη.
Απορώ, απορώ κι εγώ η ίδια με τον εαυτό μου-κι ας έχω την ευχέρεια να τον παρατηρώ απ' τα μέσα!
Μα πιο πολύ απορώ που δε θέλω τίποτε άλλο παρά να βλέπω, μόνο να βλέπω και να σκέφτομαι, κι έτσι να απολαμβάνω. Μυστήριο.

Πόσο χάρηκα που στο σπίτι με περίμενε μια αγκαλιά φρέζες!


* * * * * * *

20.10.07

ζωή εσωτερικού χώρου

Βλέπω τις γλαστρούλες μου στο μπαλκόνι που έγιναν μούσκεμα κι αναρωτιέμαι-στα σοβαρά- μήπως πρέπει να τις μαζέψω, να τις καλύψω, να τις πάρω μέσα να μη βρέχονται, μήπως τους κάνει ζημιά τόσο νερό, μη σοκαριστούν τα φυτάκια μου, μη σαπίσουν, μη χαλάσουν...

Ψάχνω στο μυαλό μου να βρω τι να κάνω, να βρω εικόνες απο χρυσάνθεμα, και βρίσκω αυτά που είναι φυτεμένη στην αυλή της μαμάς μου, στη μέση του κήπου. Ούτε υποστεγο εκεί, ούτε προστασία, ούτε τίποτα. Μόνο χώμα άπλετο-εντελώς γή, μέσα στον καιρό απ' το κατακαλόκαιρο ως το χειμώνα, και επίσης μέσα στα πόδια του Ρέξ που χοροπηδάει γύρω τους συνέχεια... Και ζουν μια χαρά ανέμελα, και λάμπουν γερά και στιβαρά!

Και γελάω μέσα μου, που μάθαμε στο λίγο-λίγο: λίγο νεράκι με το ποτήρι κάθε δυό μέρες, λίγες σταγόνες βιταμίνες κάθε μερικούς μήνες δυαλυμένες σε πλαστικό μπουκάλι του νερού, δυό-τρεις χούφτες χώμα του σουπερ μάρκετ κάθε άνοιξη να ανέβει κάπως αυτό της γλάστρας που εξαφανίζεται... Τα μαθαίνουμε νάναι λιγόφαγα, ολιγαρκή, καχεκτικά και ντελικάτα.
Μετά λυπάμαι λίγο και για μάς.


* * * * * * *

14.10.07

Κυριακή. Ωραία.


Απ' το παράθυρο ο ουρανός είχε γίνει γκρίζος σαν μολύβι, κοντεύει να γίνει ένα με την ταραγμένη θάλασσα. Ο Άρνι έβαλε μια ολόσωμη φόρμα πάνω από τα ρούχα του, έλυσε τέσσερα από τα είκοσι σκυλιά του και τα έζεψε στο ξύλινο έλκηθρό του πάνω στο οποίο είχε στρώσει μια γούνα από κάποιο θήραμα. Πήρε το όπλο και τα κιάλια του, χαιρέτισε την γυναίκα και τα τέσσερα παιδιά του και με ένα μακρόσυρτο συριγμό έδωσε το σύνθημα στα σκυλιά να ξεκινήσουν. «Είναι τρεις λίμνες που πρέπει να περάσουμε» μου είπε. «Το σημείο όπου πηγαίνουμε είναι πολύ μακριά από δω. Αν όλα πάνε καλά θα γυρίσουμε το βράδυ». Αναρωτήθηκα μέσα μου τι σήμαινε το «αν όλα πάνε καλά θα γυρίσουμε το βράδυ» και τον ρώτησα. “Αν δεν γυρίσουμε το βράδυ πότε θα γυρίσουμε;”. “Αύριο.”. “Και που θα κοιμηθούμε;”. Με ένα νεύμα του χεριού του μου έδειξε μια σκηνή και μια λάμπα θυέλλης, «έξω» απάντησε.

Απο τις ανταποκρίσεις του Γιώργου Αυγερόπουλου απο τη Γροιλανδία,
στο forum του Εξάντα στην ΕΡΤ.

Ω καιροί, ω ήθη...
Γραπτό ντοκιμαντέρ να το πω;
Βιβλίο οnline να το πω;
Ζωή-σαν-μυθιστόρημα-σε-συνέχειες να το πω;
Εικονικό ταξίδι για όλους εμάς που πιθανότατα δεν θα το κάνουμε ποτέ στην πραγματικότητα, να το πω;
Όπως και να το πω, το βρήκα θαυμάσιο, όχι μόνο σαν θέμα αλλά και σαν τρόπο επικοινωνίας.

Έξω βρέχει.
Την calluna bulgaris/Heide winterhart την φύτεψα χθες!



* * * * * * *

12.10.07

... σα μυθιστόρημα


Η αδελφούλα μου είδε στον ύπνο της πως με έψαχνε, προχθές. Ήμουνα λέει σε μια μεγάλη πόλη, κι όλο γύρω μου είχε αρχαία, ναούς, χαλάσματα…
Έτσι δεν είναι?




