22.12.09

και μες την τέχνη ...


Μόνος ο θείος της μητρός μου Κωνσταντίνος Βασιλείου, ο εις Ρωσσίαν διαπρέψας ως διπλωματικός υπάλληλος, λαβών το βιβλίον μου απήντησε δι' επιστολής, όπου τας ενθαρρυντικάς εκφράσεις συνεκέρασε με συμβουλήν σοφήν και σωτήριον. "Μη σπεύδης, έγραφε, εις δημοσίευσιν. Γράφε, άλλ' άφινε το γραφέν να κοιμηθή επι έν ή δύο έτη. Λησμόνει το, και όταν το επανίδης θα κρίνεις καλλίτερον περί της αξίας του, και περί των διορθώσεων όσων είναι επιδεκτικόν". Εννόησα την εις την συμβουλήν υποκρυπτομένην επίκρισιν και απεδέχθην ευγνωμόνως και την επίκρισιν και την συμβουλήν. Ευτυχώς δεν με είχε τυφλώσει η απατηλή επιτυχία τόσον, ώστε να μείνει ανωφελές το με τόσην λεπτότητα δοθέν μάθημα.

* Δημητρίου Βικέλα, Η Ζωή Μου.
* Βιέννη, ο κήπος του Μπελβεντέρε.

Και ξαφνικά ένα τηλεφώνημα, μια άφιξη, δυό μικρά ήρθαν στον κόσμο και η ομίχλη χάνεται, η τέχνη φαίνεται μάταιη μπροστά στο θαύμα.


* * * * * * *

16.12.09

η ζωή μου


Άλλως, δύναμαι να προσθέσω ότι απέφυγα πάντοτε τας καταχρήσεις, τας υποσκάπτουσας την υγείαν. Μόνον της οράσεως δεν εφείσθην όσον έπρεπε. Άλλ' εις τούτο πταίει ο αυτός ιατρός. Ήτο ο γνωστός Gueneau de Mussy, ο ιατρός της βασιλικής οικογενείας των Ορλεανιδών, την οποίαν παρηκολούθησεν εις την εξορίαν. Παρεκτός της επιστήμης του, ήτο αγαθός άνθρωπος - ευφής, ευγενής και ευπροσήγορος. Παρατηρήσας ημέραν τινά τους οφθαλμούς μου, με ηρώτησεν αν αναγιγνώσκω την νύκτα εις την κλίνην μου, και απηρίθμησεν όλας τας ολεθρίας συνεπείας της τοιαύτης κακής συνηθείας, παρακινών με να την παραιτήσω. Έπειτα, εψιθύρισε μυστηριωδώς: "Δεν αποκοιμούμαι ποτέ χωρίς να αναγνώσω". Εννοείται ότι ηκολούθησα το παράδειγμα και όχι το δίδαγμα του ιατρού μου. Τούτο συνέτεινε βεβαίως εις την εξασθένησιν των οθφαλμών μου, αλλά προς τι η όρασις, εάν δεν χρησιμοποιείται; Εάν πέπρωται να χάσω το φως των οφθαλμών, ας έχω τουλάχιστον την παρηγορίαν ότι τους εχρησιμοποίησα.

Το βιβλίο του Δ.Βικέλα Η Ζωή Μου από όπου το παραπάνω απόσπασμα, το πήρα 1 (ένα!!) ευρώ στο παζάρι των Δρόμων Ζωής. Είναι μικροσκοπικό, δερματόδετο μπλέ με χρυσά γράμματα, με άψογη εσωτερική εμφάνιση (γραμματοσειρά, επιμέλεια κειμένου).
Με έχει συνεπάρει αυτή η περίεργη γλώσσα την οποία πρώτη φορά διαβάζω, ένα μείγμα καθαρεύουσας και δημοτικής-διότι στο γλωσσικό ζήτημα κρατούσε μεσαία θέση, καταδικάζοντας τις ακρότητες των καθαρευουσιάνων και των δημοτικιστών-λέει στην εισαγωγή.
Επίσης μου φαίνεται πιο ενδιαφέρουσα από κάθε είδους μυθιστορία αυτή η περιγραφή της καθημερινότητας μιας εποχής μακρινής, είναι κάπως σαν να βλέπεις ταινία, ντοκιμαντέρ.
Με δυό λόγια απολαυστικό σε όλα, γλώσσα και περιεχόμενο.

