22.12.09

και μες την τέχνη ...


Μόνος ο θείος της μητρός μου Κωνσταντίνος Βασιλείου, ο εις Ρωσσίαν διαπρέψας ως διπλωματικός υπάλληλος, λαβών το βιβλίον μου απήντησε δι' επιστολής, όπου τας ενθαρρυντικάς εκφράσεις συνεκέρασε με συμβουλήν σοφήν και σωτήριον. "Μη σπεύδης, έγραφε, εις δημοσίευσιν. Γράφε, άλλ' άφινε το γραφέν να κοιμηθή επι έν ή δύο έτη. Λησμόνει το, και όταν το επανίδης θα κρίνεις καλλίτερον περί της αξίας του, και περί των διορθώσεων όσων είναι επιδεκτικόν". Εννόησα την εις την συμβουλήν υποκρυπτομένην επίκρισιν και απεδέχθην ευγνωμόνως και την επίκρισιν και την συμβουλήν. Ευτυχώς δεν με είχε τυφλώσει η απατηλή επιτυχία τόσον, ώστε να μείνει ανωφελές το με τόσην λεπτότητα δοθέν μάθημα.

* Δημητρίου Βικέλα, Η Ζωή Μου.
* Βιέννη, ο κήπος του Μπελβεντέρε.

Και ξαφνικά ένα τηλεφώνημα, μια άφιξη, δυό μικρά ήρθαν στον κόσμο και η ομίχλη χάνεται, η τέχνη φαίνεται μάταιη μπροστά στο θαύμα.


* * * * * * *

16.12.09

η ζωή μου


Άλλως, δύναμαι να προσθέσω ότι απέφυγα πάντοτε τας καταχρήσεις, τας υποσκάπτουσας την υγείαν. Μόνον της οράσεως δεν εφείσθην όσον έπρεπε. Άλλ' εις τούτο πταίει ο αυτός ιατρός. Ήτο ο γνωστός Gueneau de Mussy, ο ιατρός της βασιλικής οικογενείας των Ορλεανιδών, την οποίαν παρηκολούθησεν εις την εξορίαν. Παρεκτός της επιστήμης του, ήτο αγαθός άνθρωπος - ευφής, ευγενής και ευπροσήγορος. Παρατηρήσας ημέραν τινά τους οφθαλμούς μου, με ηρώτησεν αν αναγιγνώσκω την νύκτα εις την κλίνην μου, και απηρίθμησεν όλας τας ολεθρίας συνεπείας της τοιαύτης κακής συνηθείας, παρακινών με να την παραιτήσω. Έπειτα, εψιθύρισε μυστηριωδώς: "Δεν αποκοιμούμαι ποτέ χωρίς να αναγνώσω". Εννοείται ότι ηκολούθησα το παράδειγμα και όχι το δίδαγμα του ιατρού μου. Τούτο συνέτεινε βεβαίως εις την εξασθένησιν των οθφαλμών μου, αλλά προς τι η όρασις, εάν δεν χρησιμοποιείται; Εάν πέπρωται να χάσω το φως των οφθαλμών, ας έχω τουλάχιστον την παρηγορίαν ότι τους εχρησιμοποίησα.

Το βιβλίο του Δ.Βικέλα Η Ζωή Μου από όπου το παραπάνω απόσπασμα, το πήρα 1 (ένα!!) ευρώ στο παζάρι των Δρόμων Ζωής. Είναι μικροσκοπικό, δερματόδετο μπλέ με χρυσά γράμματα, με άψογη εσωτερική εμφάνιση (γραμματοσειρά, επιμέλεια κειμένου).
Με έχει συνεπάρει αυτή η περίεργη γλώσσα την οποία πρώτη φορά διαβάζω, ένα μείγμα καθαρεύουσας και δημοτικής-διότι στο γλωσσικό ζήτημα κρατούσε μεσαία θέση, καταδικάζοντας τις ακρότητες των καθαρευουσιάνων και των δημοτικιστών-λέει στην εισαγωγή.
Επίσης μου φαίνεται πιο ενδιαφέρουσα από κάθε είδους μυθιστορία αυτή η περιγραφή της καθημερινότητας μιας εποχής μακρινής, είναι κάπως σαν να βλέπεις ταινία, ντοκιμαντέρ.
Με δυό λόγια απολαυστικό σε όλα, γλώσσα και περιεχόμενο.

* Ένα καφέ στη Βιέννη.


* * * * * * *

8.12.09

santa, baby... (*)


Μερικές ώρες, σαν τώρα που τα λέμε, σκέφτομαι πως άμα ζυγίσεις όλα τα καλά κι όλα τα κακά στη ζωή, βαραίνουν τόσο τα άσχημα η γκρίνια, τα αδιέξοδα, το στριμωξίδι, που καλύτερα θα ήταν να μπορούσες να κλείσεις τα μάτια και να σκεφτείς δε θέλω άλλο και να δωθεί ένα τέλος.
Μερικές φορές η ησυχία δεν είναι ωραία, το ψυγείο μόνο ακούγεται να γουργουρίζει κι η χύτρα με τον αρακά να σφυρίζει υπόκωφα. Το χρώμα της κουζίνας είναι τόσο ενοχλητικά καφεκίτρινο, το φως της οθόνης τόσο ενοχλητικά δυνατό, καμία σκέψη καφέ (ακόμα και σε χριστουγεννιάτικη κούπα των starbucks), βιβλίου, ευρωπαικής πρωτεύουσας ή καλοκαιριού, δεν φαίνεται ικανή να ισορροπήσει την τραμπάλα.
Γύραμε προς το τίποτα δε θέλω, μόνο να κλείσω τα μάτια και να κοιμηθώ, να ξεχάσω να σκέφτομαι.
Κάποιου είδος νεύρωση/ψύχωση είναι αυτό, ούτε που ξέρω πως τα λένε, ξέρω μόνο πως γίνεται όταν έχω να πάρω αποφάσεις, από μικρές του στύλ να πάω σουπερ μάρκετ σήμερα ή αύριο, μέχρι μεγαλύτερες-να πάω ταξίδι τώρα ή άστο γ' άλλη φορά, και πότε και πού.

(*) Eartha Kitt or Kylie Minogue


* * * * * * *

4.12.09

Αχ, στέππα, τι όμορφη που είσαι, που να σε πάρει ο διάολος!

-Έ, φτάνουν, φτάνουν πια οι κλάψες σου, γριά! Ο Κοζάκος δε γεννήθηκε για να χάνει τον καιρό του με γυναίκες. Εσύ δεν το 'χεις τίποτα να τους κρύψεις (τους γιους σου) μέσα στη φούστα σου και να στρογγυλοκαθήσεις πάνω τους, σαν την κότα στ'αυγά της. Τράβα, τράβα και στρώσε γρήγορα τραπέζι μ' ότι έχουμε. Και να σε δω, όχι γλυφιτζούρια ή τίποτα μελόπιτες ή παστέλια. Κουβάλα μας ολάκερο το κριάρι, φέρε τη γίδα και μέλι σαραντάχρονο! Και βότκα μπόλικη, βότκα χωρίς μπιχλιμπίδια, χωρίς σταφίδες κι άλλα τέτοια που μηχανεύεται το γυναικομάνι, μα βότκα άκρατη που ν'αφρίζει, να παίζει και να βράζει σα λυσσασμένη.

* Ταράς Μπούλμπα, Νικολάι Γκόγκολ, μτφ.Άρη Αλεξάνδρου.

* Street musician, Ostap Kindraczuk, playing the bandura, a Ukrainian zither on Old Market in Poznań.

Πρώτα άρχισα να διαβάζω το βιβλίο (χθές). Μετά (αμέσως) ενθουσιάστηκα. Άρχισα να κρατάω σημειώσεις για να δω που είναι αυτό το Σετς με τους Ζαποροζιάνους Κοζάκους και τι όργανο είναι αυτός ο μπαντουράς που παίζανε μαζί με το σαντούρι και τις στρογγυλές μπαλαλάικες.
Έτσι βρήκα τον Οστάπ Κιντραζουκ να παίζει στο δρόμο ντυμένος με την χαρακτηριστική φορεσιά των Κοζάκων -το φαρδύ κοζάκικο πανταλόνι, από κατακόκκινη ακριβή τσόχα, ήταν πασαλειμμένο με πίσσα για να φανεί καθαρά πως ο Κοζάκος δεν έδινε πεντάρα για τα ρούχα του- και την μακριά του τούφα που ξεπετιόταν από το ξουρισμένο του κεφάλι και ανέμιζε στον αγέρα.