* * * * * * *

10.10.07

η μοναξιά μας


Και μετά έχει πιο χειρότερα, κι όσο λες πως πιο κάτω δεν έχει, τόσο βλέπεις να εξευτελίζεται στα μάτια σου ο άνθρωπός σου.
Εγω θέλω να πιστεύω πως δεν καταλαβαίνουν τι τους συμβαίνει. Θέλω.
Όμως με τα ίδια μου τα αυτιά άκουσα το μπαμπά μου να μου λέει, ένα βράδυ που ήμασταν οι δυό μας κι έτσι δεν έχω μάρτυρες, και γιαυτό χρειάζεται να με πιέσω για να παραδεχτώ ότι είναι αλήθεια και πως δεν είναι της φαντασίας μου, πάνω που τον είχαμε πως πια δεν καταλάβαινε τίποτα, πως μας έβλεπε όλους ξένους.
Είχαν φύγει οι φίλοι μας, τους χαιρέτησε ευγενικά ακολουθώντας μας στην πόρτα: "γειά σας, γειά σας", όλος χαμόγελο. Καταλάβαινες πως δεν καταλαβαίνει ποιούς χαιρετάει, μα πως καταλαβαίνει ότι φεύγουν κάποιοι, και πρέπει να είναι ευγενικός οικοδεσπότης.
Την ευχαριστήθηκε την παρέα εκείνο το απόγευμα, κι ας μη γνώριζε ποιοί είμαστε και τι λέγαμε. Είχε καιρό να είναι σε χώρο άλλο απο το σπίτι τους με τη μαμά, είχε καιρό να είναι σε χώρο με νέους ανθρώπους που κουβεντιάζουν.
Κι εγώ, χάθηκε ο κόσμος να τον έπαιρνα στο σπίτι μου συχνότερα? Έπρεπε να φτάσει στο αμήν η μαμά, να πει πάρτον λίγο, ένα Σαββατοκύριακο, γιατί κουράστηκα, να ξεκουραστώ, να κοιμηθώ, να ξαναβρώ και το δικό μου μυαλό γιατί ώρες-ώρες πάει να χαθεί κι αυτό μαζί με το δικό του...
Τι, βάρος ήτανε? Σαν παιδάκι με ακολουθούσε μέσα στο σπίτι, ντρεπότανε που δεν μπορούσε να φάει μόνος του κι έπρεπε να τον ταίσω, ήθελε τότε να είμαστε οι δυό μας μόνοι, στην κουζίνα.
Ποιός να τόλεγε κυρ Γιάννη πως θα δεχόσουν καλεσμένους με τις μπιζάμες, εσύ που τρελαινόσουνα για το καλό ντύσιμο, που έβαζες κουστούμι ραμένο στα μέτρα σου στο ράφτη, με το γιλέκο του απο μέσα, για να βγεις για εφημερίδα τις Κυριακές?
Δεν μπορεί, δεν θα καταλάβαινε. Αν καταλάβαινε θα είχε γίνει πολύ χάλια.
Όταν έφυγαν λοιπόν, και τον οδήγησα στο κρεβάτι του, και τον σκέπασα και τον χάιδεψα για να κοιμηθεί-γιατί να μην τον έχω χαιδέψει περισσότερο? άραγε χόρτασε χάδια στη ζωή του? Ήταν απο τους αυστηρούς, τους απόμακρους όταν είμασταν μικρές, δεν ήταν για πολλά πολλά, για αγκαλιές και γέλια. Μόνο οι δρόμοι του άρεζαν, να οδηγάει-αυτό με το οδήγημα το πήραμε και οι δύο οι κόρες του, οι κατά τα άλλα ακοινώνητες: να μας αρέσουν οι δρόμοι, να οδηγάμε, να πηγαίνουμε, να κοιτάμε.
Ανεβαίναμε λοιπόν στο αυτοκίνητο και πηγαίναμε, όλη μέρα, με ελάχιστες στάσεις, και η μαμά γινότανε μπαρούτι και ορκιζότανε πως ποτέ πια δεν θα ξανάρθω μαζί σου εκδρομή, και πάλι πονοκέφαλο είχε, τόσες ώρες στο αυτοκίνητο, στην άκρη του κόσμου... Στο δέυτερο πόδι της Χαλκιδικής ανοίγανε το δρόμο τότε, κι ο μπαμπάς ήθελα να δει ως που πάει, και να πιάσει καμιά κουβέντα με τους ντόπιους, να ρωτησει πόσο πάει το μέτρο εδω, να ξετρυπώσει και κανένα γνωστό-που παντού του βρισκότανε τέτοιοι, τόσο κοινωνικός που ήταν! Μονο μετά απο χρόνια είπε η μαμά, σαν το μπαμπά σας δε γίνατε, κοινωνικές, να βρίσκετε τις άκρες με τα δημόσια και της υπηρεσίες. Εκείνος πάντα τα κατάφερνε...
Όταν έσβησα το φως λοιπόν, κι έκατσα λίγο δίπλα του, σχεδόν ψηλαφιστά, ψάχνοντας να βρει τα λόγια, μου είπε, με ρώτησε, εγώ δεν ήμουν έτσι, πως έγινα έτσι, πως έγινα... Δεν ήμουν έτσι εγώ, ήμουν? Μα πως έγινα?
Προσπαθώ απο τότε να τα σβήσω απο τα αυτιά μου αυτά τα λόγια, να κάνω πως δεν υπήρξαν, πως δεν τα άκουσα, πως τα φαντάστηκα ίσως ότι θα τα σκεφτόταν. Μα κοροιδεύω τον εαυτό μου. Εκεί ήμουν και τα άκουσα. Και δεν θέλω να είναι αλήθεια.


* * * * * * *

5.10.07

...απ' το πρωί φαίνεται!


Επτά το πρωί. Σήμερα.
Είναι μέρες τώρα που βλέπω αυτό το σκύλο να κάθεται με τη μουσούδα απλωμένη πάνω στα μάρμαρα και να χαζέυει α τ ά ρ α χ ο ς τον κόσμο που τον προσπερνάει βιαστικά. Προσπέρασα κι εγώ τη ντροπή και την αμηχανία του να βγάλω τη μηχανή και να κάνω τον τουρίστα πρωινιάτικα, και ιδού!

(Τα γραφικά που δεν είναι καθόλου γραφικά, δεν θα τα σχολιάσω. Τα προσπερνώ κι αυτά.)


* * * * * * *

2.10.07

Σεμινάριο με παράθυρο με θέα

Εναλλακτικά:
Ημερολόγιο: πως πέρασα το πρωινό μου χθές,
ή
Αθήνα: γωνιές που δε σου γεμίζουν το μάτι αλλά την καρδιά.

Το διαμέρισμα, με την πρώτη ματιά μου φάνηκε ακατοίκητο. Μετά πρόσεξα την μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα (του σαλονιού?) απ’ όπου ανέμιζε η άκρη μιας κουρτίνας. Μετά πρόσεξα πως το παλιό πλαστικό καλάθι δίπλα στην πόρτα (της κουζίνας?) ήταν γεμάτο ξερά κρεμμύδια. Μετά βγήκε μια ηλικιωμένη κυρία, μ’ ένα πράσινο καφτάνι και σαγιονάρες φορεμένες με κάλτσες, μ’ ένα πιατάκι στο χέρι. Σιγά-σιγά, ρίχνοντας ένα-ένα τα κομμάτια, τάισε τα γατάκια του ισογείου.


* * * * * * *

30.9.07

ποιά δίαιτα;

Dolce vita με φαγητά αυτές τις μέρες...

The Waitress στις Νύχτες Πρεμιέρας. Και δεν θέλω να πω τίποτε για την υπόθεση, όχι γιατί δεν είναι θαυμάσια, αλλά γιατί δεν έχει νόημα παρά αν τη δει κανείς-ελπίζω ειλικρινά να βγει στις αίθουσες. Αυτό που θέλω να πω μόνο, είναι πως σ' όλη την ταινία η πρωταγωνίστρια φτιάχνει πίτες: γεμιστές, γλυκές, αλμυρές, περίεργες, όπως νιώθει κι ότι ζει κάθε φορά. Υπέροχο!

No Reservations. Λάβ στόρυ στην Νέα Υόρκη, που δε συνάντησε τις προσδοκίες μου. Ίσως γιατί το βρήκα πιο πολύ δράμα παρά λαβ στόρυ.

Μα καλυτερότερη ταινία απ' όλες η Ratatuille, γιατί ο αρουραίος είναι μπλε με ρόζ μυτούλα και γλυκύτατος, και το Παρίσι ζωγραφισμένο είναι ακόμη πιο υπέροχο από το κανονικό!

* * * * *

Επίσης, ένα θαυμάσιο βλογ με συνταγές που κάνουν πιο όμορφη τη ζωή, και το ανακάλυψα μόλις πρόσφατα: το hungry for life.

Μια έξοδος για φαγητό στο Γκάζι, απέναντι απο το σταθμό του Κεραμεικού, με καλή παρέα, πολύ καλός τρόπος να ξεπεράσεις τους φόβους σου: κοιτάζοντάς τους κατάματα.

Ένα θεικό κοτόπουλο με σάλτσα κάρυ και ρύζι, που ταιριάζει θαυμάσια με ταινίες ινδικές, γιαπωνέζικες, με Ταρκόφσκι αλλά και με ιταλικές: όμως δεν ξέρω να πω τη συνταγή, εγώ είμαι αυτό το ήμισι που τρώει βλέπωντας την ταινία!


* * * * * * *

9.9.07

Έτσι, τρεις ήμασταν….

διαφορετικές και ίδιες μαζί.


Θέλω να γράψω για τη χθεσινή μέρα. Αλλά πάλι, δεν θέλω να γράψω τίποτα προσωπικό.

Όμως, ποιος να το ‘λεγε πως η Ελευσίνα είναι τόσο όμορφο μέρος?

