Είναι κάτι μέρες που τα χέρια μου, πονάνε πολύ. Δηλαδή ολόκληρη σχεδόν πονάω, κι όχι ακριβώς πονάω, περισσότερο θα το έλεγα «τρίζω» (!): οι παλάμες, οι ώμοι, η πλάτη, ο αυχένας, η μέση οι αστράγαλοι…
Τα χέρια όμως, είναι το πιο δύσκολο: από τους καρπούς και κάτω, σαν να έχουν μια ανησυχία, σαν να θέλουν κάποιο άλλο χέρι να τα κρατήσει, να τα μαλάξει, να τα τρίψει. Εκείνες τις μέρες τα τρίβω συνέχεια, τα πατάω, κάθομαι επάνω τους, στρίβω πέρα-δώθε τα δάκτυλα...
Ανακούφιση φέρνει το ζεστό νερό και η ακινησία-μα που αυτά, μ αυτό το ίντερνετ-του διαβόλου (αλλά και των αγγέλων) που έχω μπλέξει...
Μάλλον είναι κάποιο είδος αρθρίτιδας-εκεί έχω καταλήξει, καθώς ο τελευταίος γιατρός που επισκεύθηκα σχεδόν με έδιωξε, κι ούτε καν δεν πτοήθηκε όταν του είπα "δεν είστε καλός γιατρός, γιατί δεν βρίσκετε τι έχω-γιατί κάτι έχω, το νιώθω...", μόνο γέλασε : φύγε και πάνε να γίνεις ευτυχισμένη, ούτε τίποτα έχεις, ούτε φάρμακα χρειάζεσαι.
Λοιπόν τέτοιες μέρες σκέφτομαι και αγαλιάζω το βούτημα στη μεγάλη γούρνα του Λαγκαδά, την παλιά, τη μαρμάρινη, με τον μεγάλο θόλο, τον βαμμένο με γαλάζια λαδομπογιά.
Έχει τύχει, (ναι, τύχη!), μεσημέρια-μετά τη δουλειά, σχεδόν μόνη-ή με κάποια ήσυχη, χοντρή γιαγιά παρέα, να απλώνω τα χέρια πάνω στα ζεστά μάρμαρα και να πετάω, με το φως που μπαίνει χορεύοντας από το παραθυράκι στην κορυφή...
Όχι, δεν έχω πάει σε αντίστοιχο λουτρό της Πόλης. Ναι, έχω πάει σε σπά (σε υπόγειο) ξενοδοχείου-στριμωχτή πολυτέλεια που μυρίζει χλώριο.
Ααα, εκεί στο Λαγκαδά, εκείνη είναι η πραγματική πολυτέλεια-εκεί νιώθεις τουλάχιστον…χανούμισσα...
(Στην Αθήνα άραγε, έχει Λαγκαδά??)
* * * * * * *