30.6.06

κάθε που χαράζει...


...δεν υπάρχει πιο έρημη στιγμή στη ζωή μιας πόλης
απο εκείνη που διασταυρώνει τις συνοριακές γραμμές
αυτών που δεν κοιμήθηκαν όλη τη νύχτα
κι εκείνων που πηγαίνουν να δουλέψουν...


Τα λόγια είναι της Αναις Νίν.
Οι πόλεις είναι οι δικές μας,
και οι ζωές επίσης.
Η ερημιά όμως δεν είναι εδώ.


* * * * * * *

28.6.06

παιχνιδίζουμε?

Κάποιος τάδε απο δω μέσα, γνωστός ογκόλιθος της βλογόσφαιρας κατά το πως συνηθίζεται να λέγεται, με είχε ρωτήσει, και μ έφερε στην ανάγκη να ψάξω μέσα μου να βρω την απάντηση-για να του την πω.
Τι έχεις να χάσεις?
Τίποτα, στ αλήθεια...
Μόνο το καινούριο μου παιχνιδάκι, μια χαρά που όλη μέρα μου τριβελίζει το μυαλό και οδηγεί τα βήματά μου στο σπίτι.
Κι ένα παράθυρο που μου αποκάλυψε κι άλλο, εμένα.
Όμως θα έχω κερδίσει κιόλας.
Οτι μπορώ και χωρίς ακόμη κάτι.


* * * * * * *

27.6.06

Ευτυχώς, έχουμε και πεζουλάκι…


Ευτυχώς, είμαστε σε δρόμο που δεν έχει πολύ κίνηση, με αυτοκίνητα και καυσαέρια ελάχιστα.
Αντιθέτως, έχει πολύ πράσινο.

Ευτυχώς επίσης, είμαστε στη μεριά του δρόμου που ο ήλιος πιάνει μετά το μεσημέρι, οπότε όλο το πρωινό το πεζοδρόμιο μας είναι χαρά θεού.
Έχει σκιά, έχει ΚΑΙ πεζουλάκι παρακαλώ!

Γιατί σίγουρα θα κουραστεί και θα χρειαστεί να κάτσει ο μικρούλης. Είναι κι αυτά τα μεγάλα έντυπα που πρέπει να κρατάει στο χέρι… Ευτυχώς όμως, βλέπω ότι δεν χρειάζεται να λέει τίποτα. Απλά δίνει από ένα σε καθέναν που βγαίνει από την πόρτα.

Ήρθε και προετοιμασμένο. Με αθλητικά παπούτσια και γυαλιά ηλίου. Με λευκό τι-σέρτ με το λογότυπο του προγράμματος, κι ένα τζινάκι φευγάτο εντελώς, έτοιμο να πέσει από πάνω του, από την πολύ μόδα και τα λίγα κιλά!

Ήρθε στις εννέα ακριβώς κοντά μου, στην ανυποψίαστη, ζήτησε συγνώμη και ρώτησε:
«Καλημέρα, είμαι από το πρόγραμμα. Μπορώ να αρχίσω?»

Και δεν αρχίζεις βρε αγοράκι μου? Εμένα ρωτάς?
Κι αν νομίζεις ότι αυτή είναι η σωστή ώρα για ξεκινήματα, πες το μου κι εμένα να ξέρω.


(Μην παραλείψω να γράψω εκατό φορές «δεν θα ξαναγκρινιάξω για την δουλειά μου». Το copy-paste απαγορεύεται.)


* * * * * * *

26.6.06

Η πιο όμορφη θάλασσα


Πέντε ζευγάρια. Δέκα φίλοι, δέκα παιδιά. Κι εγώ, εικοσιμία.

Με τις μουσικές κλαίω. Είναι κλειδιά που με ξεκλειδώνουν.

Όταν τα παράθυρα του αυτοκινήτου είναι ανοιχτά και μπαίνει μέσα ο αέρας του καλοκαιριού, όταν στο πίσω κάθισμα έχεις μια μεγάλη τούρτα παγωτό και εκεί που πας σε περιμένουν φίλοι σαν συγγενείς, όταν είναι πρωί κι ο αέρας μυρίζει πεύκο και θυμάρι (Χαλκιδική!), τότε είναι που η μουσική γίνεται κλειδί.

Γίνεται πέταγμα και ζωή, γίνεται Θέλω και Μπορώ, γίνεται και θυμός (επιτέλους!), οτιδήποτε γίνεται εκτός από βάλτος, εκτός από τοίχος, εκτός από υπομονή, εκτός από τέλος.

Θέλω να ρίξω μια μούτζα πίσω μου κι ένα κουβά μπλάνκο, να πατήσω το delete και να ξαναγεννηθώ λευκή, να φύγω μετανάστης στο αλλού απο δώ, και να μην σκεφτώ ποτέ ξανά, τίποτα. Να κοιμάμαι και να ξυπνάω μέχρι το τέλος του κόσμου χωρίς να χρειαστεί να εξηγήσω σε κανέναν τίποτε, χωρίς να κάνω όνειρα και σχέδια, τίποτα.