Μπορεί να περάσαμε τόσο όμορφα γιατί η μέρα ήταν πανέμορφη από μόνη της, δεν ήθελε και πολλή προσπάθεια για να νιώσει κανείς καλά: ο ήλιος ήταν ανοιξιάτικος, οι σκιές δυνατές, η θάλασσα πιο μπλε από καλοκαιρινή.

Μπορεί πάλι να ήταν που από αργά το πρωί μέχρι νωρίς το απόγευμα, ανάμεσα στον καφέ δίπλα στο κύμα και στο φαγητό δίπλα «στα αρχαία», παίξαμε τους εαυτούς μας, στη σκηνή της δικής μας ζωής.

Χθες λοιπόν, δεν πήγαμε σε παράσταση με τις «φίλες μου του θεάτρου». Πήγαμε «για καφέ».




* * * * * * *

4.9.07

little house in...the west



Τελικά ο Λιούκ Μακέχαν (από το πώς ανακαλύφθηκε η Δύση) παντρεύτηκε τη Λώρα (από το Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι), και ζουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα….




Εδώ και ολίγη ώρα έχω ένα μεγάλο ερωτηματικό στο κεφάλι μου, (τόσο που σχεδόν το βλέπω!), γιατί δυσκολεύεται να χωρέσει μέσα του αυτός ο…συνδυασμός!
Ενώ η λογική της ηλικίας μού λέει πως φυσικά, είναι εντελώς φυσιολογικό, δυσκολεύομαι ακόμη να γεφυρώσω μέσα μου αυτούς τους δύο ανθρώπους!
Ήμουν στο δημοτικό-σχεδόν συνομήλικη της Λώρας όταν βλέπαμε (τα απογεύματα?) το μικρό σπίτι στο λιβάδι, και έφηβη όταν έβλεπα το πώς ανακαλύφθηκε η Δύση. Τότε, μεγαλύτερη γαρ, ξέκλεβα ώρες διαβάσματος και ύπνου κάθε βράδυ για να το δω, μα πια ούτε που θυμάμαι αν ήταν καθημερινό ή εβδομαδιαίο… Ναι, νομίζω πως κάθε Δευτέρα βράδυ ήταν, ή κάνω λάθος άραγε? Θυμάμαι όμως πως ήταν η απόλαυση της εβδομάδας μου: καθισμένη στην καρέκλα της κουζίνας-εντελώς άβολα, με τα τετράδια αραδιασμένα στο τραπέζι της κουζίνας, με τα πόδια ακουμπισμένα ψηλά στον τοίχο, να τραμπαλίζομαι και να ανακαλύπτω τη Δύση! Σαν να με βλέπω τώρα δα, στην κουζίνα με τα κίτρινα πλακάκια, τώρα το μπορώ, τώρα θυμάμαι άχρηστες λεπτομέρειες όπως την καφέ καρέκλα και τα καφεκίτρινα πλακάκια, και τον ενοχλητικά χαμηλό φωτισμό του δωματίου, ενώ τότε δεν είχα μάτια παρά για τους Μακέχαν, έμπαινα μέσα στην τηλεόραση…

Να είναι καλά οι άνθρωποι, μ’ έκαναν να αναπολήσω…

Στο επόμενο επεισόδιο θα μιλήσω για τον Άγιο, που τον βλέπαμε με καθαρές μπιζάμες, και τα μαλλιά τυλιγμένα σε πετσέτες-μόλις βγαίναμε από το Σαββατιάτικο μπάνιο, απόγευμα, καθισμένες ανάμεσα στη σόμπα και το τραπέζι της κουζίνας, με τσάι και φρυγανιές…

*Το δεύτερο πληθυντικό είναι για την αδελφούλα μου, που ήταν πάντα μαζί μου σε όλα αυτά, και σε όλα τα άλλα επίσης, και ακόμη είναι.


* * * * * * *

2.9.07

Mental multivitamin


Μεταφράζω παρακάτω ένα μέρος από το ποστ της 31 Αυγούστου του αγαπημένου μου μπλογκ Mental multivitamin. Γιατί εκτός που είναι γεμάτο θετικές σκέψεις και βιβλία, και φθινόπωρο και ηρεμία, είναι ο τρόπος που είναι γραμμένο που γέμισε την καρδιά μου και θέλησα να μοιραστώ.
Γιατί λέει πώς εκτός από μαρμελάδες και σάλτσες, μπορείς να μαζεύεις εικόνες και σκέψεις, για τους χειμώνες.
Και γιατί μου έφερε στο νού αυτό, που με συντροφεύει πάντα: ...food for thought...never alone...

Παρ’ όλες τις διαμαρτυρίες μου για το αντίθετο, φαίνεται πως το καλοκαίρι έχει, στην πραγματικότητα, τελειώσει… ή, ακριβέστερα, αργοπεθαίνει μπροστά στα μάτια μου.

Θα μελετήσουμε έξω σήμερα.
Θα εξασκηθούμε μετά το φαγητό.
Θα διαβάσουμε στον ήλιο.
Θα φύγουμε με βιβλία και κουρελούδες και φαγητό, στα επόμενα τέσσερα λεπτά αφότου πατήσω το «publish post».

Θα πάμε και θ’ αποθηκεύσουμε αυτές τις βουτυρένιες-κίτρινες-ηλιόλουστες μέρες, για εκείνα τα κρύa πρωινά του Ιανουαρίου, που τα πάντα γίνονται γκρίζα, τόσο απότομα και ολοκληρωτικά που κάνουν τον κάθε ένα να βογκάει με μια λυπημένη έκπληξη.

Και θα είμαστε εκεί τότε, με τις κατάλληλες λέξεις και τις πιο χαρούμενες σκέψεις, επειδή σήμερα πάμε να τις μαζέψουμε.




* * * * * * *

31.8.07

μαζί σου είναι εδώ

Αχ, μετράμε τα χρόνια
και κάνουμε τομές εδώ κι εκεί
και σταματούμε κι αρχίζουμε
και διστάζουμε μεταξύ των δύο.
Αλλά πόσο είναι ενιαία, όσα μας συναντούν,
πως συγγενεύουν μεταξύ τους,
γεννιούνται και μεγαλώνουν και διαμορφώνονται
και κατά βάθος εμείς δεν έχουμε παρά
να είμαστε εδώ,
με απλότητα, έντονα,
όπως η γη είναι εδώ,
καταφάσκοντας τις εποχές,
φωτεινή και σκοτεινή και ολόκληρη μέσα στο χώρο,
μη ζητώντας να αφεθεί σε κάτι άλλο,
παρά στο δίχτυ ων επιρροών και των δυνάμεων,
που μέσα του τα αστέρια νιώθουν ασφαλή.


*Rainer Maria Rilke "Γράμματα για τον Cezanne"
(εκδόσεις Ροές, μετάφραση Κωνσταντίνας Ψαρρού)

**Longstone Lighthouse





* * * * * * *

28.8.07

07:00 π.μ.

Σήμερα η Μαρία Αντουανέτα άργησε ένα τέταρτο να φύγει από το σπίτι για τη δουλειά της το πρωί. Έτσι έμαθε πως οι χειρονάκτες (σικ) που περιμένουν καθισμένοι στα πόδια τους, με τα σάντουιτς στο χέρι τυλιγμένα σε μπλε σακούλες σούπερ μάρκετ και τις σχολικές τσάντες στον ώμο, που περιμένουν λοιπόν κάθε πρωί στο πεζοδρόμιο, έξω από το πολυκατάστημα με τα είδη υγιεινής, ΔΕΝ περιμένουν τον συνάδελφο με το αυτοκίνητο να περάσει να τους πάρει για τη δουλειά. Περιμένουν για δουλειά, απλώς. Απλώς για δουλειά.

