29.11.10

μήπως θα ήταν δυνατόν παρακαλώ να χιονίζει έξω;

Αν δεν είχα κανένα περιορισμό θα ήθελα να περάσω τα χριστούγεννα και όλη μου την υπόλοιπη ζωή χωρίς να αισθάνομαι τίποτα.

Θα ήθελα να είχε συνέχεια ζέστη, και να μύριζε παντού μανταρίνι.

Θα ήθελα να κρατούσα συνέχεια μωρά στην αγκαλιά μου.
Σήμερα το σκέφτηκα αυτό: είδα στο μετρό έναν έφηβο να κρατάει ένα μωράκι και να το πετάει τρυφερά στον αέρα, και σκέφτηκα αχ να τόπαιρνα λίγο στην αγκαλιά μου, πως θα το χάιδευα, θα το ζέσταινα, θα το αγαπούσα.
Και τότε μου ήρθε ότι δεν είναι ένα παιδί δικό μου που θέλω αλλά μωρά για να χαιδέψω, πολύ, πολλά. Θα ήμουν επιτυχημένη σ' ένα τέτοιο επάγγελμα. Επιτυχημένη; Ευτυχισμένη, ήθελα να πω.

Χωρίς κανέναν περιορισμό είπαμε.
Μμμμ, κάτσε να δούμε.
Θα ήθελα να ζω στο Παρίσι-για πάντα; στη Νέα Υόρκη μήπως; στο Λονδίνο; στην Κορνουάλλη; στην Οσάκα;
Ή μήπως καλύτερα να πηγαινοερχόμουν σ'αυτά με μια βαλίτσα στο χέρι;
Ή καλύτερα με μια βαλίτσα με ροδάκια.
Καλύτερα να μην πηγαινοέρχομαι, εγώ είμαι άνθρωπος της ρουτίνας, καλύτερα σ' ένα σπίτι συνέχεια, να ψωνίζω, να μαγειρεύω, να πλέκω...

Βρε, χωρίς περιορισμό είπαμε. Γιατί δε διαλέγεις τον Τζωρτζ και μια βίλα στις όχθες μια ιταλικής λίμνης;
Έναν ποδοσφαιριστή να σε κοιτάζει στα μάτια και να λιώνει;

Στην Ολλανδία, στις θίνες, να βλέπω τον ωκεανό; Στο τρε μαρίε να πίνω καφέ με την αδελφή μου;

Βρε Ιφιμέδεια, σε τι μπελά μας έβαλες...

24.11.10

αξία ανεκτίμητη

Το στολιδάκι (ακόμα ένα, τι θα τα κάνεις όλα αυτά, τζάμπα λεφτά, και δεν στολίζεις καν δέντρο παρά τα αραδιάζεις παντού μέσα στο σπίτι... Ε, πάψε λοιπόν, ότι θέλω κάνω, σιγά τα λεφτά, δεν θα κάνουμε κουβέντα τώρα για τρεισήμισι ευρώ...) το πήρα πριν λίγο και είναι το πρώτο που αγόρασα φέτος (Οκ, θα προσπαθήσω να συγκρατηθώ, να μην πάρω άλλο, το ξέρω πως είναι άχρηστα, πως μόνο χώρο πιάνουν... Αλλά τι να κάνω, ήμουν λίγο κακοδιάθετη, και το μαγαζί με τα χριστουγεννιάτικα είναι δίπλα στο σούπερμαρκετ, και δεν είχα γάλα για αύριο οπότε έπρεπε οπωσδήποτε να πάω, και είχε νυχτώσει γιατί έφυγα αργά από τη δουλειά και γιατί νυχτώνει νωρίς με την αλλαγή της ώρας, και το μαγαζί -το χριστουγεννιάτικα- ήταν φωτισμένο εντελώς, δηλαδή όχι απλά ανοιχτό αλλά σου έμπαιναν στο μάτι ένα σωρό κόκκινα και πράσινα και χρυσαφιά... Είπα ας μπω μέσα σήμερα, μια ματιούλα να ρίξω, τα ψώνια δεν ήταν βαριά, λόγο να βιαστώ να γυρίσω σπίτι δεν είχα, ας μπώ σήμερα, μια φορά για φέτος, για το καλό...

22.11.10

lyrics of love and life


Καθώς πέρασε δίπλα μου με γρήγορα βήματα, η άκρη της φούστας της με άγγιξε.
Από το άγνωστο νησί μιας καρδιάς ήρθε μια ξαφνική ζεστή ανάσα της άνοιξης.

Ένα φτερούγισμα άγγιγμα με χάιδεψε κι εξαφανίστηκε σ' ένα λεπτό, σαν πέταλο κομμένο από λουλούδι που το πήρε ο άνεμος.

Έπεσε πάνω στην καρδιά μου σαν αναστεναγμός του κορμιού της, σαν ψίθυρος της καρδιάς της.


