24.6.11

α, ένα πράσινο φύλλο

Από τη στιγμή που κάποιος δίνει την προσοχή του σε οτιδήποτε, ακόμη και σ'ένα πράσινο φύλλο, αυτό γίνεται ένας μυστηριώδης, εκπληκτικός, απερίγραπτα θαυμάσιος κόσμος από μόνο του.

* Henry Miller

* “Like a Virgin”, Vogue US Nov05

22.6.11

όπου βρίσκεις εμπόδιο, απλά κλώτσησέ το

Το μικρό γλυκό λεμονάκι σήμερα σκέφτηκε πως μπορεί άνετα να βάλει μπουρλότο και να τινάξει στον αέρα όλον τον πλανήτη για να έρθει επιτέλους ένα τέλος σε όλα, να σωθούν (;) οι άνθρωποι από την αφάνταστη βλακεία/πονηριά/δυστυχία τους, και παράλληλα -επιτέλους- και η ίδια.

Το μικρό γλυκό λεμονάκι λοιπόν δεν είναι καθόλου γλυκό. Ούτε μικρό: στις 14 Αυγούστου κλείνει τα 45 και μπαίνει στα 46. Γιαυτό (και για ένα σωρό άλλα) σήμερα έβγαλε το τεφτέρι και κάνει αθροίσεις. Τόσα τα χρόνια, τόσα τα κιλά, τόσα τα μωρά (μηδέν), τόσα τα λάθη, τόσες οι αλλαγές. Τόσα τα ποστς. Τόση η εσωτερική πραγματικότητα και τόση η εξωτερική. Τόση η Τέχνη και τόσο το Σεξ.
(Στην έκθεση όμως, παίρνει είκοσι ασυζητητί!)

Το λεμονάκι θέλει να πει για ακόμη μια φορά δημόσια (ρεζιλεύοντας έτσι τον εαυτό του για να τον τιμωρήσει) πόσο πολύ πονάει όταν βλέπει κοιλιές έγκυες, και για τη μοναξιά που νιώθει όταν ακούει για τη συγκίνηση του όταν στέλνεις για πρώτη φορά το παιδί σου στο σχολείο (στον παιδικό σταθμό/στο πανεπιστήμιο).

Εκπλήσσει ακόμη και τον εαυτό της που μπορεί και έχει ακόμη απαιτήσεις, παραξενεύεται που ακόμη ο εαυτός της μπορεί και θέλει ενώ ταυτόχρονα βλέπει καθαρά μπροστά του το όχι ποτέ να υπάρχει. (Πολλά όχι ποτέ ήρθαν και κόλλησαν στα μούτρα της τελευταία. Τα κατάπιε και βρίσκεται πια στη διαδικασία της χώνεψης.)

Το γλυκό λεμονάκι σκέφτεται ένα σωρό ανθρώπους που έχει αγαπήσει πολύ, και τώρα θέλει να τους χώσει μια μπουνιά στα μούτρα γιατί κουράστηκε να μη θυμώνει με τίποτε.

Μέχρι που σήμερα μετά από χρόνια και με μεγάλη διαύγεια, της πέρασε η σκέψη πως ο λόγος που είχε βάλει μπροστά της να τη στηρίζει και να της δίνει υπομονή για να συνεχίζει δεν υπάρχει.

* Όπου βρίσκεις εμπόδιο, απλά κλώτσησέ το.

* pleasing aesthetics

21.6.11

λογοτεχνία

Πώς να περιγράψω τα αισθήματά μου όταν με κοίταζε αυτός ο άνθρωπος; Ήταν στιγμές που αισθανόμουν το βλέμμα του σαν θύελλα που ξεσπάει στην ακτή, αναταράζοντας τα δέντρα μανιασμένα, μετατοπίζοντας τους αμμόλοφους. Ένιωσα απροετοίμαστη.