Δώδεκα άνθρωποι έσκυψαν στα παράθυρα του αυτοκινήτου που σταμάτησε, οι δύο μπήκαν αμέσως μέσα, ο ένας ξαναβγήκε αμέσως έξω-δεν συμφώνησε με τους όρους φαίνεται. Τους υπόλοιπους τους άφησα να παζαρεύουν ακόμα, γιατί άναψε το φανάρι κι έπρεπε να ξεκινήσω.

*Την φωτογραφία την έβγαλα προ μηνός, σε μια βόλτα στους δρόμους του Windsor (!).




* * * * * * *

26.8.07

μαζί σου είναι σαν με καθαρό νερό...

Πόσες φορές στην ζωή σου φοράς μια μπλούζα; Την αγαπημένη σου; Πολλές; Πόσες; Εκατοντάδες; Χιλιάδες; Αμέτρητες;

Πόσα χρόνια θα ζήσεις; Θα είναι ποτέ αρκετά; Φτάνουν άραγε για να χορτάσεις την αίσθηση που σου προκαλεί ένα συγκεκριμένο κομμάτι ύφασμα;

Σήμερα έμαθα πως ένα ρούχο μπορεί και να το φοράς για την αίσθηση που έχεις στην επαφή του με το δέρμα σου, που μπορεί να είναι τόσο ευχάριστη ώστε η κατάστασή του να μην έχει πια τον πρωτεύοντα ρόλο.

Γιατί το πώς αισθάνεσαι είναι που έχει σημασία, αυτό είναι που μας ζεσταίνει, που μπορεί να κάνει την καρδιά μας να φουσκώσει, να μας ανθίσει, να μας πάει παραπέρα στη ζωή. Όταν χαθούμε στο πως φαινόμαστε, ε, τότε δεν έχει άλλο να πεις, παρά το ότι χανόμαστε κυριολεκτικά.

Μέχρι να καταλάβω τι γίνεται στη ζωή-και ν’ αρχίσω να ζω, έγινα κιόλας εβδομήντα έξη, κι έχω βγάλει το εισιτήριο, περιμένω στη σειρά να με καλέσουν… Εσείς μην κάνετε έτσι, να ζήσετε, από τώρα…

*Το ρούχο είναι μια βαμβακερή μπλούζα με άσπρες και πράσινες ρίγες.

**Η τελευταία παράγραφος δεν έχει καμία σχέση με τα προηγούμενα εκτός του ότι την άκουσα κι αυτήν σήμερα, και βρήκα πως είναι εντελώς σχετική με τα προηγούμενα…




* * * * * * *

18.8.07

athens by night


Μα, είναι δυνατόν να μιλούσαμε δύο άτομα επί τέσσερις ώρες?
Είναι.

Γίνεται να κλείνεις τα 41 και να μπαίνεις στα 42, και να μη σε απασχολεί ούτε το πριν, ούτε το μετά (ούτε το πάτωμα που θέλει σφουγγάρισμα), παρά μόνο το τώρα?
Γίνεται.

Μπορεί ο λόγος που δεν θέλω καθόλου να πάω πίσω, να είναι ότι φοβάμαι πως θα πονέσω?
Μπορεί.

Εγώ είμαι αυτό το ευπροσάρμοστο (χα!) άτομο που ζει εδώ και μήνες χωρίς τα βιβλία του, χωρίς τη μάσκαρα και ένα πλήθος ακόμη αντικειμένων κάποτε ζωτικών για την επιβίωσή του (εδώ πάλι χα!), και δεν τρέχει τίποτε?
Εγώ είμαι.

Χωράνε σκέψεις κι εμπειρίες χρόνων σ’ έναν καφέ απέναντι από την Ακρόπολη?
Χωράνε, ναι.

(Ο Κρόνος-επιτέλους-είναι με το ένα πόδι έξω από τον Λέοντα.)




* * * * * * *

9.8.07

Η Πολυάννα έχει πάει διακοπές


Καταμεσής κατακαλόκαιρο, τώρα που είμαστε λίγοι, και νιώθω πιο ήσυχη πως κρύβομαι καλά πίσω από το δάκτυλό μου, θέλησα να μοιραστούμε την παραπάνω φωτογραφία-πρόκληση.

Πρόκληση μεγάλης τρυφερότητας, τρεμουλιάσματος στη καρδιά, και συνομιλίας με τα μωράκια της φωτογραφίας στον υπολογιστή-το σπίτι άδειο. Από εκείνα τα λόγια-ήχους που βγαίνουν αυτόματα από μέσα σου όταν βλέπεις τόσο αέρινα/σάρκινα μικράκια, και δεν είχες ποτέ δικό σου για να σε προσγειώσει στην πραγματικότητα.

Η Έλενα μου είπε σήμερα, όπως και πολλές άλλες μου έχουν πει εξάλλου, δεν ξέρω αν είναι καλύτερο να κάνεις παιδιά ή να μην κάνεις, είναι πολύ δύσκολο, πέρασα πολλά δύσκολα χρόνια, τώρα πέρασαν μα, τώρα δεν θα το ξεκινούσα, ήταν που ήμουν κάτω από τα τριάντα, λίγο ανέμελη και εντελώς ανυποψίαστη, έτσι μπόρεσα και τα έβγαλα πέρα.

Και είναι κι άλλα τα νέα. Ένας μικρός που έπαθε όσα φέρνει η ώρα προχθές στη θάλασσα και δεν θέλω να μάθω λεπτομέρειες, η γιαγιά του Φώτη που πέθανε χθες (χθες το είδα) στο παρά πέντε, ο κύριος Μπέργκμαν που πέρασε πέντε πενταετείς γάμους για να βρει τη γυναίκα που θα τον συντρόφευε στα επόμενα 24 χρόνια-και μετά την έχασε αλλά δεν την έχασε, την ένιωθε δίπλα του ακόμη κι ανυπομονούσε να την συναντήσει .

Επίσης η Χρυσούλα δεν έχει παρέα να πάει να δει το Χάρυ Πόττερ στο σινεμά, κι εγώ δεν είμαι εκεί για να πάω μαζί της.

Γενικά, εκτός από ζέστη κάνει και λίγο στεναχώρια, αλλά όχι τόση ώστε να μας βάλει κάτω. Τόση μόνο όσο να ξαναβρώ τη γνώριμη γκρίνια μου-μα πως νόμισα πως την είχα χάσει?!




* * * * * * *

25.7.07

καλοκαιρινά τσιτά(τ/κι)α!


Η renata μου ζήτησε να σχολιάσω μια φράση του Alfred Adler και μια δική της, κι επίσης μια άλλη φράση-δικής μου επιλογής και μια (τέταρτη) ολοσδιόλου δική μου.
Λοιπόν:

“It is easier to fight for one’s principles than to live up to them” (Alfred Adler)
Ή με άλλα λόγια, αυτό που έχει σημασία είναι οι πράξεις και όχι τα λόγια. Και στην εικόνα που σχηματίζουμε εμείς για τους άλλους, αλλά και στην εικόνα τη δική μας που δείχνουμε στους άλλους (και στον εαυτό μας, εδώ που τα λέμε...).
Γιατί τα ωραία λόγια και οι θεωρίες είναι εύκολα, και στην πρώτη επαφή γοητεύουν, μα πίσω έχει η αχλάδα την ουρά (ωπ, κι άλλο, ενδιαφέρον, λαικό και εκπληκτικό!)... Κι αν υπάρχει (που συνήθως υπάρχει) απόσταση μεταξύ των αρχών και της εφαρμογής τους, είναι η πράξη που έρχεται μετά, και φανερώνει την πραγματικότητα, και προσγειώνει.


