31.8.10

παιχνίδια με τις λέξεις


Ήταν ένας αληθινά χαριτωμένος κουβεντιαστής, κι ένας αμίμητος διηγηματίας.


Γράφει ο Ξενόπουλος για τον Ιωάννη Κονδυλάκη (1862-1920), στο Ελληνική Λογοτεχνία*Έλληνες και Ξένοι Λογοτέχνες.

25.8.10

η πολυτέλεια της ζωής του


Κατατάσσεται εις τον στρατόν, όπου και υπηρετεί ακόμη, με βαθμόν σήμερον υπιάτρου. Η θέσις αυτή έχει το ελάττωμα να τον εμφανίζει με στρατιωτικήν στολήν, η οποία δεν του αρέσει διόλου, αλλ' έχει και το προτέρημα να τον μετακινεί κάθε τόσον, να τον απομακρύνει από τας Αθήνας, τας οποίας βαρύνεται, και από την οδόν Μαντζάρου, όπου από ετών κρατεί το ίδιον δωμάτιον, να τον πλησιάζει εις την φυσικήν ζωήν, δια την οποίαν τρελλαίνεται, να τον γνωρίζει με νέους τόπους, με νέα ήθη και έθιμα, τα οποία ο ακάματος αυτός μελετητής της ελληνικής ζωής δεν παύει να καταγράφει.
Αλλ' έχει προπάντων το μέγα προτέρημα να του εξασφαλίζει την ιδικήν του ζωήν, να του επιτρέπει να καταγίνεται εις τα φιλολογικάς του εργασίας και εις τας εκδόσεις του, χωρίς να τον απασχολεί η φροντίς του επιουσίου, που απορροφά τόσους άλλους.
Ο Καρκαβίτσας, με τον χαρακτήρα που έχει, και με την κλίσιν που τον κυριεύει, ποτέ δεν θα ημπορούσε να ζήσει, ως ιατρός, καλλιεργών πελατείαν. Αν δεν είχε την θέσην αυτή, θα ήτο υποχρεωμένος να γράφει δια να ζήσει. Ίσως θα εχώνετο και εις την καθημερινήν δημοσιογραφίαν, ίσως -ποιός ηξεύρει- θα ηναγκάζετο να συμβιβασθεί και με τας γλωσσικάς του ακόμα πεποιθήσεις. Η θέσης του, ευτυχώς, τον σώζει από πολλά...
Τώρα, όποτε του καπνίσει, γράφει. Όποτε του καπνίσει, δημοσιεύει. Και όποτε οικονομήσει χρήματα, εκδίδει από εν βιβλίο, το οποίον δεν καλύπτει ούτε τα έξοδά του, αλλά ούτε και τον μέλει αν δεν τα καλύψει. Είναι το έξοδον, η πολυτέλεια της ζωής του.


Γράφει ο Ξενόπουλος για τον Καρκαβίτσα, το 1906, στο Ελληνική Λογοτεχνία*Έλληνες και Ξένοι Λογοτέχνες.

Ιωάννης Αλταμούρας (1852-1878), Θαλασσογραφία.

24.8.10

μου αρέσει

Μου αρέσει η ζωή του η ήσυχη, η αθόρυβη, η μοναχική, η ελεύθερη και η αμέριμνη. Μου αρέσει η μουρμούρα του όταν παραπονείται δια την κατάστασην και τα βάζει με όλους, πρώτα-πρώτα με τον "άθλιον" εαυτόν του. Μου αρέσει η φαιδρότης του, όταν ακούει ή διηγείται αστεία, όταν πειράζει με αμίμητην τέχνην τους πειραζόμενους, και όταν ανακαίνιζεται εις ένα θαυμάσιο γέλιο, από την καρδιά του, που είναι νομίζεις η μεγαλυτέρα ευτυχία της ζωής του. Μου αρέσει η μελαγχολία του, η κατήφεια και η βουβαμάρα, που τον πιάνει καμμιά φορά μεταξύ φίλων εις το καφενείον του Ζαχαράτου ή εις το σαλόνι του Παλαμά, που δεν ηξεύρεις αν είναι θυμός, αν είναι νύστα ή αν είναι ρέμβη δημιουργίας κανενός αριστουργήματος.

