28.4.07

Next Station, Panepistimio.

Μου κάνει μεγάλη εντύπωση που ανακαλύπτω πως έχω μέσα μου μεγάλη διάθεση, να δω, να περπατήσω, να περπατήσω και να δω. Μα βλέπω επίσης πως το σώμα μου δεν αντέχει, με προδίδει, με εκδικείται ίσως, που του κακοφέρομαι, που δεν του αναγνωρίζω την κούραση του, και του συμπεριφέρομαι σαν να΄ ναι μυαλό κι όχι σώμα.
Νιώθω τα πόδια μου να καίνε, τα χέρια μου να πονάνε, και την σπονδυλική μου στήλη -αχ, αυτή- τη νιώθω σαν να ΄ναι κομματάκια, σαν να ΄ναι σπασμένη σε δέκα σημεία, σαν να ΄ναι από πλαστελίνη και γέρνει, και δεν μπορεί να με κρατήσει άλλο όρθια. Όμως, -ευτυχώς, λέω- έχω πολύ διάθεση να δω, να περπατήσω, να περπατήσω και να δω.

* * * * *

Η κότα της μαμάς μας άφησε χρόνους, σήκωσε τα ποδαράκια της ψηλά και άφησε τη μαμά μόνη. Η μαμά την έκλαψε γιατί ήταν δύσκολο, όσο να πει κανείς, όσο κι αν το περίμενε τις τελευταίες μέρες. Και μετά είπε στο γαμπρό της να την πετάξει στα σκουπίδια, για να μην τον αναγκάσει να σκάβει να την θάψει. Και γιατί είναι αρκετά μεγάλη πια για να ξέρει πως δεν έχει σημασία, μετά.
Εκείνος έσκαψε και την παράχωσε βαθιά στον κήπο.

* * * * *

Γιατί, Νώντα, να παιδευόμαστε έτσι? Μήπως δεν υπάρχουν τόσα και τόσα γύρω μας που θα μπορούν να συγκεντρώσουν την προσοχή μας? Πού θα πάμε μ αυτό το σαδιστικό κι ατέρμονο σκάψιμο του ένδον μας? Για να θεμελιώσουμε τι?
Σταματώ αυτά τα κοράκια που λέγονται ερωτηματικά και θα σου γράψω μερικά νέα από εδώ.

Η τελευταία παράγραφος είναι από επιστολή του Δ.Π.Παπαδίτσα στον Ε.Χ.Γονατά, "Να μου γράφεις, έστω και βαδίζοντας", εκδόσεις Πατάκη.

Η εικόνα είναι της Kumiko Kitaoka.





* * * * * * *

25.4.07

διότι τα χέρια μου ήταν άδεια


Διότι είσαι το πρώτο εφετινό χελιδόνι που μπήκε απ' το
φεγγίτη έκαμε τρεις γύρους στο ταβάνι και ήσουν κα-
τόπιν όλα μαζί τα χελιδόνια
Διότι είσαι μια μεριά ήρεμη της θάλασσας όπου το κύμα
Kόβει κομμάτια το φεγγάρι και το ρίχνει στην ψιλή άμμο
Διότι τα χέρια μου είναι άδεια σαν καρύδια που η ψίχα
τους φαγώθηκε από παράσιτα
Kι εσύ τα γέμισες με τα μαλλιά σου και το μέτωπό σου
Διότι στα μαλλιά σου περνώ τα δαχτυλά μου όπως περνάει
ο αγέρας από φύλλα κυπαρισσιού
Διότι είμαι ένα σπίτι εξοχικό κι έρχεσαι μόνη το καλοκαίρι
και κοιμάσαι
Kαι ξυπνάς πότε-πότε τα μεσάνυχτα ανάβεις τη λάμπα και
θυμάσαι
Διότι θυμάσαι
Γι' αυτό σ' αγαπώ κι ανάμεσα στα τελευταία πουλιά είμα-
στε μαζί
Kι απέναντί μας η θάλασσα φθείρεται ν' ανεβοκατεβαίνει
τα δέντρα
...πως πηγαίναμε σε μια κατηφοριά της Bάρκιζας
Kι ένα γύρω οι χρωματιστές πέτρες μάς ακολουθούσαν

Γιατί όταν σκύβω πάνω από πηγάδια βλέπω την επιφάνεια
του νερού και λέω: νά το ριζικό κι η ματιά της
Γιατί βλέπαμε μαζί τρεις τσιγγάνες κίτρινες τυλιγμένες
απ' το κόκκινο - σαν τα μάτια τού μπεκρή - λυκόφως
Kαι είπαμε νά το ριζικό νά οι αγάπες βγήκαν στους δρό-
μους για τον επιούσιο

Γιατί βλέπαμε μαζί τις τρεις τσιγγάνες
Nά 'ρχονται και να χάνονται
Γι' αυτό σ' αγαπώ
Kι ανάμεσα στα τελευταία πουλιά
Eίσαι κείνο που γλύτωσε απ' τα σκάγια

Γιατί είμαι γεμάτος από σένα και μπρος από κάθε τι
από σκέψη από αίσθηση κι από φωνή
Eίναι κάτι δικό σου που σαν αθλητής τερματίζει πρώτο
Γιατί τα βλέφαρά σου είναι βρύα σε σχισμάδες βράχων
Γι' αυτό σ' αγαπώ.

