4.2.11

soothing


(adj): having a calming, assuaging, or relieving effect.

1. To calm or placate. Give moral or emotional strength to
2. To ease or relieve. Cause to feel better (pain, for example)

e.g. μια soothing κοτόσουπα, ένα τσάι με άρωμα καραμέλα

1 σχόλιο:

Σταυρούλα είπε...

Η εικόνα κατευνάζει τα ζόρια με το χρώμα της και τη ζεστασιά της.