13.5.10

κάτω από τον ουρανό


Τις νύχτες βλέπω εφιάλτες.

Βλέπω πως μπαίνει στο βαγόνι του μετρό ένας άνθρωπος ήρεμος, στέκεται σε μιαν άκρη και ξαφνικά ανατινάζονται τα πάντα: γίνονται όμορφα πορτοκαλί και δεν έχω προλάβει ακόμη να διαβάσω όλα τα βιβλία που ήθελα.
Βλέπω ένα γλυκύτατο πελάτη της τράπεζας να μπαίνει στο βαγόνι, να κολάει το όπλο στο λαιμό του διπλανού μου και να πυροβολεί: δεν ακούγεται παρά ένας γδούπος από το σώμα που πέφτει δίπλα μου: όλα έχουν αλλάξει μέσα σε δευτερόλεπτα, τίποτα δεν θα είναι ίδιο από δω και πέρα.
Χθες, τριγύριζα στη δουλειά μ'έξη ψόφια χνουδωτά νεογέννητα στο χέρι μου, καφετιά, με ματάκια κλειστά: δεν πρόλαβαν να γεννηθούν και ήταν ήδη πεθαμένα. Τα κουβαλούσα γιατί αυτή ήταν η δουλειά μου, όλοι τρόμαζαν κι απομακρύνονταν, απορούσαν με μένα, κι εμένα όχι πως μου άρεζε, μα άμα είναι αυτό που πρέπει να κάνεις, τι να κάνεις;

Θέλω να ξαπλώσω πάνω στις πέτρες, δίπλα στη θάλασσα, και να αναπνέω μέχρι να αδειάσει το μυαλό μου.


* * * * * * *

4 σχόλια:

An-Lu είπε...

Φρόντισε να πας στη θάλασσα αυτό το ΣΚ...

Σταυρούλα είπε...

Η θάλασσα μας σώζει σχεδόν πάντα! ;)

Ανώνυμος είπε...

"Θέλω να ξαπλώσω πάνω στις πέτρες, δίπλα στη θάλασσα, και να αναπνέω μέχρι να αδειάσει το μυαλό μου."

Amen...

αλκιμήδη είπε...

"Τα κουβαλούσα γιατί αυτή ήταν η δουλειά μου, όλοι τρόμαζαν κι απομακρύνονταν, απορούσαν με μένα, κι εμένα όχι πως μου άρεζε, μα άμα είναι αυτό που πρέπει να κάνεις, τι να κάνεις;"

α, εξαρτάται, από αυτό το καταραμένο πρέπει, αν το βαλες μονάχη σου ή σου το βάλανε.

Και στο λέω αυτό μετά λόγου γνώσεις, που είναι και η έκφραση της μόδας σήμερα.
xx