* * * * * * *

1.12.09

πιο away

Το πρωί επιχείρησαν να μου πάρουν το πορτοφόλι από την τσάντα. Στο μετρό, ανεβαίνοντας τις κυλιόμενες. Είχα μείνει τελευταία και τρία μικρά πίσω μου-απόρησα που κόλλησε στην πλάτη μου ενώ γύρω ερημιά. Έκανα ένα βήμα μπροστά κι αυτό πάλι ένα βήμα κοντά μου. Τότε κατάλαβα, γύρισα και του είπα τι πας να κάνεις (το κουμπί της τσάντας μου ήταν ήδη ανοιχτό κι έτρεμα) και μου απάντησε στα ξένα, κάτι πως είναι Βούλγαρος και δεν καταλαβαίνει. Τρία μικρά ήτανε, στην ηλικία της ανεψιάς μου. Τον κοίταξα στα μάτια, ακόμα απορώ πως γίνεται να μην νιώθουν ντροπή. Από το πρωί αυτό σκέφτομαι. Νιώθω κάτι σαν βιασμένη.
* * *
Η πρώτη πελάτισσα της μέρας πήρε την κάρτα μου και το τηλέφωνο των παραπόνων δηλώνοντας πως δεν θα το αφήσει αυτό έτσι, θα το πάει δικαστικά. Διότι την ενημέρωσα ότι ο κοσμοτέ σταμάτησε να χρεώνεται στην κάρτα της (και έμεινε απλήρωτος) γιατί όταν δήλωσε (τηλεφωνικά) απώλεια κάρτας, η νέα κάρτα που βγήκε είχε άλλο νούμερο και όφειλε να ειδοποιήσει γιαυτό την κοσμοτέ. Εκείνη επαναλάμβανε συνεχώς πως “εδώ έχουμε σοβαρές δουλειές να κάνουμε και η τράπεζα “ψυχανεμίζεται”... Άσχετη εντελώς δεν είναι αυτή η λέξη?
Εγώ πάλι, τέρας ψυχραιμίας.
* * *
Η διπλανή μου συνάδελφος χώθηκε επιθετικά σε κουβέντα που είχα με πελάτισσα με σκοπό να τη βάλει στη θέση της-αφού δεν το έκανα εγώ και ήμουν πολύ μαλακή απέναντί της. Το αποτέλεσμα ήταν να της πω μην ανακατεύεσαι, δεν θέλω να μιλάς έτσι σε πελάτες, εγώ έχω άλλο τρόπο, άφησέ με ή πάρτην στο γραφείο σου και ανέλαβε εσύ. Και άρχισε τα τι εννοείς πως εγώ είμαι απότομη και αγενής, και της είπα μη βάζεις κουβέντες, δε σε χαρακτήρισα, είπα ξεκάθαρα τι ακριβώς ήθελα να γίνει, κι εκείνη συνέχισε κι άλλο, τι εννοείς πως είμαι τρελή και δεν μπορώ να συνενοηθώ...
Κάποιος θα τρελαθεί εκεί μέσα σύντομα πάντως, στα σίγουρα....
* * *
Έκανα και παρατήρηση-εγώ η τέλεια-στην αδελφούλα μου από το τηλέφωνο: αν ήταν η τελευταία μέρα της ζωής σου σήμερα, δεν θα μετάνιωνες πχ που δεν ήρθες μόνη σου Αθήνα, να σε πάω στη Στοά του βιβλίου και να κάνεις μόνη βόλτες στους δρόμους?
Ότι αρέσει σε μένα, δηλαδή, καμία σχέση με ότι εκείνη ονειρεύεται.
Και μετά σκέφτηκα, αν ήταν η δική μου τελευταία μέρα στη γη, θα μετάνιωνα που πέρασα τόσα χρόνια, τη μισή μου ζωή ακριβώς, εξηγώντας σε ανθρώπους που δεν έχουν την καλή θέληση να καταλάβουν τον τρόπο λειτουργίας μιας εταιρίας, τον οποίο δεν επέλεξα εγώ, ούτε τον επικροτώ, αλλά έτσι βρε παιδί μου έχουν τα πράγματα, και η εταιρία είναι ιδιωτική στο κάτω-κάτω, έχει τους κανόνες της, τον τρόπο λειτουργίας της, το τιμολόγιο της, τους λογής-λογής υπαλλήλους της. Έχει και τμήμα παραπόνων.


* * * * * * *

30.11.09

away

Έχει μια βδομάδα που έβαλα λαμπάκια στα παράθυρα.
* * *
Μου άρεσε πάρα πολύ η νέα ταινία του Γούντυ Άλλεν.
* * *
Έψαξα στο google maps να βρω το Austin του Τέξας όπου θα μετοικήσει-εν ευθέτω χρόνω- η κουμπάρα μου και μελαγχόλησα (ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ).
* * *
Κάνω λίστες, λίστες, με ψώνια, με δουλειές-που-έχω-να κάνω-αύριο, με πράγματα-που-πρέπει-να-γίνουν-στο σπίτι, με ταινίες που πρέπει να δω, να βρω, να γράψω, με βιβλία που πρέπει να διαβάσω, να αγοράσω, να δανειστώ, να μεταφέρω, να ξαναδιαβάσω. Δεν είναι φυσιολογικό αυτό. Χρειάζομαι θεραπεία.
* * *
Την τελευταία φορά που πήγα μόνη μου Θεσσαλονίκη (ξανά)διάβασα (σε ένα βράδυ) την “Πολυάννα και το παιχνίδι της χαράς” και κατάλαβα πρώτον γιατί μου αρέσουν τα Χριστούγεννα και δεύτερον γιατί είμαι έτσι όπως είμαι. Τρίτον, απόρησα που όταν είσαι μικρός δεν δίνεις δεκάρα για την μετάφραση: ένα βιβλίο σε συγκλονίζει για αυτά που λέει και μόνο.
* * *
Βλέπω συχνά εφιάλτες και φωνάζω στον ύπνο μου. Αυτό υποτίθεται πως είναι καλό γιατί έτσι το ξεμπλοκαρισμένο υποσυνείδητό μου βιώνει όσα με παιδεύουν και δεν τα στοιβάζει στο ασυνείδητο μου. Εγώ πάντως υποφέρω.
* * *
Δύο πράγματα με απασχολούν αυτό τον καιρό: ο χρόνος που φεύγει καθώς διαβάζω διαγώνια (και χειρότερα) όσα έχω στο ρίντερ μου και το στις πόσες σελίδες πρέπει να εγκαταλείπω ένα βιβλίο όταν δε μ'αρέσει. Αντιθέτως δεν με απασχολούν τα ταξίδια που δεν σχεδιάζω (απλά θέλω, ή όμως μπορεί και να μην θέλω) να κάνω.
Γενικά διανύω μια πολύ ήσυχη περίοδο. Ανισορροπίας.

* Η φωτογραφία είναι από την συστήνεται-ανεπιφύλακτα-ταινία away we go του Sam Mendes.


* * * * * * *

22.11.09

Thessaloniki International Film Festival

Αν τα ωραία πράγματα κρατούσαν για πάντα, θα έπαυαν να είναι τόσο ωραία άραγε?

Πως γίνεται ενώ είσαι φορτωμένος με τόσα χαρτιά στα χέρια και τόσες εικόνες στο κεφάλι, να πετάς?

Θέλω κι άλλο.


* * * * * * *

4.11.09

bombones

Μια φωτογραφία από το Buenos Aires daily blog.

Ο κύριος πουλάει bombones-καραμέλες στους μπλοκαρισμένους απο την κίνηση οδηγούς, προς 1 peso (25 cents του δολλαρίου) τη μία.
Και ο Αργεντινός μπλόγκερ αναρωτιέται πως καταφέρνει να βγάλει μεροκάματο μ' αυτόν τον τρόπο.


* * * * * * *

1.11.09

The Irony of Fate or Enjoy Your Bath!


(songs-part 1)

Μια ταινία του 1975, της Mosfilm.

Παίζεται ακόμη στη Ρωσία-και στις πρώην σοβιετικές χώρες-παραδοσιακά κάθε παραμονή πρωτοχρονιάς. Τη βλέπουν με τόση ευχαρίστηση, όσο το It's a Wonderful Life βλέπεται κάθε Χριστούγεννα.

* * *

Ο Ζένια είναι έτοιμος να ζητήσει σε γάμο τη Γκάλια στο τετ-α-τετ παραμονής πρωτοχρονιάς δείπνο τους. Μερικές ώρες πριν, πηγαίνει στην-παραδοσιακή εδώ και χρόνια τέτοια μέρα-συνάντηση με τους φίλους του σε ένα λουτρό.
Εκεί ξεχνιούνται, πίνουν, γίνονται λιώμα, και τελικά αντί για τον φίλο του Πάβλικ που επρόκειτο να ταξιδέψει για Λένιγκραντ, επιβιβάζεται ο Ζένια...
Εδώ είναι η καρδιά της ταινίας: οι πόλεις εκείνο τον καιρό (ίσως και τώρα, ποιος ξέρει) περιστοίχίζονταν στα περίχωρά τους από τεράστιες πολυκατοικίες, με αριθμημένους δρόμους, κτήρια, διαμερίσματα.
Έτσι ο Ζένια παίρνει ένα ταξί, και δίνοντας την διεύθυνση του σπιτιού του, πηγαίνει στο αντίστοιχο διαμέρισμα του Λένιγκραντ, όπου-από διαβολική σύμπτωση-το κλειδί του ταιριάζει απόλυτα!
Ίδια όλα, η είσοδος του κτηρίου, ο διάδρομος της οικοδομής, το ασανσέρ, η διαρύθμιση του διαμερίσματος... Τις λεπτομέρειες δεν είναι σε θέση να τις αντιληφθεί λόγω της ..βότκας.
Πέφτει λιώμα στο κρεβάτι-δίπλα του το χριστουγενινιάτικο δέντρο, το τραπέζι στρωμένο για δύο-όλα όπως στο σπίτι του...
Σε λίγο έρχεται η ένοικος του διαμερίσματος, η Νάντια κι αρχίζει να ετοιμάζεται όλο χαρά: περιμένει τον Ιππόλυτο, ο οποίος θα την ζητήσει επίσης σε γάμο το βράδυ...