* Η Λύντια Κασσάτ διαβάζει την πρωινή εφημερίδα

Η Λύντια Κασσάτ, μεγάλη αδελφή και αγαπημένο μοντέλο της ζωγράφου Μαίρυ Κασσάτ, πέθανε 45 χρονών από νεφρική ανεπάρκεια, στο Παρίσι όπου είχαν μετακομίσει οικογενειακώς από την Αμερική.
Στο παραπάνω απόσπασμα η Λύντια, η υπομονετική Λύντια που -τόσα χρόνια μετά- είναι ακόμη άναυδη από τον πόνο τής απώλειας του αγαπημένου της στον πόλεμο, που δεν παντρεύτηκε και δεν έκανε παιδιά, που δεν ζωγράφιζε, δεν γκρίνιαζε αλλά υπέμενε στωικά τους πόνους τής ασθένειας της, μονάχα διάβαζε, διάβαζε συνέχεια, αναφέρεται στον τρόπο που το βλέμα του Ντεγκά έπεφτε επάνω της τις ώρες που πόζαρε για την αδελφή της.

20.6.11

ας φτιάξουμε τον κόσμο όπως τον θέλουμε

Είπα στην ψυχή μου μείνε ακίνητη, και περίμενε δίχως ελπίδα,
γιατί η ελπίδα θα είναι ελπίδα για το λάθος πράγμα. Περίμενε δίχως αγάπη,
γιατί η αγάπη θα 'ναι αγάπη για το λάθος πράγμα. Υπάρχει κι η πίστη,
μα η πίστη κι η αγάπη κι η ελπίδα είναι όλες στην αναμονή.
Περίμενε χωρίς σκέψη, γιατί δεν είσαι έτοιμη για σκέψη:
Έτσι το σκοτάδι θα γίνει φως, και η ακινησία χορός.

- T.S. Eliot, from “East Coker"

* * *

22:30
Tρώω κρύα μακαρόνια με καυτερή σάλτσα πιπεριάς, μεταφράζω ένα ποίημα του Έλιοτ, ονειρεύομαι το δεύτερο ταξίδι στη Σεβίλλη-πριν καν ακόμη φύγουμε για το πρώτο. Οι λέξεις με μαγεύουν: ο Γουαδαλκιβίρ, ο Σεφέρης σ' ένα ξενοδοχείο του '60 στην Αίγινα, όχι δεν θέλω πολλά για να παραμυθιαστώ. Εξάλλου από μικρή το είχα αυτό, όταν το έξω δεν ήταν της αρεσκείας μου, έλεγα έλα τώρα, κλείσε την πόρτα κι ας φτιάξουμε τον κόσμο όπως τον θέλουμε (μαρία αντουανέτα).

η ζωή μέσα μου

... κάθεται σε μια καρέκλα και κάθε τόσο σηκώνεται και πηγαίνει στο παράθυρο. Κι ενώ κάθεται στην καρέκλα σκέφτεται ότι το μόνο αληθινό πράγμα στον κόσμο είναι αυτό που ο ίδιος σκέφτεται. Κι όταν πηγαίνει δίπλα στο παράθυρο, σκέφτεται πως αυτό που είναι αληθινό στον κόσμο είναι μόνο ότι υπάρχει πραγματικά, κι όχι ότι σκεφτόμαστε.

Διότι αυτά που βλέπουμε και αγγίζουμε είναι αναντίρρητα, και μοιάζουν να είναι και τα πιο αληθινά. Υπάρχουν όμως φορές που όλοι σκεφτόμαστε ότι οι ιδέες μας είναι πιο πραγματικές, και τότε γεννιέται αυτή η διαλεκτική σχέση...


Ο Αντόνιο Ταμπούκι ανακαλύπτει έναν από τους μεγάλους ποιητές αυτού του αιώνα, το Φερνάντο Πεσσόα κι εγώ ανακαλύπτω τον θαυμαστό κόσμο του Αντόνιο Ταμπούκι: διαβάζω τις σκέψεις του πριν ακόμη διαβάσω τα βιβλία του.

* Από το βιβλίο Ένα Πουκάμισο Γεμάτο Λεκέδες-Συζητήσεις του Antonio Tabucchi με τον μεταφραστή του, Ανταίο Χρυσοστομίδη, εφ'όλης της ύλης, εκδόσεις Άγρα.

