1.7.06

σαββατομουρμούρα

Κοιτάζω τα χέρια μου και δεν τα αναγνωρίζω. Τα παρακαλάω, άνοιξε τα δαχτυλάκια, πιάσε το ποντίκι, κάνε κάτι, γράψε. Όμως τίποτα. Σωριασμένο το κεφάλι επάνω στην καρέκλα και τα μάτια κλειστά. Όλα μια άρνηση. Το σώμα μου αρνείται να ζήσει.

Εδώ και μερικά χρόνια, τα άκρα μου αρνούνται να με υπακούσουν. Με το ζόρι σπρώχνω τα πόδια μου να με σηκώσουν, να χέρια μου να πεταλουδίσουν.
Το μυαλό προσπαθεί, δίνει οδηγίες, πάτα τα πλήκτρα, άνοιξε παράθυρα, θα ξεχαστείς, θα δεις, άκου με. Μερικές μέρες όμως τα χέρια είναι κομμένα από τους ώμους, ανημποριά στο μεγαλείο της.

Χαιδεύω το ένα με το άλλο, το ένα χέρι τρίβει τα δάχτυλα του άλλου, το μαλάζει, το πατάει, το πιέζει, και τότε δεν ξέρω ποιο χέρι είμαι εγώ, αυτό που χαιδεύει το ξένο κούτσουρο, ή το κούτσουρο που γεμίζει γλύκα και ανακούφιση από το ευχάριστο άγγιγμα?

Το πιο δύσκολο είναι τις μέρες που και το μυαλό θολώνει και αρνείται να σκεφτεί, θέλει μόνο ύπνο, να κλείσει τις πόρτες, να σταματήσει το χρόνο, τις μηχανές όλα.

Ο γιατρός είπε φύγε, δεν έχεις τίποτα, και του απάντησα δεν είστε καλός γιατρός, αφού δεν βρίσκετε τι έχω, γιατί κάτι έχω. Κι αυτός επειδή είναι αγαπημένος μου, είπε φύγε, θα σε δείρω, στο μυαλό σου είναι όλα, βγάλτα, μπορείς.

Παρουσιάστηκε σε μια φάση της ζωής μου που ένιωσα (για πρώτη φορά άραγε?) την ανημποριά, ότι είναι πράγματα που δεν μπορεί να έχεις λόγο επάνω τους, εξελίσσονται ερήμην σου αλλά τα λούζεσαι. Καλό ήταν, δε λέω. Ήταν προπάντων αληθινά, η ζωή. Και το λούσιμο ήταν καθαριστικό και ζωογόνο. Και θανατηφόρο μαζί. Όπως όλα.
Δεν μπόρεσα να μάθω, φάινεται. Όσο κι αν λέω ότι τα κατάφερα, ότι «και η εγώ είναι μια χαρά», έρχεται αυτή η άρνηση του σώματος να φανερώσει τις δυό τρομάρες.

Δεν είναι συνέχει όμως έτσι. Είναι μόνο (μόνο?) το πρωινό σήκωμα, να πρέπει ν ανοίξεις τα μάτια σου και να σηκωθείς, γιατί, πάλι? πάλι?
Και το βράδι νωρίς, όταν το κρεβάτι γίνεται ανακούφιση και σε φωνάζει, όπου κι αν είσαι, σου λείπει, τρέχεις, σωριάζεσαι, οι διακόπτες κλείνουν, αρκετά.

* * * * * * * * * *

Πέρασε. Ευτυχώς. Πάλι. Αύριο.



* * * * * * *

8 σχόλια:

philos είπε...

Γράφεις τόσο ζωντανά και όμορφα, στις "νεκρές" σου στιγμές... Απο τα καλυτερά σου!
Καλό μήνα!

Περί κουζίνας και όχι μόνο είπε...

Δεν κάνεις καμμιά βόλτα προς τα εδώ να κάνεις και καμμιά βουτιά να ξελαμπικάρεις; :)))

Кроткая είπε...

πού πήγε η χαρά που είχες δυο-τρια ποστ πιο πριν;

καλο μηνα Λεμονιτα!

lemon είπε...

Ευχαριστώ πολύ phile μου, καλό μήνα σε όλους μας.

Dora thnx, μπανιαρίστηκα εδώ, στον ιδρώτα!

Κρότ, μήπως την είδες στη γειτονιά σου?(!)

Γιατρέ μου, είναι παρηγοριά μεγάλη να ξέρω οτι δεν είμαι μόνη μου, να το ξέρεις αυτό...

Meneis entos, αυτό με τη μουσική το ξέρω καλέ! και πιάνει πάντα! (αρκεί να θυμηθώ να ανοίγω το ραδιόφωνο, βέβαια!).

Σταυρούλα είπε...

Αχ, βρε Λεμονάκι μου, στους περισσότερους συμβαίνει. Μην το αφήνεις να σε χαλάει! Καλό μήνα!

Καπετάνισσα είπε...

Μου θύμισες κάτι απίστευτα λόγια από το θεατρικό έργο "Νεράϊδα" του Ζαν Ζιροντού, μετάφραση Ελύτη:

Η ερωτοχτυπημένη Νεράϊδα, απευθυνόμενη στον Θνητό Ιππότη:
" Από τότε που έφυγες εσύ, για να κάνει το σώμα μου ό,τι έκανε πρίν μόνο του πρέπει να το διατάξω. Για να δω, πρέπει να πω στα μάτια μου να δούνε. Για να δω το χόρτο πράσινο, πρέπει να πω στα μάτια μου να το δουν πράσινο. Δεν ξέρεις τι δυσάρεστο που είναι να βλέπεις το χορτάρι μαύρο. Είναι κάτι που σ' εξουθενώνει... Έχω να δίνω διαταγές σε πέντε αισθήσεις, σε σαράντα μυς, ακόμη και στα ίδια τα κόκκαλά μου. Μια στιγμούλα ν' αφαιρεθώ και θα ξεχάσω ν' ακούω, ν' ανασαίνω... Πέθανε, θα λένε, γιατί δεν του 'κανε κέφι ν' ανασαίνει. Πέθανε από έρωτα..."

Συγκλονιστικό...

lemon είπε...

Αλήθεια renata? δεν το ηξερα...

Καπετάνισσα, καλώς ήρθες, μα τι συγκλονιστικό κείμενο , συγκλονιστικό, δεν το ήξερα...

αλκιμήδη είπε...

Αχ Λεμονιά.
Φίλε Ορέστη άλλο να το λες, άλλο να το κάνεις.