Γράφει ο Ξενόπουλος για τον Καρκαβίτσα, το 1906, στο Ελληνική Λογοτεχνία*Έλληνες και Ξένοι Λογοτέχνες.

Women Reading

22.8.10

μια ιδέα είναι, τίποτα

κουβαλώ την καρδιά σου μαζί μου
(την έχω στην καρδιά μου)
ποτέ δεν είμαι χωρίς αυτήν
(όπου κι αν πάω, είσαι κι εσύ, αγαπημένε μου)
e.e.cummings

* * * * *

Δεν ξέρω αν είναι ο στίχος πιο ερωτικός, ή το όνομά του ποιητή.
Αν είναι το τέλος του καλοκαιριού, που εδώ και μέρες μ' έχει βάλει σε μιαν ατμόσφαιρα ερωτική...

Το αεράκι ανεμίζει τις κουρτίνες κι ο ήλιος που τρυπώνει από τις γρίλιες, κάνουν την κουζίνα να αρμενίζει σαν πλοίο.

Μπορεί πάλι να είναι απ'την ελευθερία που έχουν μέσα τους τα Κυριακάτικα πρωινά. Και την ησυχία.

Μπορεί και να έχει σχέση με τα γενέθλιά μου, να είναι οι τελευταίες αναλαμπές ενός σώματος. Με το κόκκινο φουστάνι, νιώθω σαν στα καλοκαίρια της εφηβείας μου, στη Χαλκιδική, που γυρνούσα ξυπόλητη τα μεσημέρια πάνω στα κρύα μωσαικά, ενώ όλοι κοιμόντουσαν, μεθυσμένη από το βόμβο των τζιτζικιών και τη μυρωδιά της ρίγανης, ώριμη για ότι δεν ήξερα ακόμη ότι υπάρχει.

Και τι με νοιάζει τι ακριβώς είναι, αφού είναι τόσο ωραία...



* Ο τίτλος είναι από μια -θαυμάσια!- συνέντευξη του Ντίνου Χριστιανόπουλου εδώ.

21.8.10

κάτω από τα κουβερτάκια

Δες τώρα τι ωραία... Δε είναι μόνο για το καλοκαίρι, να κλείνεσαι στα σαλόνια και να ξεπαγιάζεις από τον κλιματισμό, να σπρώχνεσαι ανάμεσα σε τσάντες και παιδάκια, να βρωμάει το κατάστρωμα πράσινη (!) λαδομπογιά...

* * * * *

Μπορεί να έφυγαν από το Λίβερπουλ για τη Νέα Υόρκη, μπορεί τα κουβερτάκια να είναι απαλά, μπορεί αυτοί που δε διαβάζουν να είναι κλεισμένοι σε πολυτελείς καμπίνες και να κάνουν τρελό σεξ...

Μπορεί πάλι, να διέσχισαν τη Μεσόγειο, να έκαναν στάση στη Λισαβώνα και τώρα να πλησιάζουν τη Μαδέιρα, με τους υπέροχους κήπους...

Νείλος πάντως δεν είναι, δε μοιάζει με ποταμόπλοιο.
Μα μπορεί να ξεκίνησαν απ' το Λιβόρνο ή τη Μασσαλία και να πλησιάζουν την Αλεξάνδρεια. Κι εκεί να τους περιμένουν επαύλεις, παραέξω απ' την πόλη, καταμεσίς στα μπαμπακοχώραφα... Ή πάλι, δίπλα στη θάλασσα, στο Αμπου-Κιρ, με χοντρούς τσιμεντένιους τοίχους στο χρώμα της άμμου, που κρατάνε δροσερά τα δωμάτια, κι όπου ο αλατισμένος αέρας κουνάει ελαφρά τις κουρτίνες και δροσίζει τ' άσπρα σεντόνια...