“Ο δρόμος είναι η χαρά” (Renata!)
Μα αυτό δεν είναι η “Ιθάκη”?
"να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις
...
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωϊά να είναι που
με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους
...
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά
...
Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει
και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο"
Λοιπόν, όσο πιο νωρίς το καταλάβει κανείς αυτό (πως ο δρόμος είναι η χαρά), τόσο πιο πολλά καλά, ήρεμα και συνειδητά χρόνια θα ζήσει.
Όλοι το προσπαθούμε, αλλά συχνά, συχνότατα, στο δρόμο ξεχνιόμαστε, χανόμαστε σε στόχους μακρινούς... Ώσπου να έρθει ένα ταρακούνημα και να μας φρενάρει, να μας επαναφέρει, να μας χαλαρώσει: Τότε μόνο ζούμε ουσιαστικά.


"Ποτέ μη λες ποτέ" (λαική ρήση?)
Που πάντα, ότι λέει ο λαός, κάτι έπαθε, κι έμαθε, και το λέει...
Αλλά εμείς οι εξυπνάκηδες είμαστε όλο λόγια:
“Eγώ??? (με κεφαλαίο το Ε), Εγώ Ποτέ, ποτέ δεν θα το ξανακάνω αυτό, δεν θα το ξαναπώ, δεν θα ξαναγαπήσω, δεν θα μετακομίσω, δεν θα παραιτηθώ, δεν θα τον ξεχάσω, δεν θα τον αφήσω, δεν θα τα καταφέρω, ποτέ, ποτέ, ποτέ...”
Κι έλα που ποτέ (χαχαχα) δεν γίνεται αυτό, και τα πάντα γίνονται, και ξεγίνονται, και ξαναγίνονται, και μια χαρά προχωράει η ζωή. Και ότι κοροιδέψαμε, ότι αποκλείσαμε, το παθαίνουμε. Κι όλα τα Ποτέ μας μάς έρχονται κατακέφαλα, ίσα ίσα για να δούμε πως όλα γίνονται, και πως μόνο μεγάλες μπουκιές είναι να τρώμε από δω και πέρα, κι έτερον ουδέν!


"I can't think about that right now. If I do, I'll go crazy. I'll think about that tomorrow." (Scarlett-Lemon)
Τώρα αυτό μπορεί να το είπε η Scarlett πολλάκις σε κείνη την θαυμάσια ταινία, αλλά θα μπορούσα εξίσου καλά να το έχω πει κι εγώ (στην ταινία), αφού στην ζωή μου το λέω συνέχεια...
Παρακαλώ: να μην παρεξηγηθεί ως αναισθησία. Είναι 100% αυτοπροστασία: πως τρέχεις μακριά από τη φωτιά? Έτσι. Τα δύσκολα πάντα είναι πιο εύκολα όταν τα δεις μετά από ώρες, μη σου πω πως χάνουν σχεδόν όλη τους τη δύναμη το επόμενο πρωί.
Ωραία!



* * * * * * *
(Την εικόνα της Maria Lechne τη βρήκα σήμερα τυχαία, και εντελώς ταιριαστή με το καλοκαίρι μας!)

23.7.07

λογική κι ευαισθησία

«Την ξέρεις την Ν. Όλο ωραία και ωραία, συνέχεια.»

Προβληματίστηκα.

Σαν να μην είναι όλα τόσο ωραία πραγματικά, σαν να είναι τα δικά μου μάτια που τα βλέπουν έτσι. Σαν να μην έχω την ικανότητα να ξεχωρίσω τα καλά από το άσχημα και χρειάζεται ένα αντικειμενικό μάτι δίπλα μου, να πει την αλήθεια των πραγμάτων. Σαν να έχει σημασία το πώς είναι τα πράγματα πραγματικά, κι όχι το πώς τα αντιλαμβάνομαι εγώ η ίδια που τα ζω και με αφορούν.

Έχει δίκιο, έτσι μιλάω, έτσι είμαι, Πολυάννα. Μπορεί μερικές φορές να γκρινιάζω πολύ, μα όταν είμαι καλά, είμαι Πολύ Καλά. Κανένας καύσωνας, κανένας θόρυβος από το δρόμο, καμιά μακρινή διαδρομή, καμιά πόρτα βρώμικη, τίποτα και καμιά κούραση δεν με αγγίζει. Βρίσκω υπέροχη τη γειτονιά, τα γιασεμιά στους κήπους, τη στάση Πανεπιστήμιο κάθε πρωί, τη ζέστη, τον ιδρώτα. Το που δεν θα φύγω ξανά αλλά θα είμαι εδώ, συνέχεια.

Την ησυχία που έχει η πόλη τα απογεύματα του Σαββάτου και τα πρωινά της Κυριακής, τη βόλτα μας στο βιντεοκλάμπ και στο περίπτερο για εφημερίδα, την επιστροφή στο σπίτι, δροσερό, μαζί.

(Η φωτογραφία από την ταινία Becoming Jane).




* * * * * * *

8.7.07

φεύγουμε!

Για τους αγαπημένους μου προορισμούς μπορώ να μιλάω ώρες.

Δεν είναι απλά αγαπημένοι προορισμοί, είναι πόλεις και χώρες με τις οποίες έχω μια σχέση που με τρομάζει: ένα πάθος, μια ψύχωση, έναν οίστρο, κάτι τέλος πάντων πολύ δυνατό και παρορμητικό, που όμως μου προκαλεί μεγάλη χαρά. Μου δίνει ένα λόγο να ζω η σκέψη πως αυτά τα μέρη υπάρχουν, πως είναι εκεί που είναι τώρα και περιμένουν να τα επισκευτώ, ή πως υπήρξαν όπως υπήρξαν-κι ας μην ήμουν εκεί, τότε. Αρκεί που μου δόθηκε η ευκαιρία να τα γνωρίσω μέσα από τα βιβλία και τις ταινίες, κι άνοιξε η καρδιά μου και πέταξα.

Διαβάζω κάθε τι που αφορά αυτά τα μέρη, μ ενδιαφέρει να μαθαίνω το σήμερα και το παλιά τους, θέλω να πάω, να μείνω βδομάδες, μήνες, να τα ταξιδέψω, να τα περπατήσω κομματάκι-κομματάκι, θέλω να γνωρίσω τους ανθρώπους τους, τα φαγητά τους, όλα.

Μιλάω για την Αλεξάνδρεια (αλλά και το Κάιρο και τη Βηρυτό), πόλεις που τις ξέρω μόνο (μόνο είναι αυτό? μα έχουν χαραχτεί στο μυαλό μου, στο δέρμα μου…) από το Αλεξανδρινό Κουαρτέτο του Λώρενς Ντάρελλ και τις Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα. Η Μαρεώτιδα, το Αμπου Κίρ, τα ζεστά βράδια του καλοκαιριού, η ησυχία…

Την Ιαπωνία-ολόκληρη, υγρή, πράσινη, ευγενική, αξιοπρεπής, αλλά και βίαιη, κι ερωτική. Από τους Μύθους των Οτόρι της Λίαν Χέρν, μέχρι την περιπετειώδη ζωή του Λευκάδιου Χέρν, απ τις ταινίες του Κουροσάβα μέχρι τα manga του διαδυκτύου, απ την ιστορία της γκέισας μέχρι τις γιαπωνεζούλες με τα μίνι και τα ναυτικά. Κι από εκείνο το πλαστικό μπονσάι που στόλιζε την συρταριέρα του χώλ σ όλη την παιδική μου ηλικία!