* Ένα καφέ στη Βιέννη.


* * * * * * *

8.12.09

santa, baby... (*)


Μερικές ώρες, σαν τώρα που τα λέμε, σκέφτομαι πως άμα ζυγίσεις όλα τα καλά κι όλα τα κακά στη ζωή, βαραίνουν τόσο τα άσχημα η γκρίνια, τα αδιέξοδα, το στριμωξίδι, που καλύτερα θα ήταν να μπορούσες να κλείσεις τα μάτια και να σκεφτείς δε θέλω άλλο και να δωθεί ένα τέλος.
Μερικές φορές η ησυχία δεν είναι ωραία, το ψυγείο μόνο ακούγεται να γουργουρίζει κι η χύτρα με τον αρακά να σφυρίζει υπόκωφα. Το χρώμα της κουζίνας είναι τόσο ενοχλητικά καφεκίτρινο, το φως της οθόνης τόσο ενοχλητικά δυνατό, καμία σκέψη καφέ (ακόμα και σε χριστουγεννιάτικη κούπα των starbucks), βιβλίου, ευρωπαικής πρωτεύουσας ή καλοκαιριού, δεν φαίνεται ικανή να ισορροπήσει την τραμπάλα.
Γύραμε προς το τίποτα δε θέλω, μόνο να κλείσω τα μάτια και να κοιμηθώ, να ξεχάσω να σκέφτομαι.
Κάποιου είδος νεύρωση/ψύχωση είναι αυτό, ούτε που ξέρω πως τα λένε, ξέρω μόνο πως γίνεται όταν έχω να πάρω αποφάσεις, από μικρές του στύλ να πάω σουπερ μάρκετ σήμερα ή αύριο, μέχρι μεγαλύτερες-να πάω ταξίδι τώρα ή άστο γ' άλλη φορά, και πότε και πού.

(*) Eartha Kitt or Kylie Minogue


* * * * * * *

4.12.09

Αχ, στέππα, τι όμορφη που είσαι, που να σε πάρει ο διάολος!

-Έ, φτάνουν, φτάνουν πια οι κλάψες σου, γριά! Ο Κοζάκος δε γεννήθηκε για να χάνει τον καιρό του με γυναίκες. Εσύ δεν το 'χεις τίποτα να τους κρύψεις (τους γιους σου) μέσα στη φούστα σου και να στρογγυλοκαθήσεις πάνω τους, σαν την κότα στ'αυγά της. Τράβα, τράβα και στρώσε γρήγορα τραπέζι μ' ότι έχουμε. Και να σε δω, όχι γλυφιτζούρια ή τίποτα μελόπιτες ή παστέλια. Κουβάλα μας ολάκερο το κριάρι, φέρε τη γίδα και μέλι σαραντάχρονο! Και βότκα μπόλικη, βότκα χωρίς μπιχλιμπίδια, χωρίς σταφίδες κι άλλα τέτοια που μηχανεύεται το γυναικομάνι, μα βότκα άκρατη που ν'αφρίζει, να παίζει και να βράζει σα λυσσασμένη.

* Ταράς Μπούλμπα, Νικολάι Γκόγκολ, μτφ.Άρη Αλεξάνδρου.

* Street musician, Ostap Kindraczuk, playing the bandura, a Ukrainian zither on Old Market in Poznań.

Πρώτα άρχισα να διαβάζω το βιβλίο (χθές). Μετά (αμέσως) ενθουσιάστηκα. Άρχισα να κρατάω σημειώσεις για να δω που είναι αυτό το Σετς με τους Ζαποροζιάνους Κοζάκους και τι όργανο είναι αυτός ο μπαντουράς που παίζανε μαζί με το σαντούρι και τις στρογγυλές μπαλαλάικες.
Έτσι βρήκα τον Οστάπ Κιντραζουκ να παίζει στο δρόμο ντυμένος με την χαρακτηριστική φορεσιά των Κοζάκων -το φαρδύ κοζάκικο πανταλόνι, από κατακόκκινη ακριβή τσόχα, ήταν πασαλειμμένο με πίσσα για να φανεί καθαρά πως ο Κοζάκος δεν έδινε πεντάρα για τα ρούχα του- και την μακριά του τούφα που ξεπετιόταν από το ξουρισμένο του κεφάλι και ανέμιζε στον αγέρα.


