6.3.10

δύο περιστατικά (*)


Κατεβαίνω τη Λαρίσης. Στην πλευρά του δρόμου που δεν φωτίζεται από τον πρωινό, ανοιξιάτικο ήλιο, ένας ηλικιωμένος μέ κομένο από τον καρπό το αριστερό του χέρι κάθεται μπροστά σε μια βιτρίνα και ζητιανεύει, προτείνοντας ένα λευκό πλαστικό κύπελο στους περαστικούς.
Ένα τηλέφωνο ακούγεται να χτυπάει. Ο ζητιάνος βγάζει το κινητό του από την τσέπη του, σηκώνεται όρθιος κι αρχίζει, με το πρόσωπό του να λάμπει από χαρά, να κουβεντιάζει με τον συνομιλητή του.

Ένας παππάς, με την μαμά και την αδελφή του, τρία άτομα που πιάνουν πολύ χώρο (μεγαλόσωμα και με πολλά κιλά), πλησιάζουν το γραφείο μου. Καθώς τους εξυπηρετώ, ακούω καμπάνες να χτυπάνε, ντίν-ντάν, ντίν-ντάν, χαρμόσυνα, σαν στην Ανάσταση. Ο παππάς βάζει το χέρι και βγάζει το κινητό του, συνομιλεί εκνευρισμένος, ζητάει εξηγήσεις για το αν το θέμα είναι επείγον και τελικά το αναβάλλει για αργότερα.

(*) ή βρείτε τις ομοιότητες και τις διαφορές.

Η φωτογραφία από το Pixdaus


* * * * * * *

4 σχόλια:

P. Kapodistrias είπε...

Όχι τόσο τα κινητά, τ' ακίνητα να φοβάσαι...

Ανώνυμος είπε...

χα καλά το δεύτερο περιστατικό δεν μπαίνω καν στον κόπο να το σχολιάσω , δεν θέλω να έχω καμία σχέση με ρασοφόρους και ένστολους .

όμως ήταν πολύ γλυκό το πρώτο περιστατικό , δεν είναι υπέροχο να φωτίζεται το πρόσωπο σου από χαρά γιατί κάποιος σε παίρνει τηλέφωνο;
και δεν είναι πιο υπέροχο να φωτίζεται το πρόσωπο σου από χαρά , ακόμη και αν σου λείπει ένα χέρι και ζητιανεύεις;

ακούς λεμονίτσα; πρέπει να φωτιζόμαστε και εμείς συχνότερα , μου θύμισες τους πρόσφυγες μαθητές μου πέρυσι , ήταν κάθε μέρα χαρούμενοι και γελαστοί ,μου έλεγαν ζω !!!!!

roxanne

Σταυρούλα είπε...

Είδες το μέσο ? Τ' αλλάζει όλα!

monoprint είπε...

Εγώ θα ήθελα να συμφωνήσω με τον Π.Κ.