29.8.09

έλα να πιούμε απο κούπες ξέχειλες, δε ζαλιζόμαστε, δε μεθάμε εμείς!


Στο χωριό Σαρίκιοι, βόρεια του Σιβριχισάρ, ζούσε με την οικογένειά του ένας αγρότης, ο Γιουνούς. Μια χρονιά κακής σοδειάς, έπεσε πείνα στο χωριό κι ο Γιουνούς, που είχε ακούσει για τον Χατζή Μπεκτάς στη γειτονική Καππαδοκία και για τις καλοσύνες του σ' αυτούς που είχαν ανάγκη, σκέφτηκε να πάει να τον βρει και να ζητήσει τη βοήθειά του.
Φόρτωσε λοιπόν το γάιδαρό του με ξινόμηλα και ξεκίνησε για το Καραχογιούκ, με τον σκοπό να ανταλλάξει το φορτίο του με σιτάρι.
Στο αίτημα του όμως ο Χατζή Μπεκτάς αντιπρότεινε για το κάθε ξινόμηλο μια ευλογία, προσφορά που απέρριψε ο Γιουνούς ακόμα κι όταν ο αριθμός των ευλογιών ανέβηκε στις δέκα για κάθε ξινόμηλο. Έτσι πήρε όσο σιτάρι μπορούσε να σηκώσει ο γάιδαρος του και χαρούμενος βγήκε στο δρόμο του γυρισμού.
Όσο απομακρυνόταν όμως από το μοναστήρι του Χατζή Μπεκτάς, τόσο θέριευε μέσα του η αμφιβολία: μήπως τελικά η πνευματική δωρεά του αγίου άξιζε περισσότερο από μερικά τσουβάλια σιτάρι;
Για να λύσει την απορία του, αποφάσισε να επιστρέψει. Αλλά όσο πλησίαζε, τόσο πιο καθαρά αντιλαμβανόταν πως έπρεπε να ανταλλάξει το σιτάρι με ευλογίες.
Ο καιρός όμως της συναλλαγής είχε περάσει και ο Χατζή Μπεκτάς δεν ήταν πια σε θέση να τον βοηθήσει. “Πήγαινε” του είπε, “στον Ταπτούκ Μπαμπά, εκεί έχει σταλεί το κλειδί του ταξιδιού σου”.


Στη συνέχεια, λέει η παράδοση, ο Γιουνούς έφτασε στην καλύβα του Ταπτούκ Μπαμπά και τάχτηκε στην υπηρεσία του: για σαράντα χρόνια πήγαινε κάθε πρωί στο δάσος, έκοβε ξύλα και ποτέ δεν έφερε στο σπίτι του δασκάλου του ξύλου βρεγμένο ή στραβό. Αλλά ο Ταπτούκ δε φαινόταν να αναγνωρίζει την αφοσίωση του υποτακτικού του και, πληγωμένος εκείνος, έφυγε ένα πρωί να πάει να βρει άλλο δάσκαλο.
Στο βουνό, όπου βγήκε στην περιπλάνηση, συνάντησε εφτά πλανόδιους δερβίσηδες και μπήκε στη συντροφιά τους. Κι όταν το βράδυ, κουρασμένοι και χωρίς προμήθειες, κάθισαν να ξαποστάσουν, ένας από τους εφτά άρχισε να προσεύχεται για το δείπνο με το νου προσηλωμένο σε κάποιον που είχε πολύ αγαπηθεί.
Δεν είχε καλά καλά τελειώσει την παράκλησή του, όταν κατέβηκε από τον ουρανό ένα τραπέζι με όλα τα αγαθά. Αυτό επαναλήφθηκε και τα άλλα βράδια, με πρωταγωνιστή άλλο δερβίση κάθε φορά, ώσπου την όγδοη μέρα ήρθε η σειρά του Γιουνούς να προμηθεύσει το φαγητό: “Θεέ μου”, είπε από μέσα του, “μη με ντροπιάσεις! Κάνε εκείνον που παρακάλεσαν οι σύντροφοί μου, όποιος κι αν είναι, να στείλει τα απαραίτητα”. Τότε οι δερβίσηδες είδαν δύο τραπέζια να κατεβαίνουν από τον ουρανό κι έκπληκτοι ρώτησαν τον Γιουνούς ποιόν είχε επικαλεστεί. Αντί γι' απάντηση, εκείνος αντέστρεψε την ερώτησή τους.
“Εμείς”, είπαν οι δερβίσηδες, “προσευχηθήκαμε στο όνομα κάποιου Γιουνούς, του πιο αγαπημένου μαθητή του Ταπτούκ Μπαμπά”. Χωρίς τότε να πει λέξη και με μόνο οδηγό τις τύψεις του, πήρε ο Γιουνούς το δρόμο του γυρισμού.