* * * * * * *

1.12.09

πιο away

Το πρωί επιχείρησαν να μου πάρουν το πορτοφόλι από την τσάντα. Στο μετρό, ανεβαίνοντας τις κυλιόμενες. Είχα μείνει τελευταία και τρία μικρά πίσω μου-απόρησα που κόλλησε στην πλάτη μου ενώ γύρω ερημιά. Έκανα ένα βήμα μπροστά κι αυτό πάλι ένα βήμα κοντά μου. Τότε κατάλαβα, γύρισα και του είπα τι πας να κάνεις (το κουμπί της τσάντας μου ήταν ήδη ανοιχτό κι έτρεμα) και μου απάντησε στα ξένα, κάτι πως είναι Βούλγαρος και δεν καταλαβαίνει. Τρία μικρά ήτανε, στην ηλικία της ανεψιάς μου. Τον κοίταξα στα μάτια, ακόμα απορώ πως γίνεται να μην νιώθουν ντροπή. Από το πρωί αυτό σκέφτομαι. Νιώθω κάτι σαν βιασμένη.
* * *
Η πρώτη πελάτισσα της μέρας πήρε την κάρτα μου και το τηλέφωνο των παραπόνων δηλώνοντας πως δεν θα το αφήσει αυτό έτσι, θα το πάει δικαστικά. Διότι την ενημέρωσα ότι ο κοσμοτέ σταμάτησε να χρεώνεται στην κάρτα της (και έμεινε απλήρωτος) γιατί όταν δήλωσε (τηλεφωνικά) απώλεια κάρτας, η νέα κάρτα που βγήκε είχε άλλο νούμερο και όφειλε να ειδοποιήσει γιαυτό την κοσμοτέ. Εκείνη επαναλάμβανε συνεχώς πως “εδώ έχουμε σοβαρές δουλειές να κάνουμε και η τράπεζα “ψυχανεμίζεται”... Άσχετη εντελώς δεν είναι αυτή η λέξη?
Εγώ πάλι, τέρας ψυχραιμίας.
* * *
Η διπλανή μου συνάδελφος χώθηκε επιθετικά σε κουβέντα που είχα με πελάτισσα με σκοπό να τη βάλει στη θέση της-αφού δεν το έκανα εγώ και ήμουν πολύ μαλακή απέναντί της. Το αποτέλεσμα ήταν να της πω μην ανακατεύεσαι, δεν θέλω να μιλάς έτσι σε πελάτες, εγώ έχω άλλο τρόπο, άφησέ με ή πάρτην στο γραφείο σου και ανέλαβε εσύ. Και άρχισε τα τι εννοείς πως εγώ είμαι απότομη και αγενής, και της είπα μη βάζεις κουβέντες, δε σε χαρακτήρισα, είπα ξεκάθαρα τι ακριβώς ήθελα να γίνει, κι εκείνη συνέχισε κι άλλο, τι εννοείς πως είμαι τρελή και δεν μπορώ να συνενοηθώ...
Κάποιος θα τρελαθεί εκεί μέσα σύντομα πάντως, στα σίγουρα....
* * *
Έκανα και παρατήρηση-εγώ η τέλεια-στην αδελφούλα μου από το τηλέφωνο: αν ήταν η τελευταία μέρα της ζωής σου σήμερα, δεν θα μετάνιωνες πχ που δεν ήρθες μόνη σου Αθήνα, να σε πάω στη Στοά του βιβλίου και να κάνεις μόνη βόλτες στους δρόμους?
Ότι αρέσει σε μένα, δηλαδή, καμία σχέση με ότι εκείνη ονειρεύεται.
Και μετά σκέφτηκα, αν ήταν η δική μου τελευταία μέρα στη γη, θα μετάνιωνα που πέρασα τόσα χρόνια, τη μισή μου ζωή ακριβώς, εξηγώντας σε ανθρώπους που δεν έχουν την καλή θέληση να καταλάβουν τον τρόπο λειτουργίας μιας εταιρίας, τον οποίο δεν επέλεξα εγώ, ούτε τον επικροτώ, αλλά έτσι βρε παιδί μου έχουν τα πράγματα, και η εταιρία είναι ιδιωτική στο κάτω-κάτω, έχει τους κανόνες της, τον τρόπο λειτουργίας της, το τιμολόγιο της, τους λογής-λογής υπαλλήλους της. Έχει και τμήμα παραπόνων.


* * * * * * *