Ο Γιάνκος Δανιηλόπουλος γεννήθηκε το 1899 στο Βασιλικό, ένα παραλιακό χωριό της Μαύρης Θάλασσας πού τότε ήταν ελληνικό, αργότερα έγινε Τουρκικό, σήμερα είναι Βουλγαρία (*).
Πέρασε τα πενήντα πρώτα χρόνια της ζωής του ένα γύρω από τη Θάλασσα: στο Φανάρι της Πόλης για σπουδές, στη Μπερντιάνσκα της Αζοφικής καφετζής, στην Οδησσό της Ουκρανίας, στο Βουκουρέστι και την Κωνστάντζα της Ρουμανίας έμπορος.
Δώδεκα αδέλφια, τα εφτά αγόρια, αυτός ο μικρότερος. Πάντα μαζί, στις μετακινήσεις και στις δουλειές, σα γροθιά. Δούλεψαν αργυραμοιβοί (σαράφηδες), καφετζήδες στο Καφέ του ξενοδοχείου Μετροπόλ, μα κυρίως ασχολήθηκαν με το εμπόριο. Ελιές, τυριά, ξηροί καρποί, τυροκομικά, υφάσματα.
Σε μια εποχή μεγάλων ιδεολογικών αναταράξεων και μετακινήσεων πληθυσμών και συνόρων, δεν είμαι σίγουρη πως η ενασχόλησή του με το εμπόριο για λόγους βιοπορισμού τον απαλλάσσει ευθυνών.
Ο ίδιος λέει πως οι έλληνες πάντα ασχολούνταν με το εμπόριο και τη ναυσιπλοΐα, φρόντιζαν τις οικογένειές τους, έβαζαν το κεφάλι κάτω και δούλευαν σκληρά χωρίς να λοξοδρομούν, γι’ αυτό και κατάφερναν να επιβιώσουν.
Ξεκίνησαν από μια σχετικά εύπορη ψαράδικη οικογένεια, έχασαν τα πάντα όχι μόνο μια μα περισσότερες φορές, κάθε φορά ξεκινούσαν από το τίποτα (σχεδόν) και κατάφερναν να ορθοποδήσουν. Με τη σκληρή δουλειά και με τα χρήματα που είχαν πάντα στην άκρη. Είχαν και τον τρόπο τους, με τις δημόσιες σχέσεις, με τους κατέχοντες. Με πολιτική και ιδεολογίες ποτέ δεν ασχολήθηκαν. Μόνο με την επιβίωση. Και την καλή ζωή.
Στάθηκε τυχερός με τη γυναίκα του, την Ελένη. Μοναχοκόρη έλληνα μεγαλοβιομήχανου στη Βάρνα της Βουλγαρίας, μεγαλωμένη στα πούπουλα, με φουστάνια και δαντέλες, με προικιά, χαλιά και κοσμήματα που έκαναν πάταγο εκείνη την εποχή, στάθηκε βράχος και λουλούδι δίπλα του, στα καλά και στα άσχημα.
Μετά το '50 ήρθαν στην Ελλάδα, τετραμελής οικογένεια πια, στο Λαύριο. Εδώ ήταν τα πιο δύσκολα. Γιατί ήταν πια μεγάλος. Μα πάλι δούλεψε, χωρίς γκρίνια. Πάλι βρήκε τον τρόπο, σαν αγρότης, ξεπετρίζοντας με τα χέρια το χώμα, έφτασε να έχει δικό του κτήμα στο Κορωπί. Ιδιοκτήτης γης, πέθανε εκεί το 1987. Σχεδόν ένας αιώνας ζωής.
Αυτό που μου έμεινε από το βιβλίο, είναι ότι το Γαλάτσι είναι πόλη της Ρουμανίας (!), παραποτάμια, με δύο λιμάνια, το ένα στον Δούναβη και το άλλο στην λίμνη Μπράτες.
Επίσης πως, τόσα μέρη, τόσα ονόματα που τώρα είναι συνοικίες και χωριά γύρω μας, ήταν πόλεις στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων.
Δεν αναπολώ χαμένες δόξες, όχι. Κάτι περίεργο, μια απορία:
(*) Σαν να είναι ένας ξύλινος φράχτης τα σύνορα, τον πιάνουν δύο από τις άκρες και τον μετακινούν, μια εδώ, μια παραπέρα, κι έτσι αλλάζει ονόματα ένα μέρος, αλλάζει κατοίκους, αλλάζει ταυτότητα. Τα σπίτια των ανθρώπων, οι αναμνήσεις τους, η γη, μένουν στη θέση τους.
-το βιβλίο Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα, της Μαριάννας Κορομηλά, απο τις εκδόσεις ΑΓΡΑ-η φωτογραφία από ένα παράθυρο στο Τοκάτ, απ' όπου ήρθαν οι παππούδες μου το 1922
* * * * * * *
4 σχόλια:
Επειδή κι εγώ δε γεννήθηκε ούτε μεγάλωσα στην Ελλάδα, πάντα έτρεφα έναν ακαταμάχητο πόθο μέσα μου για την "επιστροφή". Σήμερα, 4 χρόνια μετά μπορώ να δώσω νόημα στην "επιστροφή" μου και να ομολογήσω τον έρωτά μου με την Ελλάδα. Οσο άσχημα κι αν μου φέρθηκε στα καλωσορίσματα. Μακάριοι αυτοί που αγαπούν τη γη τους. Τη γη που έθρεψε τις διάνοιες των προγόνων τους. Τη δική τους ιστορία μέσα από το DNA τους. Πολύ καλή επιλογή και θα σπεύσω να το αγοράσω. Ο τίτλος είναι θελκτικότατος ομολογώ. Καλό ξημέρωμα ;-)
Πέρα απ΄την ωραία παρουσίαση μου έμειναν δυο πράγματα: το κομμάτι με τον αστερίσκο, που το θέτεις καταπληκτικά το θέμα και η φωτογραφία-πόσο οικεία μοιάζει!-απ΄το το σάιτ στο οποίο με παραπέμπεις (για το Τοκάτ).
Πολύ όμορφη ανάρτηση :)
Δημοσίευση σχολίου