Τα μετά είναι μάλλον προφανή.
Αποκαλύπτεται η παρεξήγηση, τα ζευγάρια καυγαδίζουν, χωρίζουν, φιλιώνουν, ξαναχωρίζουν... Τα φαγητά τρώγονται, επισκέπτες μπαινοβγαίνουν στο διαμέρισμα, γίνονται τηλεφωνήματα Μόσχα-Λένιγκραντ, μεθύσια, κλάματα, χιόνια...

Η ταινία είναι μεγάλη-192 λεπτά.
Παρεμβάλλονται αρκετά τραγούδια, σόλο με συνοδεία κιθάρας, όπου τραγουδούν εναλλάξ ο Ζένια και η Νάντια.

* * *

Μπορεί άραγε να φανεί πόσο μαγευτική είναι η ταινία από την ξερή περιγραφή των παραπάνω δεδομένων?
Αν βάλω λέξεις στη σειρά, -χιόνι πέφτει συνέχεια έξω από το παράθυρο, το δέντρο είναι στολισμένο, απλά, σαν ξεπουπουλιασμένο-όπως αυτά των παιδικών μας χρόνων, τα χρώματα είναι θαμπά, γαλάζια και καφέ, τα τραγούδια είναι σα χάδια, οι στίχοι είναι σα μαχαίρια-, θα βοηθούσε καθόλου?

* * *

Στην wikipedia είδα πως οι στίχοι των τραγουδιών είναι του Παστερνάκ και της Τσβεντάγιεβα.

Οι γούνινοι σκούφοι είναι σαν αυτούς που μας φορούσε η μαμά μας το '70 και ντρεπόμασταν πολύ να τους φοράμε με την αδελφή μου.

(songs-part 2)



* * * * * * *

31.10.09

ζούμε σε ενα σκουληκιασμένο κεράσι

«Όταν το 1975 έφυγα από το οικογενειακό σπίτι ρίχνοντας μερικά πράγματα σε μια σακούλα του σούπερ-μάρκετ, δεν φοβόμουν τίποτα: ήθελα να γράψω με σπρέι στον τοίχο Άντε γαμηθείτε. Περνώντας το κατώφλι του στρατοπέδου που ήταν εκείνο το σπίτι, ο κόσμος έμοιαζε πράσινος σαν την κοιλάδα του Αδάμ· είχα εκπλαγεί που η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη, που ήταν τόσο εύκολο να την ανοίξω κι έπειτα να την κλείσω πίσω μου χωρίς θόρυβο. (...) Οι οικογένειες μού φαίνονται ενυδρεία όπου βάζεις αθώα το χέρι σου για να παίξεις με τα ψάρια και σου τα τρώνε τα πιράνχας (...) Είμαστε πιστοί σε κάποιον μέχρι να βρούμε κάτι καλύτερο, όχι; (...) Εξάλλου, οι περισσότεροι από μας δεν αξίζουμε την αφοσίωση κανενός». Ούτως ή άλλως: «Ποτέ δεν θέλησα να παντρευτώ, πολύ λιγότερο να «κάνω οικογένεια», όπως λένε. Το μόνο που ήθελα είναι να είμαι ελεύθερη μέσα στον κόσμο, ελεύθερη πανταχόθεν. Αν ήμουν γάτα, θα αποζητούσα τροφή, ζεστασιά τον χειμώνα και ευκαιρίες για μια τυχαία βραδιά στα κεραμίδια: το ίδιο αποζητώ χωρίς να είμαι γάτα».

Από εδώ. Κι εδώ.

Μένω άναυδη, όσες φορές κι αν το ξαναδιάβασα.
Θα ήθελα να μπορούσα να βρω λόγια να εκφράσω αυτό που με κάνει να νιώθω. Αλλά δεν μπορεί οποιοσδήποτε να είναι Σώτη.

Πόσα χρόνια πρέπει να περάσουν για να καταλάβεις ότι οι πόρτες είναι ξεκλείδωτες? Και πως αυτή είναι η ζωή μας, δεν είναι πρόβα?


* * * * * * *

28.10.09

ταξίδι


Το πρώτο βαπόρι που πήρα από τη Ζάκυνθο, το Σεπτέμβρη του 1883, για να 'ρθω στην Αθήνα φοιτητής, ήταν το παλιό εκείνο Αθήναι που αργότερα είχε γιατρό του τον Ανδρεά Καρκαβίτσα. Θε μου! τι μπελαλίδικο που ήταν το ταξίδι εκείνον τον καιρό. Ούτε ο σιδηρόδρομος Πελοποννήσου υπήρχε, ούτε ο ισθμός της Κορίνθου είχε κοπεί. Βγαίναμε στη Κόρινθο, πηγαίναμε στο Καλαμακι με αμάξι, εκεί παίρναμε άλλο βαπόρι -της ίδιας πάντα εταιρίας που είχε τ' αμάξια κι εφρόντιζε και για τη μεταφορά των αποσκευών μας- φτάναμε στον Πειραιά, κι από εκεί με το σιδηρόδρομο, ή για περισσότερη ευκολία με αμάξι,στην Αθήνα, ύστερ' από δυο ολόκληρες ημέρες!

* Γρηγορίου Ξενόπουλου Η ζωή μου σαν μυθιστόρημα
* dunes


* * * * * * *

11.10.09

διαβάζω


Αυτά τα χρόνια στάθηκαν για τον Φλοράν ένα μακρύ, γλυκό και θλιμμένο όνειρο. Δοκίμασε όλες τις πικρές χαρές της αφοσίωσης. Στο σπίτι υπήρχε μόνο τρυφερότητα. Έξω, μέσα στις ταπεινώσεις στις οποίες τον υπέβαλλαν οι μαθητές του, μέσα στα σπρωξίματα των πεζοδρομίων, ένιωθε ότι γινόταν κακός. Οι πεθαμένες του φιλοδοξίες τον ερέθιζαν. Του χρειάστηκαν ατέλειωτοι μήνες για να σκύψει τους ώμους και να δεχτεί τα βάσανα που τραβάει ένας ασχημάντρας, μια μετριότητα, ο φτωχός. Θέλοντας να ξεφύγει από τους πειρασμούς της κακίας, κατέληξε στην απόλυτη, την ιδανική καλοσύνη, δημιούργησε για τον εαυτό του ένα καταφύγιο αδέκαστης δικαιοσύνης και αλήθειας. Τότε ήταν που έγινε δημοκρατικός. Προσχώρησε στους δημοκρατικούς όπως οι απελπισμένες κοπέλες μπαίνουν στο μοναστήρι. Και μη βρίσκοντας κάποια δημοκρατία αρκετά χλιαρή, αρκετά σιωπηλή για να αποκοιμήσει τα βάσανά του, δημιούργησε μια δικιά του. Τα βιβλία δεν του άρεσαν. Όλο αυτό το μουτζουρωμένο χαρτομάνι που μέσα του ζούσε, του θύμιζε την αναιδέστατη τάξη του, τα μπαλάκια από παπιέ μασέ που του πετούσαν οι αλήτες, το μαρτύριο των ατέλειωτων, στείρων ωρών. Έπειτα τα βιβλία για το μόνο που του μιλούσαν ήταν για εξέγερση, τον έσπρωχναν στην αλαζονία κι εκείνος αισθανόταν μόνο την υπέρτατη ανάγκη για λησμονιά και γαλήνη. Να νανουριστεί, να αποκοιμηθεί, να ονειρευτεί ότι ήταν απόλυτα ευτυχής, ότι ο κόσμος θα τα κατάφερνε, θα την έκτιζε την πόλη της Δημοκρατίας στην οποία ήθελε να ζήσει. Αυτό ήταν το διάλειμμά του, το έργο στο οποίο αιώνια επανερχόταν τις ελεύθερες ώρες του. Δε διάβαζε πια πέρα από τις ανάγκες της διδασκαλίας. Ανέβαινε την οδό Σεν Ζάκ μέχρι τα εξωτερικά βουλεβάρτα, έκανε μια μεγάλη βόλτα κάπου κάπου, επέστρεφε από την πύλη της Ιταλίας. Και σ' όλη τη διάρκεια της διαδρομής, με τα μάτια καρφωμένα στο καρτιέ Μουφτάρ που απλωνόταν στα πόδια του, θέσπιζε ηθικές αξίες, ανθρωπιστικά νομοσχέδια, που θα μετάλλαζαν αυτή την πόλη που υπέφερε σε μια πόλη μακαριότητας.

Το στομάχι του Παρισιού, Εμιλ Ζολά

Στη φωτογραφία η Brignoles


* * * * * * *

30.9.09

όλα πάνε ρολόι

Και τι είναι αυτό που έχεις στο έντερο σου? Πληγή. Αααα, αντί να θυμώνεις λοιπόν, να ξεσπάς, να φωνάζεις, να το πετάς από πάνω σου, εσύ τι κάνεις? Εσύ πληγώνεσαι, το παίρνεις μέσα σου και γίνεται πληγή.
Θα μπορούσες να βγάζεις έρπη (μα έβγαζα, γιατρέ, κάθε εξάμηνο περίπου, συνέχεια, πριν μερικά χρόνια, όχι όμως πια) στα χείλη, σε τσούζει, σε παιδεύει μερικές μέρες, και περνάει. Εσύ το πήρες λοιπόν από έξω σου και το έβαλες ακόμα πιο μέσα σου.