Φτάνοντας στο σπίτι του Ταπτούκ, ο Γιουνούς βρήκε τη γυναίκα του δασκάλου του και της διηγήθηκε όσα είχαν συμβεί και ζήτησε τη συμβουλή της. Εκείνη του σύστησε να πλαγιάσει στο κατώφλι του σπιτιού έτσι που, όταν θα βγαινε το πρωί ο άντρας της να πάει να πλυθεί, αναγκαστικά θα σκουντουφλούσε επάνω του και καθώς ήταν σχεδόν τυφλός, θα τον ρωτούσε ποιος είναι. “Εγώ ο Γιουνούς”, θα έπρεπε να του απαντήσει εκείνος. “Αν ρωτήσει”, συνέχισε η γυναίκα, “ποιος Γιουνούς? Φύγε αμέσως και ψάξε για άλλο δάσκαλο. Αν όμως πει, αα Ο Γιουνούς μου!, πέσε αμέσως στα πόδια του και ζήτησε συγνώμη”.
Έγινε το δεύτερο. Ύστερα από σαράντα χρόνια ανταρσίας και υποταγής, είχε επιτέλους ανοίξει ο δρόμος για το ταξίδι του “γυρισμού”.
Ο Γιουνούς διατάχτηκε να μιλήσει:

Ο άνθρωπος που παίρνει μιαν απόφαση, δεν πρέπει να την παίρνει τσιγκούνικα.

Δεν ήρθα για να συζητώ, η δουλειά μου είναι η αγάπη.
Το σπίτι του Φίλου είναι οι καρδιές. Ήρθα για να φτιάξω καρδιές.

Το παραπάνω κείμενο είναι ένα κομμάτι από την εισαγωγή του (δίγλωσσου) βιβλίου "Γιουνούς Εμρέ", εκδόσεις Απάμεια, της κ.Πολύμνιας Αθανασιάδη, το οποίο περιέχει επίσης μια επιλογή τραγουδιών του Γιουνούς Εμρέ απο την γραπτή και την προφορική παράδοση της Τουρκίας.

Η φωτογραφία απο το trekearth.


* * * * * * *

27.8.09

γράμμα προς το Κάιρο

Λονδίνο, 30 Ιουλίου 1944

...Πάντως θέλω να μην κουραστείς πάλι με το σπίτι. Πριν απ'όλα θέλω να είσαι καλά και να παχύνεις και να είσαι ξένοιαστη και ξεκούραστη...


* Μαρώ και Γιώργος Σεφέρης, Αλληλογραφία Β'(1944-1959)
* Suk Chan al Chalili



* * * * * * *

26.8.09

comfort


Συχνά, όχι τ ό σ ο συχνά πιά, αλλά αρκετά συχνά ώστε να μην είναι π ο τ έ, είμαι γεμάτη μ'ένα παράπονο, ένα παράπονο...
Θέλω να το πώ, μα κρατιέμαι.

Σαν λύκος στο φεγγάρι, θέλω να βγεί από μέσα μου και να σκορπίσει στο νυχτερινό ουρανό, το παράπονο.
Που λόγο δε βρίσκω να υπάρχει-με τη λογική, μα υπάρχει, πιέζει το στήθος μου, την αναπνοή μου, δένει κόμπο το λαιμό μου...