Έγινα κόκκινη σαν Πασχαλιά, σαν αστακός βρασμένος, σαν ντομάτα ώριμη, σαν ευτυχία. Αλλά δεν πονάω.

(η μουσική είναι Ξυλούρης, Van Morrison και Λιδάκης)


* * * * * * *

25.6.06

της ζωής μας το βήμα


Τις Κυριακές μ αρέσει να σηκώνομαι νωρίς. Για να χαρώ την ησυχία του σπιτιού, το αργό του ξύπνημα, χωρίς να νιώθω σα σίφουνας που φεύγει για τη δουλειά με τα μάτια κλειστά.
Να χαρώ και την ομορφιά του δρόμου, άδειου, δικού μου εντελώς. Ν αναρωτιέμαι μόνο που πάνε αυτοί που κυκλοφορούν τέτοια ώρα.
Να ακούω την ησυχία του έξω και τη φασαρία του μέσα.

Προχθές είδα στην τηλεόραση έναν βουδιστή μοναχό, που έλεγε ότι έμεινε 17 χρόνια σ ένα μοναστήρι, τα επτά από αυτά σε απομόνωση. Τον κοίταξα καλά για να καταλάβω αν ήταν καθρέφτης.

Είμαι καλεσμένη σήμερα, πάλι πάρτυ σε κήπο.
Στις Καλύβες που δεν είναι καλύβες αλλά σπίτια καλοκαιρινά.
Στον κήπο που δεν είναι κήπος αλλά ακροθαλασσιά με πεύκα.
Σε γενέθλια που δεν είναι τόσο γενέθλια όσο συνάθροιση κουμπάρων.
Η τούρτα δεν θα είναι τούρτα, αλλά παγωτό…

Όλα όπως ηρεμούν την ψυχή μας, όχι όπως πρέπει.
Πάω.

* * * * * * *

χάδι


Είναι φορές, που νομίζεις ότι η Μαίρη Πόππινς υπάρχει.
Ότι μπορεί να έρθει-με την ομπρέλα και την τσάντα της, να γεμίσει γέλια και να αλαφρύνει τη ζωή μας.

(Όπως και νά ‘ναι, το παίρνω σαν δεδομένο πως με ακολουθείς).


* * * * * * *

23.6.06

λουλακί παράθυρα


…και στα τρόλεϊ αλληλοκαλημερίζονται όλοι.

Δεν το θυμόμουνα πως είναι, να μη βαραίνει η ζωή επάνω σου σαν πέτρα. Να μη γέρνουν οι άκρες των χειλιών σου κάτω συνέχεια, σαν ανάποδη παρένθεση. Να βγαίνει ένα γέλιο από μέσα σου και μια αλαφράδα να σε γαργαλάει συνέχεια.

Μη γελαστεί κανείς και μιλήσει για έρωτα, όχι. Ζωή είναι. Όχι η δική του, αλλά, η δική μου. Την κρατάω αγκαλιά και την λουλουδίζω.
Ακούω τραγούδια-αληθινά βρε, απ αυτό το μηχάνημα του διαβόλου στο αυτοκίνητο, όχι καμπανούλες του μυαλού μου. Ακούω τους συναδέλφους να μάχονται μεταξύ τους, και απορώ γιατί-αφού η ζωή είναι αλλού, όχι εκεί. Ακούω το παλιό μου όνειρο να είναι όνειρο πια εκείνου που τότε το φρέναρε σε μένα, και δεν πονάω. Άντε καλά, πονάω, αλλά θαμπά κι απόμακρα πια. Ακούω το μυαλό μου να γελάει στον ύπνο μου και ξυπνάω.

Παρίσι, Άμστερνταμ, Βερολίνο, έχεις ξεχάσει που ακριβώς θέλεις να πας…

Ο κόσμος είναι γεμάτος από άντρες που σφυρίζουν μ έναν θαυμασμό που ξεσηκώνει το μέσα της σ έναν άγριο χορό, κι αυτή γελάει τρελά γέρνοντας το κεφάλι πίσω, άδειο από σκέψεις.

Έτσι θέλω να μείνει. Όλα άδεια.

Η ζωγραφιά είναι της Olwyn Whelan.
Το στιχάκι είναι δανεισμένο.
Η χαρά είναι δική μου!


* * * * * * *

21.6.06

καθρέφτης

Ω, ξέρω κάποιον που μένει έκθαμβος μπροστά σ αυτά
τα θαύματα του ουρανού,
που κάθε χρόνο γιορτάζει μαγεμένος στις 21 των τριμήνων
τις αλλαγές των εποχών...
Θερινό ηλιοστάσιο σήμερα λοιπόν,
ι σ η μ ε ρ ί α,
ισορροπία!


(ισορροπία???)



