Για μαύρα μάτια καίγομαι,
για γαλανά πεθαίνω,
αλλά για τα τσακίρικα
σκίζω τη γη και μπαίνω!
Ο κύρ Γιάννης μιλούσε πολύ. Γιατί ήταν πολύ κοινωνικός-η μαμά έλεγε με καμάρι ότι δεν υπάρχει μέρος που να πήγανε όπου δεν βρήκε γνωστό, ή γνωστό γνωστού…
Είχε άποψη για όλα, όταν ήταν μικρός έγραφε κιόλας, αυτάρεσκα, με πένα, με καλλιγραφικά γράμματα και με ψευδώνυμο…
Όμως η μαμά ειρωνεύτηκε-όχι μπροστά του, παρά σε μας τις μικρές, αργότερα όταν μεγαλώσαμε, ότι στο σπίτι τους στο χωριό έπαιρναν την εφημερίδα για επίδειξη, γιατί ήταν το συνήθειο της Κυριακής, να γυρίσουν μ αυτή στο χέρι στο σπίτι από το καφενείο, μετά την πετούσαν χωρίς να την διαβάσει κανείς…
Αγαπούσε το χωριό του, κι ας έφυγε από εκεί στα 15 του. Ήθελε κάθε χρόνο να πηγαίνουμε τον δεκαπενταύγουστο στο πανηγύρι, για να χαιρετάει τους γνωστούς του με καμάρι-αλλά η μαμά, η Καλαμαριώτισα (εκ Πόντου) κι αυτό το ειρωνευόταν, το εύρισκε χωριάτικο, το ανέχτηκε όσο ήταν νέα και δεν μπορούσε να φέρει αντίρρηση, κάποτε όμως μουλάρωσε κι αρνήθηκε να ξαναπάει. Ήταν και στην εμμηνόπαυση τότε. Άλλη ιστορία αυτή.
Ονειρευόταν να έχει ένα δωμάτιο στο χωριό όταν βγει στη σύνταξη, να μπορεί να βλέπει τους φίλους του-δεν ήθελε να δεχτεί ότι δεν είχε πια φίλους εκεί-γιατί έλειπε 50 χρόνια. Αλλά πάλι ήταν τόσο κοινωνικός, που μπορεί και νάφτιαχνε καινούργιους, πως μπορεί να ξέρει κανείς? Ήταν και τόσο αφελής, που μπορεί να ένιωθε απαράλλαχτους τους παλιούς του φίλους, και να χαιρότανε.
Κι αυτό το ειρωνευότανε η μαμά, το που ήταν αφελής και πίστευε τους πάντες, που έδινε χωρίς να ζητήσουν, χωρίς να ρωτήσει, που εμπιστευότανε. Μαλώνανε γιαυτό (και τι κερδίσανε? άλλαξε κανείς τους?).
Δεν πρόλαβε, γιατί ήρθε η Αλζχάιμερ και μαζί με τα σχέδια, έσβησε και το παρελθόν-τα σταφύλια που κλέβανε από τα χωράφια με τους φίλους του, και τα «απίδια» που μαζεύανε από τα δέντρα.
Ένα φεγγάρι έκανε και δάσκαλος-στο διπλανό χωριό. Γιατί τότε δεν είχε πτυχιούχους, και χρησιμοποιούσαν μερικές φορές τους απόφοιτους λυκείου για δασκάλους στα χωριά. Πήγαινε με τα πόδια, με το κουστούμι που φοράει στην φωτογραφία και χαμογελάει με καμάρι, με μαύρα κοκάλινα γυαλιά και με βιβλία στο χέρι του. Κρατάει κι ένα ραβδί, γιατί απο τότε που τον τριγύρισαν λύκοι ένα χειμώνα, φοβότανε.
Τα είχε σε μεγάλη εκτίμηση τα γράμματα. Χιλιάδες φορές έχω ακούσει την ιστορία, που σηκωνόταν από τα χαράματα, για να μπορέσει να διαβάσει με το πρώτο φως της ημέρας, γιατί ο άντρας της αδελφής του που τον φιλοξενούσε στη Θεσσαλονίκη δεν επέτρεπε αναμμένη λάμπα το βράδυ για το διάβασμα...
Και το είχε καημό που δεν μπήκε στο Πανεπιστήμιο-να γίνει δάσκαλος κανονικός. Τη χαρά του τη μέρα που μπήκα εγώ, δεν μπορώ να την περιγράψω. Ήταν τόση που δεν την θυμάμαι. Μόνο η σκέψη της τώρα, με τσακίζει.