* O πίνακας είναι του Johan Thorn Prikker (1868-1932)

16.8.10

My Life had Stood – A Loaded Gun

Η Ζωή μου υπήρξε - ένα Γεμάτο Όπλο
Σε άκρες - μεχρι τη Μέρα
που ο Ιδιοκτήτης πέρασε - αναγνωρίστηκε -
Και Με πήρε μακριά -

Και τώρα Πλανιόμαστε σε μαγικά δάση -
Και τώρα στοιχειώνουμε το Άγνωστο -
Και κάθε που μιλώ γι' Αυτόν -
Τα Βουνά απαντούν αμέσως -

Και χαμογελώ, τόσο εγκάρδιο φως
λάμπει πάνω στην Κοιλάδα -
Είναι σαν ένα ηφαιστιακό πρόσωπο
ν'άφησε τη χαρά του διάχυτη -

Κι όταν τη Νύχτα - η καλή Μας Μέρα έχει φύγει πια -
Φυλάω την Κεφαλή του Κυρίου μου -
Γιατί 'ναι καλύτερα, ακόμα κι από
Πουπουλένιο Μαξιλάρι - να έχεις μοιραστεί -

Τον εχθρό Του - είμαι θανάσιμα εχθρικός -
Κανέναν δεν παθιάζει η δεύτερη φορά -
Σ' όποιον αποθέτω ένα Κίτρινο Μάτι -
Ή έναν εμφατικό Δείκτη -

Αν κι εγώ πιότερο απ' αυτόν - μπορεί να ζήσω
Αυτός πρέπει περισσότερο - παρά εγώ -
Γιατί δεν έχω, παρά τη δύναμη να σκοτώσω,
Χωρίς - τη δύναμη να πεθάνω -


* by Emily Dickinson

14.8.10

γενέθλια

Σήμερα κλείνω τα 44 και μπαίνω στα 45.
Αυτό ακούγεται πολύ μεγάλη αλλά εγώ δεν νιώθω έτσι. Ούτε και φαίνομαι, πολύ τουλάχιστον.

Οι άνθρωποι που αγαπώ είναι όλοι δίπλα μου.
Έχω δίπλα μου ένα σωρό άνθρωπους που τους αγαπώ.

Βλέπω όνειρα ότι έχω ξυπνήσει και ζω.
Αγοράζω υπέροχα πέδιλα, τρώω σαλάτες, πίνω καφέ καθημερινά.

Όταν ακούω τις ταμίες στο σουπερμάρκετ να συζητάνε για τα (έφηβα) παιδιά τους, μια ενόχληση με διαπερνάει, αλλά ακριβώς έτσι: περνάει και φεύγει.

Τα δώρα μου τα έχω, όλα.
Ότι φοβόμουν στη ζωή μου μη και γίνει, γινόταν.
Δε γίνεται να μη φοβάμαι όμως, πως τίποτα δεν είναι για πάντα. Αλλά τίποτα.

8.8.10

χαμένη στη μετάφραση

Πρέπει να μάθουμε να ξυπνάμε ξανά
και να μένουμε σε ετοιμότητα,
όχι μηχανικά, αλλά σε μιαν
αιώνια αναμονή της αυγής.


* Ο πίνακας είναι του Themistocles von Eckenbrecher (1842-1921) από τον Pierangelo Boog και ο στίχος του Henry David Thoreau.