* * * * * * *

19.6.06

όλα στο ψυγείο


Θέλω ν αφιερώσω αυτό το τραγούδι σ ένα συνάδελφο που παντρεύτηκε το Σάββατο-προχθές. Που παντρεύτηκε την κουκλίτσα του κι έκαναν το πιο όμορφο γλέντι γάμου που έχω ακούσει. Δίπλα στη θάλασσα, με πυροτεχνήματα, με μπουφέδες και παγωτά, με dj και ζωντανή ορχήστρα μαζί. Και χόρεψαν ως τα χαράματα.
Που έκανε μπάτσελορ πάρτυ με τους φίλους του στη Μύκονο για μια βδομάδα πριν το γάμο. Που έφυγε ήδη με την αγαπημένη του για τις Μαλδίβες.
Γιατί όταν είδα γρατζουνιές στο μέτωπό του δύο μέρες πριν το γάμο, μου είπε: κοίτα να δεις γκαντεμιά, βγήκαμε χθες βράδυ με τους φίλους μου, κι ένας δίσκος με λουλούδια με πήρε ξώφαλτσα…
Γιατί του αρέσει ο Παύλος, αλλά μερικές φορές δεν ξέρω γιατί.
Και του εύχομαι αυτό το Όταν, για κείνον να γίνει τουλάχιστον Αν, αν όχι Ποτέ.

Δεν ειρωνεύομαι, και του αξίζει στ αλήθεια όλη η ευτυχία του κόσμου. Απλά σφουγγάριζα και τους σκεφτόμουν. Είδα τις Μαλδίβες στο χάρτη στον τοίχο της κουζίνας μου. Τους σκέφτηκα να ξεαμπαλάρουν όταν έρθουν, και μετά, τριάντα χρόνια μετά.

Εμένα η πολύ ευτυχία με τρομάζει, δεν μου φέρνει χαρά. Είναι σαν κάτι άλλο μεταμφιεσμένο σε ευτυχία. Αλλά αυτό μπορεί να είναι μόνο δικό μου πρόβλημα. Επίσης ήταν και του Παύλου-τουλάχιστον.

Λοιπόν, αφιερωμένο.

Όταν κάποιο βράδυ θα σε ξυπνήσει απότομη η κραυγή σου
και τρέξεις στη μαμά σου να το πεις
και εκείνη τρομαγμένη μες στο ψυγείο κλείσει τη φωνή σου
θα 'ναι αργά μεσάνυχτα και θα 'χεις κουραστεί

Όταν θα αγαπήσεις το γέλιο σου και την αναπνοή σου
και δεις πως έχεις κάτι να μας πεις
στο πλάι σου ο άνθρωπος που διάλεξες βιτρίνα στη ζωή σου
τριάκοντα αργύρια αντίτιμο σιωπής

Πες μας τι θα γίνει αν κάποτε αγγίξεις το κορμί σου
και το 'βρεις τσακισμένο απ' τις πληγές
και γύρω σου κούκλες χλωμές ανίκανες να ακούσουν τη φωνή σου
και οι αλήθειες σου να σέρνονται στο πάτωμα γυμνές





* * * * * * *

18.6.06

dust in the wind, all we are



Για μαύρα μάτια καίγομαι,
για γαλανά πεθαίνω,
αλλά για τα τσακίρικα
σκίζω τη γη και μπαίνω!





Ο κύρ Γιάννης μιλούσε πολύ. Γιατί ήταν πολύ κοινωνικός-η μαμά έλεγε με καμάρι ότι δεν υπάρχει μέρος που να πήγανε όπου δεν βρήκε γνωστό, ή γνωστό γνωστού…
Είχε άποψη για όλα, όταν ήταν μικρός έγραφε κιόλας, αυτάρεσκα, με πένα, με καλλιγραφικά γράμματα και με ψευδώνυμο…
Όμως η μαμά ειρωνεύτηκε-όχι μπροστά του, παρά σε μας τις μικρές, αργότερα όταν μεγαλώσαμε, ότι στο σπίτι τους στο χωριό έπαιρναν την εφημερίδα για επίδειξη, γιατί ήταν το συνήθειο της Κυριακής, να γυρίσουν μ αυτή στο χέρι στο σπίτι από το καφενείο, μετά την πετούσαν χωρίς να την διαβάσει κανείς…

Αγαπούσε το χωριό του, κι ας έφυγε από εκεί στα 15 του. Ήθελε κάθε χρόνο να πηγαίνουμε τον δεκαπενταύγουστο στο πανηγύρι, για να χαιρετάει τους γνωστούς του με καμάρι-αλλά η μαμά, η Καλαμαριώτισα (εκ Πόντου) κι αυτό το ειρωνευόταν, το εύρισκε χωριάτικο, το ανέχτηκε όσο ήταν νέα και δεν μπορούσε να φέρει αντίρρηση, κάποτε όμως μουλάρωσε κι αρνήθηκε να ξαναπάει. Ήταν και στην εμμηνόπαυση τότε. Άλλη ιστορία αυτή.

Ονειρευόταν να έχει ένα δωμάτιο στο χωριό όταν βγει στη σύνταξη, να μπορεί να βλέπει τους φίλους του-δεν ήθελε να δεχτεί ότι δεν είχε πια φίλους εκεί-γιατί έλειπε 50 χρόνια. Αλλά πάλι ήταν τόσο κοινωνικός, που μπορεί και νάφτιαχνε καινούργιους, πως μπορεί να ξέρει κανείς? Ήταν και τόσο αφελής, που μπορεί να ένιωθε απαράλλαχτους τους παλιούς του φίλους, και να χαιρότανε.
Κι αυτό το ειρωνευότανε η μαμά, το που ήταν αφελής και πίστευε τους πάντες, που έδινε χωρίς να ζητήσουν, χωρίς να ρωτήσει, που εμπιστευότανε. Μαλώνανε γιαυτό (και τι κερδίσανε? άλλαξε κανείς τους?).