Εδω μέσα είναι σαν κορυφή βουνού, κι άμα κλείσεις και τα σχόλια, κανείς δεν θα σε ενοχλήσει με λόγια παρηγοριάς κι επιχειρήματα. Ελεύθερη να φωνάξω, στο υπερπέραν...


* * * * * * *

22.8.09

η ευωδιαστός λωτός


H Άλις κάθησε γυμνή στο κρεβάτι. Φορούσε μόνο το παλιό, κόκκινο, μεταξωτό προστατευτικό της κοιλιάς-δύο κορδόνια δεμένα γύρω από το λαιμό, δύο γύρω από τη μέση της. Δεν ήταν παρά ένα μεταξωτό τραπεζοειδές ύφασμα με τέσσερα κορδόνια. Ο σκοπός αυτού του εσωρούχου ποτέ δεν ήταν σαφής στην Άλις, καθώς κάλυπτε μόνο την κοιλιά αφήνοντας ακάλυπτα το στήθος και τα γεννητικά όργανα. Πάντα υπέθετε ότι ο σκοπός του ήταν να διατηρεί το τ σ ί, τη ζωτική ενέργεια που η παράδοση πίστευε ότι επικεντρωνόταν γύρω απο τον αφαλό, αλλά ούτε γι' αυτό ήταν σίγουρη. Όπως και να είχε, της άρεσε να το φορά και της πήγαινε, αφου ποτέ δε φορούσε στηθόδεσμό. Της άρεσε η αίσθηση που είχε όταν το φορούσε, ειδικά όταν έβγαινε τη νύχτα.

* Lost in translation, της Nicole Mοnes, εκδόσεις Μελάνι (σελ.111)

Καμία σχέση με την ταινία, εκτός του ότι είναι το ίδιο ενδιαφέρον-ώς εδω που έχω φτάσει.


* * * * * * *

16.8.09

τι είναι άραγε αγάπη;



Προχθές είχα βγάλει περίπατο την σκυλίτσα μου και με έριξε εις τον δρόμο χαμαί. Δεν ημπορούσα να σηκωθώ. Κειτόμην κατά γης επί δίωρον - ήτο, βλέπετε, ώρα προχωρημένη εσπερινή. Αίματα εις το πρόσωπον μου. Το σκυλάκι να με γλείφει κι εγώ να μην ημπορώ να σηκωθώ, φαντασθείτε σκηνή! Μία μικρή τραγωδία της καθημερινότητάς μου.

Η ιστορία μιας ζωής, ένας άνθρωπος με immense moral strength που μιλάει σε μια γλώσσα συγκινητική...

* η φωτογραφία


* * * * * * *

9.8.09

όλα πάνε ρολόι (ή σχεδόν)

της Στυλιάνας Γκαλινίκη.

Ξεκίνησα να κάνω συγκρίσεις με την Ευγενία Φακίνου (και την Φοίβη της Τασίας Χατζή). Αλλά όχι, δεν θα μπώ σ' αυτή τη διαδικασία, δεν θέλω.
Είμαι γεμάτη ενθουσιασμό: το καλύτερο ελληνικό βιβλίο που έχω διαβάσει εδω και μήνες, χρόνια (του Σεφέρη εξαιρουμένου, φυσικά!).
Να βρω το τηλέφωνο αυτής της κοπέλας, να την πάρω να της πω ευχαριστώ που γράφει και/διότι σκέφτεται έτσι.
Μακάρι να χαρούμε και συνέχεια.


* * * * * * *

2.8.09

η Σαντέτσα (*)

Η γιαγιά η Αυγή πέθανε το '74 περίπου 85 χρονών.
Εδω είναι με δυό φίλες της στο σπίτι στα διόροφα, πριν μετακομίσουμε στο διαμέρισμα. Μετακομίσαμε πριν πάω πρώτη δημοτικού, πριν πάω νήπια, άρα στη φωτογραφία είναι πριν το '69-'70.
Είναι αυτή στ' αριστερά, που έχει το χαμόγελο της μαμάς μου και τα μάτια της αδελφής μου.

* στα ποντιακά αυτή που είναι απο τη Σάντα (την επτάκωμο), στην περιοχή της Τραπεζούντας.


* * * * * * *