18.6.11

να σωθώ από τις σκέψεις μου

Έφτασα νωρίς και διέσχισα με το αυτοκίνητο την πόλη κάθετα, μέσα από τα στενά της: τι όμορφη ησυχία, τι ησυχία, ηρεμία, σαν όλα να γίνονται σε slow motion, όλοι (οι ελάχιστοι που βλέπεις) κάθονται ή ποδηλατούν αργά. Έχει χώρο, απλωσιά, έχει χώρο να παρκάρεις, να περπατήσεις, να έχεις κήπο, να αναπνέεις.

Καθήσαμε δίπλα στη θάλασσα, και τώρα νιώθω το πρόσωπό μου φλογισμένο, σαν να έμεινα ώρες στον ήλιο κι ας ήμουν στη σκιά-απ' τον αέρα της θάλασσας.

Με πιάνει μια αίσθηση ότι πετάω, ότι χρειάζομαι ελευθερία, ότι μπορώ να αναπνεύσω, ότι θέλω να φύγω, να φύγω, όποτε είμαι στην Ελευσίνα και στη θάλασσά της.
Περίεργο, γιατί ζούσα σε μια πόλη με θάλασσα, μα εκεί ποτέ δεν το ένιωσα αυτό.
Η θάλασσα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης είναι ακίνητη, βρώμικη, σαν λάδι. Στην Καλαμαριά επίσης το ίδιο.
Στην Ελευσίνα είσαι σαν σε νησί, σα να είσαι πάνω σε πλοίο.
Όμως έχει και σχέση με το πώς αισθάνομαι αυτόν τον καιρό, και με το πώς νιώθω τα καλοκαίρια.

Δεν ξέρω να σου το περιγράψω ακριβώς, δεν έχω λόγια, ντρέπομαι και λίγο.
Έβλεπα εκείνη τη θάλασσα δίπλα μου, μπλέ σκούρη, και μου 'ρχόταν να πετάξω τα ρούχα μου, να βουτήξω και να μην ξαναβγώ. Σαν να χρειαζόμουν τη δροσιά της, σαν να ξέπλενε από πάνω μου όλες μου τις σκέψεις, ήθελα την ησυχία της, ακόμα και το αλάτι της στο δέρμα μου.
Να παγώσω και να καώ, να βγώ από τη γυάλα, να ζήσω.

Τώρα θα σταματήσω, γιατί δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις αυτά που λεω ή αν σου φαίνονται γελοία και γελάς, και ντρέπομαι.

17.6.11

θέλω να νοιώσω την στοργή σου όταν με πονάς

…γιατί μονάχα όταν τα χέρια μου σε χάνουν, η πονεμένη φαντασία μου σε κερδίζει

Σαββατοκύριακο.
Bαδίζω μετρώντας τις πλάκες στο πεζοδρόμιο
κρατάω την αναπνοή μου μη στεναχωρηθώ
να φύγουν οι σκέψεις, να φύγουν
να φύγει η σημερινή μέρα, τα λάθη, η ανασφάλεια,
τα λάθη που προέρχονται από ανασφάλεια,
η ανασφάλεια που δυναμώνει από τα λάθη.
Και αναπάντεχα πριν λίγο-μα τι καλά!
η ποίηση που σώζει-ευτυχώς,
ο Χριστιανόπουλος-θυμάσαι που τον είδαμε
στην Ωραία Ελλάδα, που τον βλέπαμε
να περπατάει στην Άνω Πόλη
-ποτέ μου δεν αγόρασα κανένα βιβλίο του
πώς να γίνει πλούσιος λοιπόν.
Είναι κάτι ποιήματά του που χαράχτηκαν μέσα μου
απ' όταν τα πρωτοδιάβασα,
τόσο οικεία, σαν να τα έγραψα εγώ.

Δὲν ξέρω πῶς ἀντιλαμβάνεσαι ἐσὺ τὸν ἔρωτα. Δὲν εἶναι μόνο μούσκεμα χειλιῶν, φυτέματα ἀγκαλιασμάτων στὶς μασχάλες, συσκότιση παραπόνου, παρηγοριὰ σπασμῶν. Εἶναι προπάντων ἐπαλήθευση τῆς μοναξιᾶς μας, ὅταν ἐπιχειροῦμε νὰ κουρνιάσουμε σὲ δυσκολοκατάχτητο κορμί.

