31.8.16

Γιώργος Σεφέρης-Γιώργος Αποστολίδης, Αλληλογραφία 1931-1945

                                                     
                                                       
Έχω διαβάσει (μόλις τις μέτρησα στη βιβλιοθήκη), στην προσπάθειά μου να γνωρίσω τον άνθρωπο Σεφέρη, 8 "αλληλογραφίες" του: με το Γιώργο Κατσίμπαλη, τη Μαρώ Σεφέρη, το Νάνο Βαλαωρίτη, το Ζήσιμο Λορεντζάτο, το Γιώργο Θεοτοκά, τον Αντρέα Καραντώνη, τον Edmund Keeley και το Νάνη Παναγιωτόπουλο.
Αυτή ήταν η ένατη αλληλογραφία. Τι ήταν αυτό που την έκανε ξεχωριστή;

Γράφει στην εισαγωγή του βιβλίου: Για τον Γ.Αποστολίδη η Μαρώ έλεγε: Ήταν ο καλύτερός του φίλος.
Πραγματικά, πουθενά αλλού δεν "άκουσα" τον Σεφέρη να ανοίγει έτσι την καρδιά του σε ένα φίλο, όσο στα γράμματα στο Γιώργο Αποστολίδη. Ένας άλλος Σεφέρης παρουσιάζεται, ο οποίος δηλώνει συχνά, πόσο χρειάζεται τον φίλο του και ανησυχεί γι΄αυτόν.
Λόγω της ιδιαίτερα φιλικής σχέσης τους λοιπόν, στο βιβλίο αυτό πρωταγωνιστής είναι ο Γιώργος Αποστολίδης.

Έτσι, αν βγάλουμε τα ονόματα, το βιβλίο γίνεται ένα μυθιστόρημα για τη ζωή: για το πώς αγαπιούνται οι φίλοι, πώς αναπολούν και τρέφονται με τα όσα όμορφα πέρασαν μαζί, πώς κάνουν σχέδια για το μέλλον που τελικά δεν πραγματοποιούνται ποτέ. Αρρώστιες εμφανίζονται στα ξαφνικά, που τις παλεύουν με δύναμη στην αρχή, και μετά, καθώς γίνεται πιο πολύς ο χρόνος στη ζωή με αρρώστια παρά χωρίς αυτήν, η θλίψη κυριαρχεί, η γλύκα της φιλίας και οι αναμνήσεις. Ζωή ή μυθιστόρημα;



[Σχεδόν συνομήλικοι, γεννημένοι στην Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη αντίστοιχα, ήρθαν οικογενειακώς στην Ελλάδα στα 14 τους, σπούδασαν στο Παρίσι αλλά γνωρίστηκαν σχετικά αργά-στα 25 τους χρόνια.
Η αλληλογραφία τους, πολύ πυκνή αρχικά-αρχίζει με τον διορισμό του Σεφέρη στο Λονδίνο, παρακολουθεί τις προσωπικές τους σχέσεις και τους γάμους τους, αραιώνει κατά τη διάρκειά των ετών μετά το 1936, όταν ο Αποστολίδης έμεινε για αρκετά χρόνια στην Ελβετία ταλαιπωρούμενος από φυματίωση, και σχεδόν σταματάει (έχουν βρεθεί ελάχιστες επιστολές) από το 1945 και μετά.]

18.8.16

σημειώσεις για τη Λάιλα της Μarilynne Robinson


Η ιστορία της Λάιλα δεν είναι η ιστορία ενός μόνο ανθρώπου. Είναι η ιστορία όλων αυτών των ανθρώπων που η τύχη (!) το φέρνει έτσι ώστε να γεννηθούν σε ένα έξω από την κοινωνία περιβάλλον και να μεγαλώσουν διαφορετικά από αυτό που θεωρείται "κανονικό". 