* Rabindranath Tagore: Τhe Gardener (στίχος 22)

17.11.10

αν νομίζεις πως ήρθε η άνοιξη, αυταπατάσαι

Υπάρχουν δυο πιθανές στάσεις αντίκρυ στο θάνατο. Είναι οι ίδιες που κρατάμε αντίκρυ στη ζωή. Μπορείς να το βάλεις στα πόδια βρίσκοντας καταφύγιο σε μια καριέρα, μια σκέψη, κάποιο σχέδιο. Και μπορείς ν'αφεθείς να σε παρασύρουν-να ευοδώσεις την έλευσή τους, να γιορτάσεις το διάβα τους.
Ο θάνατος για τον οποίο τίποτα δεν γνωρίζουμε θ'ακουμπήσει το χέρι του πάνω στον ώμο μας κρυφά σε κάποια κάμαρα ή θα μας χαστουκίσει ολοφάνερα μπροστά σ' όλον τον κόσμο-ανάλογα. Το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε περιμένοντας εκείνη την ημέρα είναι να του ελαφρύνουμε τη δουλειά: να μην έχει σχεδόν τίποτε να πάρει γιατί θα τα 'χουμε σχεδόν όλα ήδη δώσει. Να μην έχει να βαστάξει στα χέρια του παρά λίγα άνθη αμυγδαλιάς.

* Κριστιάν Μπομπέν: Η Ανέλπιστη= αυτή που δεν την περίμενε κανείς

Η ζωή μας-ο θάνατος, πάρε-δώσε, όλα-τίποτε, γιορτή, έλευση, το διάβα μας, άνθη, αμυγδαλιά. Ποιά λέξη εκφράζει αυτό που νιώθω τώρα, αυτό που ένιωσα χθες βράδυ διαβάζοντας αυτή την παράγραφο;

Σήμερα περάσαμε κάτω από μια ολάνθιστη γαζία.

13.11.10

cafe creme (*)

ο καφές είναι μαύρος σαν τη νύχτα,
καυτός σαν την κόλαση, γλυκός σαν
το φιλί και δυνατός σαν τον έρωτα



(*) στην Καρδία.

5.11.10

Lyaylya

Το όνομά σου είναι σα λουλούδια. Σαν πουλιά που κελαηδάνε όλα μαζί ένα ανοιξιάτικο πρωί.
Έτσι της έλεγε και τη χάιδευε με τα μάτια του, ξαπλωμένος στο κρεβάτι της ντάτσας τους στα περίχωρα της Μόσχας, καθώς εκείνη χτένιζε τα κατάξανθα μαλιά της, όρθια δίπλα στο παράθυρο που έβλεπε στον κήπο.

Αυτό το ηλιόλουστο όνομα ήταν που τον έφερε κοντά της.
Βαστώντας με το γερό χέρι τον αγκώνα του άλλου, του χτυπημένου, κοίταξε τις διπλανές πόρτες των γιατρών στο διάδρομο του ήσυχου νοσοκομείου. Τώρα πια ούτε που θυμάται τι όνομα έγραφε η άλλη. Στην δική της πόρτα, το όνομά (της) του φάνηκε έξαφνα σαν μια αγκαλιά λουλούδια που μοσχομύρισε και τύλιξε τον πόνο του. Υπνωτισμένος, χτύπησε την πόρτα και μπήκε.
Έτσι, αυτή μπήκε στη ζωή του. Έτσι μπήκε ο ένας στη ζωή του άλλου. Από ένα χτυπημένο χέρι κι ένα τραγουδιστό όνομα.

Μηχανοδηγός σε ένα από τα έργα ανέγερσης γύρω από τον περιφερειακό δρόμο της Mόσχας ήταν. Αλλά τα μάτια του ήταν πιο γαλάζια απ'τον ουρανό κι εκείνη χάρηκε που φωτίστηκε το βαμμένο με λαδομπογιά δωμάτιο από την παρουσία του. Κι αυτός, μόλις την είδε-μόλις την άκουσε να μιλάει, δεν ήξερε πια να πεί αν ήταν η φωνή της που κελαηδούσε ή το όνομά της.

Έ, ποιός μπορεί να πει πόσο να κράτησαν αυτά τα λουλούδια; τα ζεστά δέρματα στα λευκά σεντόνια, τα κρυστάλλινα γέλια τους; (Πόσο βαστάει η ευτυχία;)

Τώρα, η ευτυχία τους έχει άλλη βαρύτητα. Μετριέται (μετριέται άραγε;) σε λευκόχρυσο, σε ακίνητα, σε μετοχές. Εκείνη ακόμα είναι -φυσικά- γιατρός, ακόμα είναι (φυσικά;) ξανθιά, μα ότι έχει επάνω της έχει βάρος. Eίναι ολόκληρη ένα βάρος-απέξω κι από μέσα της.
Κι εκείνος; τον βλέπεις και νομίζεις πως ποτέ, ποτέ δεν ήξερε τι θα πει χαμόγελο, ανοιξιάτικο πρωινό, τραγούδι.

