27.7.12

Παρασκευή βράδυ


Η πρόταση που της έκανα ήταν περίπου έτσι: «Όπως φαίνεται θα χάσουμε τον πόλεμο, κι αν φθάσουμε στο σημείο του Τιμητικού Θανάτου των Εκατό Εκατομμυρίων θα πρέπει να πεθάνουμε όλοι οποσδήποτε. Έτσι λοιπόν, πριν συμβεί αυτό, δεν είναι άσχημη ιδέα ν ανακαλύψουμε τι ακριβώς είναι ο έγγαμος βίος».

Μου απάντησε οτι θα το σκεφτόταν. Για να σιγουρευτώ για την επιτυχια της πρότασής μου, ζήτησα απο έναν πολύ κοντινό μου φίλο να μεσολαβήσει υπέρ μου. Περίμενα και περίμενα και απάντηση δεν ερχόταν. Κάποια στιγμή βαρέθηκα να προσπαθώ να είμαι ήρεμος μ αυτό το θέμα, πήγα στο σπίτι της και απαίτησα αμέσως μια απάντηση. «Ναί ή όχι?» της είπα, σαν τον στρατηγό Τομογιούκι Γιαμασίτα που απαιτούσε παράδοση της Σιγκαπούρης, την οποία είχε καταλάβει το 1942.

Μου υποσχέθηκε οτι θα μου απαντούσε πολύ σύντομα, όμως την επόμενη φορά που την είδα μου έδωσε ένα μάτσο γράμματα, μου ζήτησε να τα διαβάσω και μου είπε οτι δεν μπορούσε να παντρευτεί ένα πρόσωπο σαν εμένα. Όλα τα γράμματα ήταν απο το φίλο μου που του είχα ζητήσει να μεσολαβήσει για χάρη μου. Τα διάβαζα και δεν μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου τρομοκρατήθηκα.

Τα γράμματα αυτά ήταν γεμάτα απο συκοφαντίες εναντίνον μου. Η ποικιλία και το εύρος της διατύπωσης τούτων των φοβερών πραγμάτων ήταν πράγματι ευφυής. Η έκταση του μίσους του για μένα που έκφραζε σ αυτά τα γράμματα μ έκανε να νιώθω ναυτία. Τούτος ο άνθρωπος, που είχε δεχτεί να με βοηθήσει στην επιδίωξη του σκοπού μου, είχε κάνει ότι περισσότερο μπορούσε για να διαλύσει τις πιθανότητες που είχα. Κι όταν μάλιστα συχνά με είχε συνοδεύσει στο σπίτι της κοπέλας και είχε καθίσει δίπλα μου, με μια έκφραση στο πρόσωπό του που έδειχνε το αληθινό ενδιαφέρον και τη συνεργασία του στις προσπάθειες μου να πείσω τη δεσποινίδα Γιαγκούσι να με παντρευτεί.

Φαίνεται πως η κυρία Γιαγκούσι είχε προσέξει όλα αυτά που συνέβαιναν και είπε στην κόρη της. «Ποιόν απο τους δύο θα πιστέψεις, αυτόν που προδίδει τον φίλο του ή αυτόν που εμπιστεύεται αυτόν που τον προδίδει?». Τελικά, παντρευτήκαμε. Αλλά ακόμη και μετά το γάμο, ο άνθρωπος αυτός δεν ένιωθε καθόλου τύψεις και ερχόταν να μας βλέπει. Η πεθερά μου όμως πάντοτε του αρνηθηκε αποφασιστικά την είσοδο στο σπίτι.

Μέχρι σήμερα δεν έχω καταλάβει τη συμπεριφορά του, δεν μπορώ να εξηγήσω που οφείλεται το τόσο μίσος που έτρεφε για μένα. Ότι κατοικεί στο βάθος της ανθρώπινης ψυχής παραμένει μυστήριο για μένα. Απο τότε εχω γνωρίσει πολλά διαφορετικά είδη ανθρώπων-ανθρώπους που έχουν σκοτώσει ή σκοτωθεί για χρήματα, απατεώνες, πλαστογράφους-και όλοι τους μου φάνηκαν νορμάλ άνθρωποι, έτσι τα έχω χαμένα. Περισσότερο απο «νορμάλ», μάλιστα, οι άνθρωποι αυτοί είχαν ευγενικά πρόσωπα και έλεγαν ωραία πράγματα, έτσι κι εγω τα έχω περισσότερο χαμένα.