* * * * * * *

Δεν είμαι σίγουρη αν είναι καλό που μεταφράζω, και δεν βάζω αυτούσιους τους στίχους.
Η πρώτη μου σκέψη είναι να κάνω παιχνίδι: ωωω, τι υπέροχο... Για να δω, μπορώ να διατηρήσω αυτό το αίσθημα, αυτό τον ενθουσιασμό, αν το βάλω σε δικές μου λέξεις, στη γλώσσα μου;
Μετά, βρίσκω τις λέξεις. Όχι με την πρώτη: το ψάχνω λίγο, βάζω δυό-τρείς εναλλακτικές επιλογές μαζί, διαβάζω, ξαναδιαβάζω, το αφήνω λίγη ώρα και το ξαναπιάνω μετά, ελέγχοντας, και κρατώντας τελικά τις λέξεις που εκτός από το νόημα, κρατάνε και την ποίηση που ένιωσα. Όσο γίνεται.
Αναρωτιέμαι όμως, τελικά, πόση από την αρχική ποίηση έχει μείνει.
Κι αν η μετάφραση βρήκε αποδέκτη που δεν καταλαβαίνει τα αγγλικά, τότε πάει καλά, άξιζε τον κόπο.
Μα αν ο αναγνώστης ξέρει αγγλικά, τότε ποιός ο λόγος, αναρωτιέμαι, της μετάφρασης;
Θέλω να πω, δεν υπάρχει λόγος κάποιος να έρχεται σε επαφή με τη μετάφραση κειμένου μιας γλώσσας που του είναι οικεία, γιατί όσο και νάναι, ένα μεγάλο μέρος της ποίησης που οφείλεται στη γλώσσα, χάνεται.

