26.7.09

e-traveling

Κάθε Σαββατοκύριακο ταξιδεύω στον κόσμο. Ε-ταξιδεύω. (Τις καθημερινές λιγότερο, γιατί δεν μου φτάνει ο χρόνος).

Κάποτε είχα ξεκινήσει να διαβάζω τα ημερολόγια της Σιμόν ντε Μπωβουάρ, με ανοιγμένο το χάρτη του Παρισιού μπροστά μου, εκείνον που είχε ένθετο ο Μπλέ Οδηγός της πόλης, κι ένα τετράδιο για να κρατώ σημειώσεις με τις οδούς και τα καφέ!

Μετά άρχισα (και συνεχίζω) να μαζεύω τους οδηγούς των πόλεων της Dorling Kindersley.

Τώρα, με τα Daily Photo Blogs και τo google maps, ταξιδεύω συνέχεια.
Να, σήμερα πρωί-πρωί ήμουν στο Santiago and Les Contes (ένα απίστευτο, σαν ζωγραφιστό περίχωρο του Σαντιάγο), απο κει πετάχτηκα στο Funchal της Μαδέρα κι είδα την πόλη μέσα απ'τα μάτια ενός δημοσιογράφου, μετά είδα τα τοπικά μαγαζιά και τους μαγαζάτορες (που μου θύμισαν πολύ το μαγαζί του μπαμπά μου) στη Sesimbra-μια πόλη λίγο κάτω απο τη Λισσαβώνα, μετά στο Detroit, στο Cleveland, στο Buenos Aires και στην Colonia del Sacramento...

* στη φωτογραφία η Heather Ross.


* * * * * * *

25.7.09

18/7/64 Λουτρά Πόζαρ

Λοιπόν, σε ποιόν μοιάζω? Έχω το χαμόγελό του και την ηρεμία της. Την καλοσύνη του και την εξυπνάδα της. Την αφέλεια του και την κυνικότητά της. Τη μύτη του και την κοιλιά της. Το ύψος τους. Τα μαλιά τους.
Εδώ είναι και οι δύο 33 χρονών, αρραβωνιασμένοι.


* * * * * * *

19.7.09

ταξιδεύοντας νοερώς

Μιά φορά, θα γυρίσω τη Νότια Γαλλία οδηγώντας.

Θα τα πάρω με τη σειρά. Τη Menton, το Μονακό, το Cap Estel (που ήταν έπαυλη των Εμπειρίκων στις αρχές του αιώνα-πριν γίνει το σημερινό ξενοδοχείο), τη Νίκαια, την Antibes (όπου έζησε τα τελευταία του ο Καζαντζάκης), τις Κάννες, ως τη Μασσαλία, το Aix-en-Provence, την Avignion και την Arles-"όπου ανθίζουνε οι αλικάμπ".

Θα είναι όπως τα πρωινά που περιγράφει η Φρανσουάζ Σαγκάν στο Καλημέρα Θλίψη. Θα είναι σαν μπάνιο πρωινό δίχως μαγιώ σε κάποια ακρογιαλιά της Μεσογείου ανεξερεύνητη (**).


* Τhe flower man, στην Νίκαια. Φωτογραφία του Svein-Magne Tunli, από εδώ.

** Στρατής Τσίρκας, Νυχτερίδα.


* * * * * * *

καλοκαίρι

Αν γινόταν να φωτογραφηθεί αυτό που νιώθω ως ευτυχία, καλοκαίρι, πρωί, ησυχία, αυτή θα ήταν η φωτογραφία.

(* Βενετία)


* * * * * * *

17.7.09

δαντέλες


Η Ελένη η κεντήτρια ήταν μια φίλη της μαμάς μου. Λέω ήταν, γιατί έχει τρία-τέσσερα χρόνια που πέθανε. Ήταν σχεδόν συνομήλικες με τη μαμά μου, οπότε εικάζω πως πρέπει να έφυγε γύρω στα εβδομηνταπέντε.
Μη φανταστείτε καμιά γιαγιά ασπρομάλλα. Ποτέ δεν έγινε γιαγιά-δεν είχε παντρευτεί, κι έτσι ποτέ δεν έμοιασε με γιαγιά: ήταν πάντα μια μεγάλη κυρία, απ'αυτές που δεν αναρωτιέσαι πόσων χρονών είναι: είναι μεγάλες.
Κάθε φορά που αλλάζω μαξιλαροθήκες, μα κάθε φορά, τη σκέφτομαι.
Τις μαξιλαροθήκες μου, εκείνη τις έραψε. Είναι όπως αυτές κάθε προικός, φαντάζομαι: η μαμά μου έπλεξε τις δαντέλες, αγόρασε καλό χασέ, και η Ελένη η κεντήτρια έραψε τις μαξιλαροθήκες και κέντησε το ατραντέ.