* Ο Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν, χειμώνα (που το χιόνι όλα τα σκεπάζει και είναι έρημα και ήρεμα) στο Central Park.


* * * * * * *

26.9.09

με τον κινέζικο τρόπο



ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΗΣ ΣΚΑΛΑΣ ΠΟΥ ΗΤΑΝ
ΣΤΟΛΙΣΜΕΝΗ ΜΕ ΠΕΤΡΑΔΙΑ

ΤΑ ΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ ΜΕ ΠΕΤΡΑΔΙΑ έχουνε κιόλας γίνει κάτασπρα από τη δρόσο,
Είναι τόσο αργά που τις αραχνούφαντές μου κάλτσες νοτίζει
η υγρασία,
Και ρίχνοντας κάτω την κρυστάλλινη κουρτίνα
Κοιτάζω το φεγγάρι μες απ' τη διαύγεια του φθινοπώρου.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Σκάλα στολισμένη με πετράδια, άρα πρόκειται για παλάτι. Παράπονο, άρα υπάρχει αφορμή γι' αυτό. Αραχνούφαντες κάλτσες, άρα κυρία της αυλής, κι όχι υπηρέτρια. Διάφανο φθινόπωρο, άρα εκείνος δεν μπορεί να επικαλείται τον καιρό ως δικαιολογία. Επίσης εκείνη ήρθε νωρίς, αφού η δρόσος δεν άσπρισε απλώς τα σκαλοπάτια, μα νότισε και τις κάλτσες της. Το ποίημα εκτιμήθηκε ιδιαιτέρως, γιατί εκείνη δεν διατυπώνει ευθέως την κατηγορία.

Κατάη σημαίνει Κίνα και μ' αυτό το όνομα έγινε γνωστή η ασιατική αυτή χώρα στην Ευρώπη κατά τους χρόνους του Μεσαίωνα.

Όλα, ποίημα και σημειώσεις, από την Κατάη του Έζρα Πάουντ, σε μετάφραση Κ.Λάνταβου.


* * * * * * *

24.9.09

γεύση κερασιού


θυμήθηκα εκείνη την κοπέλα που έσπασε τη λεκάνη της τη μέρα που ο πρώην άντρας της παντρευόταν. Από τη γέφυρα που διασχίζει τη Λαγκαδά.
Μου το είπε ο μπαμπάς της που τον βλέπαμε στην ψυχιατρική κλινική. Ήταν χήρος κι άλλαζε καθημερινά τρία λεωφορεία για να φτάσει με τα τάπερ.

Βλέποντας τον Χάουζ, το θυμήθηκα. Όταν είδα το ύφος του τη στιγμή που ο κατατονικός σούπερ ήρωας μπήκε στην αίθουσα.

Σαν την Ελένη την κεντήτρια, τη σκέφτομαι καμιά φορά αυτή την κοπέλα. Και την άλλη που ήταν στον τάφο μπροστά απ' του μπαμπά μου κι η μάννα της είπε τον πόνο της στη δική μου. Ίδια ιστορία. Και την άλλη, πάλι ίδια ιστορία, κάθε φορά που βλέπω τον αδελφό της, να μου χαμογελάει σιωπηλά.

Προσπαθώ να πω, που παίρνεις ένα δρόμο και δεν έχει γυρισμό. Είτε με θάνατο είτε χωρίς.

* η φωτογραφία, δεν τους ξέρω τους ανθρώπους, μα δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια απ'την ευτυχία τους, μακάρι μια ζωή έτσι να μείνουν, είναι από το Paz's New York Minute.


* * * * * * *

8.9.09

ευτυχώς, (κάποτε) χριστουγεννιάζει...


Όσο γελοίο κι αν ακούγεται, δύο φορές σήμερα, η σκέψη πως υπάρχουν τα χριστούγεννα με έσωσε.
Κυριολεκτικά.
Όχι πως θα πνιγόμουνα κιόλας-σε ποτάμι, αλλ'όμως κυριολεκτικά πνιγόμουν, δεν μπορούσα να πάρω ανάσα, απ'τη στεναχώρια.
Γυρνώντας απο τη δουλειά, με το μυαλό θολωμένο, σε πανικό, να παίρνει ανάποδες και ξαφνικές αποφάσεις όπως θα παραιτηθώ, θα ζητήσω μετάθεση, θα πάρω αναρρωτική, αχ μακάρι να έμενα έγκυος, μακάρι να μην αλλάξει το ασφαλιστικό και να προλάβω να βγω στη σύνταξη, μακάρι να αλλάξει ο χαρακτήρας μου και να μην με πειράζουν τα όσα με πειράζουν-καλά, αυτό ήταν μαύρο χιούμορ, δεν ήταν κανονική σκέψη, αλλά είπαμε, δε σκεφτόμουν κανονικά...
Πως θα αντέξω, πως, πως... Οκτώβριος, Νοέμβριος, ....ααα, καλέ κοίτα τι έχει μετά, χριστούγεννα!

Τα χριστούγεννα είναι πιο σημαντικά απο τη δουλειά, έχουν λαμπάκια και μελομακάρονα, έχουν χιονισμένες ταινίες και γέμιση γαλοπούλας, η ζωή είναι ωραία, τι καλά!!
Κι ευτυχώς, έχει κάθε χρόνο χριστούγεννα!

(Μην πω και για τα χριστουγεννιάτικα επεισόδια του δρ.Χάουζ, θα βγούμε απ'τα όρια...!)

* Η φωτογραφία του Aaron Turner


* * * * * * *

29.8.09

έλα να πιούμε απο κούπες ξέχειλες, δε ζαλιζόμαστε, δε μεθάμε εμείς!


Στο χωριό Σαρίκιοι, βόρεια του Σιβριχισάρ, ζούσε με την οικογένειά του ένας αγρότης, ο Γιουνούς. Μια χρονιά κακής σοδειάς, έπεσε πείνα στο χωριό κι ο Γιουνούς, που είχε ακούσει για τον Χατζή Μπεκτάς στη γειτονική Καππαδοκία και για τις καλοσύνες του σ' αυτούς που είχαν ανάγκη, σκέφτηκε να πάει να τον βρει και να ζητήσει τη βοήθειά του.
Φόρτωσε λοιπόν το γάιδαρό του με ξινόμηλα και ξεκίνησε για το Καραχογιούκ, με τον σκοπό να ανταλλάξει το φορτίο του με σιτάρι.
Στο αίτημα του όμως ο Χατζή Μπεκτάς αντιπρότεινε για το κάθε ξινόμηλο μια ευλογία, προσφορά που απέρριψε ο Γιουνούς ακόμα κι όταν ο αριθμός των ευλογιών ανέβηκε στις δέκα για κάθε ξινόμηλο. Έτσι πήρε όσο σιτάρι μπορούσε να σηκώσει ο γάιδαρος του και χαρούμενος βγήκε στο δρόμο του γυρισμού.
Όσο απομακρυνόταν όμως από το μοναστήρι του Χατζή Μπεκτάς, τόσο θέριευε μέσα του η αμφιβολία: μήπως τελικά η πνευματική δωρεά του αγίου άξιζε περισσότερο από μερικά τσουβάλια σιτάρι;
Για να λύσει την απορία του, αποφάσισε να επιστρέψει. Αλλά όσο πλησίαζε, τόσο πιο καθαρά αντιλαμβανόταν πως έπρεπε να ανταλλάξει το σιτάρι με ευλογίες.
Ο καιρός όμως της συναλλαγής είχε περάσει και ο Χατζή Μπεκτάς δεν ήταν πια σε θέση να τον βοηθήσει. “Πήγαινε” του είπε, “στον Ταπτούκ Μπαμπά, εκεί έχει σταλεί το κλειδί του ταξιδιού σου”.


Στη συνέχεια, λέει η παράδοση, ο Γιουνούς έφτασε στην καλύβα του Ταπτούκ Μπαμπά και τάχτηκε στην υπηρεσία του: για σαράντα χρόνια πήγαινε κάθε πρωί στο δάσος, έκοβε ξύλα και ποτέ δεν έφερε στο σπίτι του δασκάλου του ξύλου βρεγμένο ή στραβό. Αλλά ο Ταπτούκ δε φαινόταν να αναγνωρίζει την αφοσίωση του υποτακτικού του και, πληγωμένος εκείνος, έφυγε ένα πρωί να πάει να βρει άλλο δάσκαλο.
Στο βουνό, όπου βγήκε στην περιπλάνηση, συνάντησε εφτά πλανόδιους δερβίσηδες και μπήκε στη συντροφιά τους. Κι όταν το βράδυ, κουρασμένοι και χωρίς προμήθειες, κάθισαν να ξαποστάσουν, ένας από τους εφτά άρχισε να προσεύχεται για το δείπνο με το νου προσηλωμένο σε κάποιον που είχε πολύ αγαπηθεί.
Δεν είχε καλά καλά τελειώσει την παράκλησή του, όταν κατέβηκε από τον ουρανό ένα τραπέζι με όλα τα αγαθά. Αυτό επαναλήφθηκε και τα άλλα βράδια, με πρωταγωνιστή άλλο δερβίση κάθε φορά, ώσπου την όγδοη μέρα ήρθε η σειρά του Γιουνούς να προμηθεύσει το φαγητό: “Θεέ μου”, είπε από μέσα του, “μη με ντροπιάσεις! Κάνε εκείνον που παρακάλεσαν οι σύντροφοί μου, όποιος κι αν είναι, να στείλει τα απαραίτητα”. Τότε οι δερβίσηδες είδαν δύο τραπέζια να κατεβαίνουν από τον ουρανό κι έκπληκτοι ρώτησαν τον Γιουνούς ποιόν είχε επικαλεστεί. Αντί γι' απάντηση, εκείνος αντέστρεψε την ερώτησή τους.
“Εμείς”, είπαν οι δερβίσηδες, “προσευχηθήκαμε στο όνομα κάποιου Γιουνούς, του πιο αγαπημένου μαθητή του Ταπτούκ Μπαμπά”. Χωρίς τότε να πει λέξη και με μόνο οδηγό τις τύψεις του, πήρε ο Γιουνούς το δρόμο του γυρισμού.