Το Παρίσι-των πάντων, όλων όσων έζησαν εκεί ή πέρασαν κάποια στιγμή της ζωής τους, των καλλιτεχνών, των νεκροταφείων, της Σιμον ντε Μπωβουάρ και του Σάρτρ. Όλων εκείνων που έκαναν ότι θέλησαν στη ζωή τους. Α, και της Αμελί!

Την Ολλανδία-ολόκληρη, γιατί τίποτε άλλο δεν έχει ταυτιστεί τόσο πολύ στο μυαλό μου με τον παράδεισο και τα παραμύθια όσο αυτή η χώρα. Για τα σπίτια τα χωρίς κουρτίνες και πατζούρια, τα στολισμένα κουκλίστικα, την ηρεμία, τις νεαρές πολυπληθείς οικογένειες που κυκλοφορούν με ποδήλατα-από το νεογέννητο μέχρι τον μεγαλύτερο, τους ανάπηρους που κυκλοφορούν ανεξάρτητοι και αξιοπρεπείς. Και επίσης, για τη μέρα των γενεθλίων της βασίλισσας που όλη η χώρα είναι μια γιορτή.

Τον Ωκεανό, σε μια παραλία του Βελγίου, μέσα στις θίνες, με τον αέρα τόσο δυνατό που δεν μπορείς ν ακούσεις την ίδια τη φωνή σου, αλλά και τόσο δυνατό που μπορεί και σε βγάζει έξω από τον εαυτό σου, και σε ελευθερώνει. Εκεί ένιωσα για πρώτη φορά στη ζωή μου ότι Μπορώ να πατάω στα πόδια μου, πως η ζωή Μπορεί να είναι ωραία χωρίς αιτίες, απλά και μόνο γιατί αναπνέω, και γιατί έχω ζήσει αυτή τη στιγμή.

(για την renata-την αναγεννημένη, τη φίλη μου, που μου ζήτησε να γράψω)

(η φωτογραφία είναι από την ταινία Once)




* * * * * * *

4.7.07

στα λουτρά του Λαγκαδά

Θα ήθελα να αναφέρω ότι έχω τρεις φίλες στη Θεσσαλονίκη (όχι ότι έχω μόνο τρεις, έχω κι άλλες, αλλά τώρα θα αναφέρω μόνο τις συγκεκριμένες τρεις).

Στην αρχή (μιλάμε μάλλον για το 92) ήμασταν χώρια-εκείνες οι τρεις κι εγώ, και φοβόμουν ότι ήμουν ούφο, και βαρετή, και καθόλου διασκεδαστική, και πως θα τους ενοχλούσα αν πήγαινα στην παρέα τους, αλλά επειδή με καλούσανε, πήγαινα μερικές φορές, στη Seagull, για καφέ, τα μεσημέρια Σαββάτου. Και ήταν πολύ ωραία-συνήθως.

Μετά-δε θυμάμαι πως και πότε έγινε η αλλαγή, γίναμε σαν τα τέσσερα πόδια του τραπεζιού, πακέτο, μια περίεργη ισορροπία και ανισορροπία μαζί. Πίναμε καφέ κάθε (ΚΑΘΕ) Σάββατο γύρω στις 12 το μεσημέρι, στον Ανατολικό. Είχε πλάκα, ήταν το πιο σταθερό σημείο της εβδομάδας μου, ήταν η σανίδα σωτηρίας της εβδομάδας μου μερικές φορές. Η προσέλευση στο ραντεβού ξεκινούσε λίγο πριν τις 12 και συνεχιζόταν μέχρι αργά το μεσημέρι, και σιγά-σιγά διευρύνθηκε, και περιέλαβε κι άλλους, συντρόφους, φίλους, φίλους φίλων, γνωστούς…

Αλλά είχαμε ανάγκη το «οι τέσσερις μόνες μας», και το επιδιώκαμε, και για να το πετύχουμε αλλάζαμε ώρες, και μέρη, και συχνά το πετυχαίναμε, και μερικές φορές ήταν πολύ ωραία, και μερικές φορές ήταν χάλια, αλλά γενικά ήταν πιο πολύ ωραία παρά χάλια.

Και καθώς περνούσαν τα χρόνια, έγιναν διάφορα: γάμοι, και παιδιά, και διαζύγια, παρεξηγήσεις και εξηγήσεις, γέλια και κλάματα, κουβέντες ανά δύο ή ανά τρεις όταν μια από όλες περνούσε φάση. Και μερικές φορές βοηθούσαμε πολύ η μία την άλλη-γιατί βοηθάει πολύ όταν ξέρεις τον άλλον χίλια χρόνια, και έχεις την διάθεση και τον τρόπο να τον βοηθήσεις. Και μερικές φορές κάναμε εντελώς χάλια η μία την άλλη, γιατί άμα ξέρεις τον άλλον χίλια χρόνια, ε, κάποτε δεν αντέχεις πια το ότι είναι έτσι όπως είναι και δεν αλλάζει, όσα χρόνια κι όσες κουβέντες κι αν περάσουν.

Μια πρωτοχρονιά, κόψαμε και βασιλόπιτα οι τέσσερις, στον καφέ μας-το 2006 πρέπει να ήταν.

Τα τελευταία χρόνια κουβαλούσα πάντα τη φωτογραφική μηχανή και βγάζαμε φωτογραφία κάθε φορά που βγαίναμε-για να παρακολουθούμε πως εξελισσόμαστε, πως παχαίνουμε και (δεν) αδυνατίζουμε, πως μεγαλώνουμε, πως γελάμε, πως στολιζόμαστε όταν συναντιόμαστε, χειμώνα και καλοκαίρι.

Οι συναντήσεις μάλλον αραίωναν με τα χρόνια-λόγω υποχρεώσεων, και λόγω κούρασης να πω? Αλλά συχνά και λόγω της στραβωμάρας που σε πιάνει με τα χρόνια, και θέλεις να μείνεις μόνος με τον καημό σου-να μη συναντηθείς με ανθρώπους που σε βλέπουν σαν διάφανο, να τον παλέψεις μπας και τον φέρεις βόλτα μόνος σου. Γιατί ξεχνάς τότε το with a little help of my friends. Μόνο δε θέλεις να δεις στα μάτια τους την απογοήτευση, ότι "τόσα είπαμε, τόσα χρόνια, κι ακόμα, ακόμα τα ίδια?".

Λιγότερες λοιπόν, οι συναντήσεις, αλλά πολύ πιο ουσιαστικές!
Οι καλύτερες? μια ωρίτσα το μεσημέρι, στα κλεφτά ανάμεσα στην επιστροφή από τη δουλειά στο σπίτι, ραντεβού κλεισμένα την τελευταία στιγμή, στα γρήγορα και στο πόδι.

Μετά εγώ έφυγα και δεν ξαναγύρισα πίσω από τότε.

Και, το ξέρω ότι δεν τα είπα όλα, ούτε καν τα μισά-δεν θα χωρούσαν όλα εδώ μέσα, εξάλλου, και επίσης ξέρω ότι δεν επέλεξα καν τα σημαντικά, ούτε όμως παρέλειψα κάτι επί τούτου.