Είχε ένα μαγαζί στη γειτονιά. Δηλαδή, στη μονοκατοικία που έμενε-στο σπίτι των γονιών της, έναν τοίχο ολόκληρο τον είχαν κάνει τζαμαρία-του δωματίου που έβλεπε στο δρόμο, κι εκεί είχε τη μηχανή της και δούλευε.
Σκοτεινό το θυμάμαι, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας περνούσες απέξω, την έβλεπες σκυμμένη στη ραπτομηχανή να κεντάει.
Φορούσε γυαλιά με σκούρο χοντρό κοκάλινο σκελετό και έβαφε τα μαλιά της καφέ. Δεν ήταν κοκέτα, ντυνόταν ανάλογα με την ηλικία της, μα πάντα με ρούχα του σπιτιού. Τη θυμάμαι να έρχεται στο μαγαζί μας, να τη συναντάμε με τη μαμά στο δρόμο και να πιάνουν κουβέντα, να τη βλέπω να περπατάει γυρνώντας απο το σούπερ μάρκετ με σακούλες στα χέρια. Πάντα με σκούρα ρούχα, καφέ όμως, όχι μαύρα, και μια πλεκτή ζακέτα που έδινε την εντύπωση πως είχε χνούδια πάνω της-απο τη δουλειά της- ή μπορεί και να ήταν της φαντασίας μου.
Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Όσο την ήξερα, δεν θυμάμαι να άκουσα τίποτα για σχέση ή σχετικό. Είχε την αδελφή της και τ'ανήψια της που ήταν σχεδόν συνομήλικα μου, στην ίδια αυλή, μέχρι που αποφάσισαν να δώσουν το σπίτι αντιπαροχή-ήταν μεγάλης αξίας το σημείο που βρισκόταν. Κουράστηκε κι αυτή να δουλεύει-κανά δυό χρόνια πριν πεθάνει.
Δεν ξέρω πως περνούσε τις ώρες της μετά, το διαμέρισμά της ήταν σε ψηλό όροφο, αυτή μπορεί να έβλεπε τον κόσμο που περνούσε απο κάτω, όμως οι περαστικοί δεν μπορούσαν πια να τη βλέπουν σκυμμένη στη ραπτομηχανή πίσω απο το τζάμι ή καθισμένη σε μια πάνινη καρέκλα στην αυλή, το απογευματάκι, να ξεκουράζεται πίνοντας τον καφέ της.

Κάθε φορά που αλλάζω μαξιλαροθήκες, τη σκέφτομαι. Άραγε, ήταν καλά? Πώς πέρασε στη ζωή της απο μέσα της? Πότε το πήρε απόφαση πως δεν ήταν γιαυτήν γραφτό να κάνει οικογένεια και παιδιά? Νωρίς? Στην εμμηνόπαυση? Ποτέ? Ήταν καλά? Ήταν καλά που έπινε καφέδες με γειτόνισσες και φίλες, πήγαινε στο σούπερ μάρκετ και κεντούσε στη μηχανή προικιά για τα παιδιά των άλλων?
Δεν έχω ρωτήσει ποτέ τη μαμά μου.
Όταν ήταν κορίτσια, πήγαιναν μαζί εκδρομές, έχουμε τις φωτογραφίες, ποζάρουν όλο γέλια στην παραλία του Λιτοχώρου με παντελόνια κάπρι και παίζουν χιονοπόλεμο στο Σέλι.
Γιαυτό δεν τη ρωτάω.

Αλλάζω μαξιλαροθήκες. Ωραίες δαντέλες. Άρχισε να λιώνει ο χασές, να σχίζονται οι ραφές. Η Ελένη η κεντήτρια δεν είναι πουθενά.


* * * * * * *

16.7.09

τεχνίτες


Η μετάφραση του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο ξεκίνησε "με τον τρόπο" του Γιώργου Σεφέρη, με τη δικιά του απόδοση της πρώτης φράσης του Προύστ: "Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς". Τούτος ο τόμος βρισκόταν στο τυπογραφείο όταν η γλώσσα μας έχασε τον πιο άξιο τεχνίτη της κι ο τόπος την πιο υπεύθυνη φωνή του. ("Ο γερός τεχνίτης είναι απο τα πιό υπεύθυνα όντα που γεννιούνται επι γής" - ο Σεφέρης απόδειξε πόσο αληθινά ήταν τα λόγια του.)
Έλπίζα πως θα μου δινόταν κάποτε η χάρη να ζητήσω τη γνώμη Του, να γυρέψω να βελτιώσω με τις συμβουλές του αυτή την εργασία. Δεν πρόλαβα. Όμως η σκέψη του με συντρόφευε σε κάθε γραμμή τούτης της "αντιγραφής", η σκέψη πως άξιζε, ακολουθώντας το παράδειγμά Του, "να δοκιμάσω τι μπορεί να σηκώσει η γλώσσα μας"-"φτάνει να μην την βιάζουμε πάρα πολύ". Άν τόλμησα τούτη τη "δοκιμή" μιας μετάφρασης είναι και γιατί ένιωσα πως η στοργή Του κι η φιλία Του με βοηθούσαν μαζί να δουλέψω και να ζήσω.
Τώρα η ζωή έγινε πιο δύσκολη, το κελί πιο σκοτεινό, αλλά το πλημμυρίζει πάντα η φωτεινή παρουσία του δασκάλου, του Σουάν, του θείου Γιώργου.
"Μνήμη και αγάπη".
Παύλος Ζάννας
Σεπτέμβρης 1971

* Πολιτικός κρατούμενος, μαζί με άλλους, στις φυλακές της Αίγινας, ο Παύλος Ζάννας παρακινείται, σχεδόν υποχρεώνεται απο τον Στρατή Τσίρκα (που αναλαμβάνει ταυτόχρονα και όλες τις πρακτικές πλευρές της έκδοσης) να μεταφράσει το έργο.