Φτάνοντας στο σπίτι του Ταπτούκ, ο Γιουνούς βρήκε τη γυναίκα του δασκάλου του και της διηγήθηκε όσα είχαν συμβεί και ζήτησε τη συμβουλή της. Εκείνη του σύστησε να πλαγιάσει στο κατώφλι του σπιτιού έτσι που, όταν θα βγαινε το πρωί ο άντρας της να πάει να πλυθεί, αναγκαστικά θα σκουντουφλούσε επάνω του και καθώς ήταν σχεδόν τυφλός, θα τον ρωτούσε ποιος είναι. “Εγώ ο Γιουνούς”, θα έπρεπε να του απαντήσει εκείνος. “Αν ρωτήσει”, συνέχισε η γυναίκα, “ποιος Γιουνούς? Φύγε αμέσως και ψάξε για άλλο δάσκαλο. Αν όμως πει, αα Ο Γιουνούς μου!, πέσε αμέσως στα πόδια του και ζήτησε συγνώμη”.
Έγινε το δεύτερο. Ύστερα από σαράντα χρόνια ανταρσίας και υποταγής, είχε επιτέλους ανοίξει ο δρόμος για το ταξίδι του “γυρισμού”.
Ο Γιουνούς διατάχτηκε να μιλήσει:

Ο άνθρωπος που παίρνει μιαν απόφαση, δεν πρέπει να την παίρνει τσιγκούνικα.

Δεν ήρθα για να συζητώ, η δουλειά μου είναι η αγάπη.
Το σπίτι του Φίλου είναι οι καρδιές. Ήρθα για να φτιάξω καρδιές.

Το παραπάνω κείμενο είναι ένα κομμάτι από την εισαγωγή του (δίγλωσσου) βιβλίου "Γιουνούς Εμρέ", εκδόσεις Απάμεια, της κ.Πολύμνιας Αθανασιάδη, το οποίο περιέχει επίσης μια επιλογή τραγουδιών του Γιουνούς Εμρέ απο την γραπτή και την προφορική παράδοση της Τουρκίας.

Η φωτογραφία απο το trekearth.


* * * * * * *

27.8.09

γράμμα προς το Κάιρο

Λονδίνο, 30 Ιουλίου 1944

...Πάντως θέλω να μην κουραστείς πάλι με το σπίτι. Πριν απ'όλα θέλω να είσαι καλά και να παχύνεις και να είσαι ξένοιαστη και ξεκούραστη...


* Μαρώ και Γιώργος Σεφέρης, Αλληλογραφία Β'(1944-1959)
* Suk Chan al Chalili



* * * * * * *

26.8.09

comfort


Συχνά, όχι τ ό σ ο συχνά πιά, αλλά αρκετά συχνά ώστε να μην είναι π ο τ έ, είμαι γεμάτη μ'ένα παράπονο, ένα παράπονο...
Θέλω να το πώ, μα κρατιέμαι.

Σαν λύκος στο φεγγάρι, θέλω να βγεί από μέσα μου και να σκορπίσει στο νυχτερινό ουρανό, το παράπονο.
Που λόγο δε βρίσκω να υπάρχει-με τη λογική, μα υπάρχει, πιέζει το στήθος μου, την αναπνοή μου, δένει κόμπο το λαιμό μου...

Εδω μέσα είναι σαν κορυφή βουνού, κι άμα κλείσεις και τα σχόλια, κανείς δεν θα σε ενοχλήσει με λόγια παρηγοριάς κι επιχειρήματα. Ελεύθερη να φωνάξω, στο υπερπέραν...


* * * * * * *

22.8.09

η ευωδιαστός λωτός


H Άλις κάθησε γυμνή στο κρεβάτι. Φορούσε μόνο το παλιό, κόκκινο, μεταξωτό προστατευτικό της κοιλιάς-δύο κορδόνια δεμένα γύρω από το λαιμό, δύο γύρω από τη μέση της. Δεν ήταν παρά ένα μεταξωτό τραπεζοειδές ύφασμα με τέσσερα κορδόνια. Ο σκοπός αυτού του εσωρούχου ποτέ δεν ήταν σαφής στην Άλις, καθώς κάλυπτε μόνο την κοιλιά αφήνοντας ακάλυπτα το στήθος και τα γεννητικά όργανα. Πάντα υπέθετε ότι ο σκοπός του ήταν να διατηρεί το τ σ ί, τη ζωτική ενέργεια που η παράδοση πίστευε ότι επικεντρωνόταν γύρω απο τον αφαλό, αλλά ούτε γι' αυτό ήταν σίγουρη. Όπως και να είχε, της άρεσε να το φορά και της πήγαινε, αφου ποτέ δε φορούσε στηθόδεσμό. Της άρεσε η αίσθηση που είχε όταν το φορούσε, ειδικά όταν έβγαινε τη νύχτα.

* Lost in translation, της Nicole Mοnes, εκδόσεις Μελάνι (σελ.111)

Καμία σχέση με την ταινία, εκτός του ότι είναι το ίδιο ενδιαφέρον-ώς εδω που έχω φτάσει.


* * * * * * *

16.8.09

τι είναι άραγε αγάπη;



Προχθές είχα βγάλει περίπατο την σκυλίτσα μου και με έριξε εις τον δρόμο χαμαί. Δεν ημπορούσα να σηκωθώ. Κειτόμην κατά γης επί δίωρον - ήτο, βλέπετε, ώρα προχωρημένη εσπερινή. Αίματα εις το πρόσωπον μου. Το σκυλάκι να με γλείφει κι εγώ να μην ημπορώ να σηκωθώ, φαντασθείτε σκηνή! Μία μικρή τραγωδία της καθημερινότητάς μου.

Η ιστορία μιας ζωής, ένας άνθρωπος με immense moral strength που μιλάει σε μια γλώσσα συγκινητική...

* η φωτογραφία


* * * * * * *

9.8.09

όλα πάνε ρολόι (ή σχεδόν)

της Στυλιάνας Γκαλινίκη.

Ξεκίνησα να κάνω συγκρίσεις με την Ευγενία Φακίνου (και την Φοίβη της Τασίας Χατζή). Αλλά όχι, δεν θα μπώ σ' αυτή τη διαδικασία, δεν θέλω.
Είμαι γεμάτη ενθουσιασμό: το καλύτερο ελληνικό βιβλίο που έχω διαβάσει εδω και μήνες, χρόνια (του Σεφέρη εξαιρουμένου, φυσικά!).
Να βρω το τηλέφωνο αυτής της κοπέλας, να την πάρω να της πω ευχαριστώ που γράφει και/διότι σκέφτεται έτσι.
Μακάρι να χαρούμε και συνέχεια.


* * * * * * *

2.8.09

η Σαντέτσα (*)

Η γιαγιά η Αυγή πέθανε το '74 περίπου 85 χρονών.
Εδω είναι με δυό φίλες της στο σπίτι στα διόροφα, πριν μετακομίσουμε στο διαμέρισμα. Μετακομίσαμε πριν πάω πρώτη δημοτικού, πριν πάω νήπια, άρα στη φωτογραφία είναι πριν το '69-'70.
Είναι αυτή στ' αριστερά, που έχει το χαμόγελο της μαμάς μου και τα μάτια της αδελφής μου.

* στα ποντιακά αυτή που είναι απο τη Σάντα (την επτάκωμο), στην περιοχή της Τραπεζούντας.


* * * * * * *

26.7.09

e-traveling

Κάθε Σαββατοκύριακο ταξιδεύω στον κόσμο. Ε-ταξιδεύω. (Τις καθημερινές λιγότερο, γιατί δεν μου φτάνει ο χρόνος).

Κάποτε είχα ξεκινήσει να διαβάζω τα ημερολόγια της Σιμόν ντε Μπωβουάρ, με ανοιγμένο το χάρτη του Παρισιού μπροστά μου, εκείνον που είχε ένθετο ο Μπλέ Οδηγός της πόλης, κι ένα τετράδιο για να κρατώ σημειώσεις με τις οδούς και τα καφέ!

Μετά άρχισα (και συνεχίζω) να μαζεύω τους οδηγούς των πόλεων της Dorling Kindersley.

Τώρα, με τα Daily Photo Blogs και τo google maps, ταξιδεύω συνέχεια.
Να, σήμερα πρωί-πρωί ήμουν στο Santiago and Les Contes (ένα απίστευτο, σαν ζωγραφιστό περίχωρο του Σαντιάγο), απο κει πετάχτηκα στο Funchal της Μαδέρα κι είδα την πόλη μέσα απ'τα μάτια ενός δημοσιογράφου, μετά είδα τα τοπικά μαγαζιά και τους μαγαζάτορες (που μου θύμισαν πολύ το μαγαζί του μπαμπά μου) στη Sesimbra-μια πόλη λίγο κάτω απο τη Λισσαβώνα, μετά στο Detroit, στο Cleveland, στο Buenos Aires και στην Colonia del Sacramento...