Μαθαίνουμε την ιστορία της όπως ακριβώς υπάρχει στο μυαλό της, μπερδεμένη κι αποσπασματική, χωρίς ποτέ να μας δίνεται καμία εξήγηση -πρέπει κι εμείς, όπως κι εκείνη, να το πάρουμε απόφαση ότι μερικές απαντήσεις δεν τις μαθαίνεις ποτέ, μαθαίνεις να ζεις έτσι, δίχως τους.

Έχουμε λοιπόν ένα τετράχρονο που μπερδεύεται στα πόδια ενηλίκων, μεθυσμένων, ίσως και ναρκομανών, οι οποίοι όχι μόνο αδιαφορούν για την φροντίδα του, αλλά ενοχλημένοι επιπλέον από το κλάμα του, το κλειδώνουν έξω από το κτήριο στο οποίο ζουν όλοι μαζί. Η μικρή Λάιλα έχει την τύχη (τύχη; ναι, τύχη!) να την κλέψει η σημαδεμένη στο πρόσωπο Ντολ, η οποία από κει και πέρα, για τα επόμενα είκοσι σχεδόν χρόνια, μοιράζεται μαζί με την μικρούλα το τίποτα που έχει -μια περιπλανώμενη, φυγάς κι αυτή. Μοιράζεται όμως κι αυτό: είναι εκεί για την Λάιλα πάντα, μπορεί να μην δίνει απαντήσεις στις ερωτήσεις της, της μαθαίνει όμως να επιβιώνει, να προστατεύεται από τους ανθρώπους, να μένει μακριά από τα πορνεία, να δουλεύει. Την προστατεύει και κυριολεκτικά, από το κρύο και τη μοναξιά, με την αγκαλιά της, πιο μάννα από την μάννα της.

Ταυτόχρονα με την ιστορία της Λάιλα, παρακολουθούμε και τον τρόπο ζωής μιας ομάδας ανθρώπων (πολλών ομάδων που υπήρχαν εκείνη την εποχή, στις Ηνωμένες Πολιτείες): μετακινούμενες ομάδες εργατών. Δεν ήταν κακοποιοί ή απατεώνες, προσπαθούσαν να μην πέφτουν στην παρανομία ακόμα και σε περιόδους μεγάλης ένδειας, ήταν άστεγοι, τραβούσαν για όποιο σημείο της χώρας μάθαιναν ότι χρειάζονται εργατικά χέρια για εποχιακές δουλειές, ζούσαν στο πλάι του δρόμου, σε παρατημένες καλύβες ή κάτω από τα δέντρα, τρέφονταν με άγρια καρότα και λουλούδια(!) όταν δεν έβρισκαν άλλη τροφή. Άνθρωποι σκληροί, μοναχικοί, μαθημένοι να μην κοιτάζουν τον απέναντι στα μάτια για να προστατέψουν το μόνο που είχαν και δεν ήθελαν να χάσουν: την αξιοπρέπειά τους.
 

H Λάιλα, χωρίς μόρφωση ή κοινωνικές δεξιότητες, έχει μέσα της την ίδια απορία που έχει και κάποιος που μεγάλωσε μέσα στην "κανονικότητα": γιατί τα πράγματα συμβαίνουν όπως συμβαίνουν;
 

Κάνει αυτή την ερώτηση στον πρεσβυτεριανό πάστορα Τζον Έιμς (την ιστορία του οποίου μαθαίνουμε στο Γκίλιαντ, από τον ίδιο, παντρεμένο πια με την Λάιλα και πατέρα του γιου τους, και σχεδόν ετοιμοθάνατο), κι αυτός ο καλός, βασανισμένος επίσης αν και με άλλο τρόπο (όπως ο καθένας μας, στη ζωή, βασανίζεται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο), της λέει:  
υπάρχουν θεολογικές απαντήσεις στο ερώτημά σου, αλλά δεν θα σου τις δώσω, γιατί στην πραγματικότητα ούτε κι εγώ ξέρω γιατί τα πράγματα γίνονται έτσι όπως γίνονται, και δεν θέλω να σου πω ψέματα. 
Όμως, είναι πολύ καλή η ερώτηση που μου έκανες. Ας την σκεφτούμε. 