Κι άλλο τόσο καμάρωσε όταν έπιασα δουλειά. Ξυπνούσε κάθε πρωί και ρωτούσε-διακριτικά γιατί ήξερε ότι θύμωνα, αν ήθελα να με πάει στη δουλειά μου. Και με πήγαινε, κι αν του επέτρεπα να μπει να πει μια καλημέρα στον διευθυντή μου, τότε ένιωθε θεός.
Ω, πόσο μετανιώνω για όλες αυτές τις καλημέρες που δεν τον άφησα να πει. Τι θα πείραζε? Δεν θα μου είχαν κοστίσει τίποτα, αλλά εκείνος θα ήταν ποντούς πολλούς ψηλότερος τώρα…
Καμάρωνε πολύ για μένα.
Το ένα που μου έλεγε, ήταν για τα μάτια μου, τα μάτια μας. Το ξέρεις το τραγούδι? Μου είπε, μια μέρα που παραπονέθηκα ότι δεν είμαι όμορφη, που τα μάτια μου είναι πράσινό και καφέ μπερδεμένο, λίγο από όλα και τίποτα. Το ξέρεις? Και μου είπε τους στίχους. Αυτό είμαστε. Κάτι σπάνιο και άξιο.
Που δεν φαίνεται εύκολα, αλλά άμα το δει κανείς, τότε υποφέρει.
Και το άλλο ήταν το ύψος μου-το λίγο. Το οποίο δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό ως πρόβλημα, γι εκείνον όμως φαίνεται ότι ήταν, και για να το προλάβει σε μένα, μου ανέλυε συχνά πόσο δεν παίζει ρόλο στην αξία ενός ανθρώπου το σωματικό του ύψος-παρά μόνο το πνευματικό…
Όσο μεγαλώνω, τόσο βλέπω στον καθρέφτη τον μπαμπά μου. Όταν ήταν στην κλινική, τον έβλεπα κι ήταν σαν να έβλεπα στον καθρέφτη. Τώρα που έγιναν δύο χρόνια που ησύχασε, τον βλέπω πιο καθαρά απο ποτέ, στον καθρέφτη μου.
Πήρα τη μύτη του-και δεν την ήθελα, γιατί όλη την ομορφιά την έδωσες στην αδελφή μου? Ρώτησα τη μαμά.
Πήρες και τα λόγια τα πολλά, από το σόι του, μιλάς συνέχεια, σαν εκείνον
Πήρες και τα λόγια τα πολλά, από το σόι του, μιλάς συνέχεια, σαν εκείνον
* * * * * * *
24 σχόλια:
Θα ειναι σιγουρα ευτυχισμένος και πολλούς ποντους ψηλότερος, ξέροντας πόσο τον αγάπησες και πως τον σκέφτεσαι τώρα!
καλη μου...
ψυχουλα μου... εσυ...
Φαίδων ήταν το ψευδώνυμο, το θυμήθηκα τώρα.
Δεν έχω τι να πω..μα σου αφήνω τραγουδάκι. Κατέβασε το απο δω http://www.yousendit.com/transfer.php?action=download&ufid=12370ED95A2DB04F
Μάλλον κάπως έτσι πρέπει να λειτουργεί τελικά η μνήμη σε όλους όσους έχουμε ζήσει παρόμοιες καταστάσεις. Προστατευτικά. 2-3 χρόνια μετά τον σωματικό θάνατο της μαμάς μου (γιατί ο πνευματικός είχε συμβεί 10 χρόνια νωρίτερα) άρχισα να την βλέπω στον ύπνο μου όπως όταν ακόμα η Αλτζχάϊμερ δεν υπήρχε στο καθημερινό οικογενειακό λεξιλόγιο. Είναι και αυτό μια ανακούφιση, να μην μείνουν τελικά οι εικόνες της φρίκης...
¨οταν και γώ γυρίζω κουρασμένος ,στον καθρέπτη του ασανσέρ δεν είμαι εγώ είναι ο πατέρας μου.
Με κομμάτιασες, χαλάλι του όμως!
...
Μακάρι να είχα κάποια λέξη σαν χέρι να σου αφήσω.
η αγαπη σου τον ψηλωσε και τον ψηλωνει καθε μερα! να εισαι καλα λεμονια, και ειμαι σιγουρος οτι και την καλοσυνη της ψυχη σου απο τον "Φαιδων" την πηρες κι αυτη, μαζι με τη μυτουλα σου!