* στη φωτογραφία η Heather Ross.


* * * * * * *

25.7.09

18/7/64 Λουτρά Πόζαρ

Λοιπόν, σε ποιόν μοιάζω? Έχω το χαμόγελό του και την ηρεμία της. Την καλοσύνη του και την εξυπνάδα της. Την αφέλεια του και την κυνικότητά της. Τη μύτη του και την κοιλιά της. Το ύψος τους. Τα μαλιά τους.
Εδώ είναι και οι δύο 33 χρονών, αρραβωνιασμένοι.


* * * * * * *

19.7.09

ταξιδεύοντας νοερώς

Μιά φορά, θα γυρίσω τη Νότια Γαλλία οδηγώντας.

Θα τα πάρω με τη σειρά. Τη Menton, το Μονακό, το Cap Estel (που ήταν έπαυλη των Εμπειρίκων στις αρχές του αιώνα-πριν γίνει το σημερινό ξενοδοχείο), τη Νίκαια, την Antibes (όπου έζησε τα τελευταία του ο Καζαντζάκης), τις Κάννες, ως τη Μασσαλία, το Aix-en-Provence, την Avignion και την Arles-"όπου ανθίζουνε οι αλικάμπ".

Θα είναι όπως τα πρωινά που περιγράφει η Φρανσουάζ Σαγκάν στο Καλημέρα Θλίψη. Θα είναι σαν μπάνιο πρωινό δίχως μαγιώ σε κάποια ακρογιαλιά της Μεσογείου ανεξερεύνητη (**).


* Τhe flower man, στην Νίκαια. Φωτογραφία του Svein-Magne Tunli, από εδώ.

** Στρατής Τσίρκας, Νυχτερίδα.


* * * * * * *

καλοκαίρι

Αν γινόταν να φωτογραφηθεί αυτό που νιώθω ως ευτυχία, καλοκαίρι, πρωί, ησυχία, αυτή θα ήταν η φωτογραφία.

(* Βενετία)


* * * * * * *

17.7.09

δαντέλες


Η Ελένη η κεντήτρια ήταν μια φίλη της μαμάς μου. Λέω ήταν, γιατί έχει τρία-τέσσερα χρόνια που πέθανε. Ήταν σχεδόν συνομήλικες με τη μαμά μου, οπότε εικάζω πως πρέπει να έφυγε γύρω στα εβδομηνταπέντε.
Μη φανταστείτε καμιά γιαγιά ασπρομάλλα. Ποτέ δεν έγινε γιαγιά-δεν είχε παντρευτεί, κι έτσι ποτέ δεν έμοιασε με γιαγιά: ήταν πάντα μια μεγάλη κυρία, απ'αυτές που δεν αναρωτιέσαι πόσων χρονών είναι: είναι μεγάλες.
Κάθε φορά που αλλάζω μαξιλαροθήκες, μα κάθε φορά, τη σκέφτομαι.
Τις μαξιλαροθήκες μου, εκείνη τις έραψε. Είναι όπως αυτές κάθε προικός, φαντάζομαι: η μαμά μου έπλεξε τις δαντέλες, αγόρασε καλό χασέ, και η Ελένη η κεντήτρια έραψε τις μαξιλαροθήκες και κέντησε το ατραντέ.

Είχε ένα μαγαζί στη γειτονιά. Δηλαδή, στη μονοκατοικία που έμενε-στο σπίτι των γονιών της, έναν τοίχο ολόκληρο τον είχαν κάνει τζαμαρία-του δωματίου που έβλεπε στο δρόμο, κι εκεί είχε τη μηχανή της και δούλευε.
Σκοτεινό το θυμάμαι, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας περνούσες απέξω, την έβλεπες σκυμμένη στη ραπτομηχανή να κεντάει.
Φορούσε γυαλιά με σκούρο χοντρό κοκάλινο σκελετό και έβαφε τα μαλιά της καφέ. Δεν ήταν κοκέτα, ντυνόταν ανάλογα με την ηλικία της, μα πάντα με ρούχα του σπιτιού. Τη θυμάμαι να έρχεται στο μαγαζί μας, να τη συναντάμε με τη μαμά στο δρόμο και να πιάνουν κουβέντα, να τη βλέπω να περπατάει γυρνώντας απο το σούπερ μάρκετ με σακούλες στα χέρια. Πάντα με σκούρα ρούχα, καφέ όμως, όχι μαύρα, και μια πλεκτή ζακέτα που έδινε την εντύπωση πως είχε χνούδια πάνω της-απο τη δουλειά της- ή μπορεί και να ήταν της φαντασίας μου.
Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Όσο την ήξερα, δεν θυμάμαι να άκουσα τίποτα για σχέση ή σχετικό. Είχε την αδελφή της και τ'ανήψια της που ήταν σχεδόν συνομήλικα μου, στην ίδια αυλή, μέχρι που αποφάσισαν να δώσουν το σπίτι αντιπαροχή-ήταν μεγάλης αξίας το σημείο που βρισκόταν. Κουράστηκε κι αυτή να δουλεύει-κανά δυό χρόνια πριν πεθάνει.
Δεν ξέρω πως περνούσε τις ώρες της μετά, το διαμέρισμά της ήταν σε ψηλό όροφο, αυτή μπορεί να έβλεπε τον κόσμο που περνούσε απο κάτω, όμως οι περαστικοί δεν μπορούσαν πια να τη βλέπουν σκυμμένη στη ραπτομηχανή πίσω απο το τζάμι ή καθισμένη σε μια πάνινη καρέκλα στην αυλή, το απογευματάκι, να ξεκουράζεται πίνοντας τον καφέ της.

Κάθε φορά που αλλάζω μαξιλαροθήκες, τη σκέφτομαι. Άραγε, ήταν καλά? Πώς πέρασε στη ζωή της απο μέσα της? Πότε το πήρε απόφαση πως δεν ήταν γιαυτήν γραφτό να κάνει οικογένεια και παιδιά? Νωρίς? Στην εμμηνόπαυση? Ποτέ? Ήταν καλά? Ήταν καλά που έπινε καφέδες με γειτόνισσες και φίλες, πήγαινε στο σούπερ μάρκετ και κεντούσε στη μηχανή προικιά για τα παιδιά των άλλων?
Δεν έχω ρωτήσει ποτέ τη μαμά μου.
Όταν ήταν κορίτσια, πήγαιναν μαζί εκδρομές, έχουμε τις φωτογραφίες, ποζάρουν όλο γέλια στην παραλία του Λιτοχώρου με παντελόνια κάπρι και παίζουν χιονοπόλεμο στο Σέλι.
Γιαυτό δεν τη ρωτάω.

Αλλάζω μαξιλαροθήκες. Ωραίες δαντέλες. Άρχισε να λιώνει ο χασές, να σχίζονται οι ραφές. Η Ελένη η κεντήτρια δεν είναι πουθενά.


* * * * * * *

16.7.09

τεχνίτες


Η μετάφραση του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο ξεκίνησε "με τον τρόπο" του Γιώργου Σεφέρη, με τη δικιά του απόδοση της πρώτης φράσης του Προύστ: "Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς". Τούτος ο τόμος βρισκόταν στο τυπογραφείο όταν η γλώσσα μας έχασε τον πιο άξιο τεχνίτη της κι ο τόπος την πιο υπεύθυνη φωνή του. ("Ο γερός τεχνίτης είναι απο τα πιό υπεύθυνα όντα που γεννιούνται επι γής" - ο Σεφέρης απόδειξε πόσο αληθινά ήταν τα λόγια του.)
Έλπίζα πως θα μου δινόταν κάποτε η χάρη να ζητήσω τη γνώμη Του, να γυρέψω να βελτιώσω με τις συμβουλές του αυτή την εργασία. Δεν πρόλαβα. Όμως η σκέψη του με συντρόφευε σε κάθε γραμμή τούτης της "αντιγραφής", η σκέψη πως άξιζε, ακολουθώντας το παράδειγμά Του, "να δοκιμάσω τι μπορεί να σηκώσει η γλώσσα μας"-"φτάνει να μην την βιάζουμε πάρα πολύ". Άν τόλμησα τούτη τη "δοκιμή" μιας μετάφρασης είναι και γιατί ένιωσα πως η στοργή Του κι η φιλία Του με βοηθούσαν μαζί να δουλέψω και να ζήσω.
Τώρα η ζωή έγινε πιο δύσκολη, το κελί πιο σκοτεινό, αλλά το πλημμυρίζει πάντα η φωτεινή παρουσία του δασκάλου, του Σουάν, του θείου Γιώργου.
"Μνήμη και αγάπη".
Παύλος Ζάννας
Σεπτέμβρης 1971

* Πολιτικός κρατούμενος, μαζί με άλλους, στις φυλακές της Αίγινας, ο Παύλος Ζάννας παρακινείται, σχεδόν υποχρεώνεται απο τον Στρατή Τσίρκα (που αναλαμβάνει ταυτόχρονα και όλες τις πρακτικές πλευρές της έκδοσης) να μεταφράσει το έργο.

* Απο σημείωμα του μεταφραστή (β'τόμος) και τον πρόλογο της πρώτης έκδοσης (α'τόμος).