Δεν πρόλαβε, γιατί ήρθε η Αλζχάιμερ και μαζί με τα σχέδια, έσβησε και το παρελθόν-τα σταφύλια που κλέβανε από τα χωράφια με τους φίλους του, και τα «απίδια» που μαζεύανε από τα δέντρα.

Ένα φεγγάρι έκανε και δάσκαλος-στο διπλανό χωριό. Γιατί τότε δεν είχε πτυχιούχους, και χρησιμοποιούσαν μερικές φορές τους απόφοιτους λυκείου για δασκάλους στα χωριά. Πήγαινε με τα πόδια, με το κουστούμι που φοράει στην φωτογραφία και χαμογελάει με καμάρι, με μαύρα κοκάλινα γυαλιά και με βιβλία στο χέρι του. Κρατάει κι ένα ραβδί, γιατί απο τότε που τον τριγύρισαν λύκοι ένα χειμώνα, φοβότανε.

Τα είχε σε μεγάλη εκτίμηση τα γράμματα. Χιλιάδες φορές έχω ακούσει την ιστορία, που σηκωνόταν από τα χαράματα, για να μπορέσει να διαβάσει με το πρώτο φως της ημέρας, γιατί ο άντρας της αδελφής του που τον φιλοξενούσε στη Θεσσαλονίκη δεν επέτρεπε αναμμένη λάμπα το βράδυ για το διάβασμα...
Και το είχε καημό που δεν μπήκε στο Πανεπιστήμιο-να γίνει δάσκαλος κανονικός. Τη χαρά του τη μέρα που μπήκα εγώ, δεν μπορώ να την περιγράψω. Ήταν τόση που δεν την θυμάμαι. Μόνο η σκέψη της τώρα, με τσακίζει.
Κι άλλο τόσο καμάρωσε όταν έπιασα δουλειά. Ξυπνούσε κάθε πρωί και ρωτούσε-διακριτικά γιατί ήξερε ότι θύμωνα, αν ήθελα να με πάει στη δουλειά μου. Και με πήγαινε, κι αν του επέτρεπα να μπει να πει μια καλημέρα στον διευθυντή μου, τότε ένιωθε θεός.
Ω, πόσο μετανιώνω για όλες αυτές τις καλημέρες που δεν τον άφησα να πει. Τι θα πείραζε? Δεν θα μου είχαν κοστίσει τίποτα, αλλά εκείνος θα ήταν ποντούς πολλούς ψηλότερος τώρα…

Καμάρωνε πολύ για μένα.
Το ένα που μου έλεγε, ήταν για τα μάτια μου, τα μάτια μας. Το ξέρεις το τραγούδι? Μου είπε, μια μέρα που παραπονέθηκα ότι δεν είμαι όμορφη, που τα μάτια μου είναι πράσινό και καφέ μπερδεμένο, λίγο από όλα και τίποτα. Το ξέρεις? Και μου είπε τους στίχους. Αυτό είμαστε. Κάτι σπάνιο και άξιο.
Που δεν φαίνεται εύκολα, αλλά άμα το δει κανείς, τότε υποφέρει.
Και το άλλο ήταν το ύψος μου-το λίγο. Το οποίο δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό ως πρόβλημα, γι εκείνον όμως φαίνεται ότι ήταν, και για να το προλάβει σε μένα, μου ανέλυε συχνά πόσο δεν παίζει ρόλο στην αξία ενός ανθρώπου το σωματικό του ύψος-παρά μόνο το πνευματικό…

Όσο μεγαλώνω, τόσο βλέπω στον καθρέφτη τον μπαμπά μου. Όταν ήταν στην κλινική, τον έβλεπα κι ήταν σαν να έβλεπα στον καθρέφτη. Τώρα που έγιναν δύο χρόνια που ησύχασε, τον βλέπω πιο καθαρά απο ποτέ, στον καθρέφτη μου.
Πήρα τη μύτη του-και δεν την ήθελα, γιατί όλη την ομορφιά την έδωσες στην αδελφή μου? Ρώτησα τη μαμά.
Πήρες και τα λόγια τα πολλά, από το σόι του, μιλάς συνέχεια, σαν εκείνον





* * * * * * *

17.6.06

το πάρτυ στον κήπο


Κάθε φορά, λίγο λιγότερα, περίεργο το πώς συνηθίζεις σιγά-σιγά, και στο τέλος μαθαίνεις να ζεις μια χαρά με το τίποτα...
Τότε κοιτάζεσαι στον καθρέφτη και δεν βλέπεις τον εαυτό σου.








