14.2.09

Kαφενείο Αράνιο


Το χαιδεμένο παιδί του σπιτιού ήταν ο Monsieur Alphonse, ο μικροσκοπικότερος Γάλλος που έχετε ποτέ σας ανταμώσει, που ζούσε πίσω από ένα ζευγάρι γαλάζιες κουρτίνες, σε μια γωνιά του μεγάλου θαλάμου με τα εξήντα κρεβάτια. Κανένα από τα άλλα κρεβάτια δεν είχε κουρτίνες, ήταν ένα προνόμιο που χορηγήθηκε στον Monsieur Alphonse και μόνο, ως γεροντότερο μέλος όλου του σπιτικού. Ο ίδιος έλεγε πως ήταν εβδομηνταπέντε χρονών, οι Αδελφές πίστευαν πως ήταν πάνω από ογδόντα. Κρίνοντας από την κατάσταση που βρίσκονταν οι αρτηρίες του, τον υπολόγισα όχι μακριά από τα ενενήντα.

Είχε καταφθάσει πριν πολλά χρόνια, μ΄ένα βαλιτσάκι, με μια χιλιοτριμμένη ρεδιγκότα και ψηλό καπέλο, κανένας δεν ήξερε από πού. Περνούσε τις μέρες του πίσω από τις κουρτίνες του, σε αυστηρότατη απομόνωση από τους άλλους τροφίμους και έκανε την εμφάνισή του μόνο τις Κυριακές, όταν πήγαινε καμαρωτός στην εκκλησία, με το ψηλό καπέλο του στο χέρι.
Οι αδελφές έλεγαν πως όταν του πήγαιναν το πιάτο του τη σούπα ή το φλιτζάνι τον καφέ, άλλο προνόμιο αυτό, τον έβρισκαν πάντα καθισμένο στο κρεβάτι, ν΄ανασκαλεύει μια στοίβα χαρτιά μέσα στο βαλιτσάκι του , ή να βουρτσίζει το ψηλό του καπέλο. Ο Monsieur Alphonse ήταν πολύ λεπτολόγος στο ζήτημα των επισκέψεων. Έπρεπε πρώτα να χτυπήσετε με το δάχτυλο πάνω στο τραπεζάκι, πλάι στο κρεβάτι του. Έκλεινε τότε προσεκτικά όλα τα χαρτιά μέσα στο βαλιτσάκι κι έλεγε με τη σφυριχτή φωνή του: «Entrez, Monsieur!» και σας προσκαλούσε με μια απολογητική χειρονομία να καθίσετε πλάι του, πάνω στο κρεβάτι.

Φαινόταν να ευχαριστιέται με όλες τις επισκέψεις μου και δεν αργήσαμε να γίνουμε καλοί φίλοι. Όλες οι προσπάθειές μου να μάθω κάτι από το παρελθόν του πήγανε χαμένες, κατάλαβα μόνο πως ήταν Γάλλος, αλλά δεν θα ΄λεγα Παριζιάνος. Δεν μιλούσε ούτε λέξη ιταλικά και φαινότανε να μην ήξερε τίποτα από τη Ρώμη. Δεν είχε καν επισκευθεί τον Άγιο Πέτρο, αλλά λογάριαζε να πάει un de ces quatre matins, μόλις θα ΄βρισκε καιρό. Οι αδελφές έλεγαν πως δεν θα πήγαινε ποτέ, πως δεν θα πήγαινε πουθενά, μ΄όλο που θα μπορούσε να περπατεί και να τριγυρίζει αν το ΄θελε. Ο πραγματικός λόγος που δεν έβγαινε τις Πέμπτες, ημέρα εξόδου για τους άντρες, ήταν η ανεπανόρθωτη αποσύνθεση του ψηλού καπέλου και της παλιάς του ρεδιγκότας, από το αδιάκοπο βούρτσισμα.

Η αλησμόνητη μέρα, όταν τον έβαλαν να δοκιμάσει το ψηλό καπέλο του εκατομμυριούχου από το Πίτσμπουργκ και την ολοκαίνουργια ρεδιγκότα του, της τελευταίας αμερικανικής μόδας, εγκαινίασε το τελευταίο και το πιο ευτυχισμένο ίσως κεφάλαιο της ζωής του Monsieur Alphonse. Όλες οι Αδελφές που υπηρετούσαν στους θαλάμους, ακόμα και η ηγουμένη, βγήκαν την κατοπινή Πέμπτη στην εξώπορτα, για να τον δουν που ανέβηκε στην κομψή μου βικτόρια, βγάζοντας με επισημότητα το καινούργιο ψηλό του, για να χαιρετίσει τις θαυμάστριές του.
-Κομψότητα που την έχει! Χαχάνιζαν καθώς ξεκινούσαμε, ίδιος Εγγλέζος λόρδος!

