29.4.10

πολύ προσωπικό

Όταν δεν είμαι καλά, μαγειρεύω και μετά είμαι καλά.
Φτιάχνω τζατζίκι και συκωτάκια κότας με ρίγανη. Καθαρίζω την τουαλέτα και παραμιλάω, κορόιδο, κορόιδο, αφελής. Είμαι, δεν είμαι, αρνούμαι ότι είμαι, είμαι, άστα, δε γίνεται, τρίψε κι άλλο.
Η πράσινη μυρωδιά από το αγγουράκι διώχνει το δεν μπορώ να σας δώσω κάτι παραπάνω, εκτός αν τα κλείσετε για τρείς μήνες, τα μπιζελάκια από χθές είναι ζουμερά και αρκετά για αύριο, τα συκωτάκια μόλις άρχισαν να αχνίζουν, ας ρίξω μπόλικη ρίγανη, ας ξεχάσω το κορόιδο... κορόιδο...
Ο άνθρωπος γεννιέται, δε γίνεται. Γεννήθηκα αφελής, κοντεύω ολοένα στο σημείο που πρέπει να το αποδεχτώ. Ο μπαμπάς μου πίστευε πως είμαι η πιο έξυπνη στον κόσμο-εκείνος ήταν ακόμα πιο αφελής από μένα (και πιο καλός άνθρωπος) αλλά μάλλον δεν το ήξερε (ότι ήταν αφελής).
Σκεφτόμουν σήμερα, πάω σ'έναν γιατρό, και του λέω, είμαι αφελής και δεν θέλω να είμαι, θέλω να με βοηθήσετε να αλλάξω. Μα γίνεται αυτό; Κι αν γίνεται, το θέλω; Ή μήπως δεν το θέλω γιατί δεν γίνεται, σαν την αλεπού με τα κρεμαστάρια;
Ας ανακατέψω τα συκωτάκια.


* * * * * * *

20.4.10

Open Air Bookbuying

Πολλά χρόνια πρωτύτερα είχα, θυμάμαι, ζητήσει από τον ίδιο πάλι το Σεφέρη να μου εξηγήσει τι σήμαινε, στο ποίημα "Ο βασιλιάς της Ασίνης", η φράση "που τον γυρεύουμε δυό χρόνια τώρα" (δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτα). Μου αποκρίθηκε τότε πως τόσο καιρό του χρειάστηκε για να αποτελειώσει το ποίημα. Δε νομίζω πως κανένας αναγνώστης μπορεί να φτάσει ποτέ σε μια τέτοια εξήγηση αβοήθητος ή από μοναχός του. [.....] Και δε νομίζω ακόμα πως η ποίηση ή η τέχνη γενικά κερδίζουν τίποτα από τέτοιες ασάφειες.

Λέει ο Ζήσιμος Λορεντζάτος στο νούμερο 777 των Collectanea του.
Εγώ πάλι, είμαι με τον Σεφέρη, ασυζητητί.


* Britain's most enjoyable Bookshop


* * * * * * *

9.4.10

κάθε μέρα

Ελάτε νεράιδες, πάρτε μ' έξω απ'αυτό το βαρετό κόσμο,
για' θα μπορούσα μαζί σας να ταξιδεύω με τον άνεμο
και να χορεύω με τα βουνά,
σα φλόγα.

O Απρίλιος είναι διεθνής μήνας ποίησης κι εγώ σκέφτομαι τη Δευτέρα να κολλήσω στον τοίχο της κουζίνα της Τράπεζας το παραπάνω ποίημα του W.B.Yeats.
Έτσι κι αλλιώς το κουζινάκι είναι πολύ μικρό, στο υπόγειο: κάθε πρωί το ίδιο, (όμορφα/βαρετά/φρικτά, κι όλα αυτά εναλλάξ και συνέχεια-σχεδόν σαν οικογένεια) κάνουμε ακροβατικές κινήσεις προσπαθώντας να μην πέφτουμε ο ένας πάνω στον άλλο, τέσσερα, πέντε, έξη άτομα, τρώγωντας κορνφλεικς, ανοιγοκλείνοντας το ψυγείο, για τις μπανάνες, τα γιαούρτια, το κολατσιο τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο, και ζεσταίνοντας νερό στο βραστήρα -και στο γκαζάκι- για τον ελληνικό καφέ.
Μόνο η ποίηση έλειπε από κει-ως τώρα όμως.

Κατά τα άλλα, η ημέρα μου περνάει με ανθρώπους επι το πλείστον δυστυχισμένους.
Οι μεν γιατί δεν μπορούν να πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους και οι δε γιατί δεν ξέρουν πως να προστατέψουν τα λεφτά τους.
Εν ολίγοις, όλοι είναι σε απόγνωση, είτε έχουν (πολλά) λεφτά είτε δεν έχουν καθόλου. Περίεργο δεν είναι?
Σήμερα παρατήρησα πως ο βαθμός δυστυχίας τους είναι πάνω-κάτω ο ίδιος, για λόγους όμως εκ διαμέτρου αντίθετους.
Φεύγει ο ένας κι έρχεται ο επόμενος, κι εναλλάσεται μπροστά μου συνέχει το ίδιο σκηνικό.
Τι να τα κάνω? Εσείς τι θα κάνατε? Και, δεν μπορώ να δίνω τίποτα, τίποτα, για 6 μήνες τουλάχιστον, για ένα χρόνο, να παγώσουν οι πληρωμες...

Κι εγώ, σαν αδελφή του ελέους, προτείνω λύσεις, όσο το δυνατόν πιο ανώδυνες, χαμογελώ, παρηγορώ, κατευνάζω.
Σε λάθος δουλειά δουλεύω. Να ήμουνα νοσοκομα σε γηροκομείο. Παραμάνα σε βρεφοκομείο. Αυτί σε τηλεφωνική γραμμή βοήθειας. Μαγείρισσα. Χαιδεύτρια κεφαλιών και χεριών.
Κρίμα.


* * * * * * *