Η πρόταση που της έκανα ήταν περίπου έτσι: «Όπως φαίνεται θα χάσουμε τον πόλεμο, κι αν φθάσουμε στο σημείο του Τιμητικού Θανάτου των Εκατό Εκατομμυρίων θα πρέπει να πεθάνουμε όλοι οποσδήποτε. Έτσι λοιπόν, πριν συμβεί αυτό, δεν είναι άσχημη ιδέα ν ανακαλύψουμε τι ακριβώς είναι ο έγγαμος βίος».
Μου απάντησε οτι θα το σκεφτόταν. Για να σιγουρευτώ για την επιτυχια της πρότασής μου, ζήτησα απο έναν πολύ κοντινό μου φίλο να μεσολαβήσει υπέρ μου. Περίμενα και περίμενα και απάντηση δεν ερχόταν. Κάποια στιγμή βαρέθηκα να προσπαθώ να είμαι ήρεμος μ αυτό το θέμα, πήγα στο σπίτι της και απαίτησα αμέσως μια απάντηση. «Ναί ή όχι?» της είπα, σαν τον στρατηγό Τομογιούκι Γιαμασίτα που απαιτούσε παράδοση της Σιγκαπούρης, την οποία είχε καταλάβει το 1942.
Μου υποσχέθηκε οτι θα μου απαντούσε πολύ σύντομα, όμως την επόμενη φορά που την είδα μου έδωσε ένα μάτσο γράμματα, μου ζήτησε να τα διαβάσω και μου είπε οτι δεν μπορούσε να παντρευτεί ένα πρόσωπο σαν εμένα. Όλα τα γράμματα ήταν απο το φίλο μου που του είχα ζητήσει να μεσολαβήσει για χάρη μου. Τα διάβαζα και δεν μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου τρομοκρατήθηκα.
Τα γράμματα αυτά ήταν γεμάτα απο συκοφαντίες εναντίνον μου. Η ποικιλία και το εύρος της διατύπωσης τούτων των φοβερών πραγμάτων ήταν πράγματι ευφυής. Η έκταση του μίσους του για μένα που έκφραζε σ αυτά τα γράμματα μ έκανε να νιώθω ναυτία. Τούτος ο άνθρωπος, που είχε δεχτεί να με βοηθήσει στην επιδίωξη του σκοπού μου, είχε κάνει ότι περισσότερο μπορούσε για να διαλύσει τις πιθανότητες που είχα. Κι όταν μάλιστα συχνά με είχε συνοδεύσει στο σπίτι της κοπέλας και είχε καθίσει δίπλα μου, με μια έκφραση στο πρόσωπό του που έδειχνε το αληθινό ενδιαφέρον και τη συνεργασία του στις προσπάθειες μου να πείσω τη δεσποινίδα Γιαγκούσι να με παντρευτεί.
Φαίνεται πως η κυρία Γιαγκούσι είχε προσέξει όλα αυτά που συνέβαιναν και είπε στην κόρη της. «Ποιόν απο τους δύο θα πιστέψεις, αυτόν που προδίδει τον φίλο του ή αυτόν που εμπιστεύεται αυτόν που τον προδίδει?». Τελικά, παντρευτήκαμε. Αλλά ακόμη και μετά το γάμο, ο άνθρωπος αυτός δεν ένιωθε καθόλου τύψεις και ερχόταν να μας βλέπει. Η πεθερά μου όμως πάντοτε του αρνηθηκε αποφασιστικά την είσοδο στο σπίτι.
Μέχρι σήμερα δεν έχω καταλάβει τη συμπεριφορά του, δεν μπορώ να εξηγήσω που οφείλεται το τόσο μίσος που έτρεφε για μένα. Ότι κατοικεί στο βάθος της ανθρώπινης ψυχής παραμένει μυστήριο για μένα. Απο τότε εχω γνωρίσει πολλά διαφορετικά είδη ανθρώπων-ανθρώπους που έχουν σκοτώσει ή σκοτωθεί για χρήματα, απατεώνες, πλαστογράφους-και όλοι τους μου φάνηκαν νορμάλ άνθρωποι, έτσι τα έχω χαμένα. Περισσότερο απο «νορμάλ», μάλιστα, οι άνθρωποι αυτοί είχαν ευγενικά πρόσωπα και έλεγαν ωραία πράγματα, έτσι κι εγω τα έχω περισσότερο χαμένα.
(Όλο το κείμενο είναι αντιγραφή απο την "αυτοβιογραφία" του Ακίρα Κουροσάβα)
* * * * *
Το παραπάνω ποστ υπήρχε στα "πρόχειρα" προς δημοσίευση, με ημερομηνία 26/6/2006. Μπήκα να καθαρίσω, κι αντί να το πετάξω, έκρινα πως είναι η ώρα του να δημοσιευθεί.
Σε μερικές μέρες είναι τα γενέθλιά μου. Θα κλείσω τα 46. Ακόμα απορώ που οι άνθρωποι είναι καλοί και κακοί. Ακόμα απορώ για χιλιάδες πράγματα-αρνούμαι να τα καταπιώ.
Σήμερα, μέσα σ'ένα βουνό από σκέψεις και συναισθήματα-όπως ακριβώς πνίγομαι καθημερινά, ξεπήδησε μια λεπτή γελαστή σκέψη: πόσο τυχερή είμαι, συνάντησα στη ζωή μου καλούς ανθρώπους.
Ακόμα, ότι μ'αρέσει περισσότερο είναι να περπατάω στους δρόμους το καλοκαίρι, που η πόλη είναι άδεια, και να χαζεύω τις γειτονιές.