Χαμηλοφώνως, του Δ.Π.Παπαδίτσα, διαβάζει ο Μιχάλης Γκανάς σε ανέκδοτη ηχογράφηση του 2000.



* * * * * * *

18.4.07

Τι καλά, Πέμπτη αύριο, πάλι.

Μερικές μέρες, σιχαίνομαι τη δουλειά που κάνω, σιχαίνομαι που κάνω αυτή τη δουλειά, θέλω να το βάλω στα πόδια, να κάνω ένα μπάνιο να ξεπλύνει από πάνω μου τη μυρωδιά και τα χρόνια που πέρασα εκεί μέσα, να τα ξεχάσω όλα, και τις επενδύσεις και τα συρραπτικά, να φύγω, να παραιτηθώ, να πάρω σύνταξη, να ησυχάσω.

Μετά θυμάμαι ότι έζησα ακριβώς τη μισή μου ζωή εκεί μέσα, κι ότι ακόμη ζω από αυτήν. Και ότι, ευτυχώς που έχω δουλειά. Και κάνω υπομονή.






* * * * * * *

12.4.07

μετά, ήρθαν τα δύσκολα

Σήμερα το πρωί, απόλαυσα τον συνωστισμό που γινόταν μπροστά στα κουτιά με τα free press της Πέμπτης.

Ήταν θαυμάσιο, καθισμένη στο παγκάκι, στις επτά και είκοσι, με τα περιστέρια γύρω μου κοπάδι ολόκληρο να βόσκουν κομμάτια κουλούρι, και στιγμές-στιγμές να πετάγονται όλα μαζί επάνω τρομαγμένα-σαν σύννεφο, να βλέπω κάθε λογής ανθρώπους, τέτοιους που δεν θα έβαζε καν ο νους μου ότι διαβάζουν (λες κι έχουν συγκεκριμένη εμφάνιση αυτοί που διαβάζουν…), να περιμένουν υπομονετικά τον μπροστινό τους να επιλέξει ένα από κάθε είδος, και μετά να παίρνουν κι αυτοί με τη σειρά τους, μετρώντας κιόλας τα κομμάτια-ένα για τον εαυτό τους, κι από ένα για τους διπλανούς τους στη δουλειά…

Κι ένας περιστέρης, είχε πάρει κατά πόδας μια περιστέρα, μπρος αυτή κάνοντας οχτάρια, να τσιμπάει τις πλάκες του πάρκου αδιάφορη, κι από πίσω αυτός να την τσιμπάει στην πλάτη, προσπαθώντας να της εξηγήσει ότι μπήκε η άνοιξη…





* * * * * * *

7.4.07

κάτι σαν αντίθεση θανάτου


Ο Παπαδίτσας λάτρευε τα σύνεργα, τις μηχανές, τις μυρωδιές, όλο τον κόσμο του τυπογραφείου. Τα στοιχεία τα ΄λεγε «χελιδόνια».
Σ ένα σημείωμα που μου είχε στείλει, με οδηγίες και παρατηρήσεις για τους τυπογράφους, έγραφε: «Δυό μέρες τώρα έχω τα δοκίμια στα χέρια μου κι έχω παλαβώσει. Ένα-ένα στοιχείο παίζει μπρος και πίσω απ τα μάτια μου, και σαν χελιδόνι πάει κι έρχεται μέσα μου».
Στα πλουμίδια έδινε όνομα: «Να θυμηθούμε να βάλουμε» έγραφε, «τον αστερίσκο-ανεμόμυλο στο τέλος του Εν Πάτμω».
Όταν περνούσε λίγος καιρός χωρίς να μπούμε σε τυπογραφείο-γιατί δεν είχαμε κάποιο βιβλίο για τύπωμα-άρχιζε να αισθάνεται άσχημα. «Δεν πάμε μια βόλτα στο τυπογραφείο , να μυρίσουμε μελανάκι?», μου έλεγε. «Θα μας κάνει καλό!».

Δ.Π.Παπαδίτσα
«Να μου γράφεις, έστω και βαδίζοντας»
Επιστολές στον Ε.Χ.Γονατά (1960-1965)

*Ο τίτλος είναι από την εισαγωγή του βιβλίου: «η φιλία που νιώθω για σένα είναι κάτι το πολύ ιερό, περισσότερο από αδελφικό, κάτι σαν αντίθεση θανάτου…».
Επίσης, είναι ένας τρόπος να ευχηθώ καλή ανάσταση.
(Επίσης, έτσι νιώθω).



* * * * * * *