Διασχίσαμε το Cosrso και κάναμε μια σύντομη εμφάνιση στο Pincio, πριν σταματήσουμε στην Πιάτσα ντι Σπάνια, όπου ο Monsieur Alphonse είχε προσκληθεί να γευματίσει μαζί μου.
Θα ήθελα πολύ να ξέρω τον άνθρωπο που θα μπορούσε ν αντισταθεί στον πειρασμό να μονιμοποιήσει αυτή την πρόσκληση, για όλες τις Πέμπτες που θ ακολουθούσαν. Ακριβώς στη μία, κάθε Πέμπτη εκείνου του χειμώνα, το αμάξι μου απόθετε το Monsieur Alphonse στον αριθμό 26 της Πιάτσα ντι Σπάνια. Μετά μια ώρα, όταν άρχιζα να δέχομαι τους πελάτες μου, η Άννα τον συνόδευε ως το αμάξι, που τον περίμενε για τον τακτικό περίπατο γύρω στο Πίντσιο. Έπειτα, μισή ώρα σταμάτημα στο Καφενείο Αράνιο, όπου ο Monsieur Alphonse καθότανε στην ιδιαίτερη γωνία του, για να πάρει τον καφέ του και να διαβάσει τη «Φιγκαρό», με ύφος γηραιού πρεσβευτή. Άλλη μισή ώρα με τιμές και δόξες, για να διασχίσει με το αμάξι το Κόρσο, ψάχνοντας άπληστα καμιά του γνωριμία της Πιάτσα ντι Σπάνια για να την χαιρετίσει βγάζοντας το καινούργιο του ψηλό καπέλο. Έπειτα πάλι η έκλειψη πίσω από τις γαλάζιες κουρτίνες του, ως την άλλη Πέμπτη, που, όπως έλεγαν οι Μικρές Αδελφές, άρχιζε από τα χαράματα να βουρτσίζει το ψηλό του.

Τις περισσότερες φορές τύχαινε νάρθουν κι ένας-δυό φίλοι για να γευματίσουν μαζί μας, προς μεγάλα αγαλλίαση του Monsieur Alphonse. Αρκετοί από δαύτους, θα τον θυμούνται ακόμη. Κανένας δεν είχε την παραμικρή υποψία πούθε βαστούσε η σκούφια του. Άλλωστε είχε πολύ ευπαρουσίαστο και περιποιημένο εξωτερικό, με τη μακριά, κομψή του ρεδιγκότα και το καινούργιο ψηλό καπέλο, που το αποχωριζόταν με πολύ κόπο, ακόμη και στο τραπέζι. Μη ξέροντας κι εγώ ο ίδιος τι μέρος του λόγου ήταν ο Monsieur Alphonse, κατέληξα να τον βαφτίσω διπλωμάτη που είχε αποσυρθεί από την υπηρεσία. Όλοι μου οι φίλοι τον έλεγαν «Κύριε Πρέσβη» και η Άννα απαράβατα: «Vostra Eccelenza»-έπρεπε να βλέπατε το ύφος που έπαιρνε! Ευτυχώς ήταν με το παραπάνω κουφός και η συνομιλία περιοριζόταν γενικά σε μερικές παρατηρήσεις για τον Πάπα, με όλο τον προσήκοντα σεβασμό, ή για τον καιρό. Ωστόσο ήμουν υποχρεωμένος νάχω τα μάτια μου και τ΄ αυτιά μου ανοιχτά, πάντα έτοιμος να επέμβω για να απομακρύνω από κοντά του την καράφα με το κρασί, ή για να σπεύσω σε βοήθειά του σε στιγμές αμηχανίας, όπως όταν του έκαναν μια ερώτηση, κι ακόμα περισσότερο όταν απαντούσε ύστερ΄ από το δεύτερο ποτηράκι Φρασκάτι.


Άξελ Μούντε (1857-1949)
(Σουηδός) Γιατρός-Συγγραφέας-Ανθρωπιστής
Φίλος των φτωχών
Προστάτης των ζώων

* απο το βιβλίο του Το χρονικό του Σαν Μικέλε, εκδόσεις Πέλλα, μετάφραση Κοσμά Πολίτη, σελ. 302-304

* η φωτογραφία απο τη Ρώμη


* * * * * * *

2 σχόλια:

Σταυρούλα είπε...

Δεν μπορούσα να σταματήσω να διαβάζω παρακάτω. Κι απ΄ ό,τι διάβασα στο λινκ φαίνεται πολύ ενδιαφέρον βιβλίο! :)

Juanita La Quejica είπε...

Και εγώ τα ίδια με την Ρενάτα!