(Όλο το κείμενο είναι αντιγραφή απο την "αυτοβιογραφία" του Ακίρα Κουροσάβα)

* * * * *

Το παραπάνω ποστ υπήρχε στα "πρόχειρα" προς δημοσίευση, με ημερομηνία 26/6/2006. Μπήκα να καθαρίσω, κι αντί να το πετάξω, έκρινα πως είναι η ώρα του να δημοσιευθεί.

Σε μερικές μέρες είναι τα γενέθλιά μου. Θα κλείσω τα 46. Ακόμα απορώ που οι άνθρωποι είναι καλοί και κακοί. Ακόμα απορώ για χιλιάδες πράγματα-αρνούμαι να τα καταπιώ.
Σήμερα, μέσα σ'ένα βουνό από σκέψεις και συναισθήματα-όπως ακριβώς πνίγομαι καθημερινά, ξεπήδησε μια λεπτή γελαστή σκέψη: πόσο τυχερή είμαι, συνάντησα στη ζωή μου καλούς ανθρώπους.

Ακόμα, ότι μ'αρέσει περισσότερο είναι να περπατάω στους δρόμους το καλοκαίρι, που η πόλη είναι άδεια, και να χαζεύω τις γειτονιές.

15.7.12

καλοκαίρι μεσημέρι


Η θαλασσοθεραπευτική κλινική ήταν ένα ροζ κτήριο, με έναν μεγάλο κήπο γεμάτο φοίνικες. Ήταν χτισμένη ψηλά, πάνω σ'ένα βράχο, και υπήρχε μια σκάλα που οδηγούσε στο δρόμο και μετά στην παραλία. 
Ο Περέιρα ανέβηκε με κόπο τα σκαλιά και μπήκε στην αίθουσα υποδοχής. Τον υποδέχτηκε μια χοντρή κυρία με κόκκινα μάγουλα και άσπρη στολή. Είμαι ο δόκτωρ Περέιρα, είπε ο Περέιρα, πρέπει να έχει τηλεφωνήσει ο γιατρός μου, ο δόκτωρ Κόστα, και να έκλεισε δωμάτιο. Ω, κύριε Περέιρα, είπε η κυρία με την άσπρη στολή, σας περιμέναμε για το γεύμα, μα γιατί αργήσατε τόσο πολύ, έχετε γευματίσει; Η αλήθεια είναι πως έφαγα μόνο σαλιγκάρια στο σταθμό, ομολόγησε ο Περέιρα, και πεινώ λίγο. Τότε ακολουθήστε με, είπε η κυρία με την άσπρη στολή, το εστιατόριο είναι κλειστό, αλλά η Μαρία ντας Ντόρες μπορεί να σας ετοιμάσει ένα μεζέ. 
Τον οδήγησε μέχρι το εστιατόριο, μια ευρύχωρη αίθουσα με μεγάλα παράθυρα που έβλεπαν στη θάλασσα. Ήταν εντελώς έρημο. Ο Περέιρα κάθησε σ'ένα τραπέζι. Ήρθε μια γυναίκα με ποδιά και εμφανή μουστάκια. Είμαι η Μαρια ντας Ντόρες, είπε η γυναίκα, είμαι η μαγείρισσα, μπορώ να σας ετοιμάσω κάτι στη σχάρα. Μια γλώσσα, απάντησε ο Περέιρα, ευχαριστώ. Παράγγειλε επίσης μια λεμονάδα και βάλθηκε να την πίνει γουλιά γουλιά με φανερή ικανοποίηση. Έβγαλε το σακάκι του και πέρασε την πετσέτα γύρω από το λαιμό του. 
Η Μαρία ντας Ντόρες έφτασε με ένα ψάρι της σχάρας. Δεν είχαμε άλλες γλώσσες, είπε, σας ετοίμασα μια τσιπούρα. Ο Περέιρα άρχισε να τρώει με όρεξη. Τα μπάνια στα φύκια γίνονται στις πέντε, είπε η μαγείρισσα, αλλά αν δεν έχετε διάθεση και προτιμάτε να πάρετε έναν υπνάκο, μπορείτε να αρχίσετε αύριο, γιατρός σας θα είναι ο δόκτωρ Καρντόζο, θα έρθει να σας βρει στο δωμάτιό σας στις έξι. Τέλεια, είπε ο Περέιρα, νομίζω πως θα πάω να ξεκουραστώ λιγάκι.
Ανέβηκε στο δωμάτιό του, που ήταν το εικοσιδύο, και βρήκε τη βαλίτσα του. Έκλεισε τα παντζούρια, έπλυνε τα δόντια του και ξάπλωσε στο κρεβάτι χωρίς πιτζάμα. Μια δροσερή θαλάσσια αύρα έμπαινε από τις γρίλιες και κουνούσε τις κουρτίνες. Ο Περέιρα αποκοιμήθηκε σχεδόν αμέσως. 
Είδε ένα ωραίο όνειρο, ένα όνειρο της νιότης του, ήταν στην παραλία της Γράνζα και κολυμπούσε σε έναν ωκεανό που έμοιαζε με πισίνα, και στην άκρη αυτής της πισίνας ήταν ένα χλωμό κορίτσι, που τον περίμενε με μια πετσέτα στα χέρια. Στη συνέχεια αυτός γύριζε από το κολύμπι  και το όνειρο συνεχιζόταν, ήταν πραγματικά ένα πολύ ωραίο όνειρο, αλλά ο Περέιρα προτιμά να μην πει πώς συνεχιζόταν, γιατί το όνειρο, ισχυρίζεται, δεν έχει καμιά σχέση με αυτήν την ιστορία.