Με τον πάστορα σύντομα παντρεύονται. 
Όσο κι αν φαίνεται παράξενος αυτός ο ξαφνικός γάμος ανάμεσα σε δύο ανθρώπους μέχρι πρόσφατα ξένους, που αγνοούν ο ένας το παρελθόν του άλλου και έχουν διαφορά ηλικίας 40 χρόνια, η Ρόμπινσον δίνει αυτό το γεγονός με ένα τόσο ιδιαίτερο τρόπο, έτσι που φαίνεται σαν όλα να μπήκαν στη θέση τους.
Δυο άνθρωποι με τόσα χρόνια διαφορά μεταξύ τους, αλλά τόσο όμοιοι στις βαθύτερες σκέψεις τους για τη ζωή, στις αβεβαιότητες, στην μοναξιά τους και στην αντοχή με την οποία έχουν μάθει να δέχονται τα πάντα. Είναι ευχαριστημένοι σαν ο ένας να είναι ένα δώρο για τον άλλον, που δεν το επιθύμησε και δεν το ζήτησε ποτέ. Και στέκουν άφωνοι και έκθαμβοι μπροστά στο γεγονός.
Κοιμούνται μαζί, κάνουν ένα παιδί. Χωρίς πουθενά να αναφέρεται σεξ ή πάθος, λέει η Ρόμπινσον:
Αυτός ο ήχος σωμάτων που βολεύονται κάτω απ τα σεντόνια και τα σκεπάσματα πρέπει να είναι ένα από τα καλύτερα πράγματα στον κόσμο.

Η Λάιλα έχει μάθει ανάγνωση και ξεκινάει να μελετήσει τη Βίβλο ώστε να γίνει επαρκής για να βαπτιστεί. 
Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στο επίμετρο του βιβλίου, εξηγεί γιατί η Λάιλα επέλεξε να δώσει βάρος στην ανάγνωση του Ιεζεκιήλ: "Η Λάιλα στις αράδες του διαβάζει τη μοίρα της, τη μοίρα του παρατημένου παιδιού, και την εντολή της ζωής της.
Τη μέρα που γεννήθηκες δε σου κόψαν τον ομφάλιο λώρο ούτε σε πλύναν με νερό για να σε καθάρουν, δε σ΄ έτριψαν με αλάτι ούτε σε σπαργάνωσαν. Κανένα μάτι δε σε λυπήθηκε... αλλά σε πέταξαν στα χωράφια, όταν γεννήθηκες, για τη ζωή σου χωρίς να νοιαστούν.
Εγώ πέρασα από κοντά σου, σε είδα να κυλιέσαι μες στο αίμα σου, κι έτσι στην κατάσταση που βρισκόσουνα σου είπα: Ζήσε!"

Νομίζω ότι το να χαρακτηρίσεις αυτό το βιβλίο λογοτεχνία είναι λίγο. Από την άλλη, δεν ξέρω σε ποια κατηγορία θα το κατέτασσα. Κι ενώ ένας πάστορας και η είσοδος της ηρωίδας μέσα σε μια εκκλησία, είναι ο σκελετός του βιβλίου, σε καμία περίπτωση δεν θα το έλεγα θρησκευτικό ή κατηχητικό. Δε βρίσκω καλύτερο σχόλιο για αυτό το βιβλίο από τα ίδια τα λόγια της Λάιλα σε σχέση με την προσευχή:


Αν ποτέ προσευχόταν, θα ήταν για εκείνη την εποχή και για όλους εκείνους τους ανθρώπους που πρέπει να αναρωτιόνταν τι είχαν πάθει, τι είχαν κάνει για να στερηθούν ακόμα κι έναν καλό ύπνο τη νύχτα, τη μόνη τους παρηγοριά. Θα ζητούσε γαλήνη για τον καθένα τους, πρώτα απ΄ όλα για τους χειρότερους, για τους πιο πικραμένους.