17.7.09

δαντέλες


Η Ελένη η κεντήτρια ήταν μια φίλη της μαμάς μου. Λέω ήταν, γιατί έχει τρία-τέσσερα χρόνια που πέθανε. Ήταν σχεδόν συνομήλικες με τη μαμά μου, οπότε εικάζω πως πρέπει να έφυγε γύρω στα εβδομηνταπέντε.
Μη φανταστείτε καμιά γιαγιά ασπρομάλλα. Ποτέ δεν έγινε γιαγιά-δεν είχε παντρευτεί, κι έτσι ποτέ δεν έμοιασε με γιαγιά: ήταν πάντα μια μεγάλη κυρία, απ'αυτές που δεν αναρωτιέσαι πόσων χρονών είναι: είναι μεγάλες.
Κάθε φορά που αλλάζω μαξιλαροθήκες, μα κάθε φορά, τη σκέφτομαι.
Τις μαξιλαροθήκες μου, εκείνη τις έραψε. Είναι όπως αυτές κάθε προικός, φαντάζομαι: η μαμά μου έπλεξε τις δαντέλες, αγόρασε καλό χασέ, και η Ελένη η κεντήτρια έραψε τις μαξιλαροθήκες και κέντησε το ατραντέ.

Είχε ένα μαγαζί στη γειτονιά. Δηλαδή, στη μονοκατοικία που έμενε-στο σπίτι των γονιών της, έναν τοίχο ολόκληρο τον είχαν κάνει τζαμαρία-του δωματίου που έβλεπε στο δρόμο, κι εκεί είχε τη μηχανή της και δούλευε.
Σκοτεινό το θυμάμαι, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας περνούσες απέξω, την έβλεπες σκυμμένη στη ραπτομηχανή να κεντάει.
Φορούσε γυαλιά με σκούρο χοντρό κοκάλινο σκελετό και έβαφε τα μαλιά της καφέ. Δεν ήταν κοκέτα, ντυνόταν ανάλογα με την ηλικία της, μα πάντα με ρούχα του σπιτιού. Τη θυμάμαι να έρχεται στο μαγαζί μας, να τη συναντάμε με τη μαμά στο δρόμο και να πιάνουν κουβέντα, να τη βλέπω να περπατάει γυρνώντας απο το σούπερ μάρκετ με σακούλες στα χέρια. Πάντα με σκούρα ρούχα, καφέ όμως, όχι μαύρα, και μια πλεκτή ζακέτα που έδινε την εντύπωση πως είχε χνούδια πάνω της-απο τη δουλειά της- ή μπορεί και να ήταν της φαντασίας μου.
Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Όσο την ήξερα, δεν θυμάμαι να άκουσα τίποτα για σχέση ή σχετικό. Είχε την αδελφή της και τ'ανήψια της που ήταν σχεδόν συνομήλικα μου, στην ίδια αυλή, μέχρι που αποφάσισαν να δώσουν το σπίτι αντιπαροχή-ήταν μεγάλης αξίας το σημείο που βρισκόταν. Κουράστηκε κι αυτή να δουλεύει-κανά δυό χρόνια πριν πεθάνει.
Δεν ξέρω πως περνούσε τις ώρες της μετά, το διαμέρισμά της ήταν σε ψηλό όροφο, αυτή μπορεί να έβλεπε τον κόσμο που περνούσε απο κάτω, όμως οι περαστικοί δεν μπορούσαν πια να τη βλέπουν σκυμμένη στη ραπτομηχανή πίσω απο το τζάμι ή καθισμένη σε μια πάνινη καρέκλα στην αυλή, το απογευματάκι, να ξεκουράζεται πίνοντας τον καφέ της.

Κάθε φορά που αλλάζω μαξιλαροθήκες, τη σκέφτομαι. Άραγε, ήταν καλά? Πώς πέρασε στη ζωή της απο μέσα της? Πότε το πήρε απόφαση πως δεν ήταν γιαυτήν γραφτό να κάνει οικογένεια και παιδιά? Νωρίς? Στην εμμηνόπαυση? Ποτέ? Ήταν καλά? Ήταν καλά που έπινε καφέδες με γειτόνισσες και φίλες, πήγαινε στο σούπερ μάρκετ και κεντούσε στη μηχανή προικιά για τα παιδιά των άλλων?
Δεν έχω ρωτήσει ποτέ τη μαμά μου.
Όταν ήταν κορίτσια, πήγαιναν μαζί εκδρομές, έχουμε τις φωτογραφίες, ποζάρουν όλο γέλια στην παραλία του Λιτοχώρου με παντελόνια κάπρι και παίζουν χιονοπόλεμο στο Σέλι.
Γιαυτό δεν τη ρωτάω.

Αλλάζω μαξιλαροθήκες. Ωραίες δαντέλες. Άρχισε να λιώνει ο χασές, να σχίζονται οι ραφές. Η Ελένη η κεντήτρια δεν είναι πουθενά.


* * * * * * *

3 σχόλια:

Juanita La Quejica είπε...

Ζει στις αναμνήσεις σου. Σήμερα την μάθαμε και εμείς.

ανατολή είπε...

Διαβάζω και χαμογελώ μόνη μου. Σε φαντάζομαι κάθε φορά που αλλάζεις μαξιλαροθήκες και βάζεις τις καθαρές και μοσχοβολιστές, να κάθεσαι να τις καμαρώνεις, πλημμυρισμένη από μια γλυκιά νοσταλγία. Κάθε, μα κάθε φορά κάνω το ίδιο ακριβώς όσο κι αν βιάζομαι. Τελικά, αυτές τις άσπρες δαντελωτές μαξιλαροθήκες που με πάνε χρόνια πίσω δεν τις αλλάζω με καμία από τις πολύχρωμες και πιο μοντέρνες που αγόρασα αργότερα. Όσο θυμάμαι ότι γκρίνιαζα τη μαμά μου γιατί μου έκανε τόσες πολλές ενώ τώρα στεναχωριέμαι κάθε φορά που κάποια απ’ αυτές έλιωσε και πρέπει να σταματήσω να τη χρησιμοποιώ. Πάντως όσο περνά ο καιρός διαπιστώνω ότι ο καλύτερος ύπνος γίνεται πάνω σε λευκά χασεδένια σεντόνια, ειδικά τώρα το καλοκαίρι. Φιλάκια!

lemon είπε...

Εμείς οι δύο, ανεξήγητο μου φαίνεται ακόμα (αλλά υπέροχο!), όσο κι αν απομακρυνόμαστε στις ζωές μας-κάποτε το λέγαμε για το χρόνο, τώρα μπορούμε να το λέμε και για τον τόπο, είναι σαν να προχωράμε μαζί...
(Κι εγω επίσης στεναχωριέμαι που λιώνουν και αρχίζουν να σχίζονται!!)