(adj): having a calming, assuaging, or relieving effect.
1. To calm or placate. Give moral or emotional strength to
2. To ease or relieve. Cause to feel better (pain, for example)
e.g. μια soothing κοτόσουπα, ένα τσάι με άρωμα καραμέλα
e.g. μια soothing κοτόσουπα, ένα τσάι με άρωμα καραμέλα
1 σχόλιο:
Η εικόνα κατευνάζει τα ζόρια με το χρώμα της και τη ζεστασιά της.
Δημοσίευση σχολίου