5.8.10

κεφάλαιο δέκατο τρίτο

Ο τέταρτος πλανήτης ήταν εκείνος όπου καθόταν ένας «μπίζνεσμεν», ένας επιχειρηματίας. Ο άνθρωπος αυτός ήταν τόσο πολύ απασχολημένος που δεν σήκωσε μήτε το κεφάλι του όταν πήγε ο μικρός πρίγκιπας.
- Καλημέρα, του είπε, το τσιγάρο σας είναι σβηστό.
- Τρία και δύο κάνουν πέντε. Πέντε κι εφτά, δώδεκα. Δώδεκα και τρία δεκαπέντε. Καλημέρα. Δεκαπέντε κι εφτά εικοσιδύο. Εικοσιδύο και έξι εκοσιοχτώ. Δεν μου μένει καιρός για να το ανάψω ξανά. Εικοσιέξι και πέντε, τριανταένα. Ουφ! Όλα μαζί, λοιπόν, μας κάνουν πεντακόσια ένα εκατομμύρια, εξακόσιες εικοσιδύο χιλιάδες εφτακόσια τριάντα και ένα.
- Πεντακόσια εκατομμύρια, τι;
- Ε! Ακόμη εδώ είσαι εσύ; Πεντακόσια ένα ... δεν ξέρω πια ... Έχω τόσο πολλή δουλειά! Εγώ είμαι σοβαρός, καθόλου δεν μ' αρέσουν οι χαζοκουβέντες ! Δυο και πέντε εφτά...
- Πεντακόσια εκατομμύρια τι; ξαναρώτησε ο μικρός πρίγκιπας, που σ' όλη του τη ζωή ποτέ δεν υποχωρούσε αν δεν έπαιρνε απάντηση στην ερώτησή του.
Ο επιχειρηματίας σήκωσε το κεφάλι:
- Τώρα και πενηντατέσσερα χρόνια που κατοικώ σε τούτο τον πλανήτη, δεν μ' έχουν διακόψει παρά μόνο τρεις φορές. Την πρώτη φορά, πάνε από τότε εικοσιδυό χρόνια, από μια χρυσόμυγα που έπεσε ένας θεός ξέρει από που. Βούιζε με τόσο φοβερό θόρυβο που έκανα τέσσερα λάθη σε μια πρόσθεση. Τη δεύτερη φορά, έχουν περάσει έντεκα χρόνια τώρα πια, ήταν τότε που, εξαιτίας των ρευματισμών μου, είχα πάθει μια κρίση. Βλέπεις, μου λείπουν οι ασκήσεις. Δεν μου περισσεύει καιρός για να χαζογυρίζω πέρα-δώθε. Εγώ, είμαι σοβαρός άνθρωπος. Η τρίτη φορά ... είναι τούτη 'δω! Έλεγα, λοιπόν, πεντακόσια ένα εκατομμύρια ...
- Εκατομμύρια τι;
Ο επιχειρηματίας κατάλαβε πως δεν είχε καμιά ελπίδα να τον αφήσει ήσυχο.
- Εκατομμύρια από κείνα τα μικρά πραγματάκια που βλέπουμε μερικές φορές στον ουρανό.
- Μύγες;
- Μα όχι, μικρά πραγματάκια που λαμποκοπάνε.
- Μέλισσες;
- Μα όχι, μικρά χρυσά πραγματάκια που κάνουν τους χασομέρηδες να ονειρεύονται.
-Α!... Αστέρια;
- Πολύ σωστά. Αστέρια.
- Και τι θα κάνεις πεντακόσια εκατομμύρια αστέρια;
- Πεντακόσια ένα εκατομμύρια εξακόσιες εικοσιδυό χιλιάδες εφτακόσια τριάντα και ένα. Είμαι σοβαρός εγώ, είμαι ακριβής.
- Και τι θα τα κάνεις αυτά τ' αστέρια;
- Τι θα τα κάνω; -Ναι.
-Τίποτε. Θα τα έχω στην κατοχή μου.
- Θα έχεις στην κατοχή σου τ' αστέρια;
- Ναι.
- Μα έχω δει κιόλας ένα βασιλιά που ...
- Οι βασιλιάδες δεν έχουν στην κατοχή τους τίποτε. «Βασιλεύουν» μόνο πάνω τους. Αυτό είναι κάτι πολύ διαφορετικό.
- Και σε τι χρησιμεύει να 'χεις στην κατοχή σου αστέρια;
- Μου χρησιμεύει γιατί έτσι θα είμαι πλούσιος. -Και σε τι θα σου είναι χρήσιμο να είσαι πλούσιος; -Θα αγοράσω άλλα αστέρια, αν βρεθεί κανένα. «Τούτος εδώ, σκέφτηκε ο μικρός πρίγκιπας, έχει την ίδια περίπου λογική με το μπεκρή μου». Ωστόσο, έκανε μερικές ακόμη ερωτήσεις:
- Πως μπορείς να έχεις στην κατοχή σου τ' αστέρια;
- Σε ποιον ανήκουν; ανταπάντησε γκρινιάρικα ο επιχειρηματίας.
- Δεν ξέρω. Σε κανένα.
- Τότε ανήκουν σε μένα, γιατί πρώτος εγώ τα σκέφτηκα.
- Φτάνει αυτό;
- Και βέβαια! Όταν βρίσκεις ένα διαμάντι που δεν ανήκει σε κανένα, είναι δικό σου. Όταν βρίσκεις ένα νησί που δεν ανήκει σε κανένα, είναι δικό σου. Κι όταν έχεις μια ιδέα πρώτος, την κατοχυρώνεις και τότε είναι δικιά σου. Κι εγώ έχω στην κατοχή μου τ' αστέρια αφού ποτέ άλλος κανείς εκτός από εμένα δεν είχε σκεφτεί να γίνει κάτοχός τους.
- Ναι, αυτό είναι αλήθεια, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Και τι θα τα κάνεις;
- Θα τα διαχειρίζομαι. Τα λογαριάζω και τα ξανα-λογαριάζω, είπε ο επιχειρηματίας. Δεν είναι καθόλου εύκολη δουλειά. Όμως εγώ είμαι ένας άνθρωπος σοβαρός!
Ο μικρός πρίγκιπας δεν ήταν ακόμη ικανοποιημένος.
- Εγώ, είπε, αν έχω ένα φουλάρι, μπορώ να το ρίξω γύρω από το λαιμό μου και να το πάρω μαζί μου. Αν έχω ένα λουλούδι, μπορώ να το κόψω και να το πάρω μαζί μου φεύγοντας. Μα εσύ δεν μπορείς να κόψεις τ' αστέρια!
- Όχι, αλλά μπορώ να τα βάλω στην τράπεζα.
- Τι θέλεις να πεις μ' αυτό;
- Θέλω να πω ότι γράφω σ' ένα μικρό χαρτί τον αριθμό των αστεριών μου. Κι ύστερα βάζω το χαρτί αυτό σ' ένα συρτάρι και το κλειδώνω.
- Κι αυτό είναι όλο;
- Αυτό είναι αρκετό!
«Πολύ διασκεδαστικό, μα την αλήθεια, σκέφτηκε ο μικρός πρίγκιπας. Και αρκετά ποιητικό. Μα δεν είναι και πολύ σοβαρό».
Πάνω σε σοβαρά θέματα, ο μικρός πρίγκιπας είχε ιδέες πολύ διαφορετικές από τις ιδέες των μεγάλων.
- Εγώ, είπε, έχω ένα λουλούδι που το ποτίζω κάθε μέρα. Έχω τρία ηφαίστεια που τα καθαρίζω από τις καπνιές κάθε βδομάδα. Γιατί καθαρίζω κι εκείνο που έχει σβήσει. Ποτέ δεν ξέρει κανείς. Έχουν όφελος τα ηφαίστειά μου όπως και το λουλούδι μου που τα έχω. Όμως από σένα, κανένα όφελος δεν έχουνε τ' αστέρια...
Ο επιχειρηματίας άνοιξε το στόμα μα δεν βρήκε τίποτε να πει, κι ο μικρός πρίγκιπας έφυγε.
« Σίγουρα οι μεγάλοι είναι ολότελα παράξενοι άνθρωποι», σκέφτηκε απλά, καθώς συνέχιζε το ταξίδι.