Ω, αυτή η τρυφερότητα της σκληράδας,
αυτή η ποίηση της πραγματικότητας.

Το φιλί ενώνει πιο πολύ από το κορμί για αυτό και το αποφεύγουν οι πιο πολλοί.

(το λουλούδι)

16.6.11

η χαρά που θα προσφέρεις να είναι προσβλητική

Να είσαι μια φλόγα χαράς στα σταυροδρόμια. Μη νομίζεις πως είσαι κακός. Είσαι ένα καλό και ευαίσθητο παιδί που θέλει να είναι άσεμνο, αλλά να μείνεις αυτός που είσαι, μην αλλάξεις... Να είσαι άκαρδος, υπερόπτης. Η χαρά που θα προσφέρεις να είναι προσβλητική. Όλα αυτά δεν έχουν καμιά σημασία, αφού στο βάθος, θα λαχταράς την τρυφερότητα... Αλλά η τρυφερότητα δεν υπάρχει... Γράψε μου αν μπορείς.

(γράφει ο Αλμπέρ Καμύ στον φίλο του Φρεμανβίλ που προετοιμάζει την αναχώρησή του για τη Γαλλία, για σπουδές)

* Ολιβιέ Τοντ: Αλμπέρ Καμύ, Μιά Ζωή

13.6.11

του (υγιούς) πνεύματος


παιχνιδίζοντας
τα στερεότυπα
ο καφές της αργίας
εμείς, που εργαζόμαστε με το πνεύμα μας

Βγαίνω να πάρω καφέ. Όπως κάθε Σάββατο και κάθε Κυριακή, νωρίς το πρωί. Με φόρμες και με τα μαλλιά μόλις-έβγαλα-το-κλάμερ-που-τα-κρατάει-συνέχεια-μαζεμένα-όταν-είμαι-στο-σπίτι.

Το σουπερμάρκετ είναι ανοιχτό. Γιατί; Μα δεν είναι αργία; Ωχ, μήπως δεν είναι αργία; Μα είναι. Μάλλον δηλαδή, είναι.
Χθες βράδυ προβληματίστηκα (λίγο) πάνω σ'αυτό: είναι σίγουρα αργία αύριο; Μην και μπερδεύτηκα, μην την πατήσω και μου τηλεφωνούν πρωί-πρωί γιατί δεν ήρθες στη δουλειά, συνήθισες στο σεμινάριο και δεν θα μας ξανάρθεις;
Κοίταξα στο google (όχι θα τ'άφηνα) επίσημες αργίες του έτους 2011: 13 Ιουνίου (τα γενέθλια της Χρυσούλας μας-μπαίνει στα 16! Ω, πότε πέρασαν δεκαέξι χρόνια, εμένα-και το μπαμπά της είδε μόλις πρωτοάνοιξε τα ματάκια της, τότε...).
Επανέρχομαι: την Παρασκευή δεν ήμουν στη δουλειά κι έτσι δεν ξέρω αν όλη μέρα όλοι ήταν σε υπερένταση (πού θα πας; θα πάτε στο χωριό; εμείς όχι, εδώ θα είμαστε, θα πάμε ν'αφήσουμε τα παιδιά και θα γυρίσουμε, ευκαιρία να τελειώσω τις δουλειές στον κήπο), ούτε αν φεύγοντας εύχονταν καλό τριήμερο-μα, εδώ που τα λέμε, η κυρία στο κυλικείο στο σεμινάριο είπε κάποια στιγμή, που της ευχήθηκαν καλό Σαββατοκύριακο κυρία Σοφία, είπε και τι Σαββατοκύριακο...!