~ Το πλεκτό είναι ένα μπλουζάκι για τη Χρύσα, με νήμα catia temis και βελόνες νούμερο οκτώ.
Tο απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Αντόνιο Ταμπούκι, Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα , από τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει τον τελευταίο καιρό.

11.7.12

χαίρω πολύ κύριε Βάλσερ (*)

...Τα μαθήματα έχουν έναν σκοπό, να μας διδάξουν υπομονή και πειθαρχία, πράγματα δηλαδή που δεν σου εξασφαλίζουν καμία, ή σχεδόν καμία, επιτυχία. Ίσως σε κάνουν καλύτερο άνθρωπο, αλλά και τί μ'αυτό; Θα σου δώσουν οι εσωτερικές κατακτήσεις σου να φας; Εγώ θα 'θελα να είμαι πλούσιος, να κυκλοφορώ με άμαξες και να ροκανίζω τα λεφτά μου.
...Είναι άνθρωπος με αρχές, έχει πιαστεί γερά στη σελα του αλόγου που το λένε ικανοποίηση, ομως σε τούτο το άλογο δεν ανεβαίνεις αν θέλεις να ξεχυθείς καλπάζοντας στη ζωή.

~ Ρόμπερτ Βάλσερ, Γιάκομπ Φον Γκούτεν (... αυτό το όνειρο που ονομάζουμε ανθρώπινη ζωή...)

(*) Θα ήθελα να είχατε γράψει κι άλλα, να μην είχαν χαθεί/καταστραφεί τόσα από τα έργα σας.
Από την άλλη, ο τρόπος που σκέφτεται/γράφει ο Ρόμπερτ Βάλσερ μου θυμίζει πάρα πολύ τον Σάλιντζερ στον Φύλακα στη Σίκαλη. Και σκέφτομαι ότι ναι, είναι απολύτως ταιριαστό, αυτοί οι άνθρωποι που σκέφτονται έτσι, λένε ότι έχουν να πουν και τέλος. Δεν θέλει πολλά λόγια.

7.7.12

χαίρω πολύ κύριε Χιμένες

Πουέρτο Ρίκο, άνοιξη του 1956. Ο Χουάν Ραμόν είχε περάσει τη ζωή του πιστεύοντας ότι ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να πεθάνει. Του έλεγαν: "Τα λέμε αύριο". Κι αυτός συνήθως απαντούσε: "Αύριο; Και πού θα είμαι εγώ αύριο;" Παρ'όλα αυτά, όταν μετά από αυτόν τον αποχαιρετισμό έμενε μόνος και πήγαινε στο σπίτι του, παρέμενε ήρεμος και καθόταν να κοιτάζει τα χαρτιά και τα πράγματά του. Οι φίλοι του έλεγαν πώς ταλαντευόταν ανάμεσα στην ιδέα ότι μπορούσε να πεθάνει όπως ο πατέρας του, ενώ κοιμόταν -εκείνον τον είχαν ξυπνήσει ταρακουνώντας τον για να του πουν την είδηση- και την ιδέα ότι σωματικά δεν του συνέβαινε τίποτα. Ο ίδιος περιέγραψε αυτή την άποψη την προσωπικότητάς του σαν "απροστάτευτη αριστοκρατία".
Είχε περάσει τη ζωή του πιστεύοντας ότι ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να πεθάνει, όμως ποτέ δεν του πέρασε από το νου η σκέψη ότι θα πέθαινε πρώτη η Ζηνοβία, η γυναίκα του, η ερωμένη του, η αρραβωνιστικιά του, η γραμματέας του, το χέρι του για καθετί πρακτικό ("ο κουρέας του", έφτασε να πει μιλώντας γι'αυτήν) ο σωφέρ του, η ψυχή του.


