27.2.10

χωρίς σχόλια


Διαβαζω. (Στην πραγματικότητα σερφάρω, αλλά δε μ'αρέσει καθόλου αυτό ούτε σαν λέξη ούτε σαν έννοια, οπότε βαυκαλίζομαι να πιστεύω ότι διαβάζω: κείμενα σε μιαν οθόνη).
Διαβάζω, λοιπόν. Ανακαλύπτω. Ενθουσιάζομαι.

Σηκώνομαι και πάω να πλύνω τα δόντια μου.
Όπως κάθε φορά που νιώθω την ικανοποίηση να ξεχειλίζει από μέσα μου, διακόπτω με κάτι άσχετο, για να δώσω χρόνο στο μυαλό μου να συλλάβει αυτό που του συμβαίνει, για να (με) ελέγξω: είναι όντως τόσο εκπληκτικό αυτό που αισθάνομαι ώστε να κρατήσει και αφού απομακρυνθώ από την οθόνη, ή μόλις προσγειωθώ στην πραγματικότητα θα χάσει το μεγεθός του και θα ξεχαστεί;

Πλένω τα δόνια μου, το μπάνιο είναι γεμάτο φώς, είναι Σάββατο νωρίς το πρωί κι έχει ησυχία: πως να μικρύνει η ένταση αυτού που αισθάνομαι;

* * *

Με τη σειρά που ξεδιπλώθηκαν μπροστά μου.

Από το Libraryland:
“Some people turn sad awfully young. No special reason, it seems, but they seem almost to be born that way. They bruise easier, tire faster, cry quicker, remember longer and, as I say, get sadder younger than anyone else in the world. I know, for I’m one of them.”

-Ray Bradbury

Μα ποιός είναι αυτός (ο άγνωστος);
Ααα, είναι ο συγγραφέας του Φαρενάιτ 451! Τώρα εξηγείται (ως ένα από αυτά τα συχνά, ανεξήγητα, κοσμικά θαύματα) γιατί μου τράβηξε την προσοχη!
Δες, δες τι άλλο λέει εδώ:

Libraries raised me. I don’t believe in colleges and universities. I believe in libraries because most students don’t have any money. When I graduated from high school, it was during the Depression and we had no money. I couldn’t go to college, so I went to the library three days a week for 10 years

* * *

Προσπερνώ όσα από τα υπόλοιπα δε μ'ενδιαφέρουν, και πατώντας πάνω σε στίβες βιβλίων κοιτάζω γύρω μου/μέσα στο κείμενο εξεταστικά: αα, να λοιπόν αυτό που έψαχνα: ο άνθρωπος. Που σκέφτεται/γράφει έτσι.

Η ζωή του:
Ray Bradbury married Marguerite McClure (1922–2003) in 1947, and they had four daughters. To date, Bradbury has never obtained a driver license.

Εδω είναι που σηκώθηκα και πήγα να πλύνω τα δόντια μου.
Το να μείνεις με έναν σύντροφο για πάνω από 50 χρόνια είναι για μένα η απώτατη ευτυχία, ένα δώρο αναπάντεχο, κάτι που δεν μπορείς να το σχεδιάσεις, να το επιδιώξεις εκ των προτέρων, μόνο να σου τυχει μπορεί.

* * *

Η φωτογραφία είναι από το Pixdaus.


* * * * * * *

26.2.10

ένα αυτοβιογραφικό διήγημα

Επί τριάντα χρόνια έμεινα καθισμένος στο τραπέζι του πατρικού μου. Ο ένας μετά τον άλλο, οι φίλοι μου έφυγαν από το Λε Κρεζό, ανακάλυψαν άλλες χώρες, εγκαταστάθηκαν σε άλλες πόλεις. Εγώ είχα την εντύπωση ότι πουθενά αλλού δε θα βρισκόμουν μπροστά σε πρόσωπα τόσο πρωτοφανή, όσο εκείνα που συναντούσα δυό φορές την ημέρα, σε κάθε γεύμα. Πατέρας, μητέρα, αδελφός, αδελφή: τι πιο παράδοξο από αυτούς τους ανθρώπους που σου μοιάζουν τόσο πολύ κι είναι τόσο διαφορετικοί; Όταν μοιραζόμουν το ψωμί μαζί τους, ήταν σα να πήγαινα μακρύτερα κι από την Κίνα. Ποιός ο λόγος να γυρίσω τον κόσμο, αφού δεν είχα ακόμη αποκρυπτογραφήσει τα αινίγματα τούτων των οικείων παρουσιών; Γύρω από το τραπέζι περιστρέφονταν οι άγγελοι του επιουσίου, θαμπωμένοι από τις λάμψεις του λουλουδάτου μουσαμά.

Διαβάζω το Αιχμάλωτος του λίκνου του Κριστιάν Μπομπέν.

Η φωτογραφία είναι από το Pixdaus.


* * * * * * *

20.2.10

και χορεύω


-Σε πρόσβαλαν ποτές;
-Ποιος να με προσβάλει; Είμαι δυνατός. Αν δώσω μια!...
-Δε λέω να σε χτύπησαν. Την ψυχή σου την πληγώσανε ποτές;
-Την ψυχή δεν μπορείς να την πληγώσεις, στην ψυχή δεν κολλάει προσβολή, λέει αυτός. Την ανθρώπινη ψυχή δεν μπορείς με κανέναν τρόπο να την αγγίξεις, με τίποτα...

Οι επιβάτες του καταστρώματος, οι ναύτες, όλοι οι άνθρωποι μιλάγανε για την ψυχή το ίδιο πολύ και συχνά όσο και για τη γης, τις δουλειές, το ψωμί και τις γυναίκες. Η ψυχή είναι το ψωμοτύρι στις κουβέντες των απλών ανθρώπων, λέξη γαζέτα. Δε μ'αρέσει που τούτη η λέξη βρίσκεται πάντα στις γλιστερές γλώσσες των ανθρώπων, κι όταν οι μουζίκοι βλαστημάνε, θυμωμένα ή καλόκαρδα, βρομίζοντας την ψυχή, είναι σαν να μου μαχαιρώνουν την καρδιά.

Θυμάμαι πολύ καλά με τι προσοχή μίλαγε η γιαγιά μου για την ψυχή, τη μυστική κατοικία της αγάπης, της ομορφιάς, της χαράς, και πίστευα πως σαν πεθαίνει ένας καλός άνθρωπος, οι λευκοί άγγελοι παγαίνουν την ψυχή του στο γαλάζιο ουρανό, στον καλό Θεό της γιαγιάς μου, κι αυτός την υποδέχεται καλοσυνάτα:
-Έλα, καλούλα μου, έλα παστρικούλα μου, έλα που μου βασανίστηκες κι υπόφερες κει κάτου.
Και δίνει στην ψυχη τα φτερά του Σεραφείμ-έξι άσπρες φτερούγες.

* Διαβάζω "Στα Ξένα Χέρια" του Μαξίμ Γκόρκη.


* * * * * * *