Ήταν μόνο μια απάντηση σ αυτό:

ΡΕ Μ............, ΔΙΑΒΑΖΩ ΤΑ ΜΠΛΟΚ ΣΟΥ
ΕΙΣΑΙ ΠΟΛΥ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΤΙΚΗ , ΤΡΕΛΑΘΗΚΑ ΜΕ ΤΑ ΓΥΜΝΑ ΠΟΔΙΑ ΣΤΟ ΠΑΤΩΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΠΑΝΕΛΑΔΙΚΩΝ.
ΜΟΥ ΘΥΜΙΣΕΣ ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΠΟ ΤΑΙΝΙΑ ΣΑΝ ΤΟ PEPERMINT.
Μ ΑΡΕΣΕΙΣ ,ΜΟΝΟ ΠΑΙΡΝΕ ΚΑΝΕΝΑ ΤΗΛ. ΟΧΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΕ ΝΑ ΕΡΘΕΙΣ.
Α ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΜΑΣ ΑΝΑΦΕΡΕΙΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΜΠΛΟΚ ΣΟΥ

ΧΑ ΧΑ ΦΙΛΙΑ

(Στα λουτρά-τόσες φορές, δεν βγάλαμε καμία φωτογραφία, και έτσι αναγκάστηκα να καταφύγω σε υποκατάστατο...)


* * * * * * *

30.6.07

ότι λάμπει

Δεν την ήξερα την Isabella Blow μέχρι προχθές. Έκτοτε έψαξα στο δίκτυο και βρήκα πολλές φωτογραφίες της, πάντα εκκεντρικότατα ντυμένης και κυρίως με περίεργα καπέλα (μερικά τόσο περίεργα που δεν έμοιαζαν καν με καπέλα).

Με τάραξε η μεγάλη αντίθεση που υπήρξε στη ζωή της.

Δήλωνε πως είναι άσχημη, πως ξέρει ότι τα δόντια της μοιάζουν με θεριζοαλωνιστική μηχανή, μα φορούσε τα πιο εκκεντρικά ρούχα του κόσμου.

Ήταν εκδότρια σε μεγάλα περιοδικά μόδας , ανακαλύπτρια ταλέντων όπως ο σχεδιαστής Alexander McQueen, τα μοντέλα Stella Tennant και Sophie Dahl, μούσα του Philip Treacey, διάσημη, με γνωριμίες σαν τον Andy Warhol και το Basquiat.

Κι από την άλλη δήλωνε μοναξιά, πως δε βρήκε το σπίτι της μέσα σε τόσο κόσμο, πως φοράει επίτηδες καπέλα που δυσκολεύουν όποιον σκύψει τη φιλήσει, γιατί απεχθάνεται τα τυπικά φιλιά, θέλει ουσιαστικές επαφές μόνο με όσους η ίδια επιλέγει και αγαπάει πραγματικά.

Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Βρετανίας με μεγάλη περιουσία-από την οποία όμως είχε αποκληρωθεί.

Είχε οικονομικά προβλήματα συνέχεια, αλλά έδινε και την τελευταία της δεκάρα για να αγοράσει ρούχα που θεωρούσε ότι αξίζουν.

Οκτώ-ανεπιτυχείς-εξωσωματικές: δήλωνε πως αυτή κι ο άντρας της ήταν σαν δύο εξωτικά φρούτα που δεν μπορούσαν να αναπαραχθούν.

Καρκίνος των ωοθηκών.

Τα τελευταία χρόνια, πάλη με την κατάθλιψη.

Δύο πόδια σπασμένα από ανεπιτυχή απόπειρα το 2006.

Η τελική-επιτυχής απόπειρα (με φυτοφάρμακο) τον Μάιο του 2007, στα σαράνταοκτώ της.




* * * * * * *

29.6.07

καλοκαίρι...

Μ αρέσουν πολύ οι νύχτες. Όσο θόρυβο και να έχει ο δρόμος από δίπλα, όσα σκυλιά και να γαυγίζουν, η ησυχία της νύχτας δεν μπορεί να κρυφτεί. Ψάχνω να βρω τα λόγια να περιγράψω αυτό που νιώθω.

Μ αρέσει να περπατάω τη νύχτα μέσα στο άδειο σπίτι, να σέρνομαι στα δωμάτια και να απολαμβάνω με τα γυμνά πόδια μου το πάτωμα. Σαν μόλις να τελείωσαν οι Πανελλαδικές και να έχω μπροστά μου μια αιωνιότητα να την κάνω ότι θέλω, σαν να είναι μονίμως Παρασκευή και δε χρειάζομαι άλλο ύπνο, ούτε ξεκούραση. Μόνο ζωή, ανάλαφρη.

Μ αρέσει να περπατάω τη νύχτα έξω στο δρόμο, να ανοίγω τα χέρια σαν να πρόκειται να πετάξω, να χαίρομαι το καλοκαιρινό αεράκι και τις μυρωδιές. Να κάνουμε όλες τις βόλτες του κόσμου μαζί, κουβεντιάζοντας. Σαν είναι δικά μας όλα τα πεζοδρόμια και οι δρόμοι, σαν να είμαστε σε σκηνικό από ταινία του Βέντερς.

Τώρα πάω για ύπνο, αύριο ξημερώνει Παρασκευή.


* * * * * * *

27.6.07

μπλέ, για το μάτι

Mου πήραν τις πινακίδες για είκοσι μέρες.

Γιατί πάρκαρα κάτω από ένα σήμα «απαγορεύεται η στάση και η στάθμευση».

Σε ένα μέρος όπου πάντα, μα πάντα, υπάρχουν χιλιάδες, -εκατομμύρια μπορώ να πω- αυτοκίνητα, παρκαρισμένα παντού.

Η ειρωνεία είναι, πως την ώρα που πάρκαρα υπήρχαν κενές θέσεις από την απέναντι μεριά του δρόμου-όπου δεν απαγορευόταν το παρκάρισμα, αλλά εγώ -ανέμελη και μαρία αντουανέτα όπως πάντα-, το έβαλα από την άλλη γιατί είχε σκιά…

Κι έτσι, την επόμενη μέρα φύγαμε για διήμερο στην Αίγινα χωρίς αυτοκίνητο.

Ήταν πολύ ωραία στο νησί.

Μια βραδιά στον κήπο με ένα ούτι, ένα σάζι, και μια πολίτικη λύρα, η θάλασσα απλωμένη απέναντι, ένα δισεκατομμύριο σκνίπες που γέμισαν τα πόδια μου με τουλάχιστον τριάντα τσιμπήματα το καθένα-γιατί θεώρησα καλό να να μην πάρω παντελόνι μαζί μου για το βράδυ, κι ένας ήλιος που (εδώ που τα λέμε, τι σου φταίει ο ήλιος? αφού καθήσαμε πολύ ώρα κάτω του, παρόλο που ήμασταν μέσα στο νερό), έφερε και στους δυό μας έναν (δύο) τρομερούς πονοκέφαλους, τόσο που να μην μπορούμε να ανοίξουμε το στόμα μας, σ όλο το δρομολόγιο του γυρισμού.

Παρόλαυτα, είναι υπέροχα :)




* * * * * * *

24.6.07

Οδός Μοισιόδακου

Ο ιεροδιάκονος Ιώσηπος Μοισιόδακας-κατά κόσμον Ιωάννης, γεννήθηκε περίπου το 1725 στην Τσερναβόδαξ, πάνω στο Δούναβη.

Ανήσυχος και απαιτητικός καθώς ήταν, κατηφόρισε από τον τόπο της γέννησής του, περιπλανώμενος στον Ελλαδικό χώρο.

Από τον ίδιο, μέσα από την "Απολογία" του, μαθαίνουμε ότι το 1752 βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη και το 1753 στη Σμύρνη.