Πουέρτο Ρίκο, άνοιξη του 1956. Η Ζηνοβία επιστρέφει από τη Βοστώνη για να πεθάνει στο πλευρό του Χουάν Ραμόν. Δυό χρόνια αγωνίστηκε με θάρρος ενάντια στον καρκίνο αλλά την υπέβαλλαν σε μια υπερβολική θεραπεία με ακτινοβολίες και της έκαψαν τη μήτρα. Η άφιξή της στο Σαν Χουάν, χωρίς να το ξέρει, συμπίπτει με την άφιξη κάποιων Σουηδών δημοσιογράφων, που γνωρίζουν ήδη ότι το βραβείο Νόμπελ εκείνης της χρονιάς θα απονεμηθεί στον Ισπανό ποιητή. Ο ανταποκριτής μιας σουηδικής εφημερίδας στη Νέα Υόρκη ζητά από τη Στοκχόλμη να επισπεύσει την απονομή του βραβείου για να προλάβει να το μάθει η Ζηνοβία πριν πεθάνει. Όμως όταν εκείνη το μαθαίνει, δεν μπορεί πια να μιλήσει. Ψιθυρίζει ένα νανούρισμα -λένε ότι η φωνή της θύμιζε τον αμυδρό ήχο του χαρτιού που τσαλακώνεται- και την επομένη μέρα πεθαίνει.


Ο Χουάν Ραμόν, βραβείο Νόμπελ, μένει σαν ανάπηρος. Το νανούρισμα έχει διαπεράσει την απροστάτευτη αριστοκρατία. Όταν μετά την κηδεία τον πάνε πίσω στο σπίτι του, η υπηρέτρια -που ζει ακόμα, είναι πάνω από ενενήντα χρονών και τα θυμάται πολύ καλά όλα αυτά, τα αφηγείται σήμερα στο Σαν Χουάν σε όποιον τη ρωτήσει σχετικά- θα γίνει μάρτυρας μιας παρανοικής συμπεριφοράς, προμήνυμα του προσηλυτισμού του Χουάν Ραμόν στην τέχνη του Όχι.


Όλη η δουλειά που είχε κάνει η Ζηνοβία οργανώνοντας σοφά το έργο του άντρα της, όλο εκείνο το έργο τόσων χρόνων, όλη εκείνη η μεγαλειώδης και υπομονετική εργασίας της πιστής μέχρι το θάνατο ερωτευμένης γυναίκας, χαραμίζεται όταν ο Χουάν Ραμόν τα κάνει όλα άνω κάτω, απελπισμένος, τα πετάει με δύναμη στο πάτωμα και τα τσαλαπατάει οργισμένος. Από τη στιγμή που η Ζηνοβία έχει πεθάνει, δεν τον ενδιαφέρει πια το έργο του. Θα πέσει από εκείνη τη μέρα σε μια απόλυτη λογοτεχνική σιωπή, δεν θα ξαναγράψει ποτέ πια. Θα ζει μονάχα για να τσαλαπατάει μέχρι τέλους, σαν πληγωμένο ζώο, το ίδιο του το έργο. Θα ζει μονάχα για να λέει στον κόσμο οτι τον ενδιέφερε να γράφει μόνο επειδή ζούσε η Ζηνοβία. Αφού πέθανε εκείνη, πέθαναν τα πάντα. Ούτε μια γραμμή παραπάνω, μόνο βαθιά ζωώδης σιωπή. Και στο βάθος του βάθους μια αξέχαστη φράση του Χουάν Ραμόν -δεν ξέρω πότε την είπε αλλά το σίγουρο είναι πως την είπε- για την ιστορία του Όχι: "Το καλύτερο έργο μου είναι η μεταμέλεια για το έργο μου".

~ Ενρίκε Βίλα-Μάτας, Μπάρτλεμπυ και Σία