***

Εδώ όλο το βιβλίο.

2.8.10

με ηρεμία, επιείκεια, συμπόνια, ταπεινοφροσύνη και εγκράτεια

...Ήθελε να τους λυτρώσει από τη σκλαβιά του εγωισμού, το πάθος και τις αισθήσεις, και τους έλεγε ότι μπορουν να βρουν τη λύτρωση με την ηρεμία, τη χαλιναγώγηση, την απάρνηση, την καρτερία, τη σταθερή πλεύση του νου και τον διακαή πόθο για ελευθερία...
Η διδασκαλία του ήταν πολύ απλή: είμαστε όλοι ανώτεροι απ' ότι ξέρουμε, και φτάνουμε στην ελευθερία μέσω της σοφίας.
Δίδασκε πως δεν είναι απαραίτητο να αποσυρθείς από τα εγκόσμια για να βρεις τη σωτηρία, αλλά μόνο να απαρνηθείς το Εγώ.
Δίδασκε ότι το έργο που επιτελείται χωρίς εγωιστικό συμφέρον εξαγνίζει τη σκέψη, και το καθήκον είναι η ευκαιρία που προσφέρεται στον άνθρωπο ώστε να εκμηδενίσει το ξεχωριστό του Εγώ και να γίνει ένα με το οικουμενικό Εγώ.




* Σώμερσετ Μώμ: Η κόψη του ξυραφιού
* Alexander Rossi: Forbidden books

1.8.10

δύσκολο να πατήσεις στην κόψη ξυραφιού...

...δύσκολο, λένε οι σοφοί, και στην οδό της σωτηρίας.

* * * * * * *

Διαβάζω το Στην Κόψη του Ξυραφιού, του Σώμερσετ Μώμ, ένα βιβλίο που εξελίσσεται γύρω στα 1910-1930.