Έχει λίγο καιρό που κάτι γίνεται, κάτι αλλάζει, το νιώθω.
Κι εγώ αντιστέκομαι, κρατιέμαι σα χταπόδι από το τίποτα, τίποτα δε θέλω ν αλλάξει.
Αλλά όμως ενεργώ ερήμην μου, επικοινωνώ, ανοίγω πόρτες, και μετά τις κοιτάζω τρομαγμένη, γυρίζω την πλάτη μου στο μέλλον, αλλά όταν κοιτάζω το παρόν τρομάζω περισσότερο, τρίβω τα μάτια μου, αντικρίζω το τίποτα. Κάτι με τραβάει μπροστά-μάλλον πρέπει να είναι η ζωή. Η ζωή σήμερα έχει γενέθλια-καλά που του το θύμισα, με ξελάσπωσες, έτσι μου είπε.
Εγώ, ως μη-ζωή, έφταξα 40 σαντουιτσάκια για το πάρτυ της Χρυσούλας αύριο.

(ο πίνακας είναι του Jules Alexis Muenier)

* * * * * * *

16.6.06

καλοκαίρι...


Τα ροδάκινα μου φέρνουν αλλεργία, με κάνουν να φαγουρίζομαι, να ξύνεται η μύτη μου και να φτερνίζομαι. Επιπλέον είναι όλο ζουμια που τρέχουν, και πασαλίβεσαι κιόλας, και κολλάς…
Το χρώμα τους βέβαια…και η μυρωδιά….

Απαπαπα, τελικά δεν είμαι ικανή να κάνω ένα πόστ με ροδάκινα…

* * * * * * *

14.6.06

άγουρα χρόνια


Ωριμάζω συναισθηματικά σημαίνει
περιορίζω τις απαιτήσεις μου,
κλείνω πόρτες πίσω μου,
εγκαταλείπω σχέδια που δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν.









Όταν διάβασα αυτό γραμμένο (ούτε θυμάμαι πού) το 1995 μου ήρθε σαν κατραπακιά στο κεφάλι.
Ωριμάζω? Μα δεν είμαι ώριμη? ΕΙΜΑΙ.
Δεν είμαι συναισθηματική? Μα είμαι, πολύ (άσχετο).
Μα, έχω υπερβολικές απαιτήσεις? Αποκλείεται…
Όχι, όχι, δεν κλείνω πόρτες, αυτό όχι, αρνούμαι, τις θέλω όλες ανοιχτές, άμα δεν πάει κάτι καλά στο ένα δωμάτιο, να μπορώ να ξαναγυρίσω στο άλλο, όχι…
Και ΔΕΝ εγκαταλείπω, ΔΕΝ. Θα το παλέψω, θα τα καταφέρω, δεν μπορεί, γίνεται, είμαι δυνατή εγώ, θα δοκιμάσω τουλάχιστον, αφού ΘΕΛΩ…

Είχε ήδη προηγηθεί, στο ίδιο διάστημα, η μέρα που μου ανέφερε ότι η γιατρός του, του είπε ότι είμαι ανώριμη-ότι και οι δυό μας είμασταν ανώριμοι αλλά κυρίως εγώ, και ότι χρειαζόταν να δουλέψω πολύ πάνω στον εαυτό μου. Εκείνη ήταν η π ρ ώ τ η κατραπακιά.
Πρώτα η κλασική άρνηση: αποκλείεται-ΚΑΝΕΙ ΛΑΘΟΣ, και ποια είναι αυτή? Και πού με ξέρει εμένα? ΕΓΩ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΑΝΩΡΙΜΗ, ΔΕΝ, σου λέω.
Και πλάνταξα στο κλάμα-από το ντορέ, μέσα από το πάρκο του Ξαρχάκου-ούτε θυμάμαι που πηγαίναμε, στο πάρκιγκ του Μουσείου μήπως? Είχαμε τη μηχανή τότε? Ή γυρίζαμε γύρω-γύρω μέσα στο πάρκο?
Έβρεχε-αυτό το θυμάμαι. Και στο τέλος με αγκάλιασε και με παρηγόρησε-τόσο απεγνωσμένη με κατάλαβε-από την απρόβλεπτη προσβολή.
Όμως είχε μπει ένα μαχαίρι στην καρδιά μου. Γιαυτό έκλαιγα. Γιατί δεν ήθελα να είμαι ανώριμη, ήθελα να είμαι συνεπής και ηθική-όπως ένιωθα. Όμως ήξερα ότι ήμουν και ασυνεπής και ανήθικη ταυτόχρονα, και αυτά τα τέσσερα δεν μπορούσαν να αλληλοκαλυφθούν μεταξύ τους και να εξαφανιστούν-αντιθέτως εμφάνιζαν μια τρύπα που ΥΠΗΡΧΕ μέσα μου, και λεγόταν ανωριμότητα.

Μετά, δεν έζησαν καθόλου αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, αλλά αντιθέτως, όλα πήγαν από το κακό στο χειρότερο.
Και ούτε το τέλος καλό όλα καλά ταιριάζει εδώ.
Τώρα που το ξαναβλέπω, μπορεί και να ταιριάζει όμως!