Αμέσως μετά, συνεχίζει τις σπουδές του για δυο χρόνια στην Αθωνιάδα Σχολή στο Άγιο Όρος, μαθητής του Ευγένιου Βούλγαρη.

Εξακολουθεί την περιπλάνησή του στη Σίφνο και Μύκονο.

Το 1795 τον βρίσκουμε στη Βιέννη, Πάδοβα, Βουδαπέστη.

Μετά τον εξαναγκασμό σε παραίτηση του Νικηφόρου Θεοτόκη απ΄ την Αυθεντική Σχολή του Ιασίου, ο ηγεμόνας της Μολδαβίας Γκίκας τον διορίζει στη Σχολή. Ολόκληρη την περίοδο από το 1765 μέχρι την παραίτησή του το 1777 διδάσκει και συγγράφει .

Στα 1797 διδάσκει στη Σχολή του Βουκουρεστίου, άσημος δάσκαλος, αφού ο μηνιαίος μισθός του πρώτου δασκάλου Λάμπρου Φωτιάδη είναι 150 τάλιρα και κι ο δικός του 50 τάλιρα.
Απογοητευμένος και αγνοημένος πεθαίνει το 1800.

Για όλο το διάστημα της ζωής του έδρασε στην περιοχή των Βαλκανίων. Εκεί, ήταν πιο κοντά στους εμπόρους φίλους του της Κεντρικής Ευρώπης, πιο κοντά στο ξένο βιβλίο, τα τυπογραφεία και γενικά τον ευρωπαϊκό αέρα που αυτός ήθελε να αναπνέει.

* Ολόκληρο το κείμενο είναι αντιγραφή από εδώ, το βρήκα σε μια έρευνα για το τι σημαίνουν μερικά ονόματα οδών-πρωτάκουστα για τα δικά μου αυτιά, και το παραθέτω κυρίως γιατί μου άρεσε η τελευταία παράγραφος.

** Ο πίνακας είναι του Mou-sien Tseng.





* * * * * * *

5.6.07

ο ξανακερδισμένος χρόνος *


Καμιά φορά,
όταν έχω χρόνο ανάμεσα στις διαδρομές,
ανεβαίνω στην επιφάνεια (!)
και χαίρομαι,
τα κτήρια, τον καιρό, τους ανθρώπους!

Το πρωί που πηγαίνω στη δουλειά μου, έχω ένα τέταρτο διαθέσιμο… Χρόνος κλεμμένος από τον ύπνο μου, μα στην ουσία χρόνος κερδισμένος γιατί είναι ολόδικός μου, και τον κάνω ότι θέλω...

* Μαρσέλ Προύστ: Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, τόμος 7



* * * * * * *

31.5.07

Ελπίζω να μην πονάει πια.

Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε (ελπίζω)
την πίκρια της ζωής.

* * * * * * *

Φοβάμαι πως, σε ώρα δύσκολη, όταν ο Άνθρωπός σου θα πονάει μπροστά στα μάτια σου, όταν θα πάει να χάνεται –που, να γινόταν σε κανέναν να μη δώσει η ζωή να ζήσει τέτοιο πόνο-, φοβάμαι πως τότε δύσκολα θα μείνεις συνεπής σε αποφάσεις…
Μόνο θα σκύψεις να δώσεις ότι έχεις, σ όποιον μπορεί να σου πουλήσει την παραμικρή ελπίδα ανακούφισης για τον δικό σου άνθρωπο… Ανθρώπινο είναι, τι να πω? Μπορεί να μην είναι σωστό, αλλά είναι (σχεδόν) φυσικό και ανθρώπινο.
Το μόνο που εύχομαι, είναι να βρεθείς εκείνη την ώρα μπροστά σε Άνθρωπο, όχι τόσο για να μην δεχτεί το φακελάκι, όσο για να βοηθήσει, να Θέλει να βοηθήσει, να Προσπαθήσει, μα και να Μπορέσει τελικά να βοηθήσει.

Μα, με τι λόγια, με τι συνθήματα να το ζητήσουμε αυτό? "Πιο πολλοί Άνθρωποι στον κόσμο"?

(Θυμώνω, θυμώνω διαβάζοντας το μπλογκ σου Αμαλία...
Που τη βρήκες τόση δύναμη, τόση αντοχή, τόσο κουράγιο?)





* * * * * * *

28.5.07

σταυρώνω τα δάχτυλα-να περάσει...

Να γινόταν, οι άνθρωποι που αγαπάμε να έμπαιναν μέσα σε μια γυάλα, να έμεναν εκεί, για πάντα ήρεμοι και δίχως προβλήματα...

Να γινόταν να τους παίρναμε τα δύσκολα-γιατί εμείς τα αντέχουμε, είναι δοκιμασμένο, να τα ευκολύναμε και να τους τα επιστρέφαμε λειασμένα…

Να γινόταν να κάναμε την καρδιά μας πέτρα, να μην πονούσε όταν οι αγαπημένοι μας είναι σ αυτά τα σταυροδρόμια της ζωής όπου φυσάει, και σε παίρνει και σε σηκώνει…

Να γινόταν αυτό το πνεύμα το άγιο, σήμερα, να τους έδειχνε πως «η αγάπη είναι ο μόνος τρόπος», να προσπεράσεις τα δύσκολα και να πας παραπέρα…

Δεν ξέρω τι να κάνω, δεν υπάρχει και τίποτα που να μπορώ να κάνω, οι αποφάσεις για τη ζωή του καθενός παίρνονται μόνο από τον ίδιο, οι άλλοι είναι μόνο θεατές...

Γέλασα πολύ σήμερα, το πρωί, πολύ, κελαρυστά, από την καρδιά μου. Και δε χτύπησα ξύλο…

Που να ήξερα πως μετά θα ερχόταν και θα ισορροπούσε με την ανησυχία και το βάρος που έχω τώρα-στην καρδιά μου…





* * * * * * *

24.5.07

Σήμερα η Αθήνα είναι σαν Θεσσαλονίκη!


Μ’ αρέσουν οι μέρες σαν τη σημερινή, που με κάνουν να θέλω να μείνω σπίτι, μέσα στο φως και τη ζέστη (μάλλον θαλπωρή είναι η λέξη), και να διαβάζω χωμένη στο κρεβάτι…

Μου λείπει αυτό τελευταία. Το να ξεκουράζομαι, και το να σκέφτομαι.

Πάω να πω ότι η τραμπάλα μου είναι μια πάνω, μια κάτω, ξανά αυτό το διάστημα, μα δεν είναι αλήθεια αυτό. Είμαι ήρεμη.

Η αλήθεια είναι πως μου λείπει ο χρόνος. Όλο κάτι κάνω, που είναι σημαντικό και σύντομα θα τελειώσει, και δε μου μένει καθόλου χρόνος να σκεφτώ, να χαζέψω, να διαβάσω, να γράψω, να ξεκουραστώ. Μια λέω πως τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό από το να έχω χρόνο για να σκέφτομαι, και πως οι δουλειές δεν τελειώνουν ποτέ, κι ύστερα πιάνομαι ξανά με τα άζαξ μπλε κι ώσπου να το πάρω χαμπάρι, έρχεται η ώρα για ύπνο…

Α, και σα να μην έφτανε αυτό, μ’ έχει πιάσει και με λογοκρίνω, συνέχεια. Πάνω που σκέφτομαι να γράψω, αμέσως τραβάω ένα χι από πάνω κι απορρίπτω...

Ας αφήσω τις γκρίνιες.
Πάω μια βόλτα στη Φωκυλίδου 12, στο cats and marbles.






* * * * * * *