Ο ήρωας, ένας αμερικάνος, βετεράνος του Α' παγκοσμίου πολέμου-αν και νεαρότατος, αποφασίζει να περάσει τη ζωή του περιπλανώμενος, ψάχνοντας να βρει απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα της ζωής κι ασχολούμενος μόνο με ότι τον βοηθάει να "προχωρήσει" ως άνθρωπος.
Έχει φυσικά ένα μικρό ετήσιο εισόδημα που του δίνει την δυνατότητα να ζήσει με αυτό τον τρόπο χωρίς να εργάζεται, αλλά αυτό του επιστρέπει απλά να επιβιώνει κι όχι να ζει με πολυτέλεια.
Υπάρχει και μια αρραβωνιαστικιά, που τον λατρεύει αλλά όχι αρκετά ώστε να τα παρατήσει όλα και να τον ακολουθήσει σ'αυτόν τον τρόπο ζωής: αυτή θέλει να "ζήσει" όπως αυτό σημαίνει στο δικό της μυαλό: με πολυτέλεια, πολλά ρούχα, σπίτια, κοινωνικές συναναστροφές, ταξίδια.
Του θέτει ως τελεσίγραφο ότι πρέπει να πιάσει δουλειά-όπως κάθε άντρας της εποχής και της κοινωνικής τάξης του, ώστε να συντηρήσει την ίδια και την οικογένεια που θα κάνουν, και μάλιστα του βρίσκει δουλειά, στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης.
Αυτός αρνείται. Χωρίζουν κι αυτή παντρεύεται (με πόνο καρδιάς) τον γιό πλούσιου τραπεζίτη που τη λατρεύει.

Ο ήρωας του βιβλίου, θέλει κι αυτός να "ζήσει", αλλά όπως ζωή σημαίνει για τον ίδιο: δεν θέλει να χαραμίζει το χρόνο του σε κοινωνικές επαφές και περιττές πολυτέλειες (γιατί αύριο η ψυχή μας κάνει πανιά), τον ενδιαφέρει μόνο να τρέφει το μυαλό του, να διαβάσει όσο γίνεται περισσότερο, να περιπλανηθεί με τα πόδια στην Ευρώπη, και γνωρίζοντας μέρη, ανθρώπους, εμπειρίες, να βρει αυτό που ψάχνει-που δεν ξέρει τι ακριβώς είναι.
Την ηρεμία της ψυχής του, το ονομάζω εγώ.

Που θέλω να καταλλήξω;
Αναφέρεται συχνά στο βιβλίο η Aμέρικαν Eξπρές.
Ο ήρωας, εκτός από το προφανές, το ότι λαμβάνει δηλαδή το ετήσιο εισόδημά του από την Αμερική στο Παρίσι μέσω τράβελερς τσεκς της Αμέρικαν Εξπρές, χρησιμοποιεί επίσης την εταιρία και για άλλους σκοπούς, κάπως σαν να είναι η πρεσβεία του ως αμερικάνου σε μια ξένη χώρα: δίνει την διεύθυνση της Αμέρικαν Εξπρές για να κρατάει την αλληλογραφία του ενώ αυτός μετακινείται από μέρος σε μέρος, κι επίσης αφήνει τα (λιγοστά) πράγματά του στα γραφεία της στο Παρίσι, για να τα παραλάβει όταν επιστρέψει από τα ταξίδια του.
Την είχα ξανασυναντήσει (σε βιβλία και ταινίες) αυτή την πλευρα "εξυπηρέτησης πελατών" της Αμέρικαν Εξπρές σ'εκείνες τις εποχές. Προσπάθησα να το ψάξω περισσότερο αλλά δυστυχώς δεν μπόρεσα να βρω περισσότερες πληροφορίες πάνω σ'αυτό το θέμα.

Η Αμέρικαν Εξπρές ιδρύθηκε το 1859, με κεντρικά γραφεία στη Νέα Υόρκη, ως μια εταιρεία αλληλογραφίας εξπρές. Αυτά.

* * *

Λίγο πριν τα μισά του βιβλίου, άφησα τον Λάρυ στην Βόννη όπου έμεινε για ένα χρόνο.
"Γιατί στη Βόννη;" τον διέκοψα.
"Γιατί μου είχε φανεί όμορφη όταν είχαμε σταματήσει εκεί τότε που κατεβαίναμε τον Ρήνο. Μου άρεσε πως έπεφτε το φως στις στέγες και στο ποτάμι, οι παλιοί στενοί δρόμοι, οι βίλες, οι κήποι και οι λεωφόροι με τις καστανιές και τα ροκοκό κτήρια του πανεπιστημίου. Είχα σκεφτεί τότε πως δεν θα ήταν άσχημο μέρος για να μείνω για λίγο".