«Εβρήκε ο άντρας μου πέρα, στην Ιερά Οδό. Εφτιασε τα συμβόλαια κι αγόρασε ένα οικοπεδάκι. Είχε δυο δωμάτια, ένα κουζινάκι. Τα σουλουπώσαμε. Εκάτσαμε μέσα. Δίχως πόρτες, δίχως παράθυρα. Ηρθε κι η μάνα μου μαζί. Να με βοηθήσει. […] Καθότανε κι η μάνα μου παρέκει. Στο ντιβανάκι της. Είχε και το μύλο της. Γκρούγκου, γκρούγκου. Αλεθε. Εκαμε τον καφέ της. Δεν εμιλάγαμε. Τα μάτια μου ήσαν θολά. Μ’ ήβλεπε που ήμουνα πια να σκάσω. “Ολα για τους ανθρώπους είναι, θυγατέρα. Και τα ψηλά και τα χαμηλά. Θα σιάξουν τα πράματα”. “Πότε μάνα; Πότε; Θαρρείς ίσαμε τώρα έχω καλά περάσει στη ζωή μου εγώ;” “Αλλο δεν έχει, θυγατέρα. Εφτούνα που ζεις είναι η ζωή σου. Αμέ τι νόμισες;” “Εμόχθησα, εδούλεψα, εκουράστηκα. Πάλι στον γκρεμό θα κρέμομαι; Κουράστηκα”. “Τράβα να ξαπλώσεις λιγάκι, θα τις εσυγυρίσω ‘γω τις μπάμιες, έχει για όλους ο Θεός”».
Δεν μπόρεσα να μην το μοιραστώ αυτό. Το έχω εδώ και μέρες ανοιχτό, το βλέπω, το ξαναβλέπω, δεν κλείνω το παράθυρο.
Θέλει μεγάλη κουβέντα.
Είναι από την καθημερινή, του Νίκου Ξυδάκη. Κι εδώ, λέει κι άλλα.
1 σχόλιο:
Πέρα από τα άλλα που σου έγραψα . Δεν είναι φανταστική αυτή η γλώσσα; Γιατί οι δασκάλοι μαθαίνουν στο σχολείο τα παιδιά όλα αυτά τα ειρήσθω εν παρόδω , εξανίσταμαι,κλπ κλπ. Γλώσσα χωρίς καρδιά.
Μεγάλο θράσσος αυτό το α στερητικό που κολλάνε οι έχοντες σε όσους δεν ανήκουν στον κύκλο τους.
Αγράμματος σου λέει.
roxanne
Δημοσίευση σχολίου