Σαν τη μαμά μου έγινα, ξεκινάω να πω κάτι και χάνομαι, το μυαλό μου χοροπηδάει σαν κουνέλι εδώ κι εκεί, σε σκέψεις που έχω επεξεργαστεί βέβαια πολλές φορές αναλυτικά μόνη μου, μα που αν πας να τις πεις όλες μαζί τότε γίνονται κουβάρι χωρίς άκρες, στο τέλος χάνεται σε δρόμους δαιδαλώδεις (σαν του Καδίθ, κίτρινους και στενούς). Λες σαν τον Τέρρυ Πράτσεττ νάχω αλζχάιμερ; Θέλω να πω, λες να φοβάμαι μην πάθω αλζχάιμερ, γιαυτό να προσπαθώ όλα τώρα να τα σκεφτώ, να τα αναλύσω, να τα πω, να βγουν από μέσα μου, μπας και χαθούνε σύντομα και χάσει η βενετιά βελόνι;

Λέγαμε που δε δουλεύουμε σήμερα.
Λοιπόν, παρόλη την απόλαυση της αργίας, την ξεκούραση (τι ξεκούραση; μάζεψα το χαλί, ξεκαθάρισα τις γλάστρες μου...), εκείνο το διαβολάκι μέσα μου, ο μην-επαναπαύεσαι-ότι-είσαι-ευτυχισμένη-γιατί-αν... με έφερε κατάφατσα με την άλλη πλευρά: Κι αν δε δούλευες; αν τώρα που μιλάμε είχες βγει στη σύνταξη, αν ποτέ-ποτέ πια δεν είχες να ξαναπάς στο γραφείο; θα ήσουν ευτυχισμένη; αυτό θα ήθελες; Να, τότε έτσι θα ήσουν, σαν τώρα, καθημερινά. Με τις φόρμες να σέρνεσαι στο κόφιταιμ να πάρεις καφέ για νάχεις την ψευδαίσθηση ότι βρίσκεσαι σε χώρο ανθρώπων απασχολημένων με κάτι (θυμάσαι τη θεία Έλλη; που κατέβαινε στο μπουγατσάδικο της γωνίας κάθε μέρα, να πάρει τον καφέ της εκεί, κατόπιν συμβουλής του γιατρού της, για να βλέπει κόσμο γύρω της, για νάχει κάτι να κάνει με τη μέρα της; μη λες δεν έκανε παιδιά, μας αγαπούσε όσο κανένας όταν είμασταν μικρές, μας έβγαζε φωτογραφίες, μη λες κατάθλιψη, απόπειρα αυτοκτονίας, ψυχιατρική πτέρυγα. Πέθανε τελικά στο σπίτι των αρμενίων που την "κοίταξαν" τον τελευταίο της χρόνο. Ησύχασε-κατα εμέ. Εκείνη έλεγε πως αγαπούσε τη ζωή. Έλεγε. Κι έπαιρνε υπνωτικά χάπια).

Πάμε πάλι στη δουλειά-που ευτυχώς-έχουμε. Όχι απλά για να μας ζει, αλλά (μαρία αντουανέτα) γιατί μας κάνει να νιώθουμε χρήσιμοι, ευτυχισμένοι, απασχολημένοι. Δεν ξέρω ακριβώς με ποιά σειρά, κι ούτε θα κάτσω τώρα να το σκέφτω. Αλλά και τα τρία, στα σίγουρα.

12.6.11

τόσο μακριά, τόσο κοντά

Εκ των υστέρων, ανακάλυψα το Καδίθ. Κι εκεί θέλω να πάω, να μείνουμε για μέρες,
-ω, τι πόλη είναι αυτή, πόλη πλοίο
που βγήκε μόλις από τη Μεσόγειο στον Ατλαντικό
με μήκος 10χιλιόμετρα επί 2, με δυό δρόμους-γέφυρες που την κρατάνε σα σχοινιά από τη στεριά
-να δούμε τον ποιητή Jesus Fenrandez Palacio να κάνει βόλτα στην παραλία της-.

Τόσο κοντά το Γιβραλτάρ, η Ταγγέρη,
-ω δε θέλω ποτέ, ποτέ να πάω στον Άρη,
αυτά τα μέρη, τα κοντινά, τα προσβάσιμα, όπου ποτέ δεν θα πάμε,
αυτά τα μέρη της φαντασίας μου είναι πιο μακρινά κι απ' το υπερπέραν.

