22.10.11

Αν δεν σε ξαναδώ ποτέ
πάντα θα σε κουβαλώ
μέσα
έξω
στα ακροδάχτυλά μου
κι ως τις άκρες του εγκεφάλου μου

και στα κέντρα
κέντρα
αυτού που είμαι από
ότι έχει απομείνει.

- Charles Bukowski
- λουλούδια

18.10.11

Να το βαθύτερο μυστικό που ξέρει κανείς
(να η ρίζα της ρίζας και το μπουμπούκι του μπουμπουκιού
κι ο ουρανος του ουρανού ενός δέντρου που λέγεται ζωή, που γίνεται
ψηλότερο απ' όσο η ψυχή μπορεί να ελπίσει ή το μυαλό μπορεί να κρύψει)
κι αυτό είναι το θαύμα που κρατάει τ' αστέρια μακριά

κουβαλώ την καρδιά σου (την κουβαλώ μέσα στην καρδιά μου).

- EE Cummings

16.10.11

όλο χρώματα

Δε σ' αγαπώ παρά μόνο γιατί σ' αγαπώ.
Πηγαίνω απ' το να σ' αγαπώ στο να μη σ' αγαπώ
απ' το να σε περιμένω στο να μη σε περιμένω
η καρδιά μου κινείται από το κρύο στη φωτιά.

Δε σ' αγαπώ παρα μόνο γιατί είσαι συ αυτός που αγαπώ.
Σε μισώ βαθειά, και μισώντας σε, σκύβω μπροστά σου,
και το μέτρο της μεταβαλλόμενης αγάπης μου για σένα
είναι πως δε σε βλέπω μα σ' αγαπώ τυφλά.

Ίσως το φως του Γενάρη να καταβροχθίσει
την καρδιά μου με τις βάναυσες ακτίνες του,
κλέβοντάς μου το κλειδί για την αληθινή ηρεμία.

Σ' αυτό το σημείο της ιστορίας εγώ είμαι αυτός που
πεθαίνει, ο μόνος, και θα πεθάνω απ' αγάπη επειδή σ' αγαπώ,
επειδή σ' αγαπώ, Αγάπη, σε φωτιά και σε αίμα.

* * *


Το ποίημα του Πάμπλο Νερούδα το βρήκα στο 500 top poems του Poem Hunter, απ' αλλού οδηγούμενη και ψάχνοντας για άλλο ποίημα.
Τόση φωτιά και τόση αγάπη, μέσα σε μια μέρα τόσο γκρί, ε;
Η φωτογραφία είναι του φθινοπώρου και των χρωμάτων.

5.10.11

νησίδες και σωσίβια

Η σκέψη, ας πούμε, ότι αύριο θα ανακοινωθεί το νόμπελ λογοτεχνίας, είναι αρκετή για να ξεκολλήσω ξαφνικά/επιτέλους από τη σκέψη της δουλειάς και την αυτολύπηση.
Δεν είναι πως έχω σε εκτίμηση τα νόμπελ, όχι... Αλλά ξαφνικά να, λογοτεχνία, μια λέξη καταπραυντική σαν κοτόσουπα. Που την ακούς και λες ναι βρε παιδί μου, λογοτεχνία. Αρκετά με τις κουβέντες, την έκθεση και την αυτοκριτική.

* η φωτογραφία

1.10.11

μπλε

Η θάλασσα που δεν ανήκει σε κανέναν (ένας λόγος που σε ανακουφίζει), που είναι αρμυρή όσο πρέπει (όχι όπως η Νεκρή θάλασσα). Τη νύχτα, κάποτε, φωσφορίζει, σα μαύρο μετάξι σκισμένο ξαφνικά που αφήνει να φανεί λίγη άσπρη σάρκα.

Κάποτε λυπούμαι που δεν έτυχε να μείνω εδώ στην Αλεξάνδρεια όλον αυτό τον καιρό της προσφυγιάς που μ' έκαναν να σκορπιστώ στους πέντε αγέρηδες. Κάτι θα είχα κάνει, έστω και με τούτη τη θάλασσα, έστω και με τούτο το λιμάνι. Τα ποτάμια δεν παρηγορούν, θέλουν χαρούμενη καρδιά. Το ίδιο ο Σηκουάνας, το ίδιο ο Τάμεσης, το ίδιο και ο Νείλος. Τα ποτάμια σ' αφήνουν πάντα πίσω, καθώς κυλούν, μ' αυτά που έχεις, πίκρες, βασανα, απελπισίες. Η θάλασσα λυτρώνει.

* Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Δ'