* Απο σημείωμα του μεταφραστή (β'τόμος) και τον πρόλογο της πρώτης έκδοσης (α'τόμος).

* Η φωτογραφία είναι απο την Πλάκα.


* * * * * * *

15.7.09

το σπίτι κοντά στη θάλασσα (*)

Οι εφιάλτες μου, ανέκαθεν, δεν είχαν τέρατα και ξωτικά, ούτε πολέμους και τρεχαλητά. Βλέπω στον ύπνο μου πως τριγυρίζω σε σπίτια όπου έζησα παλιά, χωρίς ήχο.
Δεν είναι που θυμάμαι τη χαρά τους και τη λύπη τους (*), είναι που, ίσα-ίσα, δεν θέλω να θυμάμαι.
Γιαυτό μου παίζει τέτοιο παιχνίδι το μυαλό, κι όταν είμαι σκασμένη έρχονται απο μόνα τους στον ύπνο μου.
Καμιά φορά, συμβαίνει και ανάποδα.

(*) Γιώργος Σεφέρης


* * * * * * *

11.7.09

καλοκαίρι


-δωμάτια καλοκαιρινά όπου σ'αρέσει να γίνεσαι ένα με τη χλιαρή νύχτα, όπου το φεγγαρόφωτο, καθώς αγγίζει τα μισάνοιχτα πατζούρια, ρίχνει ως τα πόδια του κρεβατιού τη μαγεμένη του σκάλα, όπου κοιμάσαι σχεδόν στην ύπαιθρο, σαν το μελισσοφάγο που τον λικνίζει τ'αεράκι στην άκρη μιάς ακτίνας...

* Μαρσέλ Προύστ, Αναζητώντας το χαμένο χρόνο, τόμος Ι: Απο τη μεριά του Σουάν Ι, μερος Ι: Κομπραί, σελ. 17.

* η φωτογραφία είναι του Steffe.


* * * * * * *

4.7.09

γεμιστά


Καθαρίζω ντομάτες για γεμιστά, αργά, προσεκτικά, και μέσα στην ησυχία παρατηρώ τα χέρια μου, σκέφτομαι τη μαμά μου, εκείνη κάνει τις δουλειές του μαγειρέματος έτσι, και την ειρωνευόμαστε, αργά, σαν να κάνει ένα γλυπτό, προσεκτικά, σαν να μην πρόκειται να φαγωθεί απλά μέσα σε μερικά λεπτά το φαγητό, σαν να θα μείνει για πάντα. Και για πρώτη φορά στη ζωή μου, σκέφτομαι, αυτό το πήρα απο τη μαμά μου, δεν πήρα απ'αυτήν μόνο την αγάπη της για το διάβασμα και την ησυχία.




* * * * * * *

3.7.09

Και βέβαια κυρίες μου!


Γιατί, αποστολή της γυναίκας δεν είναι μόνον να διαιωνίζη το γένος, αποστολή της είναι να φέρνη και το γέλιο, τη χαρά, την ευχαρίστησι, την ευτυχία στο σπιτικό της.


Ένα βιβλίο με συνταγές και συμβουλές, με κάνει να χαμογελώ όποτε το ξεφυλίζω, ήθελα να το μοιραστώ...! Σαν να βλέπεις τη Λούσυ, σαν να διαβάζεις κοσμοπόλιταν-σελίδα 54...!




* * * * * * *

1.7.09

στην Ινδία

Δέν είχα προσέξει ποτέ ότι το ελαφαντάκι έχει ένα ρόζ μπαλόνι στο μουσούδι του. Μόνο τα δέντρα θυμόμουν έντονα, ψηλά, χρωματιστά, ασφαλή χρωματιστά μέσα στο μαύρο.
Πολλά χρόνια πέρασαν-πάνω απο είκοσι, δεν μου φαίνεται σαν να ήταν χθές, παρά σαν να ήταν αιώνες πριν, σε άλλη ζωή, σε άλλο πλανήτη.
Φαίνεται πως έκλεισε πια ο κύκλος, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, η φούστα με τα ελεφαντάκια απελευθερώθηκε απο το παρελθόν της και πήρε ξανά τη θέση της στη ζωή μου: τη βρίσκω πραγματικά όμορφη, ακόμη!


* * * * * * *