* Η φωτογραφία είναι απο την Πλάκα.


* * * * * * *

15.7.09

το σπίτι κοντά στη θάλασσα (*)

Οι εφιάλτες μου, ανέκαθεν, δεν είχαν τέρατα και ξωτικά, ούτε πολέμους και τρεχαλητά. Βλέπω στον ύπνο μου πως τριγυρίζω σε σπίτια όπου έζησα παλιά, χωρίς ήχο.
Δεν είναι που θυμάμαι τη χαρά τους και τη λύπη τους (*), είναι που, ίσα-ίσα, δεν θέλω να θυμάμαι.
Γιαυτό μου παίζει τέτοιο παιχνίδι το μυαλό, κι όταν είμαι σκασμένη έρχονται απο μόνα τους στον ύπνο μου.
Καμιά φορά, συμβαίνει και ανάποδα.

(*) Γιώργος Σεφέρης


* * * * * * *

11.7.09

καλοκαίρι


-δωμάτια καλοκαιρινά όπου σ'αρέσει να γίνεσαι ένα με τη χλιαρή νύχτα, όπου το φεγγαρόφωτο, καθώς αγγίζει τα μισάνοιχτα πατζούρια, ρίχνει ως τα πόδια του κρεβατιού τη μαγεμένη του σκάλα, όπου κοιμάσαι σχεδόν στην ύπαιθρο, σαν το μελισσοφάγο που τον λικνίζει τ'αεράκι στην άκρη μιάς ακτίνας...

* Μαρσέλ Προύστ, Αναζητώντας το χαμένο χρόνο, τόμος Ι: Απο τη μεριά του Σουάν Ι, μερος Ι: Κομπραί, σελ. 17.

* η φωτογραφία είναι του Steffe.


* * * * * * *

4.7.09

γεμιστά


Καθαρίζω ντομάτες για γεμιστά, αργά, προσεκτικά, και μέσα στην ησυχία παρατηρώ τα χέρια μου, σκέφτομαι τη μαμά μου, εκείνη κάνει τις δουλειές του μαγειρέματος έτσι, και την ειρωνευόμαστε, αργά, σαν να κάνει ένα γλυπτό, προσεκτικά, σαν να μην πρόκειται να φαγωθεί απλά μέσα σε μερικά λεπτά το φαγητό, σαν να θα μείνει για πάντα. Και για πρώτη φορά στη ζωή μου, σκέφτομαι, αυτό το πήρα απο τη μαμά μου, δεν πήρα απ'αυτήν μόνο την αγάπη της για το διάβασμα και την ησυχία.




* * * * * * *

3.7.09

Και βέβαια κυρίες μου!


Γιατί, αποστολή της γυναίκας δεν είναι μόνον να διαιωνίζη το γένος, αποστολή της είναι να φέρνη και το γέλιο, τη χαρά, την ευχαρίστησι, την ευτυχία στο σπιτικό της.


Ένα βιβλίο με συνταγές και συμβουλές, με κάνει να χαμογελώ όποτε το ξεφυλίζω, ήθελα να το μοιραστώ...! Σαν να βλέπεις τη Λούσυ, σαν να διαβάζεις κοσμοπόλιταν-σελίδα 54...!




* * * * * * *

1.7.09

στην Ινδία

Δέν είχα προσέξει ποτέ ότι το ελαφαντάκι έχει ένα ρόζ μπαλόνι στο μουσούδι του. Μόνο τα δέντρα θυμόμουν έντονα, ψηλά, χρωματιστά, ασφαλή χρωματιστά μέσα στο μαύρο.
Πολλά χρόνια πέρασαν-πάνω απο είκοσι, δεν μου φαίνεται σαν να ήταν χθές, παρά σαν να ήταν αιώνες πριν, σε άλλη ζωή, σε άλλο πλανήτη.
Φαίνεται πως έκλεισε πια ο κύκλος, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, η φούστα με τα ελεφαντάκια απελευθερώθηκε απο το παρελθόν της και πήρε ξανά τη θέση της στη ζωή μου: τη βρίσκω πραγματικά όμορφη, ακόμη!


* * * * * * *

20.6.09

καλημέρα!


Ένα κείμενο της παράδοσης, άγνωστου συγγραφέα, λέει ότι κάθε άνθρωπος μπορεί να υιοθετήσει δυό στάσεις: να χτίζει ή να φυτεύει. Οι χτίστες μορεί να χρειαστούν χρόνια για το έργο τους, κάποτε όμως τελειώνουν αυτό που χτίζουν. Τότε σταματούν και περιορίζονται απο τους ίδιους τους τοίχους τους. Όταν ολοκληρώνεται το χτίσιμο, η ζωή χάνει το νόημά της.
Υπάρχουν όμως κι εκείνοι που φυτεύουν. Μερικές φορές οι καταιγίδες και οι εποχές τούς προκαλούν προβλήματα και σπάνια ξεκουράζονται. Σε αντίθεση με τα κτήρια όμως, ένας κήπος δε σταματά ποτέ να αναπτύσσεται. Και, παρόλο που απαιτεί την προσοχή του κηπουρού, του δίνει παράλληλα και τη δυνατότητα να ζήσει τη ζωή του σαν μια μεγάλη περιπέτεια.
Οι κηπουροί αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλον, γιατί ξέρουν ότι στην ιστορία του κάθε φυτού βρίσκεται η δημιουργία όλης της Γής.

* Απο την εισαγωγή της Μπριντα, του Paulo Coelho

* Tulips from her garden

(για την αδελφούλα μου)


* * * * * * *

15.6.09

σαν μυθιστόρημα

Στην Πόλη όπου, καθώς είπα, πήγε αφού παραιτήθηκε απ' το στρατιωτικό, ο πατέρας μου έπιασε μεγάλη φιλία μ' ένα φαρμακοποιό του Φαναριού, το Νικόλαο Θωμά, που ήταν και “μυρεψός” του Πατριαρχείου-κατασκεύαζε δηλαδή το Άγιο Μύρο, προνόμιο που το έχουν ως σήμερα οι Θωμάδες. Ο φίλος αυτός του πατέρα μου είχε έναν αδερφό, το δεσπότη Καλλίνικο, που ήταν τότε Νύσσης, έπειτα έγινε Ξάνθης και τελείωσε Χαλκηδόνος, από τους δώδεκα. Είχε και κάμποσες αδερφές, παντρεμένες κι ελεύθερες, ανάμεσα σ' αυτές και την Ευθαλία, που ήταν τότε η σειρά της να παντρευτεί. Ο Νικόλαος από μεγάλη εκτίμηση, την επρότεινε στον πατέρα μου. Κι από μεγάλη εκτίμηση επίσης, ο πατέρας μου δέχτηκε την πρόταση ολοπρόθυμα. Τα δαχτυλίδια των αρραβώνων γράφουν από μέσα “μνηστήρ Διονύσιος-μνηστή Ευθαλία-1866”. Ο γάμος τους έγινε γρήγορα-η προίκα, φαίνεται, ήταν έτοιμη-κι απ' αυτόν, τη νύχτα της 8 προς την 9 Δεκεμβρίου 1867, γεννήθηκα εγώ.

* Γρηγόριος Ξενόπουλος, Η ζωή μου σαν μυθιστόρημα, (σελ 37)

* Chinese pharmacy



* * * * * * *

14.6.09

ήσυχα και ξεκούραστα

Σταυρούλα: !!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
εγώ: αχαχαχαχα
Λες ποτέ να τα δούμε όλα αυτά?
Σταυρούλα: αμε!
εγώ: Ή είναι καλύτερα απο δω ήσυχα και ξεκούραστα?
Σταυρούλα: και τα δυο
;)

* New York Public Library


* * * * * * *

13.6.09

χρόνια χρυσά

Ανοίγοντας σήμερα το πρωί τη μπαλκονόπορτα, Νοέμβριος μήνας (οι πρώτοι παγωμένοι βοριάδες), βρήκα πεσμένο χάμω ένα ολομόναχο γιασεμί. Έσκυψα και το σήκωσα. Είχε πέντε φύλλα λευκά, ένα λευκό λαιμό να το στηρίζει, και τη μυρωδιά του. Δεν είχε πολλά. Και όμως ποια η διαφορά του -σε σημασία ή σε νόημα- μέσα στο ασίγαστο σύμπαν με τους έναστρους ουρανούς και τις μυριάδες τους γαλαξίες του; Καμιά. Μαζί με αυτούς, και εκείνο ένα κόσμος ξεχωριστός, ένα πεντάκλωνο κατάλευκο αστέρι (με τις νοερές προεχτάσεις του) μέσα στην άπαυστη μέρα (Μ.Βασιλειος) της μέσα βλέψης μας (Σικελιανός).
Αργότερα τη μέρα συλλογίστηκα τι να το κάνω; Έτσι απομόναχο καθώς ήταν δεν έμπαινε στο νερό και πόσο θα κρατούσε; Αλλά και που αλλού να φυλάξω το αναπάντεχο αυγινό εύρημά μου; Τελικά το έχωσα μέσα στα σονέτα του Σαίξπηρ, μια μικρή χρυσόδετη έκδοση (δώρο)-Cotman House.

* Collectaneum 910, Ζήσιμος Λορεντζάτος

* Χρυσάκι, το λουλούδι λέγεται γυψοφύλλη (και στα αγγλικά baby's breath!)




