26.4.08

εκδρομή στην πόλη

Ο Κόντογλου μου μίλησε πρώτα για τον παντοκράτορα της Ομορφοκκλησιάς στο Γαλάτσι. «Από κει θ’ αρχίσεις να μαθαίνεις», μου είπε. «Πρέπει να πας να τον αντιγράψεις. Δεν θα τα καταφέρεις γιατί δεν αντιγράφεται, τόσο άπιαστο έργο είναι. Και γω δοκίμασα πολλές φορές. Μα έχει ένα μυστήριο, λες και δεν το ‘κανε χέρι ανθρώπου».

Ξεκίνησα λοιπόν κι εγώ για τούτη τη δοκιμασία. Όταν μπήκα στην εκκλησία κι αντίκρισα εκείνο το κεφάλι με τις λαδοπράσινες σκιές, κατάλαβα τη δυσκολία του εγχειρήματος. Τα μάτια του που ήταν σαν ελιές με κοιτάζανε περιπαιχτικά. Είχε ένα μυστήριο επάνω του, φόβος σ’ έπιανε να το βλέπεις. Αντέγραψα έτσι κουτσά στραβά τον εξαίσιο αυτόν Παντοκράτορα και τον πήγα στον Κόντογλου.

«Το ‘ξερα», μου είπε, «πως δεν θα τα καταφέρεις μα ήθελα να σε δοκιμάσω. Ωστόσο τον πλησίασες λιγάκι. Μα τούτο το έργο δεν πλησιάζεται. Από 30 χρόνια πηγαίνω εκεί πέρα και τον βλέπω. Εκείνη η χερούκλα του είναι σαν όλα μαζί τα χέρια όλου του κόσμου. Σαν να ετοιμάζεται να σου πετάξει το ευαγγέλιο στο κεφάλι! Πολλοί δοκίμασαν να τον αντιγράψουν μα δεν είναι εύκολο σου λέω!»

Κάποτε γελώντας είπε: «Δεν είναι σαν τούρκος πασάς: ας έρθει όποιος θέλει απ’ το Πολυτεχνείο να κάνει ένα τέτοιο έργο, αν του βαστάει…».

Όποιος ερχότανε στο σπίτι του Κόντογλου, τον άκουγε να μιλάει για τούτον τον Παντοκράτορα με πάθος. «Είναι ο πιο σπουδαίος Παντοκράτορας σ’ όλη την Ανατολή», φώναζε δυνατά μια μέρα, «μα ποιος το ξέρει αυτό το πράμα!».

Μαζί πηγαίναμε στην Ομορφοκκλησιά πολλές φορές. Ζωγράφιζε λιγάκι και για να ξεκουραστεί έβγαινε έξω και καθότανε στις αρχαίες πέτρες και στ’ αγριολούλουδα, που τόσο τα’ αγαπούσε κι έγραφε συχνά γι’ αυτά «τα ταπεινά και τα τιποτένια». Φανταζότανε κάπου εκεί καθισμένον, στα παλιά τα χρόνια, τον άγνωστο τεχνίτη, τον φερμένο σίγουρα απ’ την Πόλη, που έκανε τούτον τον σπουδαίο Παντοκράτορα κι όμως δεν έβαλε πουθενά τ΄ όνομά του.

Και καθώς έγερνε ο ήλιος στη δύση του και χρύσωνε τα προσφυγικά σπιτάκια του Περισσού, και τα κυματιστά βουναλάκια ένα γύρω, άνοιγε η καρδιά του κι έψελνε κατανυχτικά, κι η ψαλμωδία ανακατευότανε με τα βελάσματα των προβάτων και των βοσκών τα σφυρίγματα, και μια ειρήνη κύκλωνε την πεδιάδα, σκεπάζοντας τη θαυμαστή εκκλησία με τις άπιαστες κι ακατανόητες ζωγραφιές της.

Ράλλης Κοψίδης 1973

*Κείμενο από το βιβλίο «Φώτης Κόντογλου» της Πινακοθήκης Νέου Ελληνισμού, εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα».

Μέχρι το 1850 το Γαλάτσι ήταν μια ακατοίκητη περιοχή με το όνομα Εύμορφη Εκκλησιά (Ομορφοκκλησιά) από τον ομώνυμο ναό της περιοχής.

Μεγάλες εκτάσεις της περιοχής κατείχε ο Λάμπρος Βέικος, τσιφλικάς και οπλαρχηγός του 1821.

Η Ομορφοκκλησιά είναι ναός του 12ου αιώνα, κτισμένος πάνω στα ερείπια παλαιοχριστιανικού ναού, που ήταν χτισμένος πάνω σε ερείπια αρχαίου ναού. Στο προαύλιο βρίσκονται ακόμα λείψανα 5ου-4ου αιώνα. Έχει ανακηρυχθεί διατηρητέο μνημείο από το 1921 λόγω των τοιχογραφιών που την κοσμούν. Οι ειδικοί την αποκαλούν Μουσείο Αγιογραφίας.
Στον ναό γίνεται λειτουργία μόνο την ημέρα του Αγίου Γεωργίου.


Εχθές, Μεγάλη Παρασκευή, (φυσικά;) ο ναός ήταν κλειστός. Περιοριστήκαμε (!) σε μια βόλτα μέσα στο άλσος Βέικου ανάμεσα στα αγριολούλουδα, και σε μια πανοραμική άποψη της Αθήνας.
Δυστυχώς, δεν μπόρεσα να φωτογραφίσω τον ήχο από τις καμπάνες και την μυρωδιά της άνοιξης!


* * * * * * *