Λεμονάκι,
πολύ τρυφερό το κείμενο για τον μπαμπά σου. Μπράβο!
τυχερή είσαι λεμονάκι που τον βλέπεις στον καθρέφτη...
να σου πω, κι εγώ το ίδιο... άσε που κι εγώ αλλού ήθελα να μοιάσω, κι αλλού έμοιασα...
μοιάζουμε ή μου φαίνεται?
Δεν θέλω να γράψω τίποτα.
Στέκω μόνο συγκινημένος και σιωπηλός.
Πρέπει να ήταν υπερήφανος που είχε μια τέτοια κόρη.
Lemon, εγώ τον έχω τον δικό μου ακόμα, αλλά είναι σαν να έχει φύγει από καιρό.
Την κληματαριά του θέλησε να φροντίσει πρίν λίγες μέρες (από τις μεγάλες του αγάπες και περηφανιες) και κοντέψαμε να τον χάσουμε.
Αλλά όσο ζει ακόμα θέλω να τον φαντάζομαι έτσι λεβέντη όπως θυμάσαι και σύ τον δικό σου!
:)
Ευχαριστώ πολύ phile και memento (μα, λέτε στ αλήθεια να περνάει καλά τώρα…), βασιλικούλα, 2+1 shots, ντάλια μου, Roxanne (αρκεί που είσαι εδώ και καλά!), αλεπού, krotkaya (μοιάζουμε ναι, δεν το είχες καταλάβει?), σταύρο μου, και κουκλίτσα ))
Juanita, πράγματι, ευτυχώς στο τέλος μένουν μόνο οι υποφερτές αναμνήσεις… το που δεν είπα τίποτε για την αρρώστια, παρά μόνο για τα δέκα χρόνια πριν, τώρα που το παρατήρησες το κατάλαβα κι εγώ…εντυπωσιάστηκα, κοίτα να δείς…
Αθεόφοβε ναι, όσο περνάνε τα χρόνια, τόσο τους μοιάζουμε περισσότερο, και τους δύο…
Ralou όσο προλαβαίνεις, να τον χαίρεσαι κι έτσι. Και, υπομονή, πολύ υπομονή. Μπορεί τίποτα να μην καταλαβαίνει, την αγάπη όμως την νιώθει ακόμη, θα τόχεις ήδη καταλάβει…
Λεμονάκι , τώρα πια είναι μια χαρά! Όπως πριν απ' την αρρώστια! Μας βλέπουν και καμαρώνουν , είπαμε! Να τον θυμάσαι ΄πως στα καλύτερά του!
Υ.Γ.Κι εγώ πήρα την κορμοστασιά του και τον τρόπο που περπατάει! Τα χείλη τα σαρκώδη, τα ωραία μάτια οι άλλες τα πήραν!Κλαψ!
Οι Cansas το τραγουδάνε! Πόσα χρόνιααααααααααα!
να είσαι υπερήφανη που είχες έναν πατέρα που ήταν υπερήφανος για σένα..και το ένιωθε και σε αγαπούσε!
renata, σιγά-σιγά, όπως είπε η Χουανίτα, σβήνουν οι αναμνήσεις της αρρώστιας και βγαίνουν στην επιφάνεια οι παλιές, ναι.
Αλλά εσύ μάλλον πήρες και την τρυφερή καρδιά του και το κουράγιο του, ή κάνω λάθος?
:))
Μεθυσμένα χρώματα, με πονάει που ήταν περήφανος για μένα, δεν το ξεμπέρδεψα ακόμη μέσα μου, δεν το πίστεψα...Αλλά ήταν-με έκπληξη και με καθυστέρηση, το ανακαλύπτω.
Προσυπογραφω το σχολιο του
Σταυρου Κατσαρη.Να ειστε καλα.
Με συγκίνησες Λεμονάκι . Εγώ τον βλέπω πολύ σπάνια πιά στα όνειρα μου .
Τον έκανες περήφανο όμως . Και αυτό θα πρέπει να σε γεμίζει χαρά .
φιλιά
Όσο μεγαλώνω, τόσο βλέπω στον καθρέφτη τον μπαμπά μου.
Εγώ να δεις! Τρομάζω μερικές φορές γιατί νομίζω ότι μου χαμογελάει το φάντασμά του.
Όμορφη διήγηση λεμόνι!
Keep up the good work Propecia gegen haarausfall muska cadillac skate deck horse betting Bentley parts usa Oldsmobile 1935
Keep up the good work » »
Δημοσίευση σχολίου