* * * * * * *

8.6.09

στης Χαροκόπου

Η φίλη μου η Τάσα είναι η μία απο τους επτά χαράκτες που, μέσα στα πλαίσια του "Ιούνιος-Μήνας Χαρακτικής στην Αθήνα", έχουν ανοιχτά τα εργαστήριά τους για όποιον ενδιαφέρεται να δει απο κοντά το πως δουλεύουν, την τεχνική τους, το χώρο και τα έργα τους.
Δέχεται κάθε Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή και Σάββατο, απο τις 19:00 ώς τις 22:00, για όλο τον Ιούνιο.

Περισσότερες πρακτικές πληροφορίες (και έργα της!) μπορείτε να δείτε στο μπλόγκ της και στο μπλόγκ του Athens Print Festival.


* * * * * * *

7.6.09

πανσέληνος (σχεδόν)


Να γυρίζεις-αυτό είναι το θαύμα-
με κουρελιασμένα μάτια
με φλογωμένου κροτάφους απ'την πτώση
να γυρίζεις
στην καλή πλευρά σου.

* * *

Θέλω ν'ακούσεις το μεγάλο μυστικό
για πάντα πέφτει ο καρπός απ'το δέντρο.
Εντούτοις εκεί που χάνεται ο δρόμος
να τραβήξεις.
Ότι να σε καλέσει
δεν είναι για επιστροφή
τα δάκρυα κι ο πόνος κοφτερός
είναι μέσ'στο παιχνίδι.

* * *

Να γυρίζεις-αυτό είναι το θαύμα-
με κουρελιασμένα μάτια
με φλογωμένου κροτάφους απ'την πτώση
να γυρίζεις
στην καλή πλευρά σου.

* Νίκος Καρούζος, τα ποιήματα Α' (1961-1978)



* * * * * * *

4.6.09

απροσδόκητα


[Κατσίμπαλης προς Σεφέρη]

Αθήνα, 19.2.50
…Έξω μαίνεται το καρναβάλι. Ένα τρελό και ξέφρενο καρναβάλι από τον πιο φτωχό ως τον πιο πλούσιο. Γύρισα ένα βράδυ τα διάφορα κέντρα με τη Lady Norton και τον Sir Malcolm Sargent τον αρχιμουσικό που ήρθε από την Αγγλία κι είδα να χορεύουν με λινά παπούτσια (χειμωνιάτικα) στα ρεμπέτικα κέντρα με τα μπουζούκια και να βγαίνουν γουναρικά και φράκα από τις πρεσβείες, τη «Μεγάλη Βρετανία» και τα σπίτια των μεγαλουσιάνων!
Μαίνεται κι η προεκλογική κίνηση. Εκατό τόσα κόμματα και τρείς χιλιάδες τόσοι υποψήφιοι! Τα μεγάφωνα ορύονται έξω από το κάθε κέντρο που εκφωνούνται λόγοι. Οι τοίχοι όλοι μπλαστρωμένοι με τις φάτσες των υποψηφίων. Όργιο καρναβαλιού και όργιο προεκλογικό! Κανένας δε συλλογιέται τι θα γίνει. Σα να περιμένουμε όλοι τη συντέλεια του κόσμου!
Η προεκλογική φασαρία είχε κι ένα απροσδόκητο αντίχτυπο: καθυστέρησε τα Collected Poems. Το μισό σχεδόν βιβλίο έτοιμο, στοιχειοθετημένο, διορθωμένο περιμένει τρείς ολόκληρες βδομάδες στου Ταρουσόπουλου (που για πρώτη φορά επέδειξε τόση ιλιγγιώδη ταχύτητα) αλλά οι χαρτοποιείες μας την έσκασαν στο ζήτημα του χαρτιού. Απασχολημένες όλες με την κατασκευή εκλογικών ειδών, τους ήταν αδύνατο να ετοιμάσουν την ποσότητα που τους είχε παραγγείλει ο Ίκαρος…
Γεια-χαρά
Γιώργος

* "Αγαπητέ μου Γιώργο", επιστολή 388, τόμος β

* New York Public Library


* * * * * * *

3.6.09

τα λουλούδια μου


Δεν θέλω να συγκινούμαι πια, δεν το αντέχω.
Πριν λίγο μίλησα με τις ΣοφιοΧρυσούλες, αυτές το ήθελαν, τις άκουγα ντούμπλεξ, μου είπαν, ντρεπόμαστε που σου τηλεφωνούμε μόνο όταν θέλουμε κάτι να σε ρωτήσουμε, και μου μίλησαν λίγο, εναλάξ, για τη ζωή τους...
Χάρηκα....

Τώρα που ανακαλύπτουν την πόλη, δεν είμαι εκεί...
Με ρωτούσαν πως είναι απο μέσα το πανεπιστήμιο (!) και η μικρή, ήθελε την μεγάλη να το φωτογραφίσει του χρόνου που θα μπει (!), για να της το δείξει...
Η Χρύσα μου έδωσε οδηγίες πως να βάλω μια φωτογραφία στον υπολογιστή για να την στείλω με μέιλ (!) και γέλασαν κι οι δύο που δεν ήξερα τι μάρκα κινητό έχω και έψαχνα να το πάρω στα χέρια για να δώ...
Η Σόφη κάνει σχέδια, να πάνε "για μπύρες" (!) με τις φίλες της (και τον μοναδικό άντρα-μεταλά του φροντιστηρίου) στο μπίτ-παζάρ...

Τους θύμησα που πήγαμε στην έκθεση φωτογραφίας του Σεφέρη (το 2000 ήταν άραγε?) και μετά πήγαμε στις κούνιες... Θυμόντουσαν το κτήριο μόνο, που μπαίνεις απο μπροστά και βγαίνεις απο πίσω, στο πάρκο.
Θυμήθηκαν και την έκθεση στο Λιμάνι, μα δε θυμήθηκαν τους πίνακες. Δεν ήταν αυτός που ζωγραφίζει μπαλαρίνες κορίτσια (!), αυτός που ζωγραφίζει ζευγάρια που πετάνε, και κατσίκες στον ουρανό, και εκκλησίες, με το όμορφο μπλέ, ο Σαγκάλ ήτανε...
Δεν έχουν ίντερνετ αυτές τις μέρες, ούτε κινητά, λόγω εξετάσεων (!), ούτε άγχος έχουν όμως-ευτυχώς!

Δεν θέλω να συγκινούμαι πια, δεν το αντέχω. Όμως μου λείπουν, μου λείπουν.


* * * * * * *

26.5.09

ο Κατσίμπαλης στο Παρισάκι


Ο καιρός, εδώ και δεκαπέντε μέρες, είναι θείος: ξερός και παγερός, και νιώθω τον εαυτό μου ξαναγεννημένο. Τρώω το καταπέτασμα και πίνω τον άμπακα και οργώνω τους δρόμους του Παρισιού απ΄άκρη σ΄άκρη φτεροπόδαρος!...

* "Αγαπητέ μου Γιώργο", σελ 399, επιστολή 388, τόμος β
* Enchanted


* * * * * * *

24.5.09

Σας αρέσει να κολυμπάτε, έτσι δεν είναι;

«Τρελά. Γιατί λατρεύω τη θάλασσα για πολλούς και διάφορους λόγους. Ενας από αυτούς είναι ότι διώχνει τους ανθρώπους, κι εγώ τους φοβάμαι, τους τρέμω. Εχουν ό,τι κακό σέρνει η φύση. Τα ζώα δεν τα αγαπώ καθόλου, γιατί μοιάζουν με τους ανθρώπους. Στην Τζια έχω λουλούδια, έχω πεύκα».

* H φωτογραφία
* Η Μιμίκα Κρανάκη


* * * * * * *

23.5.09

ήρεμη σαν το νερό κάτω από τον ήλιο

Aυτό το κείμενο για τη Λισσαβώνα
-του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου-
το είχα διαβάσει στο σαιτ των happy few
λίγο πριν ανακαλύψω τα μπλογκς.
Ήταν η πρώτη μου επαφή με το γεγονός
ότι στο ίντερνετ εκτός απο βλακείες
μπορεί να υπάρξει και λογοτεχνία.
Ήταν μάλλον Οκτώβριος του 2005.
Τον Νοεμβριο-Δεκέμβριο, ανακάλυψα τον Θας.

* Η φωτογραφία
* Σήμερα έβλεπα στον ύπνο μου πως περπατούσα στην Λισσαβώνα αυτού του κειμένου. Κι έψαξα να το βρώ.
Κι ακόμα τώρα, επειδή ο ήλιος έξω είναι δυνατός, η δροσιά μέσα στο σπίτι ευχάριστη, ο αέρας κουνάει τις κουρτίνες κι απο το δρόμο ακούγεται το βουητό της Θηβών-ήσυχο, όπως είναι μόνο τα μεσημέρια των Σαββάτων του καλοκαιριού, εγω μέσα στην κουζίνα είμαι στη Λισσαβώνα.



* * * * * * *

19.5.09

ρολογάκια

Πως τα λέτε αυτά? Εμείς, στην Καλαμαριά, τα λέγαμε ρολογάκια. Όταν ήμουν μικρή, και παίζαμε στους δρόμους, και είχε τέτοια στους φράχτες.
Τώρα, σαν να είναι εξαφανισθέν είδος, χαίρομαι πολύ κάθε φορά που τα ξαναβρίσκω!


* * * * * * *