(για τον Βασίλη)



* * * * * * *

12.6.06

πεταλουδίζω


"Μono-no-aware σημαίνει “θλίψη για τη ρέουσα φθορά των πραγμάτων”, σαν την γλυκιά, νοσταλγική θλίψη που σου προκαλεί το πέσιμο των ανθών της κερασιάς",
λέει ο σκηνοθέτης Κατζίρο Γιαμαμότο στον μαθητευόμενο βοηθό του Ακίρα Κουροσάβα – προσπαθώντας να του διδάξει τι να προσπαθήσει να πετύχει κατά το μοντάρισμα των σκηνών μιας ταινίας.
(Α.Κουροσάβα:Κάτι σαν αυτοβιογραφία).

(Τελευταία οι βλογερς παθαίνουν Λαμπρουκίαση,
λέει ο ανώνυμος voas σε σχόλιό του στο τελευταίο ποστ της ellinidas).

* * * * * * *

11.6.06

το κλειδί

Εμείς γι’ αυτά τα λίγα και απλά πράγματα πολεμάμε,
για να μπορούμε να έχουμε μια πόρτα, μια λάμπα,
ένα σκαμνί,
ένα χαρούμενο δρόμο το πρωί,
ένα ήρεμο όνειρο το βράδυ.


Βρε μαμά…αυτό είναι …too…πώς να το πω τώρα, εκτός πραγματικότητας…
(αυτό μου ζήτησε να της ζωγραφίσω πάνω στο κομμάτι το ύφασμα, να το κεντήσει για τον τοίχο.
Γιατί ήταν ο αγαπημένος της στίχος-αγνώστου ποιητή, κυκλοφορούσε κρυφά-χειρόγραφο σε τετράδια όταν τα αδέλφια της ήταν στα νησιά κι αυτή αρκετά μικρή ώστε να το αποστηθήσει και να το θυμάται απαράλλαχτο χρόνια μετά… κι όταν μια φορά μου το ανέφερε-την ώρα που τηγάνιζε, μου θύμησε τον κύριο Λειβαδίτη, έψαξα και της τόφερα αυτοστιγμής τυπωμένο μπροστά της-όχι πια αγνώστου, αλλά γνωστού-και προφανούς…)
Μα μαμά, είναι εντελώς εκτός πραγματικότητας για το σήμερα…
Μια πόρτα? Ένα σκαμνί? Και λάμπα? Έλεος…
Καμιά μαγιονέζα? Γραμμή αdsl για τον υπολογιστή? Κινητό με κάμερα? Έστω έναν καπουτσίνο??

* * * * * * *

9.6.06

Χρυσή συμβουλή...


-Δε μου λες, σ αρέσει η δουλειά σου?
-Εεε…ε? πώς?
Εεε, μ αρέσει που εξυπηρετώ κόσμο, μ αρέσει που έχω ένα γραφείο, που δεν μπαινοβγαίνω με κρύο και ζέστη σε διάφορες εποχές του χρόνου…α, και κυρίως μ αρέσει που ΕΧΩ μια δουλειά και δεν χρειάζεται να ανησυχώ και να ψάχνω…
Βέβαια, αν με ρωτούσες, θα προτιμούσα να δούλευα κάπου μόνη, χωρίς ανθρώπους γύρω μου, ήσυχα, να σκέφτομαι πολύ και να γράφω, να κάνω πολύ δουλειά, αλλά να μην συνεργάζομαι πολύ με κόσμο…αλλά τι να γίνει? Καλά είναι κι έτσι…
Μα, τι με ρωτάς τώρα?
-Λοιπόν, αφού λες ότι σ αρέσει η δουλειά σου, δεν μπορείς να πηγαίνεις κάθε πρωί στο γραφείο σου, και να μην δίνεις καμία σημασία στους γύρω σου, και να κάνεις τη δουλειά σου όλη μέρα ευτυχισμένη? Να πίνεις τον καφέ σου και να εξυπηρετείς τον κόσμο, και να μην επηρεάζεσαι από όσα σου λένε και όσα γίνονται γύρω σου? Ε, μπορείς?
Άντε λοιπόν…εγώ πρέπει να στα λέω αυτά?

(Το πρόβλημα είναι-ήταν-πέρασε-για την ώρα τουλάχιστον, δικό μου.
Ο συνομιλητής ειναι η-γνωστή-μικρή-αλλά μόνο στην ηλικία, Χρυσούλα!)

* * * * * * *

6.6.06

hunged tapestries


Εγώ δίνω το ρήμα και τα ντεσέν.
Το κείμενο το έγραψε ο Δον Κιχώτης-ο παραμυθάς ιππότης με τη γραβάτα-εδώ.

(η φωτογραφία "hunged tapestries" είναι του Nicolas Berlingieri)


* * * * * * *

5.6.06

ουράνιο τόξο

Έχω διανύσει από το πρωί μια απίστευτη γκάμα διαθέσεων… γεγονός το οποίο αν δεν ήμουν το αντικείμενο πάνω στο οποίο παρατηρήθηκαν, θα είχα βρει εξόχως ενδιαφέρον, δείγμα της πολυμορφίας της ζωής, ποιητικό και άλλα τέτοια λυρικά-τα οποία γίνονται όμως εντελώς τραγικά όταν αφορούν εσένα!

Για να φτάσεις από την διάθεση να ουρλιάξεις – και να χαστουκίσεις, να παραιτηθείς και να κλάψεις, μέχρι το χαμόγελο, και το γέλιο (!) και την ηρεμία, μπορώ να δηλώσω ότι παρεμβάλλονται :
• ένα καπουτσίνοςςς (καφές, όχι μοναχός, ούτε ανθός),
• μια επίσκεψη από φίλη στη δουλειά φέρουσα μπισκοτάκια με αμύγδαλα,
• η γνωριμία μ αυτόν που κάνει ευτυχισμένη μιαν άλλη φίλη,
• ένα τηλέφωνο άλλης φίλης που ανησυχεί αιωνίως-και κρατιέται να μην με μπατσίσει,
• ένα δεκαπεντάλεπτο τηλεφώνημα σχεδιασμού γενεθλίων Χρυσούλας (τούρτα, κεράκια, πίτσες, πίτες, σουβλάκια…),
• κάτι άλλο που δεν σας το λέω,
• και μια επίσκεψη σε βιβλιοπωλείο με τρόπαιο τα Κείμενα από την Ιαπωνία, του Λευκάδιου Χέρν.

Συμπερασματικά, καλή μας εβδομάδα!



Ο βιβλίο/καναπές-παγκάκι βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη-μέρος καμπάνιας που ωθεί τους ανθρώπους στην ανάγνωση βιβλίων, κι έχει γραμμένους πάνω του στίχους Τούρκων ποιητών…
Τον βρήκα απο λίνκ του αγαπημένου μου memento.

* * * * * * *

3.6.06

来られる, どこにいるか。 (= έλα, που είσαι?)


-Το 100στό πόστ? μα, σοβαρολογείς τώρα?
-Ναι σου λέω, ναι, σήμερα πάτησε τα εκατό!
-Ε όχι βρε παιδάκι μου, τι μου λές τώρα? Ε, αυτό δεν το περίμενα…Μα πότε πρόλαβε? Που βρήκε τόσα να πει?
-Μά, ναι σου λέω! Τόσο πολυλογού, τόσο! Μέσα σε ένα τετράμηνο εκατό ποστς…
Μαυρίλα…γκρίνια…ιαπωνία….
-Εε? ιαπωνία? αυτό τι σχέση έχει τώρα?
-Καμία. Δεν έχει καμιά σχέση, απλά την Ιαπωνία την χώνει παντού, διότι της φτιάχνει τρελά το κέφι!!

* * * * * * *

2.6.06

ευτυχία...


"Η Φράνσι βαρέθηκε να τους κοιτάει. Ήταν δύο η ώρα. Η βιβλιοθηκάριος θα είχε γυρίσει από το φαγητό της. Με προκαταβολική τη γεύση της χαράς που θα έπαιρνε από το διάβασμα ενός καινούριου βιβλίου, γύρισε πίσω και τράβηξε για τη βιβλιοθήκη.

Σ ένα παλιό και βρώμικο κτήριο στεγαζόταν η βιβλιοθήκη. Η Φράνσι όμως την έβρισκε υπέροχη. Αυτό που αισθανόταν για τούτη τη σάλα έμοιαζε με κείνο που ένιωθε μέσα στην εκκλησία. Έσπρωξε την πόρτα. Α! πόσο της άρεσε αυτή η μυρωδιά που ανέδιναν το δέρμα των παλιών δεμένων βιβλίων, η κόλλα και το μελάνι από τις σφραγίδες...

Η Φράνσι φανταζόταν πως σ αυτή τη βιβλιοθήκη υπήρχαν όλα τα βιβλία του κόσμου και είχε βάλει με το νου της να τα διαβάσει όλα. Διάβαζε ένα βιβλίο τη μέρα, με αλφαβητική σειρά, χωρίς να πηδάει τα βαρετά. Παρόλο τον ενθουσιασμό της, ήταν υποχρεωμένη να παραδεχτεί ότι μερικά είδε κι έπαθε να τα τελειώσει. Όμως ήταν γεννημένη για να διαβάζει. Διάβαζε ότι έβρισκε μπροστά της: ανοησίες, κλασικούς, τα δρομολόγια των τρένων, ως και τον τιμοκατάλογο του μπακάλη.

Μόλις μπήκε αυτό το καλοκαιρινό Σάββατο του 1912, έκλεισε πίσω της αθόρυβα την πόρτα και πλησίασε.
Ακούμπησε το χέρι της στην κόχη του λουστραρισμένου γραφείου γιατί της άρεσε η αφή του. Κοίταξε τα καλοξυσμένα μολύβια αραδιασμένα με τάξη, το πράσινο τετράγωνο στυπόχαρτο, το φουσκωτό άσπρο δοχείο με την παχύρευστη κόλα, την τακτική στίβα με τις καρτέλες, και τα βιβλία που είχαν επιστραφεί και περίμεναν να τα ξαναβάλουν στα ράφια τους...
«Ναι, σαν θα μεγαλώσω και θα κάνω δικό μου σπίτι, δεν θα έχω βελουδένιες πολυθρόνες και δαντελένιες κουρτίνες, ούτε ψεύτικα φυτά. Στο σαλόνι μου θα έχω ένα γραφείο σαν κι αυτό εδώ, άσπρους τοίχους, ένα καθαρό πράσινο στυπόχαρτο, μια σειρά κίτρινα γυαλιστερά μολύβια, πάντα καλοξυσμένα, έτοιμα για γράψιμο, κι ένα καστανόχρυσο ανθοδοχείο μ ένα λουλούδι, ή κλωναράκια βατομουριάς, και βιβλία…βιβλία…βιβλία…»

Στάθηκε πολλή ώρα όρθια μπρος στο γραφείο όσο να καταδεχθεί η βιβλιοθηκάριος να την προσέξει και να ασχοληθεί μαζί της.
-Θέλετε να μου συστήσετε ένα καλό βιβλίο για κορίτσια? Ρώτησε η Φράνσι.
-Τι ηλικίας?
-Έντεκα χρονών.
Κάθε φορά η Φράνσι έκανε την ίδια ερώτηση και κάθε φορά η βιβλιοθηκάριος έλεγε τα ίδια λόγια. Καθώς μάλιστα δεν γύριζε να δει στο πρόσωπο κανένα παιδί, δεν είχε καταφέρει μέχρι τώρα να γνωρίσει το μικρό κοριτσάκι που διάλεγε κάθε Σάββατο κι από ένα βιβλίο. Ένα χαμόγελό της, για την Φρανσι θα ήταν κάτι πάρα πολύ, κι ένας λόγος φιλικός θα την έκανε πολύ ευτυχισμένη. Αγαπούσε τη βιβλιοθήκη και θα ήθελε να λατρεύει τη γυναίκα που τη διεύθυνε, αλλά η γυναίκα αυτή είχε άλλες έγνοιες.
Η Φράνσι έτρεμε από μια απροσδιόριστη ταραχή, βλέποντας την να απλώνει το χέρι της στη βιβλιοθήκη που ήταν δίπλα στο γραφείο. Μόλις τράβηξε ένα βιβλίο, άρπαξε το μάτι της τον τίτλο «Αν ήμουν βασιλιάς» του Μακ Κάρθυ.
Με το βιβλίο σφιγμένο στη μασχάλη έτρεχε για το σπίτι, κατανικώντας τον πειρασμό να καθίσει στο πρώτο κατώφλι που θα έβρισκε μπροστά της και ν αρχίσει το διάβασμα.

Επιτέλους έφτασε στο σπίτι. Είχε έρθει η υπέροχη στιγμή που την καρτερούσε ανυπόμονα όλη την εβδομάδα. Η ώρα που θα καθόταν στη σκάλα της υπηρεσίας. Άπλωσε πρώτα ένα χαλάκι στο σιδερένιο πλατύσκαλο, πήρε το προσκέφαλο από το κρεβάτι της και το στήριξε στο κάγκελο. Ευτυχώς το ψυγείο είχε πάγο. Έσπασε ένα κομματάκι και το έριξε μες στο ποτήρι με το νερό. Έβαλε τις παστίλιες της μέντας που είχε αγοράσει το πρωί σ ένα μπώλ χιλιοραγισμένο αλλά με γλυκό μπλέ χρώμα. Σιγούρεψε το ποτήρι, το μπώλ και το βιβλίο στο περβάζι του παραθύρου και βγήκε στη σιδερένια σκαλίτσα. Μόλις βρέθηκε εκεί, έμοιαζε σαν να καθόταν πάνω στο δέντρο. Κανένας, ούτε από πάνω, ούτε από κάτω ή το πλάι μπορούσε να τη δει. Αλλά εκείνη μέσα από τα φυλλώματα τα έβλεπε όλα.
Τούτο το απόγευμα έκανε μια πνιγερή ζέστη. Ένα καυτός και υγρός αέρας έφερνε τη ζεστή μυρωδιά της κοντινής θάλασσας. Οι ίσκιοι των φύλλων, καθώς κινιόνταν, έφτιαχναν φευγαλέα σχήματα πάνω στο άσπρο μαξιλάρι. Κανένας μες στην αυλή. Θεία στιγμή.
Καθώς η Φράνσι διάβαζε ευτυχισμένη, όσο μπορεί να είναι ένα ολομόναχο κοριτσάκι με συντροφιά ένα ωραίο βιβλίο κι ένα πακετάκι μέντες, οι σκιές των φύλλων έγερναν γύρω της αργά και το μεσημέρι έφευγε. Κατά τις τέσσερεις, τα απέναντι από την αυλή διαμερίσματα ξαναζωντάνεψαν. Μες από τα φυλλώματα κι από τα ανοιχτά παράθυρα χωρίς κουρτίνες, η ματιά της Φράνσι παρακολουθούσε τη γειτονιά να ζωντανεύει ξανά..."

Στην-φαινομενικά μόνο-άσχετη εικόνα, βλέπετε τη Φράνσι και τη Φράνσι, δηλαδή εμένα και τη φίλη μου menw ektos, που πηγαίνουμε στην δανειστική βιβλιοθήκη να επιστρέψουμε-και να ξαναπάρουμε το "ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν" της Μπέτυ Σμίθ…


* * * * * * *