9.6.11

ροδιά, η αντιοξειδωτική

Είναι ώρες, όλο και πιο συχνά τώρα τελευταία, που αισθάνομαι τον εαυτό μου να θέλει και να μη θέλει με την ίδιαν ακριβώς ένταση, να δημιουργεί μιαν ισορροπία. Κι αυτή η ισορροπία είναι το χάος.

* Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Β'

8.6.11

επενδυτικά

Yψηλή απόδοση σημαίνει υψηλό κίνδυνο.

Όσο πιο νωρίς ξεκινήσεις να επενδύεις, τόσο πρέπει να ρισκάρεις.
Αντίθετα, όσο περνούν τα χρόνια πρέπει να γίνεσαι πιο συντηρητικός γιατί ο χρονικός ορίζοντας είναι (πια) πολύ μικρότερος.

Δεν είναι κακό να αναλαμβάνεις ρίσκο, απλά πρέπει να το αποδέχεσαι (ότι το αναλαμβάνεις).

Και το καλύτερο: ακόμα και στις πιο δύσκολες καταστάσεις υπάρχουν επιλογές.

7.6.11

εκεί που με πηγαίνουν τα βιβλία

Κάθε λέξη που αρθρώνω,
κι όλες αυτές που γράφω,
να απλώνουν πρέπει τα φτερά τους
ακούραστα,
χωρίς ποτέ να ξαποσταίνουν,
μέχρι να βρουν την λυπημένη, λυπημένη σου καρδιά,
και να σου τραγουδήσουν μέσα στη νύχτα,
πέρα από κει όπου κινούνται τα νερά,
σκοτεινιασμένα από την καταιγίδα ,
ή φωτισμένα απ' τ' άστρα.

* William Butler Yeats, “Where My Books Go”

6.6.11

κάτω απ' τις ροδιές

οι χειρότεροι εφιάλτες μου είναι τα παλιά σπίτια
το ότι γυρίζω πίσω
στο μαυροκίτρινο μουσαμά, στη φορμάικα της κουζίνας
στα σοβατεπί στο χρώμα της αχλαδιάς

ω δεν θέλω ποτέ, ποτέ πια να γυρίσω πίσω
εκείνη τη ζωή, την πριν, σαν να μην την έζησα, να σβήσει
πάω να πω δεν ήμουν εγώ
αλλά ήμουν εγώ τρεκλίζοντας
εγώ μικρή μεγαλώντας

εδώ, τώρα, είμαι πιο πολυ εγώ παρά ποτέ
χωρίς παρελθόν, χωρίς μέλλον
όχι ξεκρέμαστη, αλλά ελεύθερη από βάρη
όσο αναπνέω όσο κρατήσει

5.6.11

ποίημα

η νύχτα νυχτώνει γύρω μου
άνεμοι άγριοι φυσούν παγωμένοι
μα κατάρα τυρανική με δένει
και δεν μπορώ, να φύγω δεν μπορώ

δέντρα γιγαντιαία γέρνουν πάνω μου
τα κλαδιά τους βαριά απ' το χιόνι
η καταιγιδα πάει να σταματήσει
κι όμως ακόμη, να φύγω δεν μπορώ

σύννεφα πέρα απ' τα σύνεφα πάνω μου
σκουπίδια πέρα απ' τα σκουπίδια κάτω
μα κανένα όμορφο δεν μπορεί να με κινήσει
δεν μπορώ, δε θα φύγω

* “The Night is Darkening Around Me,” by Emily Brontë
* purple sugar

4.6.11

ότι μπορεί να ειπωθεί, το έχουμε πει

ο υπέροχος τίτλος
που φαίνεται σαν λογοπαίγνιο, έχει γίνει στ' αλήθεια,
ω, τι σχέση ήταν αυτή, ανάμεσα σε δύο ανθρώπους
τι θαύμα

ούτε την Eudora Welty, ούτε τον William Maxwell ήξερα
αυτή γεννήθηκε το 1909 και πέθανε το 2001
αυτός γεννήθηκε το 1908 και πέθανε το 2000
άλλο παράξενο/θαύμα αυτό

στην επί πενήντα χρόνια αλληλογραφία τους
μίλησαν για όλα

άν αυτό δεν είναι αγάπη, τότε τι είναι

* what there is to say we have said
* I like to write in the hot summer — in the heat of summer