3.11.10

πράσινο και υγρασία


Πάει πολύς καιρός που δε βγαίνω ποτέ χωρίς εσένα. Σε κουβαλώ μαζί μου μέσα στην πιο απλή κρυψώνα: σε κρύβω μέσα στη χαρά μου σα γράμμα ανοιχτό σε κάθε βλέμμα.

(Ωωωωω, ο κύριος Κριστιάν Μπομπέν, πού είναι να τον αγκαλιάσω; Και τι να σχολιάσω, δε θέλω, δεν ταιριάζει.

Σήμερα, σχολώντας, βρήκα ακόμη δύο βιβλία του: την Ανέλπιστη-από όπου το παραπάνω, και την Ξέφρενη Πορεία. Έτσι, μετά τον Αιχμάλωτο του Λίκνου-το πρώτο και καλύτερο, την Κίσσα και την Γυναίκα Που Έρχεται, νομίζω πως μου λείπουν άλλα δύο μόνο για να έχω όλα του όσα μεταφράστηκαν στα ελληνικά. Γιατί δυστυχώς, γαλλικά δεν ξέρω.)

1.11.10

Ποιά είναι η πιό μεγάλη σου επιθυμία;

Ποιά είναι η πιό μεγάλη σου επιθυμία;

Να πάω στη Βενετία. Να πάω στο Παρίσι. Να περπατήσω στη Λισσαβώνα. Να πάω παντού. Να μην πάω πουθενά-να γίνω σαν τον Κριστιάν Μπομπεν, να είμαι ικανοποιημένη μέσα στο σπίτι μου. Τουλάχιστον εδώ έχουμε τον υπολογιστή και μπορούμε να ταξιδεύουμε νοερώς. Γιατί όμως λέω "τουλάχιστον"; άρα πάλι υποκατάστατο, άρα ακόμη θέλω να πάω. (Παντού.)

Να είσαι καλά. Να μην πάθεις ποτέ τίποτα. (Όχι, όχι, αυτή δεν είναι σκέψη για παιχνίδι, δεν είναι σκέψη για ποστ, είναι αμαρτία. Βγάλτην, βγάλτην αυτή τη σκέψη, μην την ακουμπάς.)

Να έχω πάντα φαγητό. Και παντεσπάνι. Και σοκολατένια γλυκάκια. Και μπαρς σοκολάτα-πορτοκάλι.

Να έχω πάντα τη δουλειά μου. Για να έχω φαγητό, και ελπίδες για ταξίδια.
Όμως ο Βέρνερ Χέρτζογκ πώς πήγε με τα πόδια από τη Γερμανία στο Παρίσι; Κι ο Πάτρικ Λη Φέρμορ πώς πήγε από την Αγγλία στην Κωνσταντινούπολη, επίσης με τα πόδια. Τι, χρειάστηκε να έχουν δουλειά για να μπορέσουν να ταξιδέψουν;
(Ζηλεύω αυτούς που πάνε -μακριά- με τα πόδια.)
Κι ο Λάρυ Ντάρελ πώς πήγε με τα πόδια από το Βέλγιο στη Γερμανία; Τώρα θα μου πεις ότι αυτός ήταν ήρωας βιβλίου, ότι ήθελε έκανε. Οι άλλοι όμως, οι δύο παραπάνω (και όλοι οι άλλοι, που πιθανότατα υπάρχουν αλλά δεν τους ξέρω γιατί δεν έγραψαν βιβλία) είναι αληθινοί και πήγαν όπου ήθελαν.

Εεε, μας έπρηξες. Ξεκίνα λοιπόν και πήγαινε μόνη σου, της λέω κάθε μέρα (στον καθρέφτη).
Μήπως (δεν ξεκινάς γιατί) το ταξίδι δεν έχει σημασία αν δεν είσαι με την Συντροφιά σου; Μήπως είχε δίκιο εκείνος που έλεγε κοριτσάκι μου, έτσι κι αλλιώς όλη μέρα ξαπλωμένοι στο κρεββάτι θα είμαστε, τι σημασία έχει αν θα είναι εδώ ή στο Παρίσι;
Τι έχει σημασία, τελικά; Να γελάς; να είσαι ξαπλωμένος σ'ένα κρεββάτι και να γελάς; Να περπατάς και να γελάς; Να μην έχει σημασία πού είσαι και να γελάς;
Η μεγαλύτερη επιθυμία σου είναι να γελάς;
Να γελάω ευτυχισμένη. Καλύτερα: να γελάω, γιατί όταν γελάω είμαι ευτυχισμένη.
Ή μήπως να είμαι ευτυχισμένη, γιατί τότε μόνο θα γελάω;

Λοιπόν, πώς θα γινόσουν ευτυχισμένη, ποιά είναι